Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωάννη Παπαευτυχίου και Άλλων (2010) 3 ΑΑΔ 309

(2010) 3 ΑΑΔ 309

[*309]17 Ιουνίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΠΑΕΥΤΥΧΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 155/2007)

 

Μαχητές της Αντίστασης ― Επ’ ανδραγαθία προαγωγή τους δυνάμει του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου (Ν.24(Ι)/2001) ― Ο Νόμος παρέχει εξουσία και όχι υποχρέωση προαγωγής ― Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του, σε σχέση ειδικά με την προαγωγή, μόνο στους αστυνομικούς αντιστασιακούς δεν συνιστά παρανομία, ούτε δυσμενή αντιμετώπιση, ούτε άνιση μεταχείριση.

Η Δημοκρατία αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική απόφαση σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι πληροφορήθηκαν ότι θα τιμηθούν μεν, αλλά δεν θα προαχθούν επ’ ανδραγαθία, για την αντιστασιακή τους δράση την εποχή του πραξικοπήματος του 1974.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, που είναι και ο μοναδικός που παρέμεινε, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη, αναφορικά με το συμπέρασμα ότι αυτή στερείτο αιτιολογίας και ότι ήταν διατυπωμένη κατά τρόπο που καθιστούσε λογικό τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων - αιτητών ότι το Υπουργικό Συμβούλιο θεώρησε και/ή πιθανό να θεώρησε πως ο Νόμος, όσον αφορά την  προαγωγή επ’ ανδραγαθία, ίσχυε μόνο για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. 

[*310]Το Άρθρο 12 του Ν.24(Ι)/2001 προβλέπει ότι, στους μαχητές της αντίστασης που είναι καταχωρημένοι στο Μητρώο (όπως οι εφεσίβλητοι), απονέμονται ηθικές αμοιβές από την Κυπριακή Πολιτεία ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Μαχητών Αντίστασης.  Οι ηθικές αμοιβές που μπορούν να απονεμηθούν στους μαχητές της αντίστασης είναι, μεταξύ άλλων, και οι προαγωγές επ’ ανδραγαθία.  Είναι προφανές, ότι το Άρθρο 12 παρέχει απλά εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση της Επιτροπής, να προβεί σε προαγωγές επ’ ανδραγαθία των μαχητών της αντίστασης και δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση στην παροχή της προαναφερόμενης ηθικής αμοιβής. 

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 (σελ. 394) η επ’ ανδραγαθία προαγωγή συνιστά ανέλεγκτη, καταρχήν, κρίση της διοίκησης.  Η επ’ ανδραγαθία προαγωγή αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και μόνο η απονομή της χρήζει ειδικότερης αιτιολογίας, όχι όμως και η άρνηση παροχής της.  Η αιτιολογία της άρνησης παροχής αυτού του εξαιρετικού μέτρου μπορεί να συναχθεί και από τα στοιχεία του φακέλου.   Άνιση μεταχείριση δεν χωρεί σε σχέση με την επ’ ανδραγαθία προαγωγή, οσάκις δεν υφίσταται ταυτότητα όρων και προϋποθέσεων.

Από τα προαναφερόμενα είναι σαφές ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρξε δυσμενής πράξη, ούτε δυσμενής διάκριση αλλά ούτε και άνιση μεταχείριση των εφεσιβλήτων, από τους εφεσείοντες. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβληθείσα απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. 

Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξουσία την οποία άσκησε μέσα στα ορθά πλαίσια. Από το προαναφερόμενο πρακτικό φαίνεται το σκεπτικό του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο, εγκρίνοντας την εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής, παρείχε διαφορετικές ηθικές αμοιβές στους αστυνομικούς αντιστασιακούς και στους υπόλοιπους αντιστασιακούς.  Στους μεν αστυνομικούς αντιστασιακούς, εκτός από το μετάλλιο και το δίπλωμα παρείχε και προαγωγή επ’ ανδραγαθία ενώ στους υπόλοιπους, μη αστυνομικούς αντιστασιακούς, όπως ήταν οι εφεσίβλητοι, παρείχε μόνο το μετάλλιο και το δίπλωμα αλλά όχι προαγωγή επ’ ανδραγαθία.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή [*311]του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 134/06), ημερ. 21/8/07.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Με την έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 21.8.07 στην Προσφυγή 134/06, η οποία είχε ως αντικείμενο την απόφαση των εφεσειόντων-καθ’ ων η αίτηση, ημερ. 4.1.06, με την οποία απερρίφθη το αίτημα των εφεσιβλήτων-αιτητών, για προαγωγή, επ’ ανδραγαθία, κατ’ εφαρμογή του Ν. 24(Ι)/2001, όπως έγινε και για τους αστυνομικούς που βρίσκονταν στην ίδια θέση με τους εφεσίβλητους.

Όλοι οι εφεσίβλητοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι κατά το πραξικόπημα του 1974 αντιστάθηκαν κατά των πραξικοπηματιών και γι’ αυτό το λόγο όλοι έτυχαν εγγραφής στο σχετικό Μητρώο, από την Επιτροπή Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Μαχητών Αντίστασης, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Νόμο.  Με επιστολή του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ημερ. 21.11.05, πρώτα προς το Υπουργικό Συμβούλιο και στη συνέχεια, με επιστολή ημερ. 15.12.05 προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αυτοί ζήτησαν την ίδια και ίση εφαρμογή του προαναφερόμενου Νόμου, όπως έγινε και για την Αστυνομία. Ο Γενικός Διευθυντής του προαναφερόμενου Υπουργείου με επιστολή ημερ. 4.1.06 πληροφόρησε το δικηγόρο των εφεσιβλήτων ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει, με βάση τις διατάξεις του προαναφερόμενου Νόμου, την προαγωγή αστυνομικών αντιστασιακών μόνο. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή των εφεσιβλήτων-αιτητών και ακύρωσε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για δύο βασικά λόγους: 

(α)  Επειδή βρήκε ότι υπήρχε πιθανότητα πλάνης, εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου, ως προς το ότι ο προαναφερόμενος Νόμος ίσχυε μόνον για τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης αναφορικά με το ζήτημα της προαγωγής επ’ ανδραγαθία, και

[*312](β)  Επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση στερείτο αιτιολογίας.

Οι λόγοι έφεσης ήταν δύο, όμως ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορούσε στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εφεσιβλήτων-αιτητών, αποσύρθηκε. 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, που είναι και ο μοναδικός που παρέμεινε, προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη αναφορικά με το συμπέρασμα ότι αυτή στερείτο αιτιολογίας και ότι ήταν διατυπωμένη κατά τρόπο που καθιστούσε λογικό τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων-αιτητών ότι το Υπουργικό Συμβούλιο θεώρησε και/ή πιθανό να θεώρησε πως ο Νόμος, όσον αφορά την  προαγωγή επ’ ανδραγαθία, ίσχυε μόνο για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. 

Το Άρθρο 12 του Ν. 24(Ι)/2001 προβλέπει ότι, στους μαχητές της αντίστασης που είναι καταχωρημένοι στο Μητρώο (όπως οι εφεσίβλητοι), απονέμονται ηθικές αμοιβές από την Κυπριακή Πολιτεία ύστερα από εισήγηση της προαναφερόμενης Επιτροπής.  Οι ηθικές αμοιβές που μπορούν να απονεμηθούν στους μαχητές της αντίστασης είναι, μεταξύ άλλων, και οι προαγωγές επ’ ανδραγαθία.  Είναι προφανές, ότι το Άρθρο 12 παρέχει απλά εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση της Επιτροπής, να προβεί σε προαγωγές επ’ ανδραγαθία των μαχητών της αντίστασης και δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση στην παροχή της προαναφερόμενης ηθικής αμοιβής. 

Από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 16.11.04 (Παράρτημα 5 στην ένσταση στην Προσφυγή 134/06) φαίνεται ότι η Επιτροπή Καταρτισμού και Τήρησης Μητρώου Μαχητών της Αντίστασης εισηγήθηκε και το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε, σύμφωνα με το Άρθρο 12 του προαναφερόμενου Νόμου, την απονομή μεταλλίου «ανδρείας προασπιστή της Δημοκρατίας» μαζί με ανάλογο δίπλωμα, σε όλους τους αντιστασιακούς που περιλαμβάνονται στο Μητρώο, και επιπρόσθετα, προαγωγή επ’ ανδραγαθία μόνον των μελών της Αστυνομίας και των Ειδικών Αστυφυλάκων, που περιλαμβάνονταν στο Μητρώο. 

Στην επιστολή ημερ. 4.1.06, η οποία περιλαμβάνει την προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται ότι «… το Υπουργικό Συμβούλιο έχει αποφασίσει με βάση τις διατάξεις του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου, την προαγωγή των αστυνομικών αντιστασιακών μόνο.»  

[*313]Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής βρήκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.  Με όλο το σεβασμό δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση αυτή.  Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως φαίνεται από όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, είναι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την προαγωγή επ’ ανδραγαθία μόνον των αστυνομικών αντιστασιακών και την απονομή του προαναφερόμενου μεταλλίου και διπλώματος σε όλους τους αντιστασιακούς που ήταν εγγεγραμμένοι στο σχετικό Μητρώο, μετά από εισήγηση της προαναφερόμενης αρμόδιας Επιτροπής.  

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 (σελ. 394) η επ’ ανδραγαθία προαγωγή συνιστά ανέλεγκτη, καταρχήν, κρίση της διοίκησης.  Η επ’ ανδραγαθία προαγωγή αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και μόνο η απονομή της χρήζει ειδικότερης αιτιολογίας, όχι όμως και η άρνηση παροχής της.  Η αιτιολογία της άρνησης παροχής αυτού του εξαιρετικού μέτρου μπορεί να συναχθεί και από τα στοιχεία του φακέλου.  Άνιση μεταχείριση δεν χωρεί σε σχέση με την επ’ ανδραγαθία προαγωγή οσάκις δεν υφίσταται ταυτότητα όρων και προϋποθέσεων.

Από τα προαναφερόμενα είναι σαφές ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρξε δυσμενής πράξη, ούτε δυσμενής διάκριση αλλά ούτε και άνιση μεταχείριση των εφεσιβλήτων, από τους εφεσείοντες. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβληθείσα απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. 

Όσον αφορά το ζήτημα της πλάνης περί το Νόμο κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και πάλι, με σεβασμό, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο.  Το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξουσία την οποία άσκησε μέσα στα ορθά πλαίσια. Από το προαναφερόμενο πρακτικό φαίνεται το σκεπτικό του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο, εγκρίνοντας την εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής, παρείχε διαφορετικές ηθικές αμοιβές στους αστυνομικούς αντιστασιακούς και στους υπόλοιπους αντιστασιακούς.  Στους μεν αστυνομικούς αντιστασιακούς, εκτός από το μετάλλιο και το δίπλωμα παρείχε και προαγωγή επ’ ανδραγαθία ενώ στους υπόλοιπους, μη αστυνομικούς αντιστασιακούς, όπως ήταν οι εφεσίβλητοι παρείχε μόνο το μετάλλιο και το δίπλωμα αλλά όχι προαγωγή επ’ ανδραγαθία.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης και της διαταγής για έξοδα, ακυρώνεται.  Η προσβληθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμ[*314]βουλίου επικυρώνεται. Έξοδα €3.000.-, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο