Καντούνας Κωνσταντής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 344

(2010) 3 ΑΑΔ 344

[*344]6 Ιουλίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 40/2007)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Άσκησή της από επιτυχόντα διάδικο ― Τα πορίσματα της δεσμευτικής νομολογίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Η ερμηνεία τους ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του αναθεωρητικού Δικαστηρίου ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Η δυνατότητα διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης από την Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση διορισμών που ακυρώθηκαν ― Τα πορίσματα της Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037 και η εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προφορική εξέταση ― Αιτιολογία της εντύπωσης που αποκόμισε η Ε.Δ.Υ. ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Μαρτυρία ― Απλή επισύναψη επιστολής σε γραπτή αγόρευση, δεν μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία ενώπιον του ακυρωτικού Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων επεδίωξε, αν και επιτυχών διάδικος, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, στο μέτρο που τον δέσμευε επιβλαβώς, σε σχέ[*345]ση με την επικύρωση των διορισμών, ορισμένων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, στη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Αναφορικά με το δικαίωμα καταχώρησης έφεσης από τον επιτυχόντα διάδικο, σχετική, μεταξύ άλλων, είναι και η πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, όπου με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, αποφασίστηκε ότι τέτοιο δικαίωμα έχει ένας επιτυχών διάδικος «εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα». 

     Τα ευρήματα τα οποία ο εφεσείων επιδιώκει να ανατρέψει με την παρούσα έφεση είναι τέτοια που τον δεσμεύουν αν παραμείνουν ως έχουν.  Επομένως η έφεση μπορεί να προχωρήσει.

2.  Λαμβάνοντας υπόψη εν προκειμένω ότι κατά την πρώτη εξέταση του θέματος το ενδιαφερόμενο μέρος Σομακιάν κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας στο θέμα γνώσης με βάση τον ειδικό γραπτό διαγωνισμό και χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωσή του, ως Αρμένιος, η υποχρέωση της Ε.Δ.Υ. κατά την επανεξέταση ήταν για «να ξεκαθαρίσει το θέμα» κάτι που έπραξε.  Σύμφωνα με τη νομολογία η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν κρίνει ότι η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογη. Στην παρούσα περίπτωση η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή, ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη σε επαρκή έρευνα του θέματος, είναι ορθή.

3.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονείται ο εφεσείων ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου μέρους Δημήτρη Χατζηαργυρού είχε επιβεβαιωθεί με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Τόσο η έρευνα της Ε.Δ.Υ., όσο και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έκρινε αυτή επαρκή για την ταυτότητα του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους, είναι ορθή. Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

4.  Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η νέα προφορική εξέταση λειτούργησε άδικα, διότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν στο μεταξύ, με την πρόσληψή τους, αποκτήσει πείρα στη διπλωματική υπηρεσία, κρίθηκε επίσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Επιτροπή ορθά προέβηκε σε νέα προφορική συνέντευξη όπως αποφασίστηκε και από την πλειοψηφία στην [*346]απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037, είναι ορθή.

5.  Αναφορικά με το παράπονο που προβάλλεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επαρκώς αιτιολογημένη την προφορική εξέταση, επίσης η πρωτόδικη απόφαση που υποστηρίζεται και από την υπόθεση που ανέφερε (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), είναι ορθή.  Η Ε.Δ.Υ. στις συνεδρίες της ημερ. 7/5/03 και 8/5/03 διενήργησε προφορική εξέταση στην παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με το Άρθρο 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.  Στο πρακτικό της 8/5/03 καταγράφονται οι λόγοι γιατί ο εφεσείων χαρακτηρίστηκε ως «καλός», ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη με ψηλότερη αξιολόγηση.

6.  Επίσης ορθά ο πρωτόδικος δικαστής κατάληξε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην προσδώσει βαρύτητα στο γραπτό διαγωνισμό είναι νόμιμη.  Κατά την επανεξέταση δεν έκανε το ίδιο λάθος, δηλαδή να λάβει για μερικούς το διαγωνισμό υπόψη και για άλλους όχι, όπως έγινε κατά την πρώτη διαδικασία του θέματος.

7.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν κρίνει ότι η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογη ή όταν φαίνεται ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα επί του θέματος. 

     Ο εφεσείων βάσισε τον ισχυρισμό του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχα, στην επιστολή του Βρετανικού Συμβουλίου ημερ. 19/2/98, που στάληκε στον ίδιο σε απάντηση δικής του επιστολής με την ίδια ημερομηνία.  Παρόλο που η επιστολή αυτή φέρει ημερομηνία πριν την ημερομηνία που έγινε η εξέταση του θέματος από την Ε.Δ.Υ. (7/5/03 και 8/5/03), δεν φαίνεται να τέθηκε αυτή ενώπιόν της. Απλή επισύναψη της επιστολής αυτής στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, ως μαρτυρία επί του θέματος.  Επομένως το επιχείρημα του εφεσείοντα καταλήγει χωρίς πραγματικό υπόβαθρο.

8.  Όσον αφορά τώρα το ενδιαφερόμενο μέρος Χατζηαργυρού μεταξύ των διαφόρων πτυχίων που παρουσίασε κατά την υποβολή της αίτησής του, ήταν και πανεπιστημιακός τίτλος από το Columbia University.  Επομένως, ήταν εύλογα επιτρεπτό για την εφεσίβλητη να κρίνει ότι ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου. 

[*347]         Αυτό που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι όπως το πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος να είναι σε «κατάλληλο θέμα» και αυτά που ακολουθούν σε παρένθεση είναι υπό μορφή παραδείγματος και όχι εξαντλητικά, αφού υπάρχει και η φράση «κ.λ.π.».  Επομένως ούτε σ’ αυτή την περίπτωση ευσταθεί ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα και έτσι  η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037,

Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

Χατζηγεωργίου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82,

Λοϊζίδης ν. Επιτροπής Σιτηρών (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2205,

Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211,

Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα - αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 772/03), ημερ. 15/2/07.

Μ. Ιεροκηπιώτου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσείοντα- Αιτητή.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Α. Πάλλη,  ασκούμενη δικηγόρο, για την Eφεσίβλητη - Kαθ’ ης η αίτηση.

Γ. Σεραφείμ, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 3, Ανδρέα Ιγνατίου [*348]και 5, Ελπιδοφόρο Οικονόμου.

Κ. Στιβαρού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 8, Περικλή Στιβαρού.

Kαμιά εμφάνιση, για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης ημερ. 15/2/07 που εκδόθηκε στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές με αρ. 772/03, 781/03 και 790/03 και με την οποία αυτές είχαν επιτύχει μερικώς με αποτέλεσμα να ακυρωθεί ο διορισμός στη θέση Ακολούθου (Τακτικός Προϋπολογισμός) Εξωτερικές Υπηρεσίες, 8 ενδιαφερομένων μερών και να επικυρωθεί για 3 από αυτούς.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Το θέμα πλήρωσης της πιο πάνω θέσης ξεκίνησε αρχικά το 1996 όταν με απόφασή της, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3067, ημερ. 21/6/96, η ΕΔΥ επέλεξε 13 πρόσωπα για διορισμό τους εξής:  Βρυωνίδης Ευαγόρας, Γιάγκου Χρίστος, Καμμίτση Ιφιγένεια, Κούρος Κυριάκος, Μάρκου-Κωνσταντινίδου Θεοδώρα, Νικολάου Νίκος, Οικονόμου Ελπιδοφόρος, Παναγιώτου Ανδρέας, Σομακιάν Μανούκ, Στιβαρός Περικλής, Τηλεμάχου Λούης, Χατζηαργυρού (Χατζής) Δημήτρης και Χριστοδουλίδου Χάρις.  Η Ιφιγένεια Καμμίτση δεν δέχθηκε διορισμό και με νέα απόφαση ημερ. 24/5/96 επιλέγηκε ο Ανδρέας Ιγνατίου.

Η πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ προσεβλήθη τότε με τις προσφυγές 682/96 από τον εφεσείοντα, 723/96 από τον Μανώλη Φιλιππίδη και 725/96 από τον Δημήτρη Θεοφυλάκτου.  Ο εφεσείων προσέβαλε το διορισμό όλων των ενδιαφερομένων μερών πλην του Τηλεμάχου και με τις προσφυγές 723/05 και 725/06 ο διορισμός όλων πλην του Μ. Σομακιάν και Π. Στιβαρού. Με απόφαση ημερ. 18/9/98 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ. 

Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν όπως η ΕΔΥ επανεξετάσει το θέμα.  Έτσι στις 23/10/98 προέβηκε ξανά σε διορισμούς αλλά και πάλιν ο εφεσείων, ο Φιλιππίδης και ο Θεοφυλάκτου δεν περιλήφθηκαν στους επιλεγέντες.  Προσέβαλαν και αυτή την απόφαση με τις προσφυγές 1227/98 ο εφεσείων, 132/99 ο Δημήτρης Θεοφυλά[*349]κτου και 217/99 ο Μανώλης Φιλιππίδης, στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 19/4/01 ακύρωσε ξανά την απόφαση της ΕΔΥ.  Κρίθηκε ότι η ακύρωση ήταν αναπόφευκτη λόγω της έκδοσης, στο μεσοδιάστημα, της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Τζιακούρη - Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223 με την οποία υποδείχθηκε ότι σε τέτοια περίπτωση η επανεξέταση θα έπρεπε να διεξαγόταν από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής εφόσον είχαν εντοπιστεί εκεί πλημμέλειες. 

Διεξήχθη τρίτη εξέταση, η οποία αυτή τη φορά άρχισε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.  Με απόφασή της ημερ. 19/3/02 η ΕΔΥ επέλεξε πάλιν άλλους από τους αιτητές.  Η απόφαση προσεβλήθη με τις προσφυγές 429/02 και 999/02 (που προέκυψε από διαχωρισμό δικογράφου της 429/02) από τον εφεσείοντα, αλλά με βάση γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ανακλήθηκε η απόφαση εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας επειδή στο μεταξύ με βάση την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037, η ΕΔΥ θα έπρεπε να διενεργούσε νέα προφορική εξέταση.  Έτσι οι προσφυγές αποσύρθηκαν στις 10/4/03.

Ακολούθησε τέταρτη εξέταση η οποία συμπληρώθηκε με προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.  Με απόφασή της ημερ. 8/5/03 η ΕΔΥ επαναδιόρισε τα ίδια πρόσωπα ως η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3749 ημερ. 13/6/03.  Καταχωρήθηκαν τώρα οι προσφυγές 772/03 από τον εφεσείοντα, 781/03 από την Όλγα Σοφοκλέους και 790/03 από τον Μανώλη Φιλιππίδη με τις οποίες προσβάλλεται ο διορισμός συνολικά 10 από τους 13 διορισθέντες, δηλαδή των Ν. Π. Νικολάου, Θ. Κωνσταντινίδου-Μάρκου, Α. Ιγνατίου, Κ. Κούρου, Ε. Οικονόμου, Α. Παναγιώτου, Μ. Σομακιάν, Π. Στιβαρού, Δ. Χατζηαργυρού και Χ. Χριστοδουλίδου.  Με την προσφυγή 790/03 προσβάλλεται επιπλέον ο διορισμός του Ε. Βρυωνίδη αλλά όχι των Α. Παναγιώτου, Μ. Σομακιάν, Π. Στιβαρού και Δ. Χατζηαργυρού.

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής επεσήμανε ότι με αυτές τις προσφυγές τίθεται και προωθείται με εκτενή επιχειρηματολογία πληθώρα ζητημάτων πολλά από τα οποία, ιδίως στις σχεδόν πανομοιότυπες προσφυγές των Καντούνα και Σοφοκλέους, απασχόλησαν το δικαστήριο στις πρώτες προσφυγές.  Επιπλέον η κα Σοφοκλέους, η οποία δεν προσέβαλε την πρώτη διοικητική απόφαση, θέτει τώρα και ιδιαίτερο ζήτημα σε σχέση με το επιπρόσθετο προσόν γλώσσας για το οποίο η ΕΔΥ έκρινε ότι αυτή η υποψήφια δε τον διέθετε.  Επεσήμανε ο πρωτόδικος δικαστής ότι δεν επι[*350]τρέπεται η επανάληψη, ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως και ότι ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.  Παρέπεμψε στις υποθέσεις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38Επομένως περιόρισε την εξέταση των υποθέσεων με αναφορά στους πιο κάτω ισχυρισμούς:

(α)  ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα αναφορικά με το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος Σομακιάν είχε καλή γνώση της ελληνικής και άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Κατάληξε ο συνάδελφος ότι η έρευνα ήταν επαρκής.  Τόσο η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ, με βάση έγγραφα (πιστοποιητικά) που είχε στο μεταξύ παρουσιάσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατάληξαν ότι κατείχε τα προσόντα.

(β)  Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Δ. Χατζηαργυρού είχε τεθεί και θέμα ότι δεν αποδείχθηκε η ταυτότητα του αφού στο πτυχίο το όνομα του αναγραφόταν ως «DEMETRIOS HADGES” και όχι Δημήτριος Χατζηαργυρού.  Το δικαστήριο έκρινε ότι παρά τη διαφορά στο όνομα, η πτυχή αυτή αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά και δεν δικαιολογείται η περαιτέρω συζήτηση της.

Ο πρωτόδικος δικαστής κατάληξε ως ακολούθως:

«Οι προσφυγές επιτυγχάνουν λοιπόν σε σχέση με ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και αποτυγχάνουν σε σχέση με άλλα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σε ό,τι αφορά τον διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων Ε. Βρυωνίδη, Θ. Κωνσταντινίδου-Μάρκου, Α. Ιγνατίου, Μ. Σομακιάν, Π. Στιβαρού, Δ. Χατζηαργυρού, Χ. Χριστοδουλίδου και Κ. Κούρου.  Επικυρώνεται ως προς τους Ν.Π. Νικολάου, Ελ. Οικονόμου και Α. Παναγιώτου.  Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.»

Με την παρούσα έφεση, που καταχώρησε μόνο ο εφεσείων (αιτητής στην 772/03) και ο οποίος παρουσίασε ο ίδιος την υπόθεση του, προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

(α) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση του ότι θα έπρεπε να άρχιζε η διαδικασία από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, 

(β)  ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή ορθά έκρινε και/ή ερεύνησε επαρκώς την κατοχή του [*351]προσόντος της καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας και άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας από το ενδιαφερόμενο μέρος Σομακιάν,

(γ)  εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η ταυτότητα του ενδιαφερομένου μέρους Χατζηαργυρού είχε επιβεβαιωθεί με επαρκή προσκομισθέντα στοιχεία, 

(δ)  εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα πως το παράπονο του ότι η «νέα προφορική εξέταση λειτούργησε άδικα δεδομένου ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν αποκτήσει, με την πρόσληψη τους, πείρα στη διπλωματική υπηρεσία»,

(ε)  εσφαλμένα κρίθηκε ότι η προφορική εξέταση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη,

(στ)  εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ορθά οι καθ’ ων η αίτηση δεν προσέδωσαν οποιαδήποτε σημασία στα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, και

(ζ)  εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο η ΕΔΥ ορθά διερεύνησε τα ακαδημαϊκά ή πανεπιστημιακά προσόντα των ενδιαφερομένων μερών Στιβαρού και Χατζηαργυρού.

Επισημαίνουμε στο στάδιο αυτό ότι ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη απόφαση ήταν επιτυχών διάδικος έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών με εξαίρεση τους προαναφερθέντες Νίκο Π. Νικολάου, Ελπιδοφόρο Οικονόμου και Ανδρέα Π. Παναγιώτου.

Αναφορικά με το δικαίωμα καταχώρησης έφεσης από τον επιτυχόντα διάδικο σχετική, μεταξύ άλλων, είναι και η πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, όπου με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, αποφασίστηκε ότι τέτοιο δικαίωμα έχει ένας επιτυχών διάδικος «εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα». 

Τα ευρήματα τα οποία ο εφεσείων επιδιώκει να ανατρέψει με την παρούσα έφεση είναι τέτοια που τον δεσμεύουν αν παραμείνουν ως έχουν.  Επομένως η έφεση μπορεί να προχωρήσει.

Εξέταση λόγων έφεσης

Με την απόσυρση του πρώτου λόγου έφεσης προχωρούμε στους υπόλοιπους λόγους. Το θεωρούμε όμως βοηθητικό όπως δούμε τους λόγους για τους οποίους στο αρχικό στάδιο ακυρώθηκε ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών.

Στις προσφυγές 682/06 (του εφεσείοντα), 723/96 και 725/96 η απόφαση για διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών ακυρώθηκε:  [*352](α) διότι αρκετά από τα ενδιαφερόμενα μέρη (όχι όμως ο Γιάγκου και η Χριστοδουλίδου), δεν είχαν επισυνάψει αντίγραφα πιστοποιητικών των ακαδημαϊκών τους προσόντων, απαιτούμενα από την παράγραφο 6 του σχεδίου υπηρεσίας, (β) για τον Κ. Κούρο ότι εσφαλμένα η ΕΔΥ έλαβε γνώση ότι γνώριζε τη Γερμανική γλώσσα, (γ) υπήρξε ανακολουθία από την ανομοιόμορφη προσέγγιση της ΕΔΥ ως προς τη σημασία των αποτελεσμάτων του γραπτού διαγωνισμού, (δ) για το ενδιαφερόμενο μέρος Σομακιάν δεν ήταν ξεκάθαρο γιατί η ΕΔΥ τον θεώρησε ότι ικανοποιεί την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, (ε) διαπιστώθηκαν πρόσθετοι λόγοι ακυρότητας που αφορούν και τα 4 ενδιαφερόμενα μέρη (Γιάγκου, Νικολάου, Οικονόμου και Παναγιώτου) στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε το πρόσθετο προσόν της ξένης γλώσσας.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ορθά και/ή ερμήνευσε επαρκώς την κατοχή του προσόντος της καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας και άριστης γνώσης της αγγλικής γλώσσας από το ενδιαφερόμενο μέρος Σομακιάν.  Δεν ήταν αρκετό, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, να βασισθεί η Συμβουλευτική Επιτροπή στο γεγονός ότι στα δύο τελευταία χρόνια φοίτησης του στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν όπου βαθμολογήθηκε με 84 και 93 μονάδες αντίστοιχα, να κριθεί ότι ικανοποιούσε την πιο πάνω απαίτηση του Σχεδίου υπηρεσίας.  Επίσης το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις αρχές, όπως προκύπτουν από την απόφαση στην υπόθεση Κύρος Ανδρέα Λοϊζίδης ν. Επιτροπής Σιτηρών (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2205.

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας οι υποψήφιοι για τη θέση έπρεπε να έχουν άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας και πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Η ΕΔΥ ανέφερε ότι όλοι ικανοποιούσαν αυτό το κριτήριο, αφού υποβλήθηκαν σε γραπτό διαγωνισμό όπως προβλέπεται από την παραγρ. 3(ε) του σχεδίου υπηρεσίας, με εξαίρεση το ενδιαφερόμενο μέρος Σομακιάν, ο οποίος όμως ως Αρμένιος, σύμφωνα με την παράγρ. 3 του σχεδίου της γνωστοποίησης της θέσης, ήταν αρκετό να έχει καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας και άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας.  Ο συνάδελφος πρωτόδικα, αφού έλαβε υπόψη τους λόγους γιατί είχε ακυρωθεί ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών κατά το αρχικό στάδιο με τις προσφυγές 682/96, 723/96 και 725/96, σχετικά με το θέμα αυτό που αφορά τον Σομακιάν, ανάφερε τα ακόλουθα:

 

[*353]«(α) Γνώση ελληνικής και αγγλικής γλώσσας από τον κ. Σομακιάν

Ο κ. Σομακιάν, ως Αρμένιος, δεν απαιτείτο να έχει άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας.  Ήταν αρκετή, βάσει Σημείωσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, μόνο η καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας νοουμένου ότι είχε άριστη γνώση της αγγλικής.  Κατά την πρώτη εξέταση η ΕΔΥ δεν κατηύθυνε την προσοχή της σε αυτό το ζήτημα. Αποφάσισε, συμπεριλαμβάνοντας τον κ. Σομακιάν στους άλλους κριθέντες ως προσοντούχους, ότι όλοι κατείχαν άριστη γνώση της ελληνικής και πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, ενώ αυτό δεν ίσχυε στη δική του περίπτωση.  Η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε ότι ο κ. Σομακιάν κατείχε το υπό αναφορά προσόν.  Έδωσε την ακόλουθη εξήγηση που υιοθετήθηκε από την ΕΔΥ:

«Η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι στην αναλυτική βαθμολογία του στα Ελληνικά τα δύο τελευταία χρόνια φοίτησής του στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν βαθμολογήθηκε με 84 και 93 εκατοστιαίες μονάδες (είναι συνημμένη στην αίτηση του) και συνεπώς έκρινε ότι είχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τουλάχιστον καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας.  Σ’ ό,τι αφορά την άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Σομακιάν την είχε κατά τεκμήριο κατά τον ουσιώδη χρόνο, με βάση τα πτυχία που κατέχει (Μ.Α. in History και Ph.D. in Diplomatic History and European Diplomacy), τα οποία απέκτησε από το University of London.”

Προβλήθηκαν διάφορες αντιρρήσεις ως προς την επάρκεια της έρευνας. Θεωρώ όμως πως η κρίση στηρίχθηκε σε δεδομένα ενταγμένα στα όρια της ακολουθούμενης πρακτικής των τεκμηρίων γνώσης, όσο και αν αυτή η πρακτική μπορεί να υπολείπεται του επιθυμητού.  Επομένως δεν δικαιολογείται επέμβαση.»

Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την πρώτη εξέταση του θέματος ο Σομακιάν κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας στο θέμα γνώσης με βάση τον ειδικό γραπτό διαγωνισμό και χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση του, ως Αρμένιος, η υποχρέωση της ΕΔΥ κατά την επανεξέταση ήταν για «να ξεκαθαρίσει το θέμα» κάτι που έπραξε.  Σύμφωνα με τη νομολογία η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν κρίνει ότι η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογη.  (βλ. μεταξύ άλλων Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, και Δημοκρατία ν. [*354]Γεωργίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, σελ. 94-95).  Κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστή ότι η ΕΔΥ προέβη σε επαρκή έρευνα του θέματος, είναι ορθή.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης παραπονείται ο εφεσείων ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου μέρους Δημήτρη Χατζηαργυρού είχε επιβεβαιωθεί με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.  Πρέπει εδώ να τονισθεί ότι το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος από τις 10/4/95, που αποτάθηκε την πρώτη φορά για την επίδικη θέση, έδωσε το όνομα του ως «Χατζηαργυρού (Χατζής) Δημήτρης». Σε αργότερο στάδιο (14/4/03) εφοδίασε τον Πρόεδρο της ΕΔΥ με ένορκη δήλωση ημερ. 9/4/03 ότι ο «Χατζηαργυρού Δημήτρης είναι το ίδιο και αυτό πρόσωπο με τον Χατζή Δημήτριο». Υπάρχει ακόμα ΒΕΒΑΙΩΣΗ ημερ. 21/10/98 του Γενικού Προξένου της Δημοκρατίας στη Νέα Υόρκη ότι ο Δημήτρης Χατζηαργυρού και ο Δημήτρης Χατζής «είναι ένα και το αυτό πρόσωπο»(Ερυθρό 55 του τεκμ. 13).

Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι τόσο η έρευνα της ΕΔΥ, όσο και η απόφαση του συναδέλφου που έκρινε αυτή επαρκή για την ταυτότητα του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους, είναι ορθή.  Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η νέα προφορική εξέταση λειτούργησε άδικα διότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν στο μεταξύ, με την πρόσληψη τους, αποκτήσει πείρα στη διπλωματική υπηρεσία, κρίνουμε επίσης ότι η κατάληξη του δικαστηρίου ότι «είναι κατανοητό το παράπονο αλλά έτσι είναι επί του παρόντος το σύστημα» και ότι «αυτά είναι τα δεδομένα και τα προσεγγίζει κανείς όσον καλύτερα επιτρέπουν οι περιστάσεις», είναι επίσης ορθή.  Η Επιτροπή ορθά προέβηκε σε νέα προφορική συνέντευξη όπως αποφασίστηκε και από την πλειοψηφία στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037.

Αναφορικά με το παράπονο που προβάλλεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε επαρκώς αιτιολογημένη την προφορική εξέταση, επίσης καταλήγουμε ότι η απόφαση του συναδέλφου, που υποστηρίζεται και από την υπόθεση που ανέφερε (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), είναι ορθή.  Η ΕΔΥ στις συνεδρίες της ημερ. 7/5/03 και 8/5/03 διενήργησε προφορική εξέταση στην παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με το Άρθρο 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Στο πρακτικό της 8/5/03 κα[*355]ταγράφονται οι λόγοι γιατί ο εφεσείων χαρακτηρίστηκε ως «καλός» ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη με ψηλότερη αξιολόγηση.

Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ορθά οι καθ’ ων η αίτηση δεν προσέδωσαν οποιαδήποτε σημασία στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης.  Όπως εξηγεί στο περίγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εσφαλμένα δέκτηκε ο πρωτόδικος Δικαστής τη θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η εξέταση διενεργήθηκε με βάση τον Καν. 3(1) και (2) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Διαγωνισμοί) Κανονισμών του 1970 (Κ.Δ.Π. 344/70) παραγνωρίζοντας εντελώς τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο.  Έπρεπε λοιπόν, σύμφωνα με το συνήγορο, να δοθεί βαρύτητα στο γραπτό διαγωνισμό όπως δόθηκε και στην πρώτη διαδικασία κατά το 1996.  Η εξέταση ήταν με βάση τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο και όχι τον προαναφερθέντα Κανονισμό.  Επομένως έπρεπε να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης, όπως διαλαμβάνει το Άρθρο 33(6) του Ν. 1/90.

Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι πράγματι η ΕΔΥ δεν προσέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στο αποτέλεσμα της γραπτής εξέτασης. Ο συνάδελφος πρωτόδικα αποφάσισε ότι ορθά ενήργησε η ΕΔΥ, με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Έπειτα, και οι τρεις αιτητές παραπονούνται για το ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης. Η ΕΔΥ, εξηγώντας την προσέγγιση της στο ζήτημα, ανέφερε τα εξής:

«Η Επιτροπή, περαιτέρω, αποφάσισε να μη προσδώσει οποιοδήποτε βάρος στα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού που διεξήγαγε η πρώτη Συμβουλευτική Επιτροπή, σημειώνοντας ότι ο διαγωνισμός αυτός αποτελεί ουσιαστικά διαδικασία που γίνεται από το Υπουργείο Εξωτερικών, με βάση την παρ. 3(1) και (2) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Διαγωνισμοί) Κανονισμών του 1970, με σκοπό τη διαπίστωση της κατοχής προσόντος και δεν αποτελεί συγκριτικό στοιχείο.»

Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζεται από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudhias (ανωτέρω) η οποία με δεσμεύει και δεν χρησιμεύει η συζήτηση της.  Κατά δε την επίδικη εξέταση δεν υπήρξε από μέρους της ΕΔΥ οποιαδήποτε ανομοιομορφία στον τρόπο αντίκρυσης του ζητήματος.»

Κατά την αρχική εξέταση του θέματος στις προσφυγές 682/96, [*356]723/96, 725/96 (βλ. Καντούνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 800, 812), το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με αυτό το θέμα και ανάφερε τα ακόλουθα:

«Στην υπόθεση Republic v. Christoudhias (1986) 3 C.L.R. 858, αναφέρθηκε ότι ο συγκεκριμένος διαγωνισμός δεν είναι ανταγωνιστικός (competitive) αλλά πρόκρισης (qualifying), για να διαπιστώνεται ποιοί από τους υποψήφιους κατέχουν το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο γνώσης στα εξεταζόμενα θέματα.  Στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Μ. Ιερωνυμίδη (ανωτέρω) η Ολομέλεια συζήτησε θέματα σε σχέση με τη βαθμολογία που απαιτείται ως προϋπόθεση επιτυχίας σε όμοιο διαγωνισμό ως ξεχωριστό αυτοτελές προσόν αλλά και ως μέσο για τη διακρίβωση της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής.  Ως προς το πρώτο, κρίθηκε πως γενική βαθμολογία 50/100 αρκούσε.  Ως προς το δεύτερο, εξετάστηκε ειδικά η βαθμολογία στο θέμα των αγγλικών.  Αποφασίστηκε πως υποψήφιος που βαθμολογήθηκε με 30 από 100 στη γραπτή εξέταση, ακόμα και αν η απόδοση του στην προφορική εξέταση ήταν άριστη, δεν ικανοποιούσε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής.  Είχε επίσης παρατηρηθεί πως θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί άλλος ξεχωριστός διαγωνισμός ως προς την αγγλική γλώσσα αλλά δεν ήταν με αναφορά σ’ αυτό το θέμα που λήφθηκε η απόφαση ούτε εγείρεται τέτοιο θέμα στην παρούσα διαδικασία.  Επισημαίνουν συναφώς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα πως ρητά η Κ.Δ.Π. 344/70 προβλέπει πως μεταξύ των θεμάτων του ειδικού γραπτού διαγωνισμού «δέον απαραιτήτως να περιλαμβάνωνται θέματα αφορώντα εις την υπό των βασικών Κανονισμών προαπαιτουμένην γνώσιν ωρισμένων γλωσσών».»

Στη σελ. 822 της ίδιας υπόθεσης:

«3.  Κατά την επιλογή που έγινε στις 29.4.96 η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρθηκε στα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού και οι αιτητές που είχαν αποδώσει καλύτερα από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, παραπονούνται πως παραγνωρίστηκε ασφαλές και αναλλοίωτο κριτήριο.  Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και βέβαια οι καθ’ ων η αίτηση, ισχυρίζονται πως η Ε.Δ.Υ. μπορούσε αλλά δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη το αποτέλεσμα του γραπτού διαγωνισμού.  Και επικαλέστηκαν την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Christoudhias (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία, όπως σημείωσα, ο συγκεκριμένος γραπτός διαγωνισμός είναι διαγωνισμός πρόκρισης και όχι ανταγωνιστικός.  Εισηγούνται πως η εμφανής πράγματι απόφαση [*357]της ΕΔΥ να μη χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού ως στοιχείο κρίσης, ήταν νόμιμη...............»

Είναι λοιπόν φανερό ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην Christoudhias, δεν επηρεάζονται από την προαναφερθείσα υπόθεση Καντούνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας και επομένως ορθά ο πρωτόδικος δικαστής με βάση αυτή την απόφαση κατάληξε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην προσδώσει βαρύτητα στο γραπτό διαγωνισμό είναι νόμιμη.  Κατά την επανεξέταση δεν έκανε το ίδιο λάθος, δηλαδή να λάβει για μερικούς το διαγωνισμό υπόψη και για άλλους όχι, όπως έγινε κατά την πρώτη διαδικασία του θέματος.

Τέλος με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο η ΕΔΥ ορθά ερεύνησε τα ακαδημαϊκά και/ή πανεπιστημιακά προσόντα των ενδιαφερομένων μερών Στιβαρού και Χατζηαργυρού.  Σύμφωνα με τον εφεσείοντα από τα πρακτικά των καθ’ ων η αίτηση προκύπτει ότι δεν εξέτασαν ή ερεύνησαν το θέμα αυτό και επομένως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι περιπτώσεις των Στιβαρού και Χατζηαργυρού εξετάστηκαν ειδικά.

Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Στιβαρού ο εφεσείων αναφέρει ότι το πτυχίο του Bachelor of Laws του Polytechnic of East London, ανεξάρτητα αν μετά την αποφοίτηση του πήρε το καθεστώς Πανεπιστημιακού Ιδρύματος, εφόσον κατά το χρόνο απόκτησης του ήταν από Πολυτεχνείο, το μέγιστο που μπορεί να χαρακτηριστεί είναι ως ισότιμο με πανεπιστημιακό τίτλο ή δίπλωμα, που δεν ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας αφού τούτο δεν μιλά και για ισότιμο προσόν.

Επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με την παράγραφο 3(α) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτείται «Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος σε κατάλληλο θέμα (π.χ. τα νομικά, περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law, τις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, κ.λ.π.).

Παρόμοιος ισχυρισμός προβάλλεται σχετικά και με το ενδιαφερόμενο μέρος Χατζηαργυρού ο οποίος, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, είχε προσκομίσει στους καθ’ ων η αίτηση τρία διαφορετικά αντίγραφα πιστοποιητικών ως εξής:

(1)   Πιστοποιητικό ημερ. 30/5/84 Minor in Byzantine and Modern Greek Studies.

(2)   Πτυχίο ΒΑ (όχι μεταπτυχιακό) χωρίς να αναφέρεται το θέμα σπουδών.

[*358](3)    Πτυχίο ημερ. 15/5/85 που είναι μεταπτυχιακό αλλά και πάλιν δεν αναγράφεται το θέμα σπουδών.

Πέραν των πιο πάνω στο φάκελο υπήρχαν και διάφορα μη πιστοποιημένα αντίγραφα αναλυτικών καταστάσεων σπουδών τα οποία η Συμβουλευτική αναφέρει ότι έλαβε υπόψη για να καταλήξει ότι είναι προσοντούχος.

Τα πιο πάνω, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, δεν παρέχουν ολοκληρωμένη εικόνα για εξέταση του θέματος, αλλά έχρηζαν περαιτέρω έρευνας, που δεν έγινε.

Ο πρωτόδικος Δικαστής επί του προκειμένου ανέφερε τα ακόλουθα:

«(β)  Τα ακαδημαϊκά προσόντα

Η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε και εν συνεχεία η ΕΔΥ δέχθηκε ότι προσκομίστηκαν στο μεταξύ πιστοποιημένα αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων και επομένως επιβεβαιωνόταν ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν τα αντίστοιχα για αυτούς προσόντα.  Επιπλέον, εξετάστηκαν ειδικά οι περιπτώσεις των ενδιαφερομένων προσώπων Βρυωνίδη, Στιβαρού και Χατζηαργυρού σε ό,τι αφορά το επίπεδο των αντίστοιχων προσόντων τους και διαπιστώθηκε επάρκεια.»

Η θέση της δικηγόρου των εφεσιβλήτων είναι ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή στην επισυναπτόμενη έκθεσή της στα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 19.3.2002 (Τεκμήριο 2 στην γραπτή αγόρευση της εφεσίβλητης) όσο και η ΕΔΥ (πρακτικό ημερομηνίας 7.5.2003, Παράρτημα 5 της Ένστασης) διερεύνησαν επαρκώς την κατοχή των ακαδημαϊκών και/ή πανεπιστημιακών προσόντων των ενδιαφερομένων προσώπων Στιβαρού και Χατζηαργυρού.

Τον πιο πάνω ισχυρισμό ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας τον ήγειρε ο εφεσείων και κατά την πρώτη προσφυγή του (682/96) και το Δικαστήριο με την απόφαση του έκρινε ότι ήταν ένα από τα θέματα που θα έπρεπε να εξετάσει η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση.  Συγκεκριμένα ανάφερε «Εναπόκειται και σ’ αυτή την περίπτωση στη διοίκηση να στρέψει την προσοχή της στα σημεία που εγείρονται.»

Με το περίγραμμα αγόρευσης του ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Περικλή Στιβαρού ανάφε[*359]ρε ότι είναι κάτοχος Bachelor of Laws του Polytechnic of East London το οποίο ανεξάρτητα αν μετά έγινε πανεπιστήμιο, το πτυχίο πολυτεχνείου δεν είναι πανεπιστημιακού επιπέδου.  Επικαλέστηκε και επιστολή του Βρετανικού Συμβουλίου ημερ. 19/2/98 προς τον εφεσείοντα, από την οποία, όπως ισχυρίζεται, προκύπτει ότι η Επιτροπή Εκδόσεων Ακαδημαϊκών Πτυχίων (Council of National Academic Awards) εξέδιδε πτυχία και σε φοιτητές που συμπλήρωναν κύκλο σπουδών και σε Ιδρύματα αλλά από τα Πανεπιστήμια.  Στην εν λόγω επιστολή αναφέρονται τα ακόλουθα:

«ReDegree from thePolytechnic of East London”.

Thank you for your letter of 19 February 1998.

The Polytechnics before they became Universities in 1992 were awarding the degrees of the Council of National Academic Awards (CNAA).  The Council was founded by Royal Charter in 1964 and dissolved 30 September 1992.  It had powers to award degrees and other academic distinctions to students who completed approved courses in educational institutions other than universities.  The CNAA degrees were comparable in standard to the degrees awarded by universities.”

Εξετάσαμε τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ΕΔΥ στα οποία μας παρέπεμψε η συνήγορος των εφεσιβλήτων.  Από τα πρακτικά ημερ. 19/3/02 προκύπτει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ανάφερε (στην έκταση που μας αφορά) τα ακόλουθα:

«Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με τις περιπτώσεις των υποψήφιων Βρυωνίδη Ευαγόρα, Στιβαρού Περικλή και Χατζηαργυρού (Χατζή) Δημήτρη και συγκεκριμένα κατά πόσον αυτοί κατείχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα.

.............................................................................................................

Όσον αφορά τον υποψήφιο Στιβαρό Περικλή, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού διαπίστωσε από τα ενώπιόν της στοιχεία ότι το πτυχίο του εκδόθηκε από αναγνωρισμένο Σώμα, την Επιτροπή Εκδόσεων Ακαδημαϊκών Πτυχίων (Council of National Academic Awards), και ως εκ τούτου αυτό θεωρείται κανονικό πανεπιστημιακό πτυχίο, έκρινε ότι ο εν λόγω υποψήφιος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προσοντούχος.»

[*360]Η ίδια η ΕΔΥ στο πρακτικό ημερ. 7/5/03 επαναλαμβάνει ακριβώς τα όσα είχε αναφέρει πιο πάνω η Συμβουλευτική Επιτροπή:

«............................................................................................................

Όσον αφορά τον υποψήφιο Στιβαρό Περικλή, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε, από τα ενώπιόν της στοιχεία, ότι το πτυχίο του εκδόθηκε από αναγνωρισμένο Σώμα, την Επιτροπή Εκδόσεων Ακαδημαϊκών Πτυχίων (Council of National Academic Awards), και ως εκ τούτου αυτό θεωρείται κανονικό πανεπιστημιακό πτυχίο, έκρινε ότι ο εν λόγω υποψήφιος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προσοντούχος.»

Ήδη αναφέραμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν κρίνει ότι η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογη ή όταν φαίνεται ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα επί του θέματος. 

Ο εφεσείων βάσισε τον πιο πάνω ισχυρισμό του στην προαναφερθείσα επιστολή του Βρετανικού Συμβουλίου ημερ. 19/2/98 που στάληκε στον ίδιο σε απάντηση δικής του επιστολής με την ίδια ημερομηνία.  Παρόλο που η επιστολή αυτή φέρει ημερομηνία πριν την ημερομηνία που έγινε η εξέταση του θέματος από την ΕΔΥ (7/5/03 και 8/5/03), δεν φαίνεται να τέθηκε αυτή ενώπιον της.  Απλή επισύναψη της επιστολής αυτής στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μαρτυρία επί του θέματος. Επομένως το επιχείρημα του εφεσείοντα καταλήγει χωρίς πραγματικό υπόβαθρο.

Όσον αφορά τώρα το ενδιαφερόμενο μέρος Χατζηαργυρού παραθέσαμε ήδη τις αιτιάσεις του εφεσείοντα.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσίβλητης, με αναφορά στα ίδια πρακτικά, απλώς υποβάλλει ότι διερευνήθηκε επαρκώς το θέμα.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή ανάφερε σχετικά τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά τον υποψήφιο Χατηζαργυρού (Χατζή) Δημήτρη, η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι, με βάση την αναλυτική κατάσταση των σπουδών του από το Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, στο οποίο φοίτησε, και η οποία είναι συνημμένη στην αίτηση του, αυτός ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προσοντούχος υποψήφιος.....»

[*361]Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με το θέμα ταυτότητας του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους, που ήδη καλύψαμε.

Με το ίδιο, ακριβώς, πιο πάνω σκεπτικό, έκρινε και η ΕΔΥ ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Χατζηαργυρού ήταν προσοντούχος.

Μεταξύ των διαφόρων πτυχίων που παρουσίασε το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος κατά την υποβολή της αίτησης του, ήταν και πανεπιστημιακός τίτλος από το Columbia University.  Επομένως, ήταν εύλογα επιτρεπτό για την εφεσίβλητη να κρίνει ότι ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου.  Όμως, είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το εν λόγω πτυχίο δεν αναφέρει το θέμα για το οποίο αναγορεύτηκε σε Master of Arts ούτως ώστε να εξετασθεί αν αυτό εμπίπτει στα θέματα που απαιτούνται από την παράγρ. 3(α) του σχεδίου υπηρεσίας.  Το ίδιο ισχύει και για το πτυχίο Bachelor of Arts του Queens College του πανεπιστημίου City University της Νέας Υόρκης.

Εξετάσαμε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα.  Από το σχετικό κατάλογο προσόντων που συνοδεύει την ένσταση και τον οποίο είχε ενώπιον της η ΕΔΥ από την πρώτη φορά (το 1996) που ασχολήθηκε με την πλήρωση των επιδίκων θέσεων, προκύπτει ότι το ΜΑ από το Columbia University ήταν στο International Relations και το ΒΑ του Queens College του City University of New York (CUNY) in Economics and Political Science, θέματα που ήταν εύλογο για την ΕΔΥ να κρίνει ότι καλύπτονται από το σχέδιο υπηρεσίας.  Επισημαίνουμε ότι αυτό που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας είναι όπως το πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος να είναι σε «κατάλληλο θέμα» και αυτά που ακολουθούν σε παρένθεση είναι υπό μορφή παραδείγματος και όχι εξαντλητικά, αφού υπάρχει και η φράση «κ.λ.π.».  Επομένως καταλήγουμε ότι ούτε σ’ αυτή την περίπτωση ευσταθεί ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα και έτσι η περί του αντιθέτου κατάληξη του συναδέλφου είναι ορθή.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

Mεταξύ εφεσείοντα και ενδιαφερόμενων μερών καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο