Χατζηχριστοφόρου Μυρούλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 362

(2010) 3 ΑΑΔ 362

[*362]6 Ιουλίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΥΡΟΥΛΑ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

EΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 167/2007)

 

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από απορριπτική δικαστική απόφαση σε προσφυγή ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ―Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Αρμοδιότητα αναθεώρησής τους και βαρύτητά τους κατά τις προαγωγές.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Σύσταση του Διευθυντή, μη προβλεπόμενα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, απόδοση στην προφορική εξέταση, υπεροχή σε αξία, αρχαιότητα ― Εύλογα επιτρεπτή η απόφαση επιλογής στην κριθείσα περίπτωση, στη βάση του συνόλου των κριτηρίων και παρά το γεγονός ότι παρακάμφθηκε αρχαιότητα 5½ ετών.

Η εφεσείουσα αξίωσε τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Αλιείας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η προσφυγή αρ. 912/03 δημιούργησε δεδικασμένο υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, αυτός δεν ευσταθεί. Η ουσία του θέματος [*363]είναι ότι στην 912/03, έστω κι’ αν αφορούσε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος (τότε αιτητής) κατείχε το πρόσθετο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, όπως το κατείχε και η εφεσείουσα. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι τυγχάνει εφαρμογής το δεδικασμένο της 912/03, είναι ορθό, αφού οι σχετικές απαιτήσεις των προσόντων είναι ουσιαστικά ίδιες. 

2.  Αναφορικά με την εγκυρότητα της έκθεσης για την εφεσείουσα για το 2003, ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η ΕΔΥ δεν είχε εξουσία να ελέγξει την εγκυρότητά της.  Το θέμα εξετάστηκε από το Δικαστήριο όπως υπαγορεύει ο Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 110/93 και η ΕΔΥ όφειλε να τη δεχθεί, όπως διαμορφώθηκε μετά την υποβληθείσα ένσταση. Επομένως νόμιμα λήφθηκε υπόψη και η έκθεση του 2003, κατά την οποία η εφεσείουσα είχε 6 Εξαίρετος και 2 «Πολύ καλός», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 8 «Εξαίρετος».

     Αναφορικά με το παράπονο ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις των 10 τελευταίων ετών, αφού το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί 10 έτη πείρα, δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε αυθεντία που να επιβάλλει στην ΕΔΥ τέτοια υποχρέωση.  Η ΕΔΥ δεν αναφέρει πόσα χρόνια έλαβε υπόψη.  Αναφέρει απλώς ότι έλαβε υπόψη τις εκθέσεις «με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα».  Η εφεσείουσα έχει 38 «Εξαίρετος» και 2 «Πολύ καλή» και το ενδιαφερόμενο μέρος 40 «Εξαίρετος», βαθμολογία που δικαιολογεί την αναφορά της ΕΔΥ, όχι σε ουσιαστική, αλλά σε οριακή υπεροχή.

3.  Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, το οποίο η ΕΔΥ, μόνο αν έδιδε καλή και εύλογη αιτιολογία θα μπορούσε να παρακάμψει, το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη, το πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης όσο κι’ αν δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, καθώς επίσης και ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη, κρίθηκε ότι η απόφαση της ΕΔΥ να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Κατ’ επέκταση και η πρωτόδικη απόφαση που επικύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, επίσης ορθή.  Το μόνο κριτήριο στο οποίο υπερείχε η εφεσείουσα, ήταν η αρχαιότητα η οποία όμως με βάση τα όσα είχε υπέρ του το ενδιαφερόμενο μέρος, μπορούσε να παρακαμφθεί.

     Η αρχή που επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας, με αναφορά σε νομολογία, ότι η σημαντική υπεροχή σε αρ[*364]χαιότητα στο πλαίσιο της κατά τα άλλα ισοδυναμίας των νόμιμων κριτηρίων προαγωγής συνεπάγεται και υπεροχή σε πείρα, η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας, ιδιαίτερα όταν έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που προηγείται της επίδικης, είναι ορθή.  Όμως εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Νεάρχου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 308,

Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 225,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

Χαμπουλλάς ν. Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112,

Constantinides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 136,

Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 1217,

Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1412/05), ημερ. 10/9/07.

Δ. Ζαβαλλής με Βρ. Χατζηχάννα, για την Eφεσείουσα - Aιτήτρια.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατία Α΄, για τους Eφεσίβλητους - Kαθ’ ων η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Eνδιαφερόμενο Μέρος Γιώργο Γεωργίου.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απορρι[*365]πτικής απόφασης που εκδόθηκε στην προσφυγή αρ. 1412/2005 στις 10/9/07 που είχε καταχωρήσει η εφεσείουσα κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Γεώργιου Γεωργίου στη θέση Διευθυντή Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (πιο κάτω Γενικός Διευθυντής) με επιστολή του ημερ. 13/12/04 ζήτησε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (πιο κάτω ΕΔΥ) την πλήρωση της προσφερθείσας θέσης η οποία θα κενούτο την 1/5/05 λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της.  Ενόψει του ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής με απόφαση της ΕΔΥ αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11/2/05.  Υποβλήθηκαν 6 αιτήσεις.  Εφόσον η θέση ήταν τέτοια που σύμφωνα με το Άρθρο 32(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990-2004 (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι το 2004) που εξαιρείτο από τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρία της ημερ. 9/5/05 και αποφάσισε ότι τόσο η εφεσείουσα, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος (όπως και μερικοί άλλοι υποψήφιοι) ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας με εξαίρεση τον υποψήφιο Κώστα Μυλωνά από τον οποίο ζητήθηκαν συμπληρωματικά στοιχεία.  Σε άλλη συνεδρία της ημερ. 4/8/05 η ΕΔΥ δέχθηκε τους 6 υποψήφιους σε προφορική συνέντευξη και μετά το πέρας αυτής ο Γενικός Διευθυντής  σύστησε για διορισμό το ενδιαφερόμενο μέρος.  Τέλος η ΕΔΥ αφού εξέτασε την όλη υπόθεση επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον πιο κατάλληλο και του πρόσφερε προαγωγή την οποία η εφεσείουσα προσέβαλε με την προαναφερθείσα προσφυγή.

Πρωτόδικα η εφεσείουσα είχε προβάλει διάφορους λόγους ακύρωσης ως ακολούθως:  (α) ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει την απαιτούμενη μεταπτυχιακή ή ειδική εκπαίδευση και ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα στο θέμα αυτό, (β) ότι πλανήθηκε η ΕΔΥ ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων αφού δεν έλαβε, ως ώφειλε, υπόψη εκθέσεις των 10 τελευταίων χρόνων, (γ) ότι κακώς δεν λήφθηκε υπόψη η ένσταση της για την ετήσια έκθεση του 2003, (δ) ότι δεν ήταν αιτιολογημένη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, (ε) ότι η αξία της σύστασης «δεν μπορούσε να υπερβαίνει κατά πολύ τη μηδενική», (στ) αναιτιολόγητη η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, (ζ) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και (η) εσφαλμένα αγνοήθηκε η κατά 5 ½ χρόνια αρχαιότητα της εφεσείουσας.

[*366]Ο συνάδελφος πρωτόδικα απέρριψε τους πιο πάνω ισχυρισμούς.  Αναφορικά με τον (α) ισχυρισμό κρίθηκε ότι υπήρχε δεδικασμένο σε προηγούμενη προσφυγή του ενδιαφερόμενου μέρους (912/03) ότι αυτός ικανοποιεί το εν λόγω κριτήριο.  Για το (β) το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το γεγονός ότι το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε 10ετή πείρα, δεν σημαίνει ότι και η αξιολόγηση πρέπει να γίνει για την ίδια περίοδο, αλλά και αν έπρεπε τούτο να γίνει, στα τελευταία 10 χρόνια απλώς υπερέχει κατά 1 βαθμό του ενδιαφερόμενου μέρους η εφεσείουσα για τα έτη 1994-1995, ενώ για το 2003 υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος κατά 2 βαθμούς. Όσον αφορά την ένσταση της εφεσείουσας για την αξιολόγηση της το 2003, αποφάσισε ο συνάδελφος, ότι η ΕΔΥ δεν είχε καθήκον να ελέγξει την εγκυρότητα της.  Ως προς την αιτιολογία της σύστασης από τον Γενικό Διευθυντή, αποφάσισε ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο αφού με βάση το Άρθρο 34(9) του Νόμου η σύσταση δεν απαιτείται  να είναι αιτιολογημένη.  Το ίδιο απορρίφθηκε από το συνάδελφο και ο ισχυρισμός ότι η αξία της σύστασης ήταν σχεδόν μηδενική.  Αφού απέρριψε ο συνάδελφος και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς, κατέληξε ως εξής:

«Είναι φανερό ότι λήφθηκαν υπ’ όψιν κατά την τελική αξιολόγηση όλα τα κριτήρια, η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα.  Για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους η Επιτροπή στηρίχτηκε στην υπεροχή του, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και την προφορική εξέταση.  Ως προς δε την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα κατά πεντέμιση χρόνια, η Επιτροπή παρατήρησε ότι σε θέσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η παρούσα, η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία.»

Λόγοι έφεσης

Με την παρούσα έφεση προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι γιατί η πρωτόδικη απόφαση πάσχει:

(α)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η προσφυγή αρ. 912/03 δημιούργησε δεδικασμένο ότι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους ικανοποιεί τα προσόντα της απαιτούμενης από την παραγρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας μεταπτυχιακής εκπαίδευσης.

(β)  Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η εφεσείουσα υπερέχει κατά 1 βαθμό του ενδιαφερόμενου μέρους κατά το έτος 1994-1995 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατά 2 βαθμούς το 2003.

(γ)  Ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ΕΔΥ δεν είχε ευθύνη να ελέγξει την εγκυρότητα της έκθεσης αξιολόγησης, για το 2003.

(δ)  Ότι εσφαλμένα χειρίστηκε το θέμα αρχαιότητας και πείρας, [*367]αφού του έδωσε περιορισμένη σημασία.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η προσφυγή αρ. 912/03 δημιούργησε δεδικασμένο υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους κρίνουμε ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Το σχέδιο υπηρεσίας της υπό εξέταση θέσης ζητά, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«(2)  Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα σε θέμα/τα σχετικά με τις αρμοδιότητες της υπηρεσίας για την ανάπτυξη της αλιείας.»

Στην προηγούμενη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας, το πιο πάνω προσόν, για τους ήδη υπηρετούντες στο Τμήμα Αλιείας, ήταν πρόσθετο προσόν/πλεονεκτήματα. Η πρόνοια τότε είχε ως εξής:  «(2) Επιτυχής μεταπτυχιακή Εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε κατάλληλες ειδικότητες π.χ. θαλάσσια Βιολογία, Ωκεανογραφία, κ.λ.π.».  Όταν προάχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας το 2003 (βλ. πρακτικά ημερ. 24/10/03) η ΕΔΥ έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν αυτό επειδή είναι «κάτοχος Master of Science in Biology”.

Στην προσφυγή αρ. 912/03 που άσκησε το ενδιαφερόμενο μέρος κατά της προαγωγής τότε της εφεσείουσας, το Δικαστήριο έκρινε ότι μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους (τότε αιτητή) και εφεσείουσας (τότε ενδιαφερόμενου μέρους) υπήρξε ισοδυναμία ως προς το πρόσθετο προσόν, οπότε και βάρυνε η αρχαιότητα έναντι της αξίας κατά τις υπηρεσιακές εκθέσεις (σελ. 3 της απόφασης).  Στη σελ. 7 της ίδιας απόφασης αναφέρονται τα εξής:

«Προκύπτει, όμως, τουλάχιστον πιθανότητα να ενήργησε η ΕΔΥ κάτω από πλάνη περί τα πράγματα, σε σχέση με το πρόσθετο προσόν.  Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της:

«Η Επιτροπή έκρινε ότι η Χατζηχριστοφόρου υπερέχει καταφανώς σε αξία έναντι των άλλων υποψηφίων και διαθέτει το πρόσθετο προσόν. Η υπεροχή σε αρχαιότητα των Λουκαΐδη και Γεωργίου δεν μπορεί να εξουδετερώσει την υπεροχή σε αξία της Χατζηχριστοφόρου σε συνδυασμό με την κατοχή του πρόσθετου προσόντος.»

[*368]Το ίδιο πρόσθετο προσόν όμως διέθετε και ο αιτητής και αν το θέμα περιοριζόταν μόνο στη μη αναφορά σ’ αυτό από την ΕΔΥ θα υπήρχε ίσως δυνατότητα να θεωρήσουμε πως, κατά το τεκμήριο της κανονικότητας, το είχε υπόψη.  Δεν αφήνει όμως τέτοια περιθώρια το πρακτικό.  Χρησιμοποιεί η ΕΔΥ την κατοχή του πρόσθετου προσόντος από την ενδιαφερόμενη ως κατά συνδυασμό λόγου που εξουδετερώνει την υπεροχή σε αρχαιότητα όχι μόνο του Ζ. Λουκαΐδη που δεν το διέθετε αλλά και του αιτητή που το διέθετε.  Από εκεί και πέρα, μόνο υποθέσεις θα μπορούσαν να γίνουν αναφορικά με το πώς η ΕΔΥ θα στάθμιζε τα δεδομένα και θα εναπόκειται στην ίδια να επιλέξει τον καταλληλότερο υπό τα ορθά δεδομένα, περιλαμβανομένης δηλαδή και της κατοχής του πρόσθετου προσόντος και από τον αιτητή

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι οι πρόνοιες των σχεδίων υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού και της θέσης Διευθυντή, διαφέρουν όσον αφορά στα προσόντα και ιδιαίτερα στην μεταπτυχιακή εκπαίδευση, αφού στην πρώτη περίπτωση η μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ήταν «πρόσθετο προσόν» ενώ για τη δεύτερη περίπτωση (του Διευθυντή) ήταν «απαιτούμενο προσόν» και η εκπαίδευση να είναι «σε συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα», κρίνουμε ότι η διαφορετικότητα αυτή δεν έχει ουσιαστική σημασία.  Η ουσία του θέματος είναι ότι στην 912/03, έστω κι’ αν αφορούσε τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος (τότε αιτητής) κατείχε το πρόσθετο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, όπως το κατείχε και η εφεσείουσα.  Η πρόνοια στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας ήταν κάτω από τον τίτλο «απαιτούμενα προσόντα» και είχε ως εξής:  «(2) Επιτυχής μεταπτυχιακή Εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε κατάλληλες ειδικότητες π.χ. θαλάσσια Βιολογία, Ωκεανογραφία κ.λ.π.» η οποία εκπαίδευση για όσους ήδη υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Αλιείας δεν απαιτείτο αλλά για όσους την είχαν, θεωρείτο πρόσθετο προσόν.  Για την επίδικη θέση του Διευθυντή, η σχετική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας ήταν «(2) Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους ή ειδική εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες για την ανάπτυξη της αλιείας.».  Θεωρούμε, όπως ήδη αναφέραμε, τις πιο πάνω απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, ουσιαστικά τις ίδιες.

Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδι[*369]κου δικαστηρίου ότι τυγχάνει εφαρμογής το δεδικασμένο της 912/03 είναι ορθό. 

Οι δεύτερος και τρίτος λόγοι έφεσης είναι συναφείς, αφού αφορούν την αξιολόγηση στις ετήσιες εκθέσεις για τις οποίες η εφεσείουσα ισχυρίζεται (α) ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι εκθέσεις 10 χρόνων και (β) ότι σ’ αυτές δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η έκθεση της για το 2003.

Αναφορικά με την εγκυρότητα της έκθεσης για την εφεσείουσα για το 2003, ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η ΕΔΥ δεν είχε εξουσία να ελέγξει την εγκυρότητα της.  Το θέμα εξετάστηκε από το Δικαστήριο όπως υπαγορεύει ο Καν. 10 της Κ.Δ.Π. 110/93 και η ΕΔΥ ώφειλε να τη δεχθεί όπως διαμορφώθηκε μετά την υποβληθείσα ένσταση. (Βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Νεάρχου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 308 και Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 225). Στη σελ. 232 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Δικαίωμα αναθεώρησης της βαθμολογίας είχε μόνο η Ομάδα Αξιολόγησης του εφεσείοντα.  Η ΕΕΥ δεν είχε εξουσία ή δικαίωμα επέμβασης στο θέμα. (Βλέπε Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αμαρυλλίδας Νεοφύτου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 303).»

Επομένως νόμιμα λήφθηκε υπόψη και η έκθεση του 2003 κατά την οποία η εφεσείουσα είχε 6 Εξαίρετος και 2 «Πολύ καλός» ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 8 «Εξαίρετος».

Αναφορικά με το παράπονο ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι ετήσιες εκθέσεις των 10 τελευταίων ετών, αφού το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί 10 έτη πείρα, δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε αυθεντία που να επιβάλλει στην ΕΔΥ τέτοια υποχρέωση. Η ΕΔΥ δεν αναφέρει πόσα χρόνια έλαβε υπόψη. Αναφέρει απλώς ότι έλαβε υπόψη τις εκθέσεις «με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα».  Με βάση αυτά, έκρινε ότι η εφεσείουσα «υστερεί από το Γεωργίου, έστω και οριακά, σε αξία».  Εφόσο η εξέταση του θέματος ήταν τον Αύγουστο του 2005, αν περιορισθούμε στα 5 τελευταία έτη, δηλαδή 2004, 2003, 2002, 2001 και 2000, τότε η εφεσείουσα έχει 38 «Εξαίρετος» και 2 «Πολύ καλή» και το ενδιαφερόμενο μέρος 40 «Εξαίρετος», βαθμολογία που δικαιολογεί την αναφορά της ΕΔΥ, όχι σε ουσιαστική, αλλά σε οριακή υπεροχή.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του Δικαστηρίου να κρίνει ορθή την αντιμετώπιση από την ΕΔΥ του κρι[*370]τηρίου αρχαιότητας της εφεσείουσας.

Η κατάληξη της ΕΔΥ για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους έχει ως εξής:

«Επιλέγοντας το Γεωργίου Γεώργιο, η Επιτροπή παρατήρησε ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την ίδια κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο επίπεδο από τους λοιπούς υποψηφίους, δεν υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων χρόνων στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, και, επιπλέον διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Σ’ ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο Γεωργίου υστερεί έναντι της Χατζηχριστοφόρου Μυροφόρας, η οποία όμως αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση (Γεωργίου: Εξαίρετος, Χατζηχριστοφόρου: Πολύ καλή) και, επιπρόσθετα, υστερεί από το Γεωργίου, έστω και οριακά, σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.  Επιπλέον, δε η Επιτροπή σημείωσε ότι η αρχαιότητα στις περιπτώσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία.

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε, επίσης, να σημειώσει ότι τόσο ο επιλεγείς όσο και οι υποψήφιοι Λοϊζίδης Λοΐζος, Μυλωνάς Κωνσταντίνος και Χατζηστεφάνου Νίκος, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν πρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.»

Από τα ενώπιον μας αδιαμφισβήτητα γεγονότα προκύπτει ότι με βάση τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης οι δυο υποψήφιοι ήσαν ουσιαστικά ίσοι σε αξία, αλλά η εφεσείουσα έχει αρχαιότητα 5 ½ χρόνια.  Από την άλλη το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως προκύπτει κι’ από την πρωτόδικη απόφαση,  έχει (α) πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας αλλά σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, (β) υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και (γ) καλύτερη απόδοση κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική [*371]εξέταση αφού χαρακτηρίζεται «Εξαίρετος» ενώ η εφεσείουσα «πολύ καλή».

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης το οποίο η ΕΔΥ, μόνο αν έδιδε καλή και εύλογη αιτιολογία θα μπορούσε να παρακάμψει (βλ. Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, απόφαση πλειοψηφίας), το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη το πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης όσο κι’ αν δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας καθώς επίσης και ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη (βλ. Χαμπουλλάς ν. Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112), καταλήγουμε ότι η απόφαση της ΕΔΥ να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Κατ’ επέκταση και η πρωτόδικη απόφαση που επικύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, επίσης ορθή.  Το μόνο κριτήριο στο οποίο υπερείχε η εφεσείουσα ήταν η αρχαιότητα η οποία όμως με βάση τα όσα είχε υπέρ του το ενδιαφερόμενο μέρος, μπορούσε να παρακαμφθεί.

Η αρχή που επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας με αναφορά σε νομολογία (Constantinides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 136, Ρούσος ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 1217 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112), ότι η σημαντική υπεροχή σε αρχαιότητα στο πλαίσιο της κατά τα άλλα ισοδυναμίας των νόμιμων κριτηρίων προαγωγής συνεπάγεται και υπεροχή σε πείρα η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας, ιδιαίτερα όταν έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που προηγείται της επίδικης, είναι ορθή.  Όμως εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε όλους τους υπόλοιπους τομείς. 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.700 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.  Μεταξύ εφεσείουσας και ενδιαφερόμενου μέρους καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο