Τσέλεπος Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 410

(2010) 3 ΑΑΔ 410

[*410]14 Ιουλίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΕΛΕΠΟΣ,

Εφεσείων- Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 6/2008)

 

Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ― Παύση του Προέδρου ― Άρθρο 10(2)(στ) των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 έως 2000 ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Η αρχή της υποχρέωσης της προηγούμενης ακρόασης του διοικουμένου ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο εφεσείων επεδίωξε και κατ’ έφεση όπως και πρωτόδικα, να ακυρωθεί η παύση του από τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, η οποία είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

To σχετικό άρθρο των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων με βάση το οποίο ενήργησαν οι εφεσίβλητοι (Άρθρο 10(2)(στ) εν προκειμένω, έχει ως ακολούθως:

«10(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή μέλη της Επιτροπής, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

................................................................................................................

(στ) αν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον ή

[*411]..........................................................................................................................»

Από τη διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, δεν φαίνεται τούτο να διαχωρίζεται σε δυο διαφορετικά θέματα, δηλαδή (α) να δημιουργεί τις συνθήκες που ο Πρόεδρος ή μέλος της Επιτροπής να μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος και (β) πρόνοια για διάφορα είδη κυρώσεων.  Από τη στιγμή που ικανοποιείται το Υπουργικό Συμβούλιο ότι στοιχειοθετούνται τα όσα διαλαμβάνει το Άρθρο 10(2)(στ), τότε η μόνη κύρωση είναι να κηρύξει τον Πρόεδρο ή μέλος έκπτωτο, αφού βέβαια πρώτα ακουστεί αυτός επί του όλου θέματος.

Στην επιστολή 7/7/05 το Υπουργικό Συμβούλιο αναφέρεται ότι εξετάζει το ενδεχόμενο τα γεγονότα της περίπτωσης να δικαιολογούν την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του Άρθρου 10(2)(στ) και επίσης ότι προβληματίζεται για το όλο θέμα.  Επομένως ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι ήδη κατέληξε το Υπουργικό Συμβούλιο ότι θα κηρύξει τον εφεσείοντα έκπτωτο πριν τον ακούσει, δεν ευσταθεί.  Στην επιστολή του ημερ. 22/7/05 ο εφεσείων δηλώνει ότι αντιλήφθηκε πως το κύριο ερώτημα για το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο ζητά τις απόψεις του, είναι το κατά πόσο παραβίασε τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. 

Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω, ότι οι εφεσίβλητοι έδωσαν το δικαίωμα ακρόασης στον εφεσείοντα τόσο για το κατά πόσο τα όσα του καταλογίζονται αποτελούν κατάχρηση της θέσης του ως Πρόεδρος της Επιτροπής, όσο και κατά πόσο αυτά δικαιολογούσαν την κήρυξή του ως έκπτωτου από το αξίωμα του Προέδρου της Επιτροπής, όπως διαλαμβάνεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 4/8/05.  Επομένως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1264/05), ημερ. 4/12/07.

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Σεραφείμ, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*412]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής της Προστασίας του Ανταγωνισμού (πιο κάτω η Επιτροπή).  Μετά από γραπτή καταγγελία ημερ. 23/12/04 προς το Υπουργικό Συμβούλιο ότι ο εφεσείων είχε καταχρασθεί τη θέση του και ότι παραποίησε έγγραφα, άρχισαν αστυνομικές έρευνες που οδήγησαν στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του. Εκκρεμούσης της ποινικής υπόθεσης αρ. 10866/05, το Υπουργικό Συμβούλιο (εφεσίβλητοι) σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 4/8/05, ενεργώντας με βάση το Άρθρο 10 (2)(στ) των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989-2000, αποφάσισε να κηρύξει έκπτωτο τον εφεσείοντα από την προαναφερθείσα θέση του.  Κρίθηκε ότι υπήρξε από πλευράς του κατάχρηση της θέσης του Προέδρου της Επιτροπής «...κατά τρόπον ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του αποβαίνει επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον .....».  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας. 

Ο εφεσείων προσέβαλε την πιο πάνω απόφαση με την προσφυγή 1264/05.  Βασικός λόγος ακύρωσης ήταν ότι κατά παράβαση του Άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99 ως έχει τροποποιηθεί) δεν είχε δοθεί στον εφεσείοντα το δικαίωμα ακρόασης για να υποβάλει τις απόψεις του σχετικά με την καταγγελία, αλλά μόνο όσον αφορά την κύρωση. 

Ο συνάδελφος πρωτόδικα κατάληξε ότι «η διαδικασία εξέτασης των καταγγελιών εναντίον του αιτητή διατηρήθηκε στο σωστό πλαίσιο της δίκαιης διαδικασίας και ότι δεν έχει παραβλαφθεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του αιτητή». 

Με την παρούσα έφεση, που στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δώσει στον εφεσείοντα την ευλόγως απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις ευκαιρία «να υποβάλει τις απόψεις του επί όλων των υπό εξέταση θεμάτων πριν την έκδοση της εναντίον του απόφασης, είναι εσφαλμένη κατά νομική και πραγματική πλάνη».  Όπως εξηγείται με την αιτιολογία του λόγου έφεσης και στη συνέχεια με την αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι του έδωσαν την ευκαιρία να ακουστεί μόνο ως προς την κύρωση (παύση), αλλά όχι ως προς το αν οι ενέργειες και/ή συμπεριφορά που του αποδίδονταν, στοιχειοθετούσαν την εναντίον του [*413]κατηγορία. Τέτοια παράλειψη των εφεσιβλήτων, είναι αντίθετη με την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, της χρηστής διοίκησης, τις αρχές του διοικητικού δικαίου και τις πρόνοιες του Συντάγματος.

Από πλευράς εφεσιβλήτων, ο ευπαίδευτος συνήγορος τους, με αναφορά σε παραρτήματα της ένστασης, ιδιαίτερα το παράρτημα 12 (επιστολή Υπουργικού Συμβουλίου 7/7/05) και παράρτημα 16 (πρακτικά Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 1/8/05), εισηγήθηκε ότι οι εφεσίβλητοι έδωσαν το δικαίωμα ακρόασης στον εφεσείοντα για όλο το φάσμα που καλύπτει η εναντίον του διαδικασία.  Ο εφεσείων άσκησε το δικαίωμα αυτό γραπτώς, με επιστολή του ημερ. 22/7/05 (παράρτημα 14 στην ένσταση), τρόπος που είναι νομικά ορθός και που εν πάση περιπτώσει επέλεξε ο εφεσείων. 

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, έχουμε καταλήξει ότι η έφεση δεν ευσταθεί.  Από τα γεγονότα όπως ήσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και ενώπιον μας, προκύπτει ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι της προσβαλλόμενης απόφασης της 4/8/05 προηγήθηκαν τα ακόλουθα:

(α)  Μετά την προαναφερθείσα εναντίον του εφεσείοντα καταγγελία, καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση αρ. 10866/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για,

(ι)   καταρτισμό εγγράφου (δηλαδή πρακτικά υποτιθέμενης συνεδρίας) χωρίς εξουσία ή δικαιολογία κατά παράβαση των Άρθρων 343(α) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και

(ιι)  πλαστογραφία εγγράφου δηλαδή με οδηγίες του, υπάλληλοι της Επιτροπής αλλοίωσαν στο βιβλίο παρουσιάσεως των μελών της Επιτροπής την ημερομηνία συνεδρίασης από 26/8/04 σε 18/8/04 και την ημέρα από  Πέμπτη σε Τετάρτη, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(β), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα.

(β)  Εκκρεμούσης της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης και προτού προχωρήσουν στη διαδικασία που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν πρώτα γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος ήταν της άποψης,

(ι)   ότι διατηρεί αμφιβολίες κατά πόσο μπορούν να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες ποινικής φύσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 10(2)(στ) των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 έως 2000, και

(ιι)  ότι το Υπουργικό Συμβούλιο θα έπρεπε να αναμένει την [*414]απόφαση του Δικαστηρίου στην ποινική υπόθεση αρ. 10866/05, για εφαρμογή του Άρθρου 10(2)(γ) των ιδίων Νόμων.

(γ)  Το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού διαφώνησε με την πιο πάνω γνωμάτευση, αποφάσισε να προχωρήσει τη διαδικασία.  Έτσι με 7σέλιδη επιστολή του ημερ. 7/7/05 προς τον εφεσείοντα (παράρτημα 14 στην Ένσταση ή τεκμ. 2 στην προσφυγή), τον  πληροφόρησε ότι σε συνεδρία του ημερ. 6/7/05 έχει εξετάσει θέματα που προκύπτουν από καταγγελίες που έχουν υποβληθεί ή προκύπτουν εναντίον του για συμπεριφορά, ενέργειες παραλείψεις ή αποφάσεις, όπως αναφέρονται στην επιστολή και ειδικότερα την παράγραφο 6 αυτής, και ότι «εξετάζει το ενδεχόμενο τα γεγονότα της περίπτωσης αυτής να δικαιολογούν την άσκηση των εξουσιών και την αρμοδιότητα του σύμφωνα με τον περί Ανταγωνισμού Νόμο 207/89, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Νόμο 155(Ι)/2000, Άρθρο 10(2)(στ) αν το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ότι τυχόν συνέχεια της θητείας (σας) θα αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον».  Αφού εξηγείται στην επιστολή ότι «περιορίζει την αρμοδιότητα του και εξουσίες του» στο πιο πάνω θέμα και επίσης εκφράζεται η άποψη του περί του τι είναι δημόσιο συμφέρον και πώς αυτό εξυπηρετείται (βλ. παραγρ. 3(1)-(7) της επιστολής) και ότι προβληματίζεται για το θέμα αυτό, ζήτησε από τον εφεσείοντα να υποβάλει «τις απαντήσεις ή απόψεις» του κατά δική του επιλογή - είτε γραπτώς είτε προφορικώς – πάνω σε αυτή την πτυχή, της δυνατότητας η συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον.  Πληροφόρησε επίσης τον εφεσείοντα ότι αναμένει τις απαντήσεις ή απόψεις του σε 15 μέρες από της λήψης της επιστολής. 

Ο εφεσείων ανταποκρινόμενος στην πιο πάνω επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 7/7/05, με δική του 7σέλιδη επιστολή ημερ. 22/7/05 (παράρτημα 14 στην ένσταση), απάντησε με λεπτομέρεια στα όσα του καταλογίζουν.  Πολύ περιληπτικά, ανάφερε τα ακόλουθα:

(α) Παρά το ότι ως θέμα αρχής δεν θα έπρεπε να σχολιάσει θέματα που σχετίζονται με την εναντίον του εκκρεμούσα ποινική υπόθεση, αποφάσισε να απαντήσει γραπτώς στα αναφερόμενα στην επιστολή των εφεσιβλήτων.

(β) Αναφέρεται στην επιστολή του ο εφεσείων ότι θεωρεί ως κύριο ερώτημα το κατά πόσο παραβίασε «την πρόνοια του Άρθρου 10(στ) του Νόμου περί Προστασίας του Ανταγωνισμού 207/89, δηλαδή ότι καταχράστηκε τη θέση του κατά τον τρόπο ώστε τυ[*415]χόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον, με αποτέλεσμα να δίδεται στο Υπουργικό Συμβούλιο η εξουσία να προχωρήσει στην παύση του.

(γ) Ο εφεσείων με την εν λόγω επιστολή του αναφέρει ότι η «ισχυριζόμενη κατάχρηση εξουσίας στηρίζεται στο γεγονός ότι κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Νόμου 207/89 έγινε δημοσίευση σύνοψης αίτησης για ατομική εξαίρεση χωρίς να προηγηθεί συνεδρία της Επιτροπής που να εξουσιοδοτεί τέτοια δημοσίευση» και προχωρεί και εξηγεί γιατί δεν θεωρεί ότι καταχράστηκε τη θέση του, αφού, μεταξύ άλλων, η δημοσίευση δεν είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής ή του Προέδρου της, αλλά θέμα δέσμιας αρμοδιότητας.

(δ) Με την ίδια επιστολή απαντά και στα όσα του καταλογίζονται με αφορμή την καταγγελία δικηγόρου ημερ. 23/12/04, σχετικά με την παραποίηση πρακτικών συνεδρίασης.  Διατείνεται ότι τα όσα του καταλογίζονται είναι μέσα στα πλαίσια καταδίωξης του από το Υπουργικό Συμβούλιο και ιδιαίτερα τον τότε Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.  Καταλήγει δε ο εφεσείων ως ακολούθως:

«Αν με αυτά όλα τα γεγονότα θεωρείτε ότι δικαιολογείται η παύση μου, είναι θέμα που εσείς θα το αποφασίσετε.  Εκείνο που καταλήγοντας θέλω να πω, είναι πως όλες αυτές οι εναντίον μου διαδικασίες, αποτελούν καταδίωξη και παραβιάζουν κάθε αρχή φυσικής δικαιοσύνης. Από του διορισμού μου και μέχρι τη λήξη της θητείας μου ή την παύση μου, ενεργώ και θα λειτουργώ πάντοτε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, πράγμα που αποτελεί νομική υποχρέωσή μου.  Διαχειρίστηκα μαζί με τους συνεργάτες μου πολλές υποθέσεις και από τις αποφάσεις μας ως ήταν φυσικό επηρεάστηκαν διάφορα συμφέροντα.  Αν κάποιων τα συμφέροντα έχουν θιγεί με τις αποφάσεις μας, αυτό με αφήνει αδιάφορο, γιατί έχω ήσυχη τη συνείδησή μου όπως και οι συνεργάτες μου πιστεύω, ότι επιτελέσαμε και επιτελούμε το καθήκον μας με αμεροληψία, αντικειμενικότητα και ανεπηρέαστοι από κάθε κομματική-πολιτική ή οικονομική σκοπιμότητα.»

To σχετικό άρθρο των προαναφερθέντων Νόμων με βάση το οποίο ενήργησαν οι εφεσίβλητοι (Άρθρο 10(2)(στ), έχει ως ακολούθως:

«10(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή μέλη της Επιτροπής, αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις [*416]ακόλουθες περιπτώσεις:

..............................................................................................................

 (στ) αν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον ή

............................................................................................................»

Από τη διατύπωση του πιο πάνω άρθρου, δεν φαίνεται τούτο να διαχωρίζεται σε δυο διαφορετικά θέματα, δηλαδή (α) να δημιουργεί τις συνθήκες που ο Πρόεδρος ή μέλος της Επιτροπής να μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος και (β) πρόνοια για διάφορα είδη κυρώσεων.  Από τη στιγμή που ικανοποιείται το Υπουργικό Συμβούλιο ότι στοιχειοθετούνται τα όσα διαλαμβάνει το Άρθρο 10(2)(στ), τότε η μόνη κύρωση είναι να κηρύξει τον Πρόεδρο ή μέλος έκπτωτο, αφού βέβαια πρώτα ακουστεί αυτός επί του όλου θέματος.

Στην επιστολή της 7/7/05 το Υπουργικό Συμβούλιο αναφέρεται ότι εξετάζει το ενδεχόμενο τα γεγονότα της περίπτωσης να δικαιολογούν την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του Άρθρου 10(2)(στ) και επίσης ότι προβληματίζεται για το όλο θέμα.  Επομένως ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι ήδη κατέληξε το Υπουργικό Συμβούλιο ότι θα κηρύξει τον εφεσείοντα έκπτωτο πριν τον ακούσει, δεν ευσταθεί.  Στην επιστολή του ημερ. 22/7/05 ο εφεσείων δηλώνει ότι αντιλήφθηκε πως το κύριο ερώτημα για το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο ζητά τις απόψεις του είναι το κατά πόσο παραβίασε τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου. 

Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω ότι οι εφεσίβλητοι έδωσαν το δικαίωμα ακρόασης στον εφεσείοντα τόσο για το κατά πόσο τα όσα του καταλογίζονται αποτελούν κατάχρηση της θέσης του ως Πρόεδρος της Επιτροπής, όσο και κατά πόσο αυτά δικαιολογούσαν την κήρυξη του ως έκπτωτου από το αξίωμα του Προέδρου της Επιτροπής, όπως διαλαμβάνεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση των εφεσιβλήτων ημερ. 4/8/05.  Επομένως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο