(2010) 3 ΑΑΔ 417
[*417]16 Ιουλίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 87/2007)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Πρακτικά συνεδριάσεων ― Η απαίτηση τήρησης άρτιων πρακτικών κατά τις συνεδριάσεις τους ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι τα πρακτικά δεν ήταν επαρκή στην εξετασθείσα υπόθεση, κατά παράβαση των αρχών της νομολογίας, αλλά και του Άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ.158(Ι)/99.
Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της σειράς κατάταξής του στον τελικό κατάλογο υποψηφίων για πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων στη θέση Λέκτορα στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Είναι θεμελιωμένο, ότι κατά τις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται (Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99). Στο εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου προνοείται, μεταξύ άλλων, ότι στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή κάθε γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Η ανάγκη για τήρηση άρτιου πρακτικού έχει επισημανθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και προϋπόθε[*418]ση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων.
Τα πρακτικά στην παρούσα περίπτωση δεν ήταν επαρκή. Θα έπρεπε να αιτιολογείται σε αυτά η απόφαση της Επιτροπής για την απονομή συγκεκριμένων μονάδων για συγκεκριμένα μεταπτυχιακά ακαδημαϊκά προσόντα, ώστε να καθίσταται και ο δικαστικός έλεγχος εφικτός. Επιπρόσθετα, η απόφαση να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία δεν συνεπάγεται ότι και στην πραγματικότητα ακολουθήθηκε η συμφωνηθείσα διαδικασία. Θα έπρεπε να υπήρχε και άλλο πρακτικό, στο οποίο να καταγράφεται η διαδικασία, που στην πραγματικότητα ακολουθήθηκε, που δεν φαίνεται να υπάρχει.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1049/04), ημερ. 7/5/07.
Γ. Σεραφείμ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Χατζηγεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής-εφεσείων αμφισβήτησε την εγκυρότητα της κατάταξης του στην έκτη θέση, στον τελικό κατάλογο υποψηφίων, για πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων στη θέση Λέκτορα (Οργάνωση Επιχειρήσεων-Λογιστική) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Στα πλαίσια πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία ο εφεσείων είχε υποβάλει αίτηση διεκδικώντας πρόσληψη στη θέση Λέκτορα στο προαναφερόμενο Ινστιτούτο στον κλάδο Γενικών Σπουδών. Αρχικά, δεν είχε συμπεριληφθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων, στη συνέχεια όμως και μετά από την υποβολή ένστασης, αυτός συμπεριελήφθη στον τελικό κατάλογο στην έκτη θέση κατά σειρά προτεραιότητος, με 03.00 μόρια. Η τελική κατάταξη των υποψηφίων δημο[*419]σιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 27.8.2004.
Οι τρεις λόγοι για τους οποίους ο αιτητής-εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προαναφερόμενης απόφασης, με την προσφυγή του, ήταν ότι:
(α) Δεν υπήρχαν ή δεν τηρήθηκαν πρακτικά από την αρμόδια Επιτροπή που συστάθηκε για τις προσλήψεις.
(β) Η αρμόδια Επιτροπή που συστάθηκε δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένη, και
(γ) Παραβιάστηκε το Άρθρο 6 του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου του 1995, Ν. 108(Ι)/95.
Ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που επελήφθη της προσφυγής απέρριψε και τους τρεις προαναφερόμενους λόγους ακυρότητας της προσβληθείσας απόφασης και κατά συνέπεια απέρριψε και την προσφυγή με έξοδα £700 εις βάρος του αιτητή.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι τα πρακτικά που τηρήθηκαν δεν ήταν ανεπαρκή ή ανύπαρκτα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόρριψη, από το πρωτόδικο δικαστήριο, της θέσης του εφεσείοντα ότι εξαιτίας της ανεπάρκειας ή έλλειψης πρακτικών θα ήταν δυσχερής ο δικαστικός έλεγχος. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κατανομή μονάδων, από τη συσταθείσα Επιτροπή, για τα διάφορα προσόντα των υποψηφίων δεν είχε γίνει καθ’ υπέρβαση του Άρθρου 6 του Ν. 108(Ι)/95.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε ουσιαστικά στα πρακτικά της συνεδρίας της προαναφερόμενης Επιτροπής, ημερ. 24.6.2004, η οποία είχε συσταθεί δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 3(6) (γ) του Ν. 108(Ι)/95. Θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το πρακτικό εκείνο καθώς και το έγγραφο ημερ. 10.9.2004 έδιναν πλήρη και καθαρή εικόνα των όσων είχαν λάβει χώραν ενώπιον της Επιτροπής.
Εξετάσαμε με προσοχή τα δύο προαναφερόμενα έγγραφα. Τα [*420]πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 24.6.2004, της Επιτροπής που συστάθηκε για την πρόσληψη έκτακτων Λεκτόρων, Εκπαιδευτών και Βοηθών Εργαστηρίου, στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, αποκαλύπτουν τα ονόματα των δύο εκπροσώπων του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού καθώς και του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που μετείχαν στην Επιτροπή. Στα πρακτικά επίσης αναφέρεται ότι, αφού η Επιτροπή ακολουθήσει τη διαδικασία που προνοεί το Άρθρο 5 των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995-2003, «θα προβεί σε προσλήψεις τηρουμένων των όρων και των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο Αιτιολογικό Σημείωμα που κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σε ό’τι αφορά τα επαγγελματικά, τα επιστημονικά ή τα άλλα προσόντα των αιτητών, όπως αυτά αναφέρονται στο Άρθρο 6 των Νόμων, η Επιτροπή αποφάσισε όπως σ’ αυτά κατανεμηθούν μονάδες, όπως φαίνεται στο συνημμένο έντυπο.» Στο συνημμένο έντυπο, κάτω από την επικεφαλίδα «Λέκτορες στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο», αναφέρεται ο αριθμός των μονάδων που αντιστοιχούν σε διάφορα ακαδημαϊκά μεταπτυχιακά προσόντα καθώς και οι μονάδες που αντιστοιχούν σε πείρα (εκπαιδευτική/βιομηχανική/ερευνητική) καθώς και πείρα στα καθήκοντα της θέσης.
Στο έγγραφο ημερ. 10.9.2004 αναγράφεται ότι η ένσταση που είχε υποβάλει ο αιτητής-εφεσείων αναφορικά με τη μη συμπερίληψη του ονόματος του στον κατάλογο υποψηφίων έκτακτων Λεκτόρων, είχε γίνει δεκτή. Η επιστολή ημερ. 10.9.2004 απευθύνεται στον αιτητή-εφεσείοντα και προέρχεται από το Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών.
Είναι θεμελιωμένο ότι κατά τις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται (Δέστε: Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/99). Στο εδάφιο 2 του ιδίου άρθρου προνοείται, μεταξύ άλλων, ότι στις περιπτώσεις διορισμών ή προαγωγών επιβάλλεται η καταγραφή κάθε γεγονότος που επενεργεί στη λήψη της απόφασης. Η ανάγκη για τήρηση άρτιου πρακτικού έχει επισημανθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων.
[*421]Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο αδελφό Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής ότι, τα πρακτικά εκείνα είναι επαρκή, υπό την έννοια ότι δίνουν σαφή εικόνα των αποφάσεων που λήφθηκαν και επιτρέπουν το δικαστικό έλεγχο, απλά και μόνο επειδή σ’ αυτά καταγράφονται τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην Επιτροπή και η απόφαση τους να ακολουθηθεί η διαδικασία του Άρθρου 5 και να γίνει κατανομή μονάδων για τα προσόντα των αιτητών, με τον τρόπο που καθορίστηκε σε συνημμένο έντυπο. Κατά την κρίση μας, στα προαναφερόμενα πρακτικά θα έπρεπε να αιτιολογείται η απόφαση της Επιτροπής για την απονομή συγκεκριμένων μονάδων για συγκεκριμένα μεταπτυχιακά ακαδημαϊκά προσόντα ώστε να καθίσταται και ο δικαστικός έλεγχος εφικτός. Επιπρόσθετα, η απόφαση να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία δεν συνεπάγεται ότι και στην πραγματικότητα ακολουθήθηκε η συμφωνηθείσα διαδικασία. Θα έπρεπε, κατά την εκτίμησή μας, να υπήρχε και άλλο πρακτικό, στο οποίο να καταγράφεται η διαδικασία που, στην πραγματικότητα, ακολουθήθηκε, που δεν φαίνεται να υπάρχει.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης παρατηρούμε πως σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Ν. 108(Ι)/95, κατά τον καταρτισμό των καταλόγων των προσώπων που ενδιαφέρονται να προσληφθούν ως έκτακτοι υπάλληλοι, λαμβάνονται υπόψη τα επαγγελματικά, τα επιστημονικά ή τα άλλα προσόντα των αιτητών. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων-αιτητής είχε επαγγελματικά προσόντα ως Μέλος Επαγγελματικών Σωμάτων Λογιστών τα οποία δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη από την προαναφερόμενη Επιτροπή, ως εμπίπτοντα στον προαναφερόμενο καθορισμένο σχετικό Πίνακα.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι και ως εκ τούτου η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έξοδα, πρωτόδικα και κατ΄ έφεση, ανερχόμενα σε €3.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο