Παπαντωνίου Αντώνης ως συνδιαχειριστής της περιουσίας της Αθηνάς Παπαντωνίου και Άλλοι ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 ΑΑΔ 476

(2010) 3 ΑΑΔ 476

[*476]11 Οκτωβρίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, XATZHXAMΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.           ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ ΣΥΝΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ

    ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,

2.           ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,

3.           ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητές,

ν.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 2078/2006)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Σκοπός δημόσιας ωφέλειας ― Η προαγωγή των σκοπών των δημοτικών αρχών, ως σκοπός δημόσιας ωφέλειας ― Άρθρο 3(2)(π) του Ν.15/62 και η εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις της εγκυρότητας της επίδικης απαλλοτρίωσης που προωθήθηκε από τον Δήμο Λευκωσίας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Λόγοι ακυρώσεως ― Η υποχρέωση αναζήτησης από την απαλλοτριούσα αρχή της λιγότερο επαχθούς για τον διοικούμενο λύσης ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Όρια του αναθεωρητικού ελέγχου ― Ειδικά ο αποκλεισμός του ελέγχου της ουσιαστικής (τεχνικής) κρίσης της διοίκησης.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της νομιμότητας του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με το Άρθρο 3(2)(π) του περί Αναγκαστικής Απαλλο[*477]τρίωσης Νόμου του 1962, Ν. 15/62 (όπως τροποποιήθηκε), σκοποί δημόσιας ωφέλειας περιλαμβάνουν και σκοπούς αφορώντας «την επίτευξιν ή προαγωγήν των σκοπών των δημοτικών αρχών ... ειδικώς προβλεπομένων υπό τινός νόμου.»  Και είναι ακριβώς σ’ αυτό που παραπέμπει η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, εν προκειμένω, κατά τον καθορισμό του σκοπού.  Η δημιουργία πολιτιστικού/κοινοτικού κέντρου, είναι τέτοιος σκοπός, με αναφορά στους προβλεπόμενους για τις δημοτικές αρχές σκοπούς. (βλ. συναφώς και το Άρθρο 86 του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/85).

 

2.  Ούτε ο ισχυρισμός πως δεν χρειαζόταν εκεί νέο πολιτιστικό κέντρο είναι βάσιμος.  Αυτή η εκτίμηση ανήκει κατ’ εξοχήν στη διοίκηση και ασφαλώς δεν επεμβαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο για να την υποκαταστήσει με την όποια δική του. 

     Ασφαλώς διαδραμάτισε ρόλο εδώ η προοπτική της οικονομικής κάλυψης από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αυτό πολύ απέχει από του να θεμελιώσει πως, κατά κατάχρηση, προωθήθηκε αχρείαστο έργο απλώς για να μη χαθούν τα χρήματα.  Αυτό δε οδηγεί στον επόμενο, επίσης αβάσιμο ισχυρισμό των αιτητών, πως έλειπε η απαραίτητη τεχνοοικονομική μελέτη.  Δεν ήταν αυτή η περίπτωση απαλλοτρίωσης για έργο για το οποίο η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν ήταν έτοιμη, εν προκειμένω από κάθε άποψη.  Αυτά συσχετίζονται δε και προς το επιχείρημα περί ασαφούς και αορίστου προσδιορισμού του σκοπού της δημόσιας ωφέλειας. 

3.  Περαιτέρω, τα ίδια, αφαιρούν κάθε υπόβαθρο και από τον ισχυρισμό πως ήταν την τελευταία στιγμή με αλλότριο σκοπό, που κατευθύνθηκε η Απαλλοτριούσα Αρχή προς το ακίνητο των αιτητών.  Όταν, μάλιστα, είναι αναντίλεκτο το γεγονός των επαφών που προηγουμένως έγιναν προς εξασφάλιση των ακινήτων με αγορά. 

4.  Το γεγονός ότι οι οικοδομές στα ακίνητα δεν είχαν κηρυχθεί διατηρητέες στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τεκμηριώνει την πλάνη που εισηγούνται οι αιτητές. 

5.  Ό,τι απομένει είναι ο ισχυρισμός για ελλιπή έρευνα σε σχέση με την αναζήτηση άλλης λιγότερο επαχθούς λύσης.  Ο αναθεωρητικός έλεγχος δεν μπορεί να επεκταθεί έτσι ώστε να υπαγορεύσει το Δικαστήριο ποια θα  πρέπει να είναι η πολιτική της διοίκησης σε σχέση με την ονομασία οδού.  Η αναφορά στο θέμα των άλλων ακινήτων θα μπορούσε να είναι πιο αναλυτική αλλά κάτω από τις περιστάσεις, δεν ήταν τόσο ελλιπής ώστε, στο σύνολο, να τεκμηριώ[*478]νεται η άποψη για ελλιπή έρευνα και αιτιολογία.

6.  Εν πάση περιπτώσει, δεν θα ήταν επιτρεπτό να υπεισέλθει το Δικαστήριο στη συζήτηση ζητημάτων αναφερόμενων στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, ιδιαίτερα επί τεχνικών θεμάτων.  

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σταυρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303,

Εταιρεία Τυπογραφεία Κόσμος Λτδ κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1986,

Ιερά Αρχ. Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175.

Προσφυγή.

Ν. Παπαμιχαήλ, για Χρ. Καμπούρη για τους Aιτητές.

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου, για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Αντικείμενο της προσφυγής είναι το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με αρ. 662, των Τεμαχίων 88 και 89 Φ/Σχ. ΧΧΙ.39 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.6.06.  Αναλάβαμε η Πλήρης Ολομέλεια την εκδίκαση της προσφυγής, μετά από αίτημα, ενόψει της σημασίας του θέματος που είχε εγερθεί ως προδικαστικό σε σχέση με το εμπρόθεσμο της και προς ευθυγράμμιση της νομολογίας.  Στις 19.4.2010 εκδώσαμε την απόφασή μας επί του προδικαστικού θέματος.  Κρίναμε πως η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και, συνακολούθως, ακούσαμε τα μέρη ως προς την ουσία.  Κατά τις διευκρινίσεις υιοθετήθηκαν οι γραπτές αγορεύσεις και κατατέθηκαν οι διοικητικοί φάκελοι και σχέδια, ως μέρος τους.

Τα απαλλοτριωθέντα ανήκαν στην Αθηνά Παπαντωνίου που απεβίωσε το 1999.  Ο πρώτος αιτητής περιγράφεται ως συνδιαχειριστής της περιουσίας της.  Εκκρεμούσας της προσφυγής ο δεύτε[*479]ρος διαχειριστής απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του.  Οι αιτητές 2 και 3 περιγράφονται ως ιδιοκτήτες μεριδίου ή ως κληρονόμοι.  Δεν έχουν εγερθεί ζητήματα ως προς το παραδεκτό της προσφυγής ή ως προς τη νομιμοποίηση των αιτητών.  Αναπτύχθηκαν, όμως, επιχειρήματα συναρτημένα προς τα πιο πάνω σε σχέση με το περιεχόμενο της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης αρ. 1174 που δημοσιεύτηκε στις 2.12.05, με παράλληλη αναφορά και στους άλλους δυο κληρονόμους, τα ετεροθαλή αδέλφια των αιτητών 2 και 3.

Κατά το κεντρικό επιχείρημα των αιτητών, κατά τρόπο πρόχειρο, χωρίς οποιασδήποτε μορφής σχεδιασμό ή τεχνοοικονομική μελέτη, ξαφνικά, στις 8.9.05, χωρίς να είχε ως τότε τεθεί ζήτημα απαλλοτρίωσης των ακινήτων τους, σε μια συνεδρία, στη βάση απλώς ενός τρισέλιδου Σημειώματος, αποφάσισαν την απαλλοτρίωση των ακινήτων τους.  Ενώ, προηγουμένως, ο προσανατολισμός ήταν προς άλλο ακίνητο.  Αυτό, προς τον αλλότριο σκοπό της αποφυγής του κινδύνου να απωλέσουν κονδύλια από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ήταν και ο καθοριστικός παράγοντας.  Τα ακίνητα των αιτητών φαίνεται ότι προσφέρονταν ιδιαίτερα όχι για λόγους αναφερόμενους σ’ αυτά αλλά επειδή η ιδιοκτήτριά τους είχε αποβιώσει και διαβλεπόταν πως δεν θα εκδηλωνόταν αντίδραση.  Δεν υπήρχε γνήσια διαπίστωση ανάγκης για προώθηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας που και αυτή δεν καθορίστηκε επαρκώς, ούτε υπήρχε.

Θα επανέλθουμε σ’ αυτά αλλά τώρα σημειώνουμε πως, μαζί τους, οι αιτητές προώθησαν και αντιφατικές θέσεις.  Κατ’ αρχάς, πως πριν από τη λήψη της απόφασης της 8.9.05, ο Δήμος Λευκωσίας, ως η Απαλλοτριούσα Αρχή, παρέλειψε να τους δώσει την ευκαιρία να ακουστούν όταν ακριβώς ασχολείτο με το ζήτημα της απόκτησης των ακινήτων τους. Όπως το θέτουν, «παρόλον που ο Δήμος έκανε παράλληλα σχέδια και εκτιμήσεις για τα εν λόγω ακίνητα», θέση που από μόνη της αναιρεί, πέρα και από άλλα στα οποία θα επανέλθουμε, την εισήγηση πως η Απαλλοτριούσα Αρχή μόλις στις 8.9.05 έστρεψε την προσοχή της προς το ακίνητο των αιτητών οπότε και, αυθημερόν, αποφάσισε την απαλλοτρίωσή τους.  Η εισήγηση πως στερήθηκαν, σε εκείνο το στάδιο, δικαιώματος ακρόασης, προωθείται και ως αυτοτελής λόγος ακυρότητας αλλά αυτό κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι τους δόθηκε και άσκησαν το προβλεπόμενο δικαίωμα ακρόασης.  Μετά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης οι αιτητές 2 και 3 υπέβαλαν γραπτώς ένσταση η οποία και εξετάστηκε κατ’ ουσίαν.  Μάλιστα, χωρίς να είχε τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τη μη υποβολή της από τους διαχειριστές.  Μετά, επίσης κατά αντίφαση, υπο[*480]στηρίζουν πως η Απαλλοτριούσα Αρχή γνώριζε το θάνατο της ιδιοκτήτριας αφού, όπως αναφέρουν, από το καλοκαίρι του 2005, με εκπρόσωπό τους έθεσαν ζήτημα αγοράς των ακινήτων.  Ζήτημα που συσχετίζεται και προς περαιτέρω ισχυρισμό των αιτητών.  Στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αναφέρεται ότι το τεμάχιο 88 ανήκει στην Αθηνά Παλαπάνογλου και το τεμάχιο 89 στην Αθηνά Παπαντωνίου.  Ενώ επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο, το οποίο είχε ήδη αποβιώσει, πράγμα που προφανώς, όπως λέγουν, στο πλαίσιο αυτού του επιχειρήματος, παρέλειψε να διαπιστώσει με δέουσα έρευνα, η Απαλλοτριούσα Αρχή.  Έχουμε δει πως στο πλαίσιο του προηγούμενου επιχειρήματος οι αιτητές επικαλέστηκαν γνώση της απαλλοτριούσας αρχής για το θάνατο της Αθηνάς Παπαντωνίου.  Κατά τα άλλα, το ζήτημα του περιεχομένου της Γνωστοποίησης διευκρινίστηκε στη συνέχεια. Αυτή στηρίχτηκε στις επίσημες εγγραφές, στη συνέχεια στάληκε γραπτή ειδοποίηση στους διαχειριστές και ακολούθησε η γραπτή ένσταση στην οποία έχουμε αναφερθεί. Η απόφαση δε για την απόρριψη της ένστασης και για την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, λήφθηκε στη βάση της πραγματικής κατάστασης. Πριν αφήσουμε το ζήτημα των τυπικών περί τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης σημειώνουμε και τον παράλληλο ισχυρισμό των αιτητών πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή αυτή δημοσιεύτηκε σε μια αντί σε δυο καθημερινές εφημερίδες. Ισχυρισμός ο οποίος υποβάλλεται αλυσιτελώς αφού, ούτως ή άλλως, υποβλήθηκε ένσταση που εξετάστηκε στην ουσία της.  Σημειώνουμε, μάλιστα, πως η ημερομηνία γνωστοποίησης της απόρριψης αυτής της ένστασης ήταν το κεντρικό σημείο στην απόφασή μας πως η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη.

Με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης καθορίστηκε ως ακολούθως ο σκοπός δημόσιας ωφέλειας:

«Για την επίτευξη και προαγωγή των σκοπών των Δημοτικών Αρχών και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλ. για τη δημιουργία Πολιτιστικού και Κοινοτικού Κέντρου».

Συνοψίζουμε τους ισχυρισμούς των αιτητών συναφώς:  Ο σκοπός που καθορίστηκε δεν είναι, κατά το Σύνταγμα και το Νόμο, σκοπός δημόσιας ωφέλειας, πολύ λιγότερο αφού διατυπώθηκε κατά τρόπο ασαφή και αόριστο.  Εν πάση περιπτώσει, δεν χρειαζόταν τέτοιο Κέντρο στο Καϊμακλί αφού ήδη λειτουργούσε άλλο σε απόσταση 500 μέτρων.  Ανεξάρτητα από αυτά, δεν προηγήθηκε τεχνοοικονομική μελέτη από την οποία θα προέκυπτε σαφής εικόνα των αναγκών και σημειώθηκε συναφώς ως πλάνη η αποδιδόμενη [*481]αντίληψη αναφορικά με το πού στα δυο ακίνητα βρισκόταν ο Μύλος, που κρίθηκε στοιχείο σχετικό, και άλλα κτίσματα. Περαιτέρω, σαφώς εμφιλοχώρησε περαιτέρω πλάνη αφού η αρχική απόφαση για τη δημιουργία του κέντρου, ημερομηνίας 13.1.05, αναφερόταν στην εξασφάλιση διατηρητέας οικοδομής.  Ενώ οι οικοδομές στα ακίνητα δεν έχουν κηρυχθεί ως διατηρητέες.

Τα υπόλοιπα επιχειρήματα των αιτητών αφορούν στην επιλογή των ακινήτων τους. Υποστηρίζουν πως αφού στην έκθεση των εκτιμητών της αξίας τους περιγράφονται ως «παλιά ερειπωμένα ακατοίκητα κτίρια που είναι μη κατοικήσιμα και σχεδόν ετοιμόρροπα» σε άλλο δε έγγραφο και ως πτωχής κατασκευής και παραμελημένα, κατά πλάνη θεωρήθηκε πως είχαν αρχιτεκτονική αξία το ένα και περιβαλλοντική αξία το άλλο.  Αυτό, όμως, και με τον παράλληλο αντιφατικό ισχυρισμό πως η εκτίμηση ότι τα κτίρια ήταν ετοιμόρροπα δεν ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, πράγμα που, όπως το θέτουν, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στη συνέχεια, κατά την εκτέλεση του έργου, «την τοιχοποιία του Μύλου την άφησαν ανέπαφη αφού είναι πολύ στερεό οικοδόμημα».

Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός των αιτητών, πως δεν έγινε η οφειλόμενη ενέργεια ώστε να επιλεγεί η λιγότερο επαχθής λύση.  Αρχή παγίως νομολογημένη, όπως εξηγήθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Σταυρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, στην οποία και οι δυο πλευρές ιδιαίτερα αναφέρθηκαν.  Θα μπορούσε να εξασφαλιστεί άλλο ακίνητο από τα υπόλοιπα «αρχοντικά» στο Καϊμακλί που ίσως θα προσφερόταν προς πώληση και η αναφορά στο Σημείωμα που αποτέλεσε τη βάση της απόφασης της 8.9.05 σε άλλα 6 ακίνητα που εξετάστηκαν, ήταν γενική και αόριστη, χωρίς τουλάχιστον τον καθορισμό τους.  Πολύ περισσότερο θα μπορούσε να είχε απαλλοτριωθεί η «οικοδομή Πάμπουλου» στην οποία γίνεται ειδική αναφορά στο πιο πάνω Σημείωμα.  Ο ιδιοκτήτης της ήταν διατεθειμένος να τη δωρήσει για το σκοπό αυτό αλλά η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τον όρο να δοθεί το όνομα του δωρητή στην οδό.  Οπότε ο ιδιοκτήτης απέσυρε την προσφορά του μη αποδεχόμενος και τη συμβιβαστική λύση για κάποια πλατεία με το όνομα του δωρητή.  Εισηγούνται οι αιτητές πως κακώς δεν έγινε δεκτός αυτός ο όρος και πως, εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε να είχε απαλλοτριωθεί εκείνο το ακίνητο, αντί το δικό τους, με το οποίο ήταν συναισθηματικά δεμένοι.  Όσο και αν δεν κατοικούσαν πλέον σ’ αυτό αλλά κατά περιόδους στο παρελθόν το ενοικίαζαν σε πτωχές οικογένειες, ήταν το πατρικό τους σπίτι, στο οποίο μεγάλωσαν.  Δεν θα έπρεπε να είχε εμπλακεί η Απαλλοτριούσα Αρχή και στο ενδοοικογε[*482]νειακό ζήτημα που είχε δημιουργηθεί από το γεγονός ότι τα ετεροθαλή αδέλφια τους, που δεν είχαν τέτοιο συναισθηματικό δεσμό με τα ακίνητα, ήταν πρόθυμα να τα πωλήσουν για το σκοπό.

Σύμφωνα με το Άρθρο 3(2)(π) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962, Ν. 15/62 (όπως τροποποιήθηκε), σκοποί δημόσιας ωφέλειας περιλαμβάνουν και σκοπούς αφορώντας «την επίτευξιν ή προαγωγήν των σκοπών των δημοτικών αρχών ….. ειδικώς προβλεπομένων υπό τινος νόμου.»  Και είναι ακριβώς σ’ αυτό που παραπέμπει η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης κατά τον καθορισμό του σκοπού.  Το επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση και δεν υπήρξε ούτε και αντίλογος πως η δημιουργία πολιτιστικού/κοινοτικού κέντρου είναι τέτοιος σκοπός κατά τα ανωτέρω, με αναφορά στους προβλεπόμενους για τις δημοτικές αρχές σκοπούς. (βλ. συναφώς και το Άρθρο 86 του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/85).

 

Ούτε ο ισχυρισμός πως δεν χρειαζόταν εκεί νέο πολιτιστικό κέντρο είναι βάσιμος.  Αυτή η εκτίμηση ανήκει κατ’ εξοχήν στη διοίκηση και ασφαλώς δεν επεμβαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο για να την υποκαταστήσει με την όποια δική του.  Η επίκληση επ’ αυτού από τους καθ’ ων η αίτηση των υποθέσεων Εταιρεία Τυπογραφεία Κόσμος Λτδ κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1986 και Ιερά Αρχ. Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175, Προσφυγή Αρ. 63/82, ημερομηνίας 5.4.90 στις οποίες συζητήθηκε αυτό το θέμα, είναι εύστοχη.

Ασφαλώς διαδραμάτισε ρόλο η προοπτική της οικονομικής κάλυψης από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά αυτό πολύ απέχει από του να θεμελιώσει πως, κατά κατάχρηση, προωθήθηκε αχρείαστο έργο απλώς για να μη χαθούν τα χρήματα.  Αυτό δε μας φέρνει στον επόμενο, επίσης αβάσιμο ισχυρισμό των αιτητών, πως έλειπε η απαραίτητη τεχνοοικονομική μελέτη.  Έχουμε δει πως το επικαλούνται και οι αιτητές το ότι είχε ληφθεί απόφαση για τη δημιουργία του κέντρου από τις 13.1.05 και ο ισχυρισμός υποβλήθηκε κατά παραγνώριση και της ύπαρξης οικονομικής κάλυψης αλλά και άλλων που μεσολάβησαν σε σχέση με το σχεδιασμό.  Τα οποία, μάλιστα, αφαιρούν και κάθε υπόβαθρο από την εισήγηση, που ήταν κεντρικό σημείο στην καθόλου θέση των αιτητών πως, την τελευταία στιγμή, με τρόπο πλάγιο, για να μη χαθούν τα κονδύλια, στις 8.9.05 προωθήθηκε αιφνιδίως η απαλλοτρίωση των ακινήτων τους.  Στο Σημείωμα για τη συνεδρία της 8.9.05 αναφέρεται πως είχε ήδη ετοιμαστεί «η αποτύπωση του κτιρίου και η αρχιτεκτονική μελέτη για τη νέα χρήση του». Στη συνέχεια δε, στο Υπόμνημα της 27.3.06, σημειώθηκε πως πλέον είχαν [*483]ολοκληρωθεί οι τελικές μελέτες και ότι τα σχέδια «παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή της Παγκοινοτικής» ώστε να ήταν πλέον όλα έτοιμα για την προκήρυξη προσφορών. Το έχουμε δε πως στις 3.7.06 δημοσιεύτηκε Διάταγμα Επίταξης των ακινήτων προς έναρξη της υλοποίησης του έργου, πως στις 21.7.06 προκηρύχθηκε η προσφορά και πως στις 26.10.06 αυτή κατακυρώθηκε.  Κατατέθηκε συναφώς ενώπιόν μας δέσμη αρχιτεκτονικών σχεδίων. Αυτά χρονολογούνται από τον Μάιο 2005, και, βεβαίως, ήταν σχέδια αφορώντα στα ακίνητα των αιτητών.  Δεν ήταν αυτή η περίπτωση απαλλοτρίωσης για έργο για το οποίο η Απαλλοτριούσα Αρχή δεν ήταν έτοιμη, εν προκειμένω από κάθε άποψη.  Αυτά συσχετίζονται δε και προς το επιχείρημα περί ασαφούς και αορίστου προσδιορισμού του σκοπού της δημόσιας ωφέλειας.  Μέχρι τις 8.9.05 είχε συγκεκριμενοποιηθεί το έργο και σημειώνουμε πως, σ’ αυτή τη βάση, στο έγγραφο με τον τίτλο «σχολιασμός ένστασης» υπάρχει αναφορά σε επιδιόρθωση και διαμόρφωση της οικοδομής «σε μουσείο, βιβλιοθήκη και αίθουσα διαλέξεων με χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα του Στόχου 2 των Ευρωπαϊκών Κονδυλίων».  Περαιτέρω, τα ίδια, αφαιρούν κάθε υπόβαθρο και από τον ισχυρισμό πως ήταν την τελευταία στιγμή με αλλότριο σκοπό, που κατευθύνθηκε η Απαλλοτριούσα Αρχή προς το ακίνητο των αιτητών.  Όταν, μάλιστα, έχουμε και αναντίλεκτο το γεγονός των επαφών που προηγουμένως έγιναν προς εξασφάλιση των ακινήτων με αγορά.  Για την οποία ήταν πρόθυμα, όπως το είχαν δηλώσει και γραπτώς, τα ετεροθαλή αδέλφια των αιτητών.  Ενώ και στο Σημείωμα της 27.3.06 (Βλ. και το Σημείωμα της 8.9.05) γίνεται αναφορά σε σχετική συνάντηση με τον ένα εκ των τότε διαχειριστών αλλά και με τον δεύτερο αιτητή.

Το γεγονός ότι οι οικοδομές στα ακίνητα δεν είχαν κηρυχθεί διατηρητέες στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τεκμηριώνει την πλάνη που εισηγούνται οι αιτητές.  Το ουσιαστικό δεν μπορούσε να ήταν η κήρυξη της οικοδομής ως διατηρητέας αφού, εν πάση περιπτώσει, ήταν στον κεντρικό προγραμματισμό, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η διατήρησή τους.  Ήταν ο χαρακτήρας των οικοδομών και ήδη, με το Σημείωμα της 27.3.06, κατά την αναφορά στα σχετικά προς την ένσταση που είχε υποβληθεί, ξεκαθαρίζεται πως δεν είχαν κηρυχθεί ως διατηρητέες οι οικοδομές.  Με την προσθήκη όμως πως θα έπρεπε να κηρυχθούν ως δείγμα αρχιτεκτονικής αξίας το ένα και περιβαλλοντικής το άλλο. Επομένως, εν τέλει, το Διάταγμα εκδόθηκε εν γνώσει αυτού του γεγονότος.

Ό,τι απομένει είναι ο ισχυρισμός για ελλιπή έρευνα σε σχέση με [*484]την αναζήτηση άλλης λιγότερο επαχθούς λύσης, όπως τον έχουμε συνοψίσει.  Κατ’ αρχάς είναι το θέμα της «οικοδομής Πάμπουλου» το οποίο όμως αναπτύχθηκε κατά παραγνώριση μιας ουσιώδους παραμέτρου. Δεν είχε επιλεγεί αυτή η οικοδομή προς απαλλοτρίωση.  Στη βάση της έρευνας που προηγήθηκε, ο προσανατολισμός ήταν προς την κατεύθυνση των ακινήτων των αιτητών.  Όπως προκύπτει από την παράγραφο 4 του Σημειώματος της 8.9.05, αυτός ο προσανατολισμός αφέθηκε προσωρινά κατά μέρος μήπως τελικά δωρηθεί η «οικοδομή Πάμπουλου». Αυτή η προοπτική δεν πραγματώθηκε για τους λόγους που σημειώσαμε και το γεγονός της παρεμβολής αυτού του ζητήματος δεν θεωρούμε ότι ήταν λόγος για να αλλάξει ο προσανατολισμός εφόσον η εκτίμηση ήταν πως καταλληλότερα ήταν τα ακίνητα των αιτητών.  Επίσης δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο αναθεωρητικός έλεγχος μπορεί να επεκταθεί έτσι ώστε να υπαγορεύσουμε ποια θα πρέπει να είναι η πολιτική της διοίκησης σε σχέση με την ονομασία οδού.

Τελικά, είναι το θέμα των άλλων ακινήτων που εξετάστηκαν.  Το Σημείωμα της 8.9.05 αναφέρεται σε άλλες έξι οικοδομές, προφανώς πέραν της «οικοδομής Πάμπουλου», που προηγουμένως αναφέρεται σ’ αυτό.  Συναφώς στο Υπόμνημα της 27.3.06 αναφέρεται ότι «στα πλαίσια εξεύρεσης κτιρίου για τη στέγαση μουσείου και κοινοτικού κέντρου στο Καϊμακλί εξετάστηκαν 6 οικοδομές μεταξύ των οποίων ο πιο πάνω παραδοσιακός μύλος και τα συνοδευτικά κτίσματα που βρίσκονται στη γωνία των οδών Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Κωνσταντινουπόλεως» δηλαδή περιλαμβανομένων των ακινήτων των αιτητών.  Το ζήτημα έχει τη σημασία του γιατί, μαζί με τα αρχιτεκτονικά σχέδια, παρουσιάστηκε τοπογραφικό στο οποίο ακριβώς σημειώνονται 6 ακίνητα περιλαμβανομένου εκείνου των αιτητών, που προφανώς παραπέμπει στα ακίνητα που εξετάστηκαν.  Το επιχείρημα των αιτητών για ασαφή αναφορά σ’ αυτά δεν συνδέεται και με αξιολόγηση αυτού του γεγονότος που παρέχει δυνατότητα σύγκρισης και σχολίων συναφώς.  Αυτά τα ακίνητα αναφέρονται ως εξετασθέντα προς απαλλοτρίωση που υπονοεί πως δεν προσφέρονταν προς πώληση και αυτό ανεξάρτητα από το ότι, ούτως ή άλλως, δεν κρίθηκαν το ίδιο κατάλληλα όπως το ακίνητο των αιτητών. Η αναφορά στο θέμα των άλλων ακινήτων θα μπορούσε να είναι πιο αναλυτική αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε πως, κάτω από τις περιστάσεις, ήταν τόσο ελλιπής ώστε, στο σύνολο, να τεκμηριώνεται η άποψη για ελλιπή έρευνα και αιτιολογία.

Οι λόγοι για τους οποίους τα ακίνητα των αιτητών κρίθηκαν ως τα πλέον κατάλληλα, από τους Πολεοδόμους του Δήμου, τον [*485]τελικό δικαιούχο του Προγράμματος Στόχου 2 και Διαρθρωτικών Ταμείων, δηλαδή το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, εν τέλει δε και το Δημοτικό Συμβούλιο, καταγράφονται στο Σημείωμα της 8.9.05:

•   «Ο αξιόλογος αρχιτεκτονικός χαρακτήρας της.

•   Το γεγονός πως αποτελεί σημαντική παραδοσιακή χρήση που πρέπει να την γνωρίσουν και οι επόμενες γενιές.  (Προνοείται διατήρηση όλων των μηχανημάτων του αλευρόμυλου που είναι σε καλή κατάσταση).

•   Το μέγεθος της που είναι κατάλληλο για τις χρήσεις που χρειάζεται να στεγαστούν.

•   Το γεγονός πως βρίσκεται στον άξονα που ενώνει προηγούμενα έργα του Δήμου και άλλα που προγραμματίζονται.

•   Το γεγονός πως βρίσκεται σε θέση εφαπτόμενη του παραδοσιακού πυρήνα και όχι μέσα στα δαιδαλώδη δρομάκια, στοιχείο που την καθιστά εύκολα προσβάσιμη από τη Λεωφόρο Ιλαρίωνος και τη Λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, χωρίς να δημιουργεί η μελλοντική της χρήση κυκλοφοριακή συμφόρηση.».

Επί των πιο πάνω δεν διατυπώθηκαν ισχυρισμοί, πέρα από τη συζήτηση αναφορικά με το πού βρισκόταν ο Μύλος και πού τα άλλα που γενικά οι αιτητές χαρακτηρίζουν ότι δεν είχαν αρχιτεκτονική αξία. Ενώ, όπως έχουμε δει, εν πάση περιπτώσει, εξειδικεύθηκε και η περιβαλλοντική αξία. Εύλογα θα λέγαμε αφού, εν πάση περιπτώσει, δεν θα ήταν επιτρεπτό να υπεισέλθουμε στη συζήτηση ζητημάτων αναφερόμενων στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, ιδιαίτερα επί τεχνικών θεμάτων.  Προβλήθηκε, βεβαίως, ο ισχυρισμός σε σχέση με την κατάσταση της οικοδομής και αυτό κατά τρόπο αντιφατικό όπως έχουμε σημειώσει, που απομακρύνει από την ουσία του πράγματος. Το θέμα δεν ήταν η φυσική κατάσταση των οικοδομών στην οποία οι εκτιμητές αναφέρθηκαν στο πλαίσιο ακριβώς του καθορισμού της αξίας των ακινήτων αλλά ο χαρακτήρας τους όπως αυτός θα διατηρείτο με τις κατάλληλες διορθώσεις. 

Καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας.  Η προσφυγή απορρίπτεται.  Συνυπολογίζοντας την επιτυχία των αιτητών στο ζήτημα της προδικαστικής ένστασης ως προς την προθεσμία, δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο