Fournaris M & J Imports & Exports Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 486

(2010) 3 ΑΑΔ 486

[*486]11 Οκτωβρίου, 2010

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

FOURNARIS M & J IMPORTS & EXPORTS LTD,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΚΑΙ/ Ή

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 198/2007)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Η προτιμησιακή μεταχείριση αγαθών προερχομένων από χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Η μη επαλήθευση της αυθεντικότητας του πιστοποιητικού EUR. 1 ορθώς επέσυρε την εκ των υστέρων επιβολή δασμών στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Ειδικά το ζήτημα του μεσολαβούντος χρόνου μέχρι την τελική επιβολή των δασμών.

Η εφεσείουσα εταιρεία επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της σε βάρος της επιβολής φορολογίας, ύψους Λ.Κ. 3.697.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Στο επίκεντρο της υπόθεσης εν προκειμένω, είναι το Άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου της 15.9.1977, που αποτελεί Παράρτημα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Το βασικό παράπονο της Εφεσείουσας είναι ότι παρερμηνεύθηκε στη μετάφραση η απάντηση των Βελγικών αρχών, με αποτέλεσμα να μη διεξήχθη δέουσα έρευνα και η απόφαση να ήταν αναιτιολόγητη. 

2.  Κρίνεται όμως, ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αντελήφθη την αρχή η οποία διέπει το Άρθρο 24, τονίζοντας ότι εκείνο που [*487]ενδιαφέρει το κράτος εισαγωγής, είναι αν η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού EUR.1 μπορεί να επαληθευθεί από το κράτος εξαγωγής ή όχι.  Εφ’ όσον την ευθύνη της έρευνας και επαλήθευσης έχει το κράτος εξαγωγής, το αποτέλεσμα της έρευνας των Βελγικών αρχών ήταν σαφές ως προς το ζητούμενο – δεν μπορούσε να επαληθευθεί η κοινοτική προέλευση του πιστοποιητικού που οι ίδιες είχαν εκδώσει, για το λόγο ότι δεν ήσαν διαθέσιμα τα στοιχεία.  Οι Κυπριακές αρχές, ως οι αρχές του κράτους εισαγωγής, δεν είχαν άλλη υποχρέωση.  Δεν υπήρξε λοιπόν ούτε παρερμηνεία της απάντησης των Βελγικών αρχών, ούτε θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας όσον αφορά τη διοίκηση, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή, αλλά ούτε και λανθασμένη εφαρμογή του Άρθρου 24(3). 

3.  Η νομολογία καταδεικνύει ότι, προκειμένου περί δασμών και φόρων, ο χρόνος δεν είναι κώλυμα στην ανάκληση παράνομης πράξης ως εκ του δημοσίου συμφέροντος στη σύννομη επιβολή και είσπραξή τους.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,

Τάσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Α) Α.Α.Δ. 258,

Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284,

Wellgoods Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 592,

Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530,

 

Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ ν. Υπουργείου Οικονομικών (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 803,

Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3876,

Ηandy Andy Co Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ.1101/1999, ημερ. 1.2.2002,

Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001,

Ανδρέας Αυξεντίου Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. [*488]793/2001, ημερ. 4.6.2003,

M.P.M Eurocars Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/2004, ημερ. 19.12.2006.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 606/06), ημερ. 14/11/07.

Ν. Οικονόμου για Α. Ανδρέου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την 6.3.2003 η Εφεσείουσα, μέσω του εκτελωνιστή της, κατέθεσε διασάφηση εισαγωγής ηλεκτρικών συσκευών που είχαν εξαχθεί από το Βέλγιο.  Μαζί με τη διασάφηση, κατέθεσε και πιστοποιητικό κίνησης EUR 1 προς το σκοπό εξασφάλισης προτιμησιακής μεταχείρισης για τις συσκευές ως κοινοτικής προέλευσης.  Οι συσκευές εκτελωνίσθησαν σε αυτή τη βάση, την 12.5.2003 όμως το Τελωνείο ζήτησε από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές του Βελγίου τη βεβαίωση της αυθεντικότητας και εγκυρότητας του πιστοποιητικού.  Την 11.3.2005 οι Βελγικές τελωνειακές αρχές πληροφόρησαν το Τελωνείο ότι ο εξαγωγέας αδυνατούσε να αποδείξει την κοινοτική προέλευση των συσκευών.  Εν όψει τούτου, το Τελωνείο απεφάσισε ότι οι συσκευές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως προερχόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι δεν εδικαιούντο προτιμησιακή μεταχείριση.  Απαίτησε λοιπόν από την Εφεσείουσα τους άλλως καταβλητέους δασμούς και φόρους ανερχόμενους σε £3.697.  Η Εφεσείουσα δεν εδέχθη την απόφαση αυτή και την προσέβαλε με προσφυγή της, η απορριπτική της οποίας απόφαση και αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης.

Στο επίκεντρο της υπόθεσης είναι το Άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου της 15.9.1977 που αποτελεί Παράρτημα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο και προνοεί:

«24. (1) Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR.1 και εντύπων EUR.2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του [*489]εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.

         2.  Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή το έντυπον EUR.2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν. ………..

         3.  Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή το έντυπον EUR.2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.

         4.  …...……...…………….......………………………...……

         5.  ………………………………………......…………...…..»

Ο αδελφός μας Δικαστής, αναφέροντας ότι την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού φέρει ο εξαγωγέας που έχει την υποχρέωση να τεκμηριώσει την κοινοτική προέλευση των εμπορευμάτων, και ότι την ευθύνη για την έρευνα και επαλήθευση του πιστοποιητικού έχει το κράτος εξαγωγής και όχι το κράτος εισαγωγής, κατέληξε ότι:

«Στην προκείμενη περίπτωση η απάντηση που δόθηκε από τις τελωνειακές αρχές του Βελγίου ήταν σαφής. Η αυθεντικότητα του προαναφερόμενου πιστοποιητικού κίνησης που εξέδωσαν δεν επαληθεύτηκε και συνεπώς δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η προτιμησιακή μεταχείριση των αιτητών για τα εμπορεύματα στα οποία αναφερόταν το πιστοποιητικό. Ο λόγος για τον οποίο δεν κατέστη δυνατή η επαλήθευση κλπ δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αυτό που έχει σημασία για τους σκοπούς της υπόθεσης είναι το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή, οι τελωνειακές αρ[*490]χές του Βελγίου δεν ήταν σε θέση να προβούν σε επαλήθευση του πιστοποιητικού που εξέδωσαν. Οι τελωνειακές αρχές της Κύπρου δεν είχαν αρμοδιότητα να πράξουν οτιδήποτε άλλο για σκοπούς επαλήθευσης του πιστοποιητικού παρά μόνο να εφαρμόσουν το νόμο πράγμα που έπραξαν.»

Το βασικό παράπονο της Εφεσείουσας είναι ότι παρερμηνεύθηκε στη μετάφραση η απάντηση των Βελγικών αρχών, με αποτέλεσμα να μη διεξήχθη δέουσα έρευνα και η απόφαση να ήταν αναιτιολόγητη.  Αυτό που είπαν οι Βελγικές αρχές, εισηγείται η Εφεσείουσα, δεν ήταν ότι από την έρευνα της δεν προέκυπτε δυνατότητα βεβαίωσης της αυθεντικότητας του πιστοποιητικού αλλά ότι δεν μπορούσε να γίνει έρευνα ως προς τούτο αφού ο εξαγωγέας είχε πτωχεύσει και έτσι δεν μπορούσαν να συλλεγούν στοιχεία.

Φρονούμε ότι ορθώς ο αδελφός μας Δικαστής αντελήφθη την αρχή η οποία διέπει το Άρθρο 24, τονίζοντας ότι εκείνο που ενδιαφέρει το κράτος εισαγωγής είναι αν η αυθεντικότητα μπορεί να επαληθευθεί από το κράτος εξαγωγής ή όχι.  Εφ’ όσον την ευθύνη της έρευνας και επαλήθευσης έχει το κράτος εξαγωγής, το αποτέλεσμα της έρευνας των Βελγικών αρχών ήταν σαφές ως προς το ζητούμενο – δεν μπορούσε να επαληθευθεί η κοινοτική προέλευση του πιστοποιητικού που οι ίδιες είχαν εκδώσει, για το λόγο ότι δεν ήσαν διαθέσιμα τα στοιχεία.  Οι Κυπριακές αρχές, ως οι αρχές του κράτους εισαγωγής, δεν είχαν άλλη υποχρέωση, ούτε μπορούσαν να εκλάβουν την απάντηση των Βελγικών αρχών άλλως παρά ως απολήγουσα στη μη δυνατότητα επαλήθευσης, αλλά ούτε και θα μπορούσαν να ελέγξουν την ορθότητα των ενεργειών των Βελγικών διοικητικών αρχών.  Το αποτέλεσμα της έρευνας των Βελγικών αρχών ήταν δε αρκούντως σαφές ώστε, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 24(3), να μπορούσε να ληφθεί απόφαση ότι τα εμπορεύματα δεν εδικαιούντο προτιμησιακής μεταχείρισης.  Δεν υπήρξε λοιπόν ούτε παρερμηνεία της απάντησης των Βελγικών αρχών, ούτε θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας όσον αφορά τη διοίκηση, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή, αλλά ούτε και λανθασμένη εφαρμογή του Άρθρου 24(3).  Ενδεχομένως η Εφεσείουσα να μπορεί να έχει παράπονο κατά των Βελγικών αρχών, αυτό όμως δεν απασχολεί εδώ.  Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τη νομολογία στην οποία παραπέμπει η Δημοκρατία (Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, και άλλες πρωτόδικες αποφάσεις). 

Η περαιτέρω εισήγηση της Εφεσείουσας, με παραπομπή στην υπόθεση Τάσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Α) Α.Α.Δ. 258, ότι οι Βελγικές αρχές δεν απέσυραν το πιστοποιητικό, [*491]απαντάται με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αλέξανδρος Σολέας και Υιοί Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 284. Αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι εν πάση περιπτώσει η ανάκληση του πιστοποιητικού αλλά, για σκοπούς του εισάγοντος κράτους, η μη δυνατότητα επαλήθευσής του.

Η Εφεσείουσα παραπονείται ακόμα ότι ο αδελφός μας Δικαστής παρέλειψε να εξετάσει τις εισηγήσεις της για παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης ως εκ του ότι η επιβολή των δασμών και φόρων έγινε με τη μεγάλη καθυστέρηση των σχεδόν τριών χρόνων μετά την εισαγωγή.  Όντως τέτοιο θέμα δεν εξετάσθηκε πρωτοδίκως, αν και ηγέρθη στην αγόρευση, δεν διαπιστώνουμε όμως έρεισμα στην εισήγηση.  Η Δημοκρατία αποτάθηκε στις Βελγικές αρχές μόλις δύο μήνες μετά από την εισαγωγή, πρέπει δε να λαμβάνονται υπ΄όψη οι διαδικασίες μεταξύ κρατών σε τέτοιες περιπτώσεις (ίδε Wellgoods Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 4(Α) Α.Α.Δ. 592).  Και ασφαλώς η όποια καθυστέρηση δεν οφείλετο στη διοίκηση αλλά στις Βελγικές αρχές.  Εν πάση περιπτώσει όμως, η νομολογία καταδεικνύει ότι, προκειμένου περί δασμών και φόρων, ο χρόνος δεν είναι κώλυμα στην ανάκληση παράνομης πράξης ως εκ του δημοσίου συμφέροντος στη σύννομη επιβολή και είσπραξη τους (ίδε Γ. Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 530, 534, Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ ν. Υπουργείου Οικονομικών (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 803, 807, Αιμίλιος Ηλιάδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1992) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3876, Ηandy Andy Co Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1101/1999, ημερ. 1.2.2002, Frakapor Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1499/99, ημερ. 12.7.2001, Ανδρέας Αυξεντίου Λιμιτεδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 793/2001, ημερ. 4.6.2003, M.P.M Eurocars Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 936/2004, ημερ. 19.12.2006).

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η Εφεσείουσα θα καταβάλει €2000 έξοδα στη Δημοκρατία.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο