Κυριακίδου Ελένη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2010) 3 ΑΑΔ 547

(2010) 3 ΑΑΔ 547

[*547]3 Δεκεμβρίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 18/2008)

 

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Αφυπηρέτηση ― Επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης υπαλλήλων ― Η τροποποιητική Κ.Δ.Π. 154/2007 ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής της στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Η απαίτηση να προωθείται μετ’ εννόμου συμφέροντος και λυσιτελώς ― Τα πορίσματα της Dias United Publ. Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και η εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή της κατά της επίδικης απόφασης του εφεσίβλητου Ιδρύματος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η τροποποίηση την οποία επέφερε η ΚΔΠ 154/2007 εν προκειμένω, σε σχέση με την επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης στο 62ο έτος την οποία επιζητεί η εφεσείουσα, καλύπτει κάθε υπάλληλο ο οποίος “…συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του μεταξύ της ημερομηνίας δημοσίευσης των παρόντων Κανονισμών και της 30ης Ιουνίου 2008…”.

     Με δεδομένο ότι οι τροποποιητικοί Κανονισμοί δημοσιεύτηκαν κατά την 30ην Μαρτίου 2007, αυτό σημαίνει ότι για να επωφελεί[*548]το η εφεσείουσα από εκείνη την τροποποίηση θα έπρεπε να συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας της μεταξύ 30.3.2007-30.6.2008. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε αφού η εφεσείουσα συμπλήρωσε το 60ο έτος της ηλικίας της στις 28.3.2007, δηλαδή δύο μόνο μέρες πριν τη δημοσίευση των νέων κανονισμών και την έναρξη της περιόδου εντός της οποίας θα έπρεπε να συμπλήρωνε το 60ο έτος για να μπορούσε να επωφεληθεί. Όσο και αν αυτό ηχεί υπέρμετρα αυστηρό, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ενταχθεί στην τάξη των υπαλλήλων κατ’ εφαρμογή του νέου Κανονισμού. Αυτό ήταν το καθαρό αποτέλεσμα της εφαρμογής του λεκτικού του Κανονισμού και της γραμμής που ήθελε να τραβήξει και δεν μπορούσε με καμιά ερμηνεία ή άλλο τρόπο να εφαρμοστεί ο Κανονισμός ώστε να καλύψει την εφεσείουσα.

2.  Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η εφεσίβλητη δεν έπεσε θύμα κακής ερμηνείας των προνοιών του νέου Κανονισμού, ούτε και κατέστη αντικείμενο άνισης μεταχείρισης κατά την εφαρμογή του. Επομένως, το μόνο παράπονο το οποίο θα μπορούσε να έχει η εφεσείουσα, θα πρέπει να στοχεύει κατά της ίδιας της νέας ρύθμισης την οποία εισήγαγε ο Κανονισμός, η οποία έγινε κατά τρόπο με τον οποίο θα επωφελούντο κάποιοι υπάλληλοι ανάλογα με την ηλικία τους, αλλ’ όχι η εφεσείουσα. Έπεται ότι μόνο με την ακύρωση και την επαναθέσπιση του Κανονισμού με τρόπο ο οποίος θα κάλυπτε και την αιτήτρια, αυτή θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Όμως, μια τέτοια στόχευση, η οποία καθάπτεται της νομιμότητας και/ή συνταγματικότητας του νέου Κανονισμού, φέρνει στο προσκήνιο θέμα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος και θέμα αλυσιτελούς της διαδικασίας.  Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.

3.  Η περίπτωση της εφεσείουσας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ατυχής αφού η ημερομηνία δημοσίευσης του νέου Κανονισμού η οποία προφανώς ήταν άγνωστη στο εφεσίβλητο Ίδρυμα όταν συνέτασσε το λεκτικό του Κανονισμού, έτυχε να είναι δύο μόνο μέρες μεταγενέστερη της κρίσιμης ημερομηνίας κατά την οποία η αιτήτρια συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας της. Κάπου όμως θα έπρεπε να είχε τραβηχθεί η γραμμή, έτσι απρόσωπα. Πέραν τούτου, όσο απογοητευτικό για την εφεσείουσα και να ήταν το αποτέλεσμα, το παράπονό της φαίνεται να στερείται νομικής βάσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

[*549]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267,

Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 702/07), ημερ. 14/1/08.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου και Γ. Μίτλεττον, για το Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη προς την υπό κρίση διαδικασία χρόνο, η αιτήτρια υπηρετούσε ως Λογιστικός Λειτουργός στο εφεσίβλητο Ίδρυμα. Με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς του Ιδρύματος, η εφεσείουσα θα αφυπηρετούσε κανονικά με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας της. Η επακριβής ημερομηνία της αφυπηρέτησής της ήταν η 1.4.2007, παρόλον ότι η αιτήτρια συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας της στις 28.3.2007, επειδή με βάση τους ίδιους Κανονισμούς η ημερομηνία αφυπηρέτησης υπαλλήλου σήμαινε:

“την πρώτη ημέρα του μηνός ο οποίος έπεται του μηνός κατά τον οποίο το μέλος συμπληρώνει το σύνηθες δια την αφυπηρέτηση όριο ηλικίας.”

Ενεργούν κατ’ αναλογία με το δημόσιο τομέα, το εφεσίβλητο Ίδρυμα αποφάσισε την επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης υπαλλήλων και μετά το 60o έτος και για προώθηση αυτού του στόχου θέσπισε την τροποποιητική ΚΔΠ 154/2007, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 30 Μαρτίου 2007.

[*550]Με τη νέα κανονιστική πράξη, αντικαταστάθηκε ο ορισμός του όρου “Σύνηθες διά την αφυπηρέτησιν όριον ηλικίας” στον Κανονισμό 2, με τον ακόλουθο νέο ορισμό και επιφύλαξη:

“‘Σύνηθες για την αφυπηρέτηση όριο ηλικίας’ σημαίνει προκειμένου για μέλος που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 1.7.2008 την ηλικία των εξήντα τριών ετών:

Νοείται περαιτέρω ότι η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους, που συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του μεταξύ της ημερομηνίας δημοσίευσης των παρόντων Κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και της 30ης Ιουνίου 2008, και των δύο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, είναι η ηλικία των εξήντα δύο ετών.”

Μετά τη δημοσίευση των τροποποιητικών Κανονισμών, η εφεσείουσα απευθύνθηκε προς το εφεσίβλητο Ίδρυμα διεκδικώντας ίση μεταχείριση και παρουσιάστηκε κανονικά στην εργασία της τον Απρίλιο. Όταν δε της υπεδείχθη ότι ήδη είχε αφυπηρετήσει, υπέβαλε διαμαρτυρία μέσω του δικηγόρου της, οπότε με επιστολή του ημερομηνίας 27.4.2007, το Ίδρυμα απέρριψε το αίτημα της εφεσίβλητης για αφυπηρέτηση στο 62ο έτος της ηλικίας της.

Η εφεσείουσα καταχώρησε τότε την προσφυγή αρ. 702/2007, με την οποία προσέβαλλε τη νομιμότητα της απορριπτικής για το αίτημα της, απόφασης του εφεσίβλητου Ιδρύματος.

Ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε της υπόθεσης, αποδέχθηκε προδικαστική ένσταση την οποία είχε εγείρει το Ίδρυμα, σύμφωνα με την οποία η εφεσείουσα εστερείτο εννόμου συμφέροντος στην προσφυγή. Αποδέχθηκε εν προκειμένω ότι εάν ο νέος ορισμός του τι σημαίνει “Σύνηθες για την αφυπηρέτηση όριο ηλικίας”, την επιφύλαξη στον οποίο το ΡΙΚ εφάρμοσε στην περίπτωση, κριθεί ως αντισυνταγματικός λόγω της άνισης μεταχείρισης της εφεσείουσας, τότε η κήρυξη αυτή θα αποδειχθεί αλυσιτελής γι’ αυτήν. Ο λόγος προς τούτο ήταν ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα απαλειφόταν ολόκληρος ο νέος ορισμός, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα και πάλι να αφυπηρετούσε την 1.4.2007 σύμφωνα με τον προηγούμενο Κανονισμό. Συμφώνησε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εφαρμοζόταν στην περίπτωση η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Βάσος Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267 και απέρριψε την προσφυγή.

[*551]Με την παρούσα έφεσή της η εφεσείουσα, προβάλλουσα ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν νομικά εσφαλμένη, ήγειρε ένα Λόγο Έφεσης.

Σύμφωνα με τον προβληθέντα Λόγο Έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή χωρίς να εξετάσει την ουσία της, κρίνοντας ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον και ότι επίσης εσφαλμένα έκρινε ότι δεν διαφοροποιείτο η περίπτωσή της από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Βάσος Κωνσταντίνου (ανωτέρω).

Προωθώντας αυτή της τη θέση, η πλευρά της εφεσείουσας υποστήριξε ενώπιόν μας ότι η τροποποίηση του Κανονισμού 2 του εφεσίβλητου Ιδρύματος, έδωσε παράταση δύο ετών στους μη αφυπηρετήσαντες υπαλλήλους, αλλά όχι σε όλους. Άφησε έξω και άδικα την εφεσείουσα, παρόλον ότι ο νέος Κανονισμός δημοσιεύτηκε στις 30.3.2007, και έλαβε ισχύ πριν από την αφυπηρέτησή της η οποία θα πραγματοποιείτο κατά την 1.4.2007. Σύμφωνα με τα επιχειρήματα της εφεσείουσας, σαφώς πλήγηκαν τα έννομα συμφέροντά της, αφού γίνεται δυσμενής διάκριση μεταξύ αυτής και των υπολοίπων μη αφυπηρετησάντων υπαλλήλων, παρά το ότι η ίδια θα αφυπηρετούσε μετά τη δημοσίευση του νέου Κανονισμού. Η απόφαση στην υπόθεση Βάσος Κωνσταντίνου (ανωτέρω), την οποία και εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση, επειδή στην περίπτωση εκείνη, ο Νόμος προέβλεψε συγκεκριμένα για μια νέα κατάσταση για κάποιους που η ακύρωσή της δεν θα παρείχε οποιαδήποτε ωφέλεια στους αιτητές. Απλά θα έχαναν άλλοι το δικαίωμα παράτασης της υπηρεσίας τους. Αντίθετα όμως, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, εάν η προσφυγή της γινόταν δεκτή, αυτή θα παρέμενε στην υπηρεσία όπως και όσοι άλλοι έτυχαν εφαρμογής της παράτασης στην υπηρεσία, μέχρι το 62ο έτος της ηλικίας τους, αφού η νέα ρύθμιση για την παράταση, άρχισε για άλλους από 30.3.2007, όταν τότε ήταν ακόμα στην υπηρεσία και η αιτήτρια.

Με περαιτέρω επιχειρηματολογία της, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι η όλη διαφορά δεν έγκειται στην αντισυνταγματικότητα του τροποποιητικού Κανονισμού, αλλά στο ότι ο Κανονισμός και μέσω αυτού το εφεσίβλητο Ίδρυμα, διέκριναν άνισα την βρισκόμενη ακόμα στην υπηρεσία αιτήτρια, αφού η τροποποίηση, ενώ τέθηκε σε ισχύ όταν ήταν στην υπηρεσία ως ενεργός υπάλληλος, δεν την κάλυπτε. Αντί δε η αφυπηρέτηση υπαλλήλου να ήταν στο τέλος του μήνα, στη διάρκεια του οποίου συμπλήρωσε το 60ο έτος, ο Κανονισμός όρισε την ημέρα των γενεθλίων του. Επομένως εάν κριθεί [*552]άκυρη αυτή η ρύθμιση ως προς την ημέρα των γενεθλίων, τότε η αιτήτρια θα έπρεπε να παρέμενε στην υπηρεσία.

Διαφωνώντας με τις θέσεις της εφεσείουσας, το εφεσίβλητο Ίδρυμα επέμεινε στην άποψη ότι αυτό εφάρμοσε απλά τις σαφείς πρόνοιες του νέου Κανονισμού ως είχε, ο οποίος Κανονισμός είναι απόλυτα σύμφωνος με το Σύνταγμα και το Νόμο. Ότι δε καμιάς άνισης μεταχείρισης δεν έτυχε η εφεσείουσα, η οποία κατ’ εφαρμογή της απόφασης στην υπόθεση Βάσος Κωνσταντίνου (ανωτέρω) δεν είχε έννομο συμφέρον να εγείρει την προσφυγή.

Εκείνο το οποίο εξαρχής εύκολα διαπιστώνεται από τη μελέτη των όσων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι το γεγονός ότι με το ίδιο το λεκτικό του νέου Κανονισμού και ιδιαίτερα της επιφύλαξης που προστέθηκε σ’ αυτό, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να περιληφθεί στους υπαλλήλους των οποίων η ηλικία αφυπηρέτησης θα επεκτεινόταν από το 60ο έτος στο 62ο ή στο 63ο έτος. Σύμφωνα με τον υφιστάμενο ορισμό στον Κανονισμό 2(1) της ΚΔΠ 206/1987, ημερομηνίας 3.7.1987, ο οποίος δεν τροποποιήθηκε με την τροποποίηση του 2007:

“«ημερομηνία αφυπηρετήσεως» σημαίνει την πρώτην ημέραν του μηνός ο οποίος έπεται του μηνός κατά τον οποίο το μέλος συμπληρώνει το σύνηθες δια την αφυπηρέτησιν όριον ηλικίας.”

Η τροποποίηση την οποία επέφερε η ΚΔΠ 154/2007 σε σχέση με την επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης στο 62ο έτος την οποία επιζητεί η εφεσείουσα, όπως είναι καθαρό από το λεκτικό της επιφύλαξης που έχουμε παραθέσει προηγουμένως, καλύπτει κάθε υπάλληλο ο οποίος “…συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του μεταξύ της ημερομηνίας δημοσίευσης των παρόντων Κανονισμών και της 30ης Ιουνίου 2008…”.

Με δεδομένο ότι οι τροποποιητικοί Κανονισμοί δημοσιεύτηκαν κατά την 30ην Μαρτίου 2007, αυτό σημαίνει ότι για να επωφελείτο η εφεσείουσα από εκείνη την τροποποίηση θα έπρεπε να συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας της μεταξύ 30.3.2007-30.6.2008. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε αφού η εφεσείουσα συμπλήρωσε το 60ο έτος της ηλικίας της στις 28.3.2007, δηλαδή δύο μόνο μέρες πριν τη δημοσίευση των νέων κανονισμών και την έναρξη της περιόδου εντός της οποίας θα έπρεπε να συμπλήρωνε το 60ο έτος για να μπορούσε να επωφεληθεί. Όσο και αν αυτό ηχεί υπέρμετρα αυστηρό, η εφεσείουσα δεν μπορούσε να ενταχθεί στην τάξη των υπαλλήλων κατ’ εφαρμογή του νέου Κανονισμού. Αυτό [*553]ήταν το καθαρό αποτέλεσμα της εφαρμογής του λεκτικού του Κανονισμού και της γραμμής που ήθελε να τραβήξει και δεν μπορούσε με καμιά ερμηνεία ή άλλο τρόπο να εφαρμοστεί ο Κανονισμός ώστε να καλύψει την εφεσείουσα.

Το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι ναι μεν συμπλήρωνε το 60ο έτος της λίγο πριν από την ημερομηνία που έθετε ο Κανονισμός, πλην όμως συνέχιζε να είναι υπάλληλος στο Ίδρυμα, αφού δεν θα αφυπηρετούσε πριν, αλλά μετά την ημερομηνία εκείνη, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων.

Εκείνο που είχε σημασία για την εφαρμογή του νέου Κανονισμού ήταν η χρονική στιγμή συμπλήρωσης του 60ου έτους, σε συνάρτηση με την περίοδο που καθορίστηκε ότι σ’ αυτήν θα έπρεπε να εμπίπτει.

Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η εφεσίβλητη δεν έπεσε θύμα κακής ερμηνείας των προνοιών του νέου Κανονισμού, ούτε και κατέστη αντικείμενο άνισης μεταχείρισης κατά την εφαρμογή του. Επομένως, το μόνο παράπονο το οποίο θα μπορούσε να έχει η εφεσείουσα, θα πρέπει να στοχεύει κατά της ίδιας της νέας ρύθμισης την οποία εισήγαγε ο Κανονισμός, η οποία έγινε κατά τρόπο με τον οποίο θα επωφελούντο κάποιοι υπάλληλοι ανάλογα με την ηλικία τους, αλλ’ όχι η εφεσείουσα. Έπεται ότι μόνο με την ακύρωση και την επαναθέσπιση του Κανονισμού με τρόπο ο οποίος θα κάλυπτε και την αιτήτρια, αυτή θα μπορούσε να ικανοποιηθεί. Όμως, μια τέτοια στόχευση, η οποία καθάπτεται της νομιμότητας και/ή συνταγματικότητας του νέου Κανονισμού, φέρνει στο προσκήνιο θέμα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος και θέμα αλυσιτελούς της διαδικασίας.

Όπως εύστοχα είχε τονιστεί, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Βάσος Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.

Ορθά εφαρμόστηκε η πιο πάνω αρχή στην παρούσα περίπτωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα γεγονότα της οποίας δεν δικαιολογούν οποιαδήποτε διαφοροποίηση.

Σε άλλη απόφαση της Ολομέλειας, την Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, κρίθηκε πως ο έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου, ως παραβιάζοντος την αρχή της [*554]ισότητας, είναι αλυσιτελής και δεν αναλαμβάνεται, αφού για την επιτυχία του αιτήματος δεν αρκούσε η διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας και των λόγων της, αλλά χρειαζόταν και θετική νομοθετική πρόνοια που να παρείχε το διεκδικηθέν δικαίωμα. (Βλ. επίσης την Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78).

Για τους πιο πάνω λόγους, συμφωνούμε με την προσέγγιση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η περίπτωση της εφεσείουσας μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ατυχής αφού η ημερομηνία δημοσίευσης του νέου Κανονισμού η οποία προφανώς ήταν άγνωστη στο εφεσίβλητο Ίδρυμα όταν συνέτασσε το λεκτικό του Κανονισμού, έτυχε να είναι δύο μόνο μέρες μεταγενέστερη της κρίσιμης ημερομηνίας κατά την οποία η αιτήτρια συμπλήρωνε το 60ο έτος της ηλικίας της. Κάπου όμως θα έπρεπε να είχε τραβηχθεί η γραμμή, έτσι απρόσωπα. Πέραν τούτου, όσο απογοητευτικό για την εφεσείουσα και να ήταν το αποτέλεσμα, το παράπονό της φαίνεται να στερείται νομικής βάσης.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο