Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 ΑΑΔ 579

(2010) 3 ΑΑΔ 579

[*579]22 Δεκεμβρίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

SIGMA RADIO T.V. LTD,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 21/2008)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση τροποποίησης των νομικών σημείων της προσφυγής ― Προϋποθέσεις έγκρισής της ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ραδιοφωνικοί και Τηλεοπτικοί Σταθμοί ― Άρθρο 2 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98) ― Ερμηνεία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ ― Τα trailers ως μορφές αυτοπροβολής των υπηρεσιών ενός σταθμού εμπίπτουν στον ορισμό της διαφήμισης ― Συνέπειες ― Η μόνη εξαίρεση είναι αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 34 του Νόμου ― Δεν υπάρχει καμία σύγκρουση μεταξύ του Άρθρου 34 και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, όπως αυτός εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Επιβολή διοικητικών κυρώσεων, δυνάμει της παραγράφου (ζ) του Άρθρου 3(2) του Ν. 7(Ι)/98 ― Οι δύο σχολές σκέψεις στη νομολογία και η επίλυση του θέματος από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Εφαρμογή των νομολογιακών πορισμάτων στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ζητημάτων δημοσίας τάξεως ― Προϋποθέσεις ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι επληρούντο στην εξετασθείσα υπόθεση.

[*580]Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Σύνθεση ― Ενημέρωση και απόφαση συλλογικού οργάνου με νέα σύνθεση σύμφωνα με το Άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους επιβολής των επίδικων διοικητικών προστίμων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο εγκρίνονται αιτήσεις τροποποίησης σε προσφυγές, είναι ο Κανονισμός 19 των Κανονισμών του 1962, ο οποίος παρέχει γενική εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει ότι θα προωθήσουν το «συμφέρον της δικαιοσύνης». Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τροποποίηση, κατά κανόνα επιτρέπεται, εφόσον με την έγκρισή της δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις θέσεις της άλλης πλευράς και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεχτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης.

     Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά της αιτούμενης τροποποίησης.  Ορισμένοι από τους νομικούς λόγους τους οποίους ήθελαν οι Εφεσείοντες να προσθέσουν, αποσκοπούσαν στη διεύρυνση των λόγων ακύρωσης, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται τα συμφέροντα των αντιδίκων, ενώ άλλοι ήταν απλώς διευκρινιστικοί υφιστάμενων λόγων και άρα αχρείαστοι.  Πέραν τούτου, στο στάδιο που ζητήθηκε η τροποποίηση, υπήρχε ορατό ενδεχόμενο εκτροχιασμού της δίκης και ως εκ τούτου ορθά το δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτραπεί η τροποποίηση.

2.  Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες είναι σταθμός ο οποίος εκπέμπει στην Κύπρο συμβατικά προγράμματα και όχι αποκλειστικά προγράμματα τηλεμπορίας και εκ πρώτης όψεως δεν καλύπτεται από τα πλαίσια της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ.  Σταθμοί που προβάλλουν συμβατικά προγράμματα στην Κύπρο, διέπονται από τον εθνικό  Νόμο ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 20 της Οδηγίας, μπορεί να καθορίζει άλλους όρους από εκείνους της Οδηγίας.  Σύμφωνα με το Νόμο 7(Ι)/98, στον ορισμό της «διαφήμισης» (Άρθρο 2) περιλαμβάνεται και «κάθε μορφή ανακοίνωσης που μεταδίδεται ένα[*581]ντι πληρωμής ή ανάλογου ανταλλάγματος ή για λόγους αυτοπροβολής….» Με τον συγκεκριμένο ορισμό είναι φανερό ότι τα trailers ως μορφές αυτοπροβολής των υπηρεσιών ενός σταθμού, εμπίπτουν στη διαφήμιση με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στους περιορισμούς που προβλέπει ο Νόμος.  Η μόνη εξαίρεση είναι αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 34 του Νόμου.

3.  Δεν υπάρχει καμιά σύγκρουση μεταξύ του Άρθρου 34 του Νόμου και του Κώδικα, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων.  Το Άρθρο 34 φαίνεται να ρυθμίζει την αναλογία του χρόνου μετάδοσης που αφιερώνεται σε διάφορες μορφές διαφήμισης και μηνυμάτων τηλεμπορίας σε σχέση με τον «ημερήσιο χρόνο μετάδοσης» (Άρθρο 34(1)) και σε κάθε «ωρολογιακή ώρα» (Άρθρο 34(2)).  Γι’ αυτό εξάλλου και γίνεται ειδική ρύθμιση για τις ανακοινώσεις ενός τηλεοπτικού σταθμού, σε αντίθεση με τα όσα ορίζει το Άρθρο 2 του Νόμου.  Από την άλλη, η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα ρυθμίζει τη διάρκεια των διακοπών κατά τη διάρκεια προβολής προγραμμάτων, περιορίζοντας τη διάρκεια των διακοπών για σκοπούς διαφήμισης, στα 3½ λεπτά.  Τα δύο άρθρα δεν συγκρούονται μεταξύ τους και ούτε οι πρόνοιες του Κώδικα είναι εκτός των πλαισίων του εξουσιοδοτούντος Νόμου.  Σκοπός της θέσπισης του Κώδικα και ιδιαίτερα της παραγράφου ΣΤ.3, δεν φαίνεται να ήταν άλλος από την ρύθμιση της ροής των προγραμμάτων, ώστε αυτά να μην διακόπτονται για περίοδο μεγαλύτερη των 3½ λεπτών για κάθε 20 λεπτά προγράμματος.

4.  Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή, αφού καθόρισε το συνολικό διοικητικό πρόστιμο για τη συγκεκριμένη ημέρα παραβίασης, στη συνέχεια προσπάθησε να εξηγήσει πώς κατέληξε σ’ αυτό το ποσό.  Η επεξήγηση αυτή, στην ουσία λαμβάνει υπόψη τη φύση της παράβασης και το χρόνο διακοπής για διαφημίσεις για τη συγκεκριμένη μέρα και δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το σκεπτικό της Αρχής για τον καθορισμό του ύψους του συνολικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του Άρθρου 41Β του Νόμου.  Ο τρόπος που η Εφεσίβλητη προσέγγισε το θέμα, δείχνει διαφάνεια και σεβασμό στην ανάγκη επαρκούς αιτιολόγησης της απόφασής της και επεξηγεί τη διαφοροποίηση του ύψους του προστίμου για την κάθε μια από τις 13 ημέρες για τις οποίες διατυπώθηκαν διαφορετικές κατηγορίες.  Ο τρόπος που ενήργησε η Αρχή, ήταν καθόλα νόμιμος.

5.  Σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο λόγοι ακυρότητας που ανάγονται σε θέματα δημοσίας τάξης και προκύπτουν άμεσα από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία μπορούν να εξεταστούν αυτε[*582]πάγγελτα.  Θέμα σύνθεσης μπορεί να εξεταστεί ως θέμα δημόσιας τάξης, αφού η κακή σύνθεση καθιστά αναρμόδιο το όργανο.

     Στην προκειμένη περίπτωση, το θέμα σύνθεσης που ήγειραν οι Εφεσείοντες, ως θέμα δημόσιας τάξης, μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, δεδομένου ότι όλα τα αναγκαία στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. 

     Αλλά η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεχτή, αφού στις 17.11.2004 που η Αρχή επιλήφθηκε της καταγγελίας υπό τη νέα σύνθεση, είχε ενώπιον της «Σημείωμα» Λειτουργού της Αρχής, ημερ. 21.6.2004, στο οποίο γινόταν αναφορά στην προηγούμενη Έκθεση του ημερ. 20.8.2003, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτετο ως «Παράρτημα Α».  Επομένως, καμιά παραβίαση δεν διαπιστώνεται του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99, εφόσον η Αρχή υπό την νέα της σύνθεση, προτού λάβει την τελική της απόφαση, είχε πλήρως ενημερωθεί σχετικά με όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2569,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580,

Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558,

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 362/03, ημερ. 27.2.2004,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1105/02, ημερ. 21.5.2004,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 884/01, ημερ. 8.11.2002,

Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1629/05, ημερ. 16.2.2007,

[*583]Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1996/06, ημερ. 16.1.2008,

Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1336/06, ημερ. 18.1.2008,

Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 630/07, ημερ. 9.4.2008,

Αντέννα ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.2009,

Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1096/08, ημερ. 19.3.2010,

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1600/08, ημερ. 23.7.2010,

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,

Δημοκρατία ν. MPM Eurocars Ltd κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 466.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1996/06), ημερ. 6/9/07.

Α. Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη, για τους Εφεσείοντες.

Θ. Ραφτοπούλου για Α. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη Αρχή.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η Εφεσίβλητη Αρχή αυτεπάγγελτα εξέτασε πιθανές παραβάσεις των Άρθρων 33(2)(η), 33(2)(ζ) και 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/1998), όπως τροποποιήθηκε, στο εξής «ο Νόμος» και της παραγράφου ΣΤ.3 του «Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας», όπως αυτός εκτίθεται [*584]στο Παράρτημα ΙΧ του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000), στο εξής «οι Κανονισμοί». Οι σχετικές παραβάσεις αφορούσαν στην περίοδο 1.7.2003-15.7.2003.

Η Εφεσίβλητη, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε τους Εφεσείοντες ένοχους παραβάσεων των πιο πάνω προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών και τους επέβαλε συνολικό πρόστιμο £25.750.* 

Οι Εφεσείοντες προσέβαλαν την απόφαση της Εφεσίβλητης Αρχής. Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή έκρινε ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούσαν και ότι η Εφεσίβλητη ενήργησε καθόλα νόμιμα.  Ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή, με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης.  Οι Εφεσείοντες με οκτώ λόγους έφεσης εφεσιβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση.

Η απόρριψη της αίτησης τροποποίησης - Λόγοι έφεσης 1, 2 και 3

Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν στην ενδιάμεση απόφαση του αδελφού μας Δικαστή να απορρίψει την αίτηση τροποποίησης που καταχώρησαν οι Εφεσείοντες. Αποτελεί εισήγηση του δικηγόρου τους, ότι η απόρριψη της αίτησης έγινε σε αντίθεση με την ισχύουσα νομολογία.

Μετά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου τους, οι Εφεσείοντες με αίτηση τους ζήτησαν όπως τροποποιήσουν τα νομικά σημεία της προσφυγής τους, με την προσθήκη 3 νέων σημείων, ότι η Εφεσίβλητη Αρχή:- (α) πλανήθηκε αναφορικά με την ερμηνεία που έδωσε στις πρόνοιες του Άρθρου 32(2)(η) του Νόμου 7(Ι)/98 και ότι τις εφάρμοσε κατά τρόπο αντίθετο με το γράμμα της Οδηγίας 97/36/ΕΚ, (β) ότι θεώρησε ότι οι Εφεσείοντες δεν μπορούσαν να διακόψουν εκπομπές για δεύτερη φορά μετά τη μετάδοση διαφόρων διαφημίσεων πριν να παρέλθει χρονικό διάστημα 20 λεπτών εκπομπής και (γ) ότι επιβολή προστίμου για κάθε μία από τις διάφορες παραβάσεις της ίδιας ημέρας, έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 3(2)(ζ) του Νόμου 7(Ι)/98.

Η πλευρά της Εφεσίβλητης έφερε ένσταση στην τροποποίηση.  Ο αδελφός δικαστής, αφού άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων, με ex-tempore απόφαση του απέρριψε την αίτηση.  Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασής του, η επιδιωκόμενη τροποποίηση δεν [*585]μπορούσε να επιτραπεί αφού εάν οι νομικοί λόγοι τους οποίους οι Αιτητές ήθελαν να προσθέσουν στο δικόγραφο της προσφυγής, θεωρούνταν ανεξάρτητοι των υφιστάμενων λόγων, θα επέκτειναν ουσιαστικά το πλαίσιο της προσφυγής, υπό την κάλυψη αναγκαίων διευκρινήσεων.  Από την άλλη, αν επρόκειτο για εξειδίκευση ή διευκρινίσεις υφιστάμενων λόγων, τότε η τροποποίηση θα πρέπει να θεωρηθεί αχρείαστη, εφόσον είναι δυνατό για τους Εφεσείοντες να αναπτύξουν εκείνους τους λόγους.

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 επιβάλλει υποχρέωση σε κάθε διάδικο που αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο, όπως στο δικόγραφο της προσφυγής «εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Μη συμμόρφωση με την πρόνοια του πιο πάνω Κανονισμού, αναπόφευκτα οδηγεί σε αίτημα για τροποποίηση του δικογράφου.  Το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο εγκρίνονται αιτήσεις τροποποίησης σε προσφυγές, είναι ο Κανονισμός 19 των πιο άνω Κανονισμών του 1962, ο οποίος παρέχει γενική εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει οποιεσδήποτε οδηγίες κρίνει ότι θα προωθήσουν το «συμφέρον της δικαιοσύνης». Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τροποποίηση, κατά κανόνα επιτρέπεται, εφόσον με την έγκρισή της δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στις θέσεις της άλλης πλευράς και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεχτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης (βλ. Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2569, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580 και Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530).

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου κατά της αιτούμενης τροποποίησης.  Συμφωνούμε ότι ορισμένοι από τους νομικούς λόγους τους οποίους ήθελαν οι Εφεσείοντες να προσθέσουν, αποσκοπούσαν στη διεύρυνση των λόγων ακύρωσης, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται τα συμφέροντα των αντιδίκων, ενώ άλλοι ήταν απλώς διευκρινιστικοί υφιστάμενων λόγων και άρα αχρείαστοι.  Πέραν τούτου, στο στάδιο που ζητήθηκε η τροποποίηση, υπήρχε ορατό ενδεχόμενο εκτροχιασμού της δίκης και ως εκ τούτου ορθά το δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτραπεί η τροποποίηση.

 

[*586]Κατά πόσον η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι ultra vires -Λόγοι έφεσης 4 και 5

Ο τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης, αφορούν στην παράγραφο ΣΤ.3 του Κώδικα και συγκεκριμένα κατά πόσο ο χρόνος προβολής αναγγελιών προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών του σταθμού, στο εξής «τα trailers», προσμετρά στο χρόνο που επιτρέπεται στους σταθμούς να διακόπτουν ενδιάμεσα το πρόγραμμά τους για διαφήμιση και περαιτέρω κατά πόσο ο περιορισμός που θέτει η συγκεκριμένη παράγραφος του Κώδικα, είναι εκτός των πλαισίων τόσο των προνοιών του Νόμου 7(Ι)/98, όσο και των προνοιών της Οδηγίας 97/36 ΕΚ.

Η Εφεσίβλητη Αρχή συμφωνεί με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Κώδικα, δεν εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση του Νόμου 7(Ι)/98 και περαιτέρω ότι τα «trailers» εμπίπτουν στον ορισμό της διαφήμισης.

Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Το Άρθρο 33(2)(η) του Νόμου 7(Ι)/98, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μέρος Χ του Νόμου που αφορά στην «Διαφήμιση, Χορηγία και Τηλεμπορία», προβλέπει ότι:-

«(2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:

……………………………………………………………….

(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύματα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.»

Το Άρθρο 34(2) του ιδίου Νόμου προβλέπει ότι:-

«(2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.»

Τέλος η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα αναφέρει ότι:-

«ΣΤ.3. Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος 

Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.»

[*587]Το πρώτο επιχείρημα του δικηγόρου των Εφεσειόντων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγοντας ότι τα trailers περιλαμβάνονται στον ορισμό της διαφήμισης, δεν έλαβε υπόψη αναφορικά με τα trailers το προοίμιο της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ. 

Το δικαστήριο μπορεί να θεώρησε ότι μετά την απόρριψη της αίτησης τροποποίησης, δεν ετίθετο θέμα οδηγίας, αλλά έστω και εκ του περισσού εξέτασε το θέμα για να αποφανθεί ότι ακόμα και αν εξετάζετο η Οδηγία θα διαφαινόταν ότι αυτή ήταν άσχετη.  Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε το θέμα τελεσίδικα εφόσον όχι μόνο δεν συζητήθηκε ενώπιον μας εξαντλητικά αλλά ούτε και είναι αναγκαία η επίλυση του για σκοπούς διεκπεραίωσης των επίδικων θεμάτων της παρούσας έφεσης.  Η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ η οποία είναι γνωστή και ως η «Οδηγία για Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα», εκ πρώτης όψεως φαίνεται από το περιεχόμενο της τροποποιητικής Οδηγίας, ότι αφορά σε σταθμούς οι οποίοι είναι «αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων».  Σχετικές είναι οι παράγραφοι 38 και 39 του Προοιμίου της πιο πάνω Οδηγίας*. Όμως ακόμα και αν λανθανόμαστε σ’ αυτό το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμά μας, το νέο Άρθρο 20 της Οδηγίας, το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, όταν οι εκπομπές «προορίζονταν αποκλειστικά για το εθνικό τους έδαφος και οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν είτε άμεσα είτε έμμεσα από το κοινό σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη», να καθορίζουν στα πλαίσια τήρησης του κοινοτικού δικαίου, άλλους όρους εκτός εκείνων που καθορίζονται στο Άρθρο 11, παράγρ. 2 έως 5 και στα Άρθρα 18 και 18(α).

Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες είναι σταθμός ο [*588]οποίος εκπέμπει στην Κύπρο συμβατικά προγράμματα και όχι αποκλειστικά προγράμματα τηλεμπορίας και εκ πρώτης όψεως δεν καλύπτεται από τα πλαίσια της πιο πάνω Οδηγίας.  Σταθμοί που προβάλλουν συμβατικά προγράμματα στην Κύπρο, διέπονται από τον εθνικό  Νόμο ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 20 της Οδηγίας, μπορεί να καθορίζει άλλους όρους από εκείνους της Οδηγίας. Σύμφωνα με το Νόμο, στον ορισμό της «διαφήμισης» (Άρθρο 2) περιλαμβάνεται και «κάθε μορφή ανακοίνωσης που μεταδίδεται έναντι πληρωμής ή ανάλογου ανταλλάγματος ή για λόγους αυτοπροβολής….»  Με τον συγκεκριμένο ορισμό είναι φανερό ότι τα trailers ως μορφές αυτοπροβολής των υπηρεσιών ενός σταθμού, εμπίπτουν στη διαφήμιση με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στους περιορισμούς που προβλέπει ο Νόμος.  Η μόνη εξαίρεση είναι αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 34 του Νόμου.

Το δεύτερο επιχείρημα του δικηγόρου των Εφεσειόντων είναι ότι η συγκεκριμένη πρόνοια ΣΤ.3 του Κώδικα, είναι ultra vires του Νόμου.  Όπως εισηγήθηκε, ενώ το Άρθρο 34(2) επιτρέπει διαφημίσεις, ο χρόνος των οποίων δεν πρέπει να υπερβαίνει ανά ώρα το 20%, δηλαδή τα 12 λεπτά, η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα επιτρέπει λιγότερο χρόνο από 12 λεπτά ανά ώρα, ήτοι μόνο 10½ λεπτά  για τη μετάδοση διαφημίσεων.

 

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί.  Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε αφού το συγκεκριμένο θέμα έχει τελεσίδικα κριθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, το σκεπτικό της οποίας υιοθετούμε.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 567:-

«Εν πάση όμως περιπτώσει, και πέρα από τα πιο πάνω, υποδεικνύουμε ότι ο μαθηματικός υπολογισμός του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πάσχει για δύο βασικούς λόγους:

 

Πρώτον, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οποιοσδήποτε χρόνος διακοπών ενός προγράμματος που αφιερώνεται σε διαφημίσεις μπορεί να συμπληρώνεται με μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων αμέσως πριν την αρχή ή αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή στις ενδιάμεσες διακοπές μεταξύ δύο προγραμμάτων.

Δεύτερον, παίρνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι η πρώτη διακοπή σε ένα πρόγραμμα μπορεί να γίνεται μόνο σε 20 τουλάχιστον λεπτά μετά την έναρξή του. Αυτό είναι λανθασμένο. Η εικοσάλεπτη περίοδος που προβλέπεται από το Νόμο αφορά το [*589]διάστημα μεταξύ δύο διακοπών και όχι μεταξύ της έναρξης του προγράμματος και της πρώτης διακοπής (ή ακόμη και το διάστημα μεταξύ της τελευταίας διακοπής του προγράμματος και του τέλους του). Θα μπορεί σε κατάλληλο σημείο αμέσως μετά την έναρξη του προγράμματος, για παράδειγμα, μετά την προβολή των τίτλων, να γίνει η πρώτη διακοπή. Με αυτό τον τρόπο, σε ένα μονόωρο πρόγραμμα θα μπορεί να υπάρχουν ουσιαστικά τρεις διακοπές μέσα σε μια ωρολογιακή ώρα για διαφημιστικά μηνύματα συνολικής ανώτατης διάρκειας 10½ λεπτών και ο ολικός χρόνος των 12 λεπτών κατά ωρολογιακή ώρα να συμπληρώνεται από διαφημίσεις πριν την έναρξη ή μετά το τέλος του συγκεκριμένου προγράμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα πρόγραμμα διάρκειας μισής ώρας θα μπορούσε να έχει δύο διακοπές και με την συμπλήρωση του χρόνου με διαφημίσεις στην αρχή και στο τέλος του, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να φθάνει ο χρόνος κάθε ωρολογιακής ώρας σε 12 λεπτά. (Όσον αφορά τη μετάδοση κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεταινιών μεγάλης διάρκειας, υπάρχουν ειδικές πρόνοιες που στην παρούσα περίπτωση δεν μας αφορούν, αφού δεν έχει εγερθεί οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικά με αυτές).»

Τα αποφασισθέντα στην πιο πάνω υπόθεση, υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια και στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151. 

Κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει καμιά σύγκρουση μεταξύ του Άρθρου 34 και του Κώδικα, όπως εισηγείται ο δικηγόρος των Εφεσειόντων.  Το Άρθρο 34 φαίνεται να ρυθμίζει την αναλογία του χρόνου μετάδοσης που αφιερώνεται σε διάφορες μορφές διαφήμισης και μηνυμάτων τηλεμπορίας σε σχέση με τον «ημερήσιο χρόνο μετάδοσης» (Άρθρο 34(1)) και σε κάθε «ωρολογιακή ώρα» (Άρθρο 34(2)).  Γι’ αυτό εξάλλου και γίνεται ειδική ρύθμιση για τις ανακοινώσεις ενός τηλεοπτικού σταθμού, σε αντίθεση με τα όσα ορίζει το Άρθρο 2 του Νόμου.  Από την άλλη, η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα ρυθμίζει τη διάρκεια των διακοπών κατά τη διάρκεια προβολής προγραμμάτων, περιορίζοντας τη διάρκεια των διακοπών για σκοπούς διαφήμισης, στα 3½ λεπτά. Κατά την άποψή μας, τα δύο άρθρα δεν συγκρούονται μεταξύ τους και ούτε οι πρόνοιες του Κώδικα είναι εκτός των πλαισίων του εξουσιοδοτούντος Νόμου.  Σκοπός της θέσπισης του Κώδικα και ιδιαίτερα της παραγράφου ΣΤ.3, δεν φαίνεται να ήταν άλλος από την ρύθμιση της ροής των προγραμμάτων, ώστε αυτά να μην διακόπτονται για περίοδο μεγαλύτερη των 3½ λεπτών για κάθε 20 λεπτά προγράμματος.

[*590]Το Άρθρο 33(2)(η) - Λόγος έφεσης 7

Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, αφορά στην απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο της εισήγησης των Εφεσειόντων ότι η Εφεσίβλητη Αρχή ερμήνευσε λανθασμένα το Άρθρο 33(2)(η) του Νόμου και ότι η ερμηνεία που έδωσε δε συνάδει με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων πρωτοδίκως, η Εφεσίβλητη Αρχή εσφαλμένα και κατά παράβαση του Άρθρου 33(2)(η) δεν προσμέτρησε τα 3½ λεπτά της πρώτης διακοπής, στα 20 λεπτά που πρέπει να μεσολαβήσουν μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.  Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο αφού σημείωσε ότι ο ισχυρισμός δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα, ανέφερε ότι.-

«…. στη δική μου λογική και αντίληψη των λέξεων η εκπομπή είναι σε διακοπή όχι μόνο κατά την έναρξη της διακοπής της αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια των 3.5 λεπτών της διακοπής της, ούτως ώστε τα είκοσι λεπτά μεταξύ των διακοπών να μην περιλαμβάνουν τα 3.5 λεπτά της διακοπής και το διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών να υπολογίζεται από το τέλος της πρώτης διακοπής και την αρχή της δεύτερης.»

Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, είναι εσφαλμένο το σκεπτικό του αδελφού μας Δικαστή, ότι η εκπομπή είναι σε διακοπή όχι μόνο κατά την έναρξη της διακοπής αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια των 3½ λεπτών της διακοπής. Όπως ισχυρίστηκε ο κ. Τσάρκατζης, σκοπός του νομοθέτη ήταν να επιτρέψει διάστημα 20 τουλάχιστον λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής και δεν απαιτεί να παρέλθει χρονικό διάστημα 20 λεπτών εκπομπής από την προηγούμενη διακοπή.

Από την άλλη, η ευπαίδευτη δικηγόρος για την Εφεσίβλητη, υποστήριξε ότι η φράση «είκοσι τουλάχιστον λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών» δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να υπάρχει διάστημα «τουλάχιστον είκοσι λεπτών» μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών και όχι 16½ λεπτών.  Εκεί που ο νομοθέτης ήθελε να διαφοροποιηθεί το έπραξε, όπως στην περίπτωση του Άρθρου 33(2)(ζ) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι πρόγραμμα μπορεί να διακόπτεται μια φορά για κάθε «πλήρες» χρονικό διάστημα 45 λεπτών.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Η προσέγγιση του αδελφού μας δικαστή πρωτοδίκως είναι ορθή.

Το θέμα έχει απασχολήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθε[*591]ση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, στην οποία η Ολομέλεια απέρριψε παρόμοια επιχειρήματα σε σχέση με την ορθή ερμηνεία του Άρθρου 33(2)(η) και του επιτρεπόμενου χρόνου των διακοπών και των διαφημίσεων.  Έχουμε ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 588 πιο πάνω και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να διατυπώσουμε την συμφωνία μας με το σκεπτικό που εκεί διατυπώνεται.

Η υπόθεση C-6/98, ημερ. 28.10.1999 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία έκαμε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, όπως εύστοχα υπέδειξε η δικηγόρος της Εφεσίβλητης, καθότι εκείνη η υπόθεση αφορά στο Άρθρο 33(2)(ζ) του Νόμου το οποίο προβλέπει για την περίπτωση οπτικοακουστικών έργων, π.χ. κινηματογραφικών έργων μακράς διάρκειας κ.ά. και όχι για την περίπτωση εκπομπών τις οποίες καλύπτει το Άρθρο 33(2)(η).

Ο τρόπος καθορισμού του προστίμου - Λόγος έφεσης 8

Ο συγκεκριμένος λόγος αφορά στον τρόπο υπολογισμού του  προστίμου που επιβλήθηκε.  Ο αδελφός δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή πρωτοδίκως, επί του σημείου έκρινε ότι:-

«Η τελευταία εισήγηση της αιτήτριας είναι ότι η ΑΡΚ κατά την επιβολή του προστίμου παρέβη το Άρθρο 3(2)(ζ) το οποίο περιορίζει το πρόστιμο σε £5.000 «για κάθε ημέρα παράβασης», κατά το ότι, αντί να επιβληθεί ένα πρόστιμο για όλες τις παραβάσεις της κάθε ημέρας, επεβλήθη πρόστιμο για κάθε παράβαση χωριστά, έστω και αν το σύνολο τους δεν υπερέβαινε τις £5.000.  Ούτε η εισήγηση αυτή καλύπτεται από το δικόγραφο της προσφυγής, η απάντηση όμως είναι δεδομένη στην απόφαση του Νικολάου, Δ. στην υπόθεση Πληροφοριακή Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, 1629/05, 16.2.2007, καταδεικνύοντας ότι ο τρόπος που ενήργησε η ΑΡΚ ήταν καθ’ όλα νόμιμος.»

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, εσφαλμένα απέρριψε τη θέση τους ότι η Εφεσίβλητη Αρχή όφειλε να επιβάλει πρόστιμο για κάθε ημέρα παράβασης, όπως προβλέπει το Άρθρο 3(2)(ζ) του Νόμου και όχι για κάθε παραβίαση ξεχωριστά.

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

Η παράγραφος (ζ) του Άρθρου 3(2) του Νόμου 7(Ι)/98, προνο[*592]εί ότι:-

«3.-(1) Ιδρύεται ανεξάρτητη Αρχή, καλούμενη “Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου”.

(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

……………………………………………………...……………..

……………………………………………………………………..

 (ζ)  Επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στους σταθμούς σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΧΙΑ του παρόντος Νόμου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου «κύρωση» περιλαμβάνει σύσταση, προειδοποίηση, προσωρινή αναστολή λειτουργίας σταθμού για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών, ανάκληση της άδειας όπως καθορίζεται στο Άρθρο 25 του παρόντος Νόμου, καθώς και επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των όρων της άδειας ως ακολούθως:

(i)   Μέχρι Λ.Κ. 5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό,

(ii)  μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό,

(iii) μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό,

(iv) μέχρι Λ.Κ. 500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.»

Η Εφεσίβλητη στην απόφασή της, επέβαλε συνολικό διοικητικό πρόστιμο για συγκεκριμένες ημέρες παράβασης, διευκρινίζοντας όμως τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε στο συνολικό ποσό.  Παραθέτουμε ενδεικτικά το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση της Εφεσίβλητης, για να εξηγήσουμε το σκεπτικό της Αρχής:-

«Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αφού έλαβε σοβαρά υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, για κάθε μία περίπτωση ξεχωριστά, κρίνει και αποφασίζει όπως επιβάλει στο σταθμό το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ. 25.750, ως ακολούθως:

•   Για τις παραβάσεις της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας του Παραρτήματος ΙΧ των πιο πάνω Κανονισμών, που έγιναν την 1.7.2003 (υποστοιχεία 1, 2 και 3) το διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ. 250 ως ακολούθως:

°   Υποστοιχείο 1, όπου η υπέρβαση ήταν 30΄΄, την κύρωση της Προειδοποίησης.

°   Υποστοιχείο 2, όπου η υπέρβαση ήταν 1΄ 57΄΄:  Διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ. 250.

[*593]°   Υποστοιχείο 3, όπου η υπέρβαση ήταν 35΄΄ την κύρωση της Προειδοποίησης.

•   Για τις παραβάσεις που έγιναν στις 2.7.2003 (υποστοιχεία 4, 5, 6, 7 και 8) το συνολικό διοικητικό πρόστιμο των Λ.Κ. 4.500 ως ακολούθως:

°   Για τις παραβάσεις του Άρθρου 33(2)(η):

•   Υποστοιχείο 4, όπου η εκπομπή διακόπηκε κατά 2΄ 39΄΄ νωρίτερα, την κύρωση της Προειδοποίησης.

•   Υποστοιχείο 6, όπου η εκπομπή διακόπηκε κατά 8΄ 47΄΄ νωρίτερα, Διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ. 1.500.

°   Για την παράβαση της παραγράφου ΣΤ.3 (υποστοιχείο 5), όπου η υπέρβαση ήταν 51΄΄, την κύρωση της Προειδοποίησης.

°   Για τις παραβάσεις του Άρθρου 34(2):

•   Υποστοιχείο 7, όπου η υπέρβαση ήταν 3΄ 28΄΄, Διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ. 400.

•   Υποστοιχείο 8, όπου η υπέρβαση ήταν 10΄ 22΄΄, Διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ. 2.600.»

Με τον ίδιο τρόπο επιβλήθηκε συνολικό πρόστιμο για κάθε άλλη μέρα παραβάσεων, με τις ανάλογες επεξηγήσεις για κάθε παράβαση.  Έχουμε εξετάσει τις πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψαν οι δύο συνήγοροι. Υπάρχουν όντως υποθέσεις που καταλήγουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Διαφαίνονται δύο σχολές σκέψης. Η πρώτη εκφράζεται από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 362/03, ημερ. 27.2.2004 την οποία ακολούθησε ο Νικολάου, Δ. στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1105/02, ημερ. 21.5.2004.  Και στις δύο αυτές υποθέσεις, η επιβολή συνολικού προστίμου για κάθε μέρα παράβασης, με την διευκρίνιση του ποσού που επέβαλε για κάθε παραβίαση, θεωρήθηκε νόμιμη.  Η δεύτερη σχολή σκέψης φαίνεται να ακολουθεί την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 884/01, ημερ. 8.11.2002, στην οποία η Αρχή επέβαλε £100 πρόστιμο για κάθε μια από τις 45 παραβάσεις και όχι για κάθε ημέρα παράβασης.* Ο Αρτεμίδης, Δ. έκρινε ότι ο τρόπος επιβολής των [*594]κυρώσεων ήταν εκτός των πλαισίων του Νόμου.  Η εισήγηση του δικηγόρου της Αρχής ότι το συνολικό πρόστιμο των £4.500 ήταν εν πάση περιπτώσει, εντός των ορίων που εδικαιούτο να επιβάλει η Αρχή, απορρίφθηκε.  Η απόφαση εφεσιβλήθηκε. Η Ολομέλεια που επιλήφθηκε του θέματος στην υπόθεση Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, αφού ανασκόπησε τη νομολογία που υπήρχε μέχρι τότε σε πρωτόδικο επίπεδο, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι η επιβολή προστίμου £100 για κάθε μια από τις 45 παραβάσεις, ήταν παράνομη και ότι ήταν ορθή η πρωτόδικη προσέγγιση του Αρτεμίδη, Δ.. 

Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων επικαλείται την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, για να υποστηρίξει τις θέσεις του ότι οι κυρώσεις είναι εκτός των πλαισίων του Νόμου.

Είναι γεγονός ότι μετά την πιο πάνω υπόθεση της Ολομέλειας, εκδόθηκαν πρωτόδικες αποφάσεις που κατά τον δικηγόρο των Εφεσειόντων διαφοροποιούνται, ακολουθώντας την πρώτη σχολή σκέψης.  Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε σε όλες.  Εντοπίσαμε όμως τις υποθέσεις Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1629/05, ημερ. 16.2.2007 (Νικολάου, Δ.), Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1996/06, ημερ. 16.1.2008 (Χατζηχαμπής, Δ.), η οποία είναι επίδικη στην παρούσα έφεση, Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1336/06, ημερ. 18.1.2008 (Ερωτοκρίτου, Δ.), το σκεπτικό της οποίας ακολούθησε και ο Φωτίου, Δ. στη Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 630/07, ημερ. 9.4.2008, Αντέννα ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1310/07, ημερ. 14.5.2009 (Χατζηχαμπή, Δ.), Sigma Radio TV Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1096/08, ημερ. 19.3.2010 (Ερωτοκρίτου, Δ.) και Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1600/08, ημερ. 23.7.2010 (Κραμβής, Δ.)).

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Η πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, δεν τυγχάνει εφαρμογής αφού τα γεγονότα είναι διαφορετικά.  Προφανώς, γι’ αυτό το λόγο δεν ακολουθήθηκε στις πιο πάνω πρωτόδικες αποφάσεις.  Στην απόφαση της Ολομέλειας, η Αρχή επέβαλε πρόστιμο «£100 για κάθε μια από τις παραβιάσεις του Νόμου» και όχι για κάθε «ημέρα παράβασης», όπως είναι η παρούσα περίπτωση.  Αυτό αναφέρεται ρητά όχι μόνο στην ίδια την απόφαση της Αρχής, αλλά επιβεβαιώνεται και στη σελίδα [*595]9 του δαχτυλογραφημένου κειμένου της πρωτόδικης απόφασης του Αρτεμίδη, Δ. (Βλ. Υπόθ. Αρ. 884/01, ημερ. 11.11.2002, πιο πάνω), την ορθότητα της οποίας επιβεβαίωσε η Ολομέλεια.  Είναι φανερό ότι στην υπόθεση 884/01, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης φαίνεται να χρησιμοποίησε διαφορετικό λεκτικό από αυτό που χρησιμοποίησε στην παρούσα υπόθεση, στην οποία η Αρχή ρητά ανέφερε ότι επέβαλε πρόστιμο για «κάθε ημέρα παράβασης» και όχι για «κάθε μια από τις παραβιάσεις», όπως έγινε στην υπόθεση 884/01.  Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή, αφού καθόρισε το συνολικό διοικητικό πρόστιμο για τη συγκεκριμένη ημέρα παραβίασης, στη συνέχεια προσπάθησε να εξηγήσει πώς κατέληξε σ’ αυτό το ποσό.  Η επεξήγηση αυτή, στην ουσία λαμβάνει υπόψη τη φύση της παράβασης και το χρόνο διακοπής για διαφημίσεις για τη συγκεκριμένη μέρα και δεν αποτελεί τίποτε άλλο από το σκεπτικό της Αρχής για τον καθορισμό του ύψους του συνολικού προστίμου για κάθε ημέρα παράβασης, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του Άρθρου 41Β του Νόμου.  Αν δεν λαμβάνονταν υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία, διερωτόμαστε με ποιο άλλο τρόπο η Αρχή θα καθόριζε το ύψος του συνολικού προστίμου, αφού η κάθε ομάδα παραβιάσεων ήταν της ίδιας φύσης, με μόνη διαφορά τη χρονική διάρκεια της κάθε διαφήμισης. Σε ορισμένες μάλιστα επέβαλε «προειδοποίηση». Και κάτι άλλο.  Πώς η Αρχή θα διαφοροποιούσε το πρόστιμο που θα επέβαλλε για τη συγκεκριμένη ημέρα, σε σύγκριση με τις άλλες 12 ημέρες, χωρίς να διατυπώσει το συγκεκριμένο σκεπτικό;  Ο τρόπος που η Εφεσίβλητη προσέγγισε το θέμα, δείχνει διαφάνεια και σεβασμό στην ανάγκη επαρκούς αιτιολόγησης της απόφασης της και επεξηγεί τη διαφοροποίηση του ύψους του προστίμου για την κάθε μια από τις 13 ημέρες για τις οποίες διατυπώθηκαν διαφορετικές κατηγορίες (βλ. Πληροφοριακή και Πολιτιστική Εταιρεία «Ο Λόγος» Ο.Ε. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1336/2006, ημερ. 18.1.2008).  Κατά την κρίση μας, ο τρόπος που ενήργησε η Αρχή, ήταν καθόλα νόμιμος.

Σύνθεση - Λόγος έφεσης 9

Πέραν των πιο πάνω λόγων, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες ήγειρε και θέμα σύνθεσης της Εφεσίβλητης Αρχής και μας κάλεσε να το εξετάσουμε αυτεπάγγελτα, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν εγείρεται στους λόγους έφεσης.  Σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Τσάρκατζη, μετά που η Αρχή αποφάσισε να προωθήσει τη σχετική καταγγελία εναντίον των Εφεσειόντων, τους οποίους κάλεσε να εμφανιστούν ενώπιόν της, και μετά που αυτοί απάντησαν στις καταγγελίες, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 15.6.2004 άλλαξε το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής.  Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο στις 21.7.2004, αποφάσισε όπως υιοθετήσει [*596]όλες τις διαδικασίες και όλες τις αποφάσεις του προηγούμενου Συμβουλίου.  Αυτό κατά την άποψή του, παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το οποίο προβλέπει ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου.  Στην προκειμένη περίπτωση, εισηγείται, η διαδικασία θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει από την αρχή ενώπιον του νέου Διοικητικού Συμβουλίου.

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη Αρχή αναγνώρισε το δικαίωμα του Δικαστηρίου να εξετάσει ένα θέμα αυτεπάγγελτα.  Εισηγήθηκε όμως ότι στην προκειμένη περίπτωση το θέμα δεν εξετάζεται μετά από απόφαση του ίδιου του δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη εξέταση, αλλά μετά από αίτημα των Εφεσειόντων.  Με δεδομένο ότι ο λόγος έφεσης δεν ηγέρθη ούτε πρωτοδίκως ούτε και συμπεριλήφθηκε στους λόγους έφεσης, τυχόν εξέταση του σε συνάρτηση με το αίτημα των Εφεσειόντων θα καταστρατηγούσε τους περί Εφέσεως Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1996 και θα απέβαινε άδικο για την Εφεσίβλητη.

Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εφεσίβλητης, η οποία φαίνεται να βασίζεται στην απόφαση μειοψηφίας στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314.  Σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο λόγοι ακυρότητας που ανάγονται σε θέματα δημοσίας τάξης και προκύπτουν άμεσα από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα (βλ. Δημοκρατία ν. MPM Eurocars Ltd κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 466).  Θέμα σύνθεσης μπορεί να εξεταστεί ως θέμα δημόσιας τάξης, αφού η κακή σύνθεση καθιστά αναρμόδιο το όργανο.

Στην προκειμένη περίπτωση, το θέμα σύνθεσης που ήγειραν οι Εφεσείοντες, ως θέμα δημόσιας τάξης, μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, δεδομένου ότι όλα τα αναγκαία στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση πλειοψηφίας στη Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, ανωτέρω). 

Έχουμε εξετάσει το θέμα, αλλά η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεχτή, αφού στις 17.11.2004 που η Αρχή επιλήφθηκε της καταγγελίας υπό τη νέα σύνθεση, είχε ενώπιον της «Σημείωμα» Λειτουργού της Αρχής, ημερ. 21.6.2004, στο οποίο γινόταν αναφορά στην προηγούμενη Έκθεση του ημερ. 20.8.2003, αντίγραφο της οποίας [*597]επισυνάπτετο ως «Παράρτημα Α».  Επομένως, καμιά παραβίαση δεν διαπιστώνεται του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99, εφόσον η Αρχή υπό την νέα της σύνθεση, προτού λάβει την τελική της απόφαση, είχε πλήρως ενημερωθεί σχετικά με όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των Εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

* Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται, προφανώς εκ παραδρομής, ότι το συνολικό ποσό είναι £25.000.

* Οι παράγραφοι (38) και (39) της Οδηγίας, έχουν ως εξής:-

«(38) ότι η οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων, όπως ειδήσεις, αθλητικές εκπομπές, ταινίες, ντοκυμανταίρ και θεατρικά έργα, μόνο για τους σκοπούς των οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων.

(39) ότι είναι ανάγκη να διευκρινιστεί ότι οι δραστηριότητες αυτοπροβολής αποτελούν συγκεκριμένη μορφή διαφήμισης κατά την οποία ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός προβάλλει τα δικά του προϊόντα, υπηρεσίες, προγράμματα ή σταθμούς, ότι, ιδίως, αναγγελίες αποτελούμενες από παράθεση σκηνών προγραμμάτων θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα, ότι η αυτοπροβολή αποτελεί νέο και σχετικά άγνωστο φαινόμενο και, συνεπώς, οι σχετικές διατάξεις ενδέχεται να προσφέρονται ιδιαίτερα για αναθεώρηση κατά τις μελλοντικές εξετάσεις της παρούσας οδηγίας.»

* Ανατρέξαμε στο φάκελο της υπόθεσης 884/01 για να εντοπίσουμε το ακριβές λεκτικό που χρησιμοποίησε η Αρχή.  Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της Αρχής ημερ. 17.10.01 που είναι επισυνημμένα στην ένσταση εκείνης της υπόθεσης, χρησιμοποιήθηκε το εξής λεκτικό:- «Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, λαμβάνοντας υπόψη και τις πιο πάνω απόψεις του σταθμού, κρίνει και αποφασίζει όπως επιβάλει στο σταθμό το διοικητικό πρόστιμο των £100 για κάθε μια από τις 45 παραβάσεις, ήτοι £4.500 ….».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο