Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Pharment Ltd (2011) 3 ΑΑΔ 1

(2011) 3 ΑΑΔ 1

[*1]10 Iανουαρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 67/2008)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

 

ν.

PHARMENT LTD,

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 68/2008)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

v.

PHARMENT LTD,

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.

[*2]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 70/2009)

1.           ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧH ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

2.           ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

   ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ                     ΥΓΕΙΑΣ,

Εφεσείουσες - Καθ’ ων η αίτηση,

v.

PHARMNET LTD,

Εφεσίβλητης - Αιτήτριας.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 67/2008, 68/2008, 70/2009)

 

Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ― Απόφαση επί της ενώπιόν της ιεραρχικής προσφυγής ― Προθεσμία έκδοσης απόφασης ― Εκδίδεται εντός 30 ημερών από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής, αλλά η προθεσμία αυτή δεν είναι ανατρεπτική και δεν συνεπάγεται ακυρότητα ― Ερμηνεία του Άρθρου 56(12) του περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου αρ. 101(Ι)/2003 και εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση, υπό το φως και του Άρθρου 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση προσφοροδότη, ο οποίος ανεπιφύλακτα υπέβαλε προσφορά, αλλά αμφισβήτησε στη συνέχεια όρο του διαγωνισμού.

Προσφορές ― Άρθρο 56(10)(γ) του περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμου αρ. 101(Ι)/2003 ― Ερμηνεία και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Η Δημοκρατία επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή των εφεσιβλήτων.

[*3]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 56(12) του Ν.101(Ι)/2003 προνοεί ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών εκδίδεται το αργότερο σε τριάντα μέρες από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής.  Η προθεσμία των 30 ημερών είναι ενδεικτική. Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών είναι ανατρεπτική, ότι δηλαδή συνεπάγεται ακυρότητα της διοικητικής πράξης, η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της. Ούτε και το διάστημα μετά την εκπνοή της προθεσμίας μέχρι την έκδοση της απόφασης ήταν εδώ υπέρμετρο, ώστε να επέδρασε ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης (Άρθρο 11 του Περί των Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99).  Η Οδηγία 89/665 προβλέπει για τη λήψη μέτρων, τα οποία να εξασφαλίζουν όσο το δυνατό ταχύτερες προσφυγές. Ο Νόμος σε εναρμόνιση αυτής της απαίτησης προέβλεπε για έκδοση απόφασης εντός τριάντα ημερών, θέτοντας έτσι το πλαίσιο για ταχύτερες διαδικασίες. Δεν κατέστησε όμως την πιο πάνω προθεσμία ανατρεπτική.

2.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείουσες προσβάλλουν το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Οι Εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, εφόσον η εφεσίβλητη είχε υποβάλει την προσφορά της και είχε ανεπιφύλακτα αποδεχτεί τους όρους του διαγωνισμού, κωλύεται από του να εγείρει ισχυρισμό περί παρανομίας του όρου 6 των εγγράφων προσφοράς.  Η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή εναντίον του εν λόγω όρου, με βάση το Άρθρο 56(10)(γ) του νόμου, και εφόσον παρέλειψε να το πράξει, δεν μπορεί τώρα να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό.  Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Η Εφεσίβλητη είχε υποβάλει ένσταση εναντίον του σχετικού όρου, η οποία απορρίφθηκε. Το γεγονός ότι μετά την απόρριψη της ένστασής της, η Εφεσίβλητη υπέβαλε την προσφορά της, χωρίς να υποβάλει οποιαδήποτε διαμαρτυρία, της στερεί το δικαίωμα να προβάλει ισχυρισμό, μετά την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, για παρανομία του όρου.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181,

P & R Final Formation Ltd v. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά. (2009) 3 [*4]Α.Α.Δ. 482,

Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τις εφεσείουσες εναντίον των αποφάσεων Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υποθέσεις Aρ. 319/07 και 3/08), ημερ. 7/4/08 και 26/3/09 αντίστοιχα.

M. Θεοκλήτου (κα), για την Εφεσείουσα στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 67/08 και 68/08.

Αχ. Δημητριάδης και Ν. Ιακώβου (κα), για την Εφεσίβλητη στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 67/08 και 68/08.

Α. Πανταζή (κα), για την Εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 70/09.

Αχ. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 70/09.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Π..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η Εφεσίβλητη είχε καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αναθέτουσας Αρχής για κατακύρωση της προσφοράς για την προμήθεια διφωσφονικών φαρμάκων στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή, και η Εφεσίβλητη καταχώρησε στη συνέχεια προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε τη διοικητική απόφαση, καθότι έκρινε ότι η προθεσμία των 30 ημερών που προβλέπεται στον περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμο, Ν.101(Ι)/2003, είναι ανατρεπτική, και, επομένως, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, η οποία είχε εκδοθεί μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας, ήταν άκυρη.

Οι Εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών που αναφέρεται στον νόμο είναι ενδεικτική, καθότι δεν καθορίζεται από τον ίδιο τον νόμο ως ανατρεπτική.

[*5]Το Άρθρο 56(12) του Νόμου προνοεί ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών εκδίδεται το αργότερο σε τριάντα μέρες από την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε ότι η προθεσμία δεν καθορίζεται ρητά στο σχετικό άρθρο ως ανατρεπτική, αλλά ότι εξάγεται εύλογα αυτό το συμπέρασμα.  Ανέφερε δε ότι, δεδομένου ότι ο νόμος εκδόθηκε στα πλαίσια εναρμόνισης με την Κοινοτική Οδηγία 89/665, που προνοεί για τη λήψη μέτρων για την άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατό ταχυτέρων προσφυγών κατά αποφάσεων αναθετουσών αρχών, η προθεσμία που αναφέρεται είναι συνεπώς ανατρεπτική και δεσμευτική για τις Εφεσείουσες.

Κρίνουμε ότι ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Θεωρούμε ότι η προθεσμία των 30 ημερών είναι ενδεικτική.  Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η προθεσμία των τριάντα ημερών είναι ανατρεπτική, ότι δηλαδή συνεπάγεται ακυρότητα της διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της.  Ούτε και το διάστημα μετά την εκπνοή της προθεσμίας μέχρι την έκδοση της απόφασης ήταν υπέρμετρο, ώστε να επέδρασε ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης (Άρθρο 11 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99).  Δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο Νόμος ο οποίος εναρμόνισε την Οδηγία 89/665 καθορίζει ασφυκτικά χρονικά περιθώρια για έκδοση της απόφασης.  Η Οδηγία 89/665 προβλέπει για τη λήψη μέτρων, τα οποία να εξασφαλίζουν όσο το δυνατό ταχύτερες προσφυγές. Ο Νόμος σε εναρμόνιση αυτής της απαίτησης προέβλεπε για έκδοση απόφασης εντός τριάντα ημερών, θέτοντας έτσι το πλαίσιο για ταχύτερες διαδικασίες.  Δεν θεωρούμε όμως ότι κατέστησε και την πιο πάνω προθεσμία ανατρεπτική.

Η μη τήρηση των χρονικών προθεσμιών από τη διοίκηση, δεν έχει τις ίδιες συνέπειες όπως στην περίπτωση του διοικούμενου.  Η μη τήρηση από το διοικούμενο οδηγεί σε στέρηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του, ενώ η μη τήρηση από τη διοίκηση δεν επιφέρει αυτόματα ακυρότητα της απόφασης (Tingiridou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1181).

Στις P & R Final Formation Ltd v. Εφοριακού Συμβουλίου κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 482, οι Εφεσείοντες είχαν προβάλει ότι υπήρχε υπέρβαση της προθεσμίας που έτασσε ο νόμος*.  Η Ολομέλεια [*6]αποφάσισε ότι:

«Όπως ορίζεται ρητά από το Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής απόφασης, είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο σχετικός Νόμος δεν ορίζει ότι η προθεσμία του 1 χρόνου είναι ανατρεπτική ή ότι παραβίαση της πρόνοιας του Άρθρου 20Α(6) του Νόμου 4/78, επιφέρει ακυρότητα της απόφασης του Συμβουλίου.  Συμφωνούμε απόλυτα με τη διαπίστωση του συναδέλφου μας πρωτοδίκως, ότι το διάστημα των πέντε μηνών που πέρασαν από τη λήξη της προθεσμίας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν ούτε υπέρμετρο ούτε βέβαια επέδρασε ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της απόφασης, ώστε να ενέπιπτε στο δεύτερο σκέλος του Άρθρου 11 του Νόμου 158(Ι)/99

Ο ενδεικτικός χαρακτήρας των διοικητικών προθεσμιών επιβεβαιώνεται και από το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 105:

«Εις την άσκησιν των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων τίθενται ενίοτε χρονικοί περιορισμοί, τασσομένης προθεσμίας εντός της οποίας δέον αύται ν’ ασκώνται.  Εις ας περιπτώσεις η εν λόγω προθεσμία καθιερούται εν τω νόμω ως ανατρεπτική, η αρμοδιότης του οργάνου παύει, άμα τη συμπληρώσει της: 454(37), 895(59).  Κατά κανόνα όμως, αι εν τοις διοικητικοίς νόμοις προβλεπόμεναι προθεσμίαι θεωρούνται ενδεικτικαί, εφ’ όσον ρητώς δεν ορίζονται ως ανατρεπτικαί.»

Επιτρέποντας τον πρώτο λόγο έφεσης, θα προχωρήσουμε στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείουσες προσβάλλουν το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.  Οι Εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, εφόσον η εφεσίβλητη είχε υποβάλει την προσφορά της και είχε ανεπιφύλακτα αποδεχτεί τους όρους του διαγωνισμού, κωλύεται από του να εγείρει ισχυρισμό περί παρανομίας του όρου 6 των εγγράφων προσφοράς.

Η Εφεσίβλητη, με επιστολή της ημερομηνίας 28.2.2006 προς την αναθέτουσα αρχή, υπέβαλε ένσταση αναφορικά με την νομιμότητα [*7]του όρου. Η αναθέτουσα αρχή με απάντησή της ημερ. 28.7.2006 απέρριψε τη σχετική ένσταση.  Στη συνέχεια, η Εφεσίβλητη υπέβαλε προσφορά και υπέγραψε τη Δήλωση Συμμόρφωσης Προσφέροντος, με την οποία αποδεχόταν ανεπιφύλακτα όλους τους όρους και πρόνοιες των εγγράφων του διαγωνισμού.  Με την προσφυγή που είχαν καταχωρήσει, ζητούσε ακύρωση της κατακύρωσης της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος αντί στην ίδια.

Οι Εφεσείουσες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή εναντίον του εν λόγω όρου, με βάση το Άρθρο 56(10)(γ) του νόμου, και εφόσον παρέλειψε να το πράξει, δεν μπορεί τώρα να εγείρει τέτοιο ισχυρισμό.

Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Διαφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν μπορεί να ισχύει στην παρούσα υπόθεση το δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας.  Η Εφεσίβλητη είχε υποβάλει ένσταση εναντίον του σχετικού όρου, η οποία απορρίφθηκε.  Το γεγονός ότι μετά την απόρριψη της ένστασής της, η Εφεσίβλητη υπέβαλε την προσφορά της χωρίς να υποβάλει οποιαδήποτε διαμαρτυρία της, στερεί το δικαίωμα να προβάλει, μετά την κατακύρωση της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος, παρανομία του όρου.  Στην Δημοκρατία v. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406, αναφέρονται τα ακόλουθα επί του προκειμένου.

«Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να  προβάλει μετ’ εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών.  Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία, δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας.  Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει:  βλ. την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, όπως και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ v. Δήμου Λάρνακας κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 345.  Σε σχέση, πιο συγκεκριμένα, με το υπό αναφορά ζήτημα, η Ολομέλεια πρόσφατα στην Αναστασίου v. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 339, επιδοκίμασε την ακόλουθη υπόμνηση στην οποία είχε προβεί ο Κωνσταντινίδης Δ. στην Αναστασίου v. K.O.T. (1996) 4(Δ) Α.Α.Δ. 2440:

«Όχι μόνο η προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακυρότητας [*8]πρέπει να προβάλλονται «μετ’ εννόμου συμφέροντος» για να είναι παραδεκτοί.»»

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €3.500 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσειουσών και εναντίον της Εφεσίβλητης, τόσο πρωτοδίκως όσο και στην έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

* Άρθρο 20Α(6) του Περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν. 4/78):  Η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό και η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου εκδίδεται το αργότερο σε ένα χρόνο από την υποβολή της.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο