Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3 ΑΑΔ 20

(2011) 3 ΑΑΔ 20

[*20]21 Ιανουαρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

Ζ.Μ.,

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 193/2007)

 

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Προϋποθέσεις ― Οι προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής του αλλοδαπού στη Δημοκρατία, όπως προβλέπονται στον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 (Ν.141(Ι)/2002) ― Το ζήτημα του κατά πόσο παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία καθίσταται νόμιμη, εκ του γεγονότος ότι, μεταγενέστερα εγκρίνεται αίτημα προσωρινής διαμονής του αλλοδαπού.

Η Δημοκρατία αμφισβήτησε με την έφεσή της, την ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση απόρριψης αιτήματος του εφεσίβλητου για πολιτογράφηση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Το ζήτημα το οποίο εγείρεται, είναι κατά πόσο παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία καθίσταται νόμιμη, εκ του γεγονότος ότι, μεταγενέστερα, εγκρίνεται αίτημα προσωρινής διαμονής.

Ο εφεσίβλητος στην παρούσα υπόθεση, καίτοι εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για πολιτογράφηση διέμενε νόμιμα, δεν πληρούσε την προβλεπόμενη για την περίπτωσή του - διέμενε στη Δημοκρατία για σκοπούς εργοδότησης - επταετή νόμιμη διαμονή. Τα διαστήματα της παράνομης διαμονής του δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Οι μετέπειτα παρατάσεις της προ[*21]σωρινής άδειας παραμονής του, δε νομιμοποιούν την προηγούμενη παράνομη διαμονή του.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18,

Araya v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2097/06, ημερ. 7/2/2008.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1668/06), ημερ. 27/11/07.

Λ. Χριστοδουλίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Λοϊζίδου (κα), με Ε. Προδρόμου (κα), για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης αδελφού μας Δικαστή στην Προσφυγή Αρ. 1668/06, που καταχώρισε ο εφεσίβλητος εναντίον της απόφασης της Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 27/6/2006, με την οποία αίτημά του για πολιτογράφηση απορρίφθηκε. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση ακυρώθηκε, γιατί λήφθηκε μετά από εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου.

Ο εφεσίβλητος, ο οποίος είναι Σέρβος υπήκοος, ήλθε στην Κύπρο στις 16/5/1995 και διέμενε νόμιμα, για σκοπούς εργοδότησής του, μέχρι 30/5/1998.  Ακολούθως, συνέχισε να διαμένει παράνομα.  Στις 29/5/2002, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση στον ίδιο και την οικογένειά του προσωρινής άδειας παραμονής, με σκοπό την ολοκλήρωση ιατρικής θεραπείας του υιού του, η οποία του παραχωρήθηκε μέχρι 12/11/2004.  Στο μεταξύ, στις 4/6/2004, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, η οποία απορρίφθηκε, για το λόγο ότι δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες από [*22]τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002, (Ν.141(Ι)/2002), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), προϋποθέσεις.

Πρωτοδίκως ένσταση των εφεσειόντων για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του εφεσίβλητου, επειδή αυτός μετά τις 12/11/2004 διέμενε παράνομα στην Κύπρο, απορρίφθηκε, για το λόγο ότι, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για πολιτογράφηση, διέμενε νόμιμα, η δε παράνομη διαμονή του δημιουργήθηκε από την καθυστέρηση των εφεσειόντων να απαντήσουν στο αίτημά του για πολιτογράφηση.  Κρίθηκε ότι, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε ότι αυτός αποτάθηκε για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής του που έληγε στις 12/11/2004 και οι αρμόδιοι λειτουργοί του ανέφεραν ότι, ενόψει του αιτήματός του για πολιτογράφηση, δε χρειαζόταν ανανέωση, δε στερείτο εννόμου συμφέροντος. 

Ως προς την ουσία της προσφυγής, ο αδελφός μας Δικαστής, καίτοι επεσήμανε ότι η προβλεπόμενη στο Άρθρο 111 του Νόμου διαμονή είναι αυτονόητο ότι πρέπει να είναι νόμιμη, κατέληξε ότι, στην περίπτωση του εφεσίβλητου, τα διαστήματα της παράνομης διαμονής του, δεδομένης της νόμιμης εισόδου του, της κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για πολιτογράφηση νόμιμης διαμονής του και των μεταγενέστερα των παράνομων διαμονών του παρατάσεων της προσωρινής άδειας παραμονής του, μπορούσαν να συνυπολογιστούν, οπότε η συνολική διαμονή του ικανοποιούσε το κριτήριο της διαμονής στη Δημοκρατία για τουλάχιστο επτά έτη.  Οι μεταγενέστερες παρατάσεις, ουσιαστικά, μετέτρεψαν την παράνομη διαμονή του σε νόμιμη. 

Με τους λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης στο σύνολό της.  Υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, με αναφορά σε νομολογία, ότι παράνομη διαμονή δεν μπορεί, εκ των υστέρων, να καταστεί νόμιμη, γιατί αυτό, ουσιαστικά, θα σήμαινε αναδρομική παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής.

Η συνήγορος του εφεσίβλητου, χωρίς να αμφισβητεί ότι η περίοδος διαμονής του, για την οποία εκδόθηκαν άδειες προσωρινής παραμονής ήταν μόνο τρία χρόνια, δύο μήνες και εικοσιπέντε μέρες, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Με κάθε εκτίμηση προς τον αδελφό μας Δικαστή, δε συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις του, τόσο σε σχέση με την προδικαστική ένσταση όσο και σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης.  Από το διοικητικό φάκελο, δεν προκύπτει ο εφεσίβλητος να αποτάθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμο[*23]νής του η οποία έληγε στις 12/11/2004 και οι εφεσείοντες να του ανέφεραν ότι αυτό δε χρειαζόταν.  Εν πάση, όμως, περιπτώσει, το ζήτημα το οποίο εγείρεται είναι κατά πόσο παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία καθίσταται νόμιμη εκ του γεγονότος ότι, μεταγενέστερα, εγκρίνεται αίτημα προσωρινής διαμονής.

Μεταξύ των προσόντων για πολιτογράφηση, σύμφωνα με τον Τρίτο Πίνακα - (Άρθρο 111 του Νόμου) - είναι και τα εξής:-

«(α)  Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

(β)  κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:

Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενα τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης τους η διαμονή τους να είναι συνεχής.

(γ)  είναι καλού χαρακτήρα, ...»

Παρόμοιο ζήτημα με αυτό που εδώ εγείρεται εξετάστηκε στη Yousife Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, στην οποία, με αναφορά στη δεύτερη επιφύλαξη* του Άρθρου 110(2) του Νόμου, αναφέρθηκαν τα εξής:-

«Έχει τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορό του ότι ο εφεσείων από τη μια δεν εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, ενώ, από την άλλη, δεν παρέμενε παράνομα κατά το χρόνο υποβολής της [*24]αίτησής του.  Υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη επιφύλαξη ισχύει για πρόσωπα που είτε εισήλθαν παρανόμως στη Δημοκρατία, είτε ήταν παράνομοι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

Δεν συμφωνούμε με την τοποθέτηση αυτή.  Η συγκεκριμένη επιφύλαξη είναι διατυπωμένη με πολύ ευρύ τρόπο και καλύπτει περιπτώσεις τόσο παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία, όσο και παράνομης παραμονής στο παρελθόν, έστω κι’ αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση είχε νόμιμη παραμονή.»

Επίσης, στην Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 2097/06, ημερ. 7/2/08, αναφέρθηκαν τα εξής:-

«Η Αιτήτρια δεν είχε ποτέ την απαραίτητη πενταετή νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησής της, όπως απαιτείται στην εν λόγω Οδηγία εφόσον με τη λήξη της άδειας παραμονής της την 9.7.2002 η περαιτέρω παραμονή της στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη μέχρι την παραχώρηση νέας άδειας προσωρινής παραμονής την 30.6.2004.  Το διάστημα εκείνο λοιπόν διέκοπτε τη νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή της στη Δημοκρατία για τα απαιτούμενα στην Οδηγία πέντε τελευταία χρόνια αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης.»

Ο εφεσίβλητος στην παρούσα υπόθεση, καίτοι εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για πολιτογράφηση διέμενε νόμιμα, δεν πληρούσε την προβλεπόμενη για την περίπτωσή του - διέμενε στη Δημοκρατία για σκοπούς εργοδότησης - επταετή νόμιμη διαμονή.  Τα διαστήματα της παράνομης διαμονής του δεν μπορούν να προσμετρήσουν.  Οι μετέπειτα παρατάσεις της προσωρινής άδειας παραμονής του δε νομιμοποιούν την προηγούμενη παράνομη διαμονή του.

Η έφεση επιτυγχάνει, με €1.500,00 έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

* «Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.»


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο