Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αναξαγόρα Λιασή (Λιασίδη) προσωπικά και ως πληρεξούσιου αντιπροσώπου των Χρίστου Α. Λιασή και Άλλων (2011) 3 ΑΑΔ 25

(2011) 3 ΑΑΔ 25

[*25]24 Ιανουαρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ

2.  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

ν.

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ ΛΙΑΣΗ (ΛΙΑΣΙΔΗ) ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ

ΚΑΙ ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΩΝ

1.  ΧΡΙΣΤΟΥ Α. ΛΙΑΣΗ,

2.  ΗΛΙΑ Α. ΛΙΑΣΗ,

3.  ΑΝΔΡΟΥΛΑΣ Α. ΛΙΑΣΗ,

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/2008)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Σημείο εκκίνησής της ― Η περίπτωση της απόρριψης ενστάσεων κατά του καθορισμού πολεοδομικών ζωνών με Δήλωση Πολιτικής ― Εφαρμογή των πορισμάτων της δεσμευτικής νομολογίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκαν βάσιμοι οι λόγοι στην εξετασθείσα υπόθεση.

Η Δημοκρατία επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόρριψη των ενστάσεων του εφεσίβλητου κατά των προνοιών της επίδικης Δήλωσης Πολιτικής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο θέμα του εκπρόθεσμου της προσφυγής. Η Δημοκρατία επέμεινε στην προώθησή του, παρά την [*26]ύπαρξη της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αντώνης Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας, Υπόθ. Αρ. 2078/2006, ημερ. 19/4/2010, στην οποία αποφασίστηκε ότι η έναρξη της προθεσμίας αρχίζει από την απάντηση της διοίκησης στην προβλεπόμενη από το νόμο ένσταση και όχι από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Τα όσα αποφασίστηκαν όμως από την Πλήρη Ολομέλεια στην προαναφερθείσα υπόθεση Αντώνης Παπαντωνίου, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα.  Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

2.  Ο πρωτόδικος  δικαστής καταλήγοντας ότι δεν διεξήχθη εν προκειμένω η δέουσα έρευνα και ότι δεν υπάρχει η δέουσα αιτιολογία, ανάφερε ότι ο διοικητικός φάκελος δεν περιέχει στοιχεία που να δείχνουν το αντίθετο, διαπίστωση που κρίνεται ορθή.  Επομένως απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Υπόθ. Αρ. 1691/2005, ημερ. 12/3/2007,

Ioannis Georgiou Piggery Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1589/2005, ημερ. 18/9/07,

Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 122,

Καψάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1254/2006, ημερ. 4/3/2008.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1296/06), ημερ. 19/12/07.

Αρ. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση.

Αντ. Τόκας, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα [*27]δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης αδελφού Δικαστή που εκδόθηκε στις 19/12/2007 με την οποία έκανε δεκτή την προσφυγή του εφεσίβλητου αρ. 1296/2006 και ακύρωσε την απόφαση της εφεσείουσας, σύμφωνα με την οποία οι ενστάσεις του εφεσίβλητου/αιτητή κατά των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής απορρίφθηκαν. 

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Στις 29/11/2002 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 34Α(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72 όπως τροποποιήθηκε), η Γνωστοποίηση αρ. 113, για την αναθεώρηση των Πολεοδομικών Ζωνών Χωροταξικής Περιοχής «Χ», η οποία περιλάμβανε και την κοινότητα Πισσουρίου της Επαρχίας Λεμεσού.  Ο εφεσίβλητος/αιτητής ο οποίος ήταν τότε ιδιοκτήτης των τεμ. 124 και 167 του Φ/Σχ. LVII/13, υπέβαλε εμπρόθεσμα ενστάσεις, την υπ’ αρ. 18/2002 σε σχέση με το πρώτο τεμάχιο και την υπ’ αρ. 19/2002 σε σχέση με το δεύτερο.  Ήταν η θέση του ότι θα έπρεπε και τα δυο να εντάσσονταν στην οικιστική Ζώνη.  Το τεμ. 124 το οποίο εφάπτεται της Οικιστικής Ζώνης Η6, παρέμεινε υπό το ίδιο όπως και πριν καθεστώς, στη Γεωργική Ζώνη Γ3 (0.10:1), το δε τεμ. 167, το οποίο πριν από τη δημοσίευση ήταν στην Γεωργική Ζώνη με Περιορισμό Ανάπτυξης Προστατευμένου Τοπίου (Γκρεμμός) Ζ3, εντάχθηκε εξ’ολοκλήρου στη Ζώνη 3 Προστατευμένο Τοπίο ΠΤ.

Τις ενστάσεις του εφεσίβλητου (όπως και πολλών άλλων επηρεαζομένων ιδιοκτητών), τις μελέτησε η αρμόδια Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων (ΕΜΕ).  Η μελέτη διεξήχθη υπό το φως της Έκθεσης του Υπουργού Εσωτερικών η οποία είχε ετοιμαστεί για την αναθεώρηση της Δήλωσης Πολιτικής, σύμφωνα με το Άρθρο 34Α(5) του Νόμου και είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1/12/2000 με την Γνωστοποίηση Αρ. 955.  Η Επιτροπή υπέβαλε στις 24/3/2005 τις ακόλουθες εισηγήσεις:

«Τεμ. 124.

Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά ανώμαλη μορφολογία του εδάφους στην περιοχή όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία για την οποία γίνεται η ένσταση καθώς και ότι αυτή δεν αποτελεί φυσική συνέχεια της εφαπτόμενης Οικιστικής Ζώνη Η6, η ΕΜΕ συστήνει απόρριψη της ένστασης αυτής.

 

[*28]Τεμ. 167

Λαμβάνοντας υπόψη την ομαλή τοπογραφία μεγάλου τμήματος της περιοχής που περιλαμβάνεται στη Ζώνη Ζ3, καθώς και το γεγονός ότι το εν λόγω τμήμα αποτελεί φυσική συνέχεια της παρακείμενης Ζώνης Γ3, η ΕΜΕ συστήνει την μετατροπή του από Ζ3 σε Γ3, όπως φαίνεται στο συνημμένο σχέδιο. (Μερική αποδοχή)».

Ο Υπουργός Εσωτερικών αποδέχθηκε τις εισηγήσεις που υπέβαλε η Επιτροπή και κατ’ ακολουθία παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο σχετική Πρόταση ημερ. 21/3/2006.

Σε συνεδρία ημερ. 30/3/2006 το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε την Απόφαση Αρ. 63.590 με την οποία, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 34Α(11) του Νόμου, ενέκρινε τα σχέδια των πολεοδομικών ζωνών όπως είχαν διαμορφωθεί με τις εισηγήσεις επί των ενστάσεων και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στη δημοσίευση Γνωστοποίησης σύμφωνα με το Άρθρο 34Α(12).  Στις 14/4/2006 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η Γνωστοποίηση Αρ. 385, αναφορικά με το θέμα.  Αργότερα με επιστολή ημερ. 5/5/2006 το Υπουργείο Εσωτερικών πληροφόρησε τον εφεσίβλητο για τη δημοσίευση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και πιο συγκεκριμένα για τις απαντήσεις επί των ενστάσεων, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 17/7/2006.

Η προσφυγή αφορούσε αρχικά και στα δυο προαναφερόμενα τεμάχια αλλά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ο εφεσίβλητος απέσυρε την προσφυγή σχετικά με το τεμ. 167, αποδεχόμενος ότι δεν διατηρεί έννομο συμφέρον και έτσι απέμειναν για εξέταση μόνο τα ζητήματα τα οποία είχαν τεθεί σε σχέση με το τεμ. 124.

Η εφεσείουσα ήγειρε πρωτόδικα ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη γιατί, κατά την εισήγηση της, ο χρόνος των 75 ημερών άρχισε να τρέχει από τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης (14/4/2006) η οποία σε τέτοιες διαδικασίες προορίζεται από το νομοθέτη να φέρει σε γνώση όλων των ενδιαφερομένων το αποτέλεσμα.  Επικαλέστηκε την απόφαση στην Γεώργιος Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Υπόθ. Αρ. 1691/2005, ημερ. 12/3/2007 (Νικολαΐδης Δ.) στην οποία κάτω από όμοιες περιστάσεις κρίθηκε ότι εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας ήταν η δημοσίευση της Γνωστοποίησης και όχι η απάντηση στις ενστάσεις.  Κατά τις διευκρινίσεις η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας έφερε σε γνώση του Δικαστηρίου και την πρόσφατη τότε απόφαση στην υπόθεση Ioannis Georgiou Piggery Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. [*29]1589/2005, ημερ. 18/9/07 (Κωνσταντινίδης Δ.) όπου σε αίτηση για πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση γνωστοποιήθηκε το αποτέλεσμα με επιστολή αφού προηγουμένως δημοσιεύτηκε σχετική γνωστοποίηση.  Αφού το Δικαστήριο προέβη σε ανασκόπηση της νομολογίας, συμπεριλαμβανομένης και της Αλεξάνδρου (πιο πάνω), κατέληξε ότι η προθεσμία άρχισε από τη συγκεκριμένη πληροφόρηση την οποία οι αιτητές εύλογα ανέμεναν από τη διοίκηση και όχι από την προγενέστερη δημοσίευση.

Ο αδελφός Δικαστής δέχθηκε την εισήγηση της πλευράς του εφεσίβλητου ότι η ανατρεπτική προθεσμία αρχίζει από την απάντηση στις ενστάσεις και θεώρησε εμπρόθεσμη την προσφυγή. 

Αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης η πλευρά του εφεσίβλητου προώθησε βασικά δυο λόγους ακυρότητας τους εξής:  (α) ότι η Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων ήταν όργανο άγνωστο στο νόμο και επομένως αναρμοδίως έλαβε μέρος στη διαδικασία και (β) ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα. Ο αδελφός Δικαστής απέρριψε τον πρώτο λόγο αλλά δέχθηκε το δεύτερο και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση αναφέροντας σχετικά τα ακόλουθα:

«Υπάρχει όμως πρόβλημα σ’ ότι αφορά την ουσία.  Ο διοικητικός φάκελος δεν περιέχει στοιχεία που να δείχνουν ότι η υπό αναφορά περίπτωση διερευνήθηκε σφαιρικά και σε βάθος, ούτε εκτίθενται προς υποστήριξη της απόφασης λόγοι οι οποίοι με τη λεπτομέρεια τους πραγματικά να εξηγούν γιατί το τεμάχιο 124 έπρεπε να αποκλειστεί από την οικιστική περιοχή όταν γεωγραφικά ανήκε σ’ αυτή». 

Η έφεση

Με δυο λόγους έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. 

Ο πρώτος λόγος αφορά στο θέμα του εκπρόθεσμου της προσφυγής.  Η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας επέμεινε ότι, παρά την ύπαρξη της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αντώνης Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 122 (που της υποδείχθηκε από την Ολομέλεια), στην οποία αποφασίστηκε ότι η έναρξη της προθεσμίας αρχίζει από την απάντηση της διοίκησης στην προβλεπόμενη από το νόμο ένσταση και όχι από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, προωθεί το λόγο αυτό γιατί, κατά την άποψη της, η παρούσα περίπτωση διακρίνεται.  Ήταν η θέση της ότι τα όσα αποφασίστηκαν στην εν λόγω υπόθεση αφορούσαν τον περί Αναγκα[*30]στικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (Ν. 15/62 ως έχει τροποποιηθεί) ενώ εδώ πρόκειται περί άλλου Νόμου, του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν.90/72 ως έχει τροποποιηθεί).  Επικαλέστηκε προς τούτο το Άρθρο 34Α του εν λόγω Νόμου και τις υποθέσεις Γεώργιος Αλεξάνδρου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (πιο πάνω) και Αναστάσιος Καψάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας Υπόθ. Αρ. 1254/2006, ημερ. 4/3/2008 (Νικολαΐδης, Δ).

Οι σχετικές πρόνοιες στο Άρθρο 34Α του Ν. 90/72 που διέπουν το δικαίωμα ένστασης και την επακόλουθη διαδικασία, είναι αυτές των εδαφίων (9),(10), (11), και (12), που έχουν ως ακολούθως:

«(9)  Μέσα σε προθεσμία οκτώ μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας μπορούν να υποβληθούν γραπτώς στον Υπουργό αιτιολογημένες ενστάσεις βασιζόμενες σε συγκεκριμένους λόγους.

(10)  Μετά την πάροδο της οριζόμενης στο εδάφιο (9) προθεσμίας, ο Υπουργός εξετάζει το ταχύτερο τις ενστάσεις και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη Δήλωση Πολιτικής και τις ενστάσεις αυτές μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις.

(11)  Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία είτε να επικυρώσει τη Δήλωση Πολιτικής ως έχει είτε να επιφέρει σ’ αυτή τις κατά την κρίση του αναγκαίες τροποποιήσεις.

(12)  Αντίγραφο της Δήλωσης Πολιτικής όπως αυτή εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο κατατίθεται στο Γραφείο του Επάρχου και το Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας και Οικήσεως της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η περιλαμβανόμενη Δήλωση Πολιτικής περιοχή σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ή και με άλλο τρόπο που θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο.»

Παρόμοια πρόνοια ήταν και αυτή του προαναφερθέντος περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 που ενώ παρείχε το δικαίωμα ένστασης, δεν περιείχε ρητή πρόνοια για απάντηση επί της ένστασης. Στην Αντώνης Παπαντωνίου, πιο πάνω, αφού έγινε ανασκόπηση προηγούμενης νομολογίας επί του θέματος, με διϊστάμενες μάλιστα πρωτόδικες αποφάσεις, αποφασίστηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια σχετικά τα ακόλουθα:

«Εξετάσαμε τα δεδομένα και καταλήγουμε πως, στη βάση της [*31]νομολογίας μας, η κατά το Νόμο υποβολή ένστασης επέβαλλε καθήκον εξέτασης και απάντησης επί αυτής.  Έχουμε και εδώ ειδοποίηση γι’ αυτό το δικαίωμα, μάλιστα επιβαλλόμενη από το Νόμο αλλά θεωρούμε πως η αρχή είναι ευρύτερη.  Η συνάρτησή της προς το Άρθρο 29 του Συντάγματος είναι σημαντική.  Δημιουργείται προσδοκία απάντησης προσωπικής και η υποχρέωση γι’ αυτή δεν μπορεί να παρακαμφθεί ώστε η μη συμμόρφωση της διοίκησης να προκαλεί έννομα αποτελέσματα σε βάρος του πολίτη.  Σε τέτοια περίπτωση, όπως έχει νομολογηθεί, η δημοσίευση δεν είναι επαρκής με την έννοια του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.  Εναρκτήριο σημείο πρέπει να είναι η ημερομηνία της προσωπικής ειδοποίησης την οποία άνετα θα μπορούσε να δώσει η διοίκηση.  Η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και, κατά την καθιερωμένη πρακτική, θα εξετάσουμε την ουσία.»

Μελετήσαμε τις πιο πάνω εισηγήσεις της δικηγόρου της εφεσείουσας και έχουμε καταλήξει ότι τα όσα αποφασίστηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια στην προαναφερθείσα υπόθεση Αντώνης Παπαντωνίου, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα.  Εφόσον λοιπόν ο εφεσίβλητος πήρε απάντηση επί της ένστασης του με την επιστολή της 5/5/2006, η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 17/7/2006 είναι εμπρόθεσμη.  Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «ο διοικητικός φάκελος δεν περιέχει στοιχεία που να δείχνουν ότι η υπό αναφορά περίπτωση διερευνήθηκε σφαιρικά και σε βάθος, ούτε εκτίθενται προς υποστήριξη της απόφασης λόγοι οι οποίοι με τη λεπτομέρεια τους πραγματικά να εξηγούν γιατί το τεμάχιο 124 έπρεπε να αποκλειστεί από την οικιστική περιοχή όταν γεωγραφικά ανήκε σ’ αυτήν», είναι νομικά εσφαλμένο.  Είναι η εισήγηση της ευπαιδεύτου δικηγόρου για την εφεσείουσα ότι υπάρχει αιτιολογία στο Παράρτημα 8 της Ένστασης και ειδικότερα στις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:

«Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετικά ανώμαλη μορφολογία του εδάφους στην περιοχή όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία για την οποία γίνεται η ένσταση καθώς και ότι αυτή δεν αποτελεί φυσική συνέχεια της εφαπτόμενης Οικιστικής Ζώνη Η6, η ΕΜΕ συστήνει απόρριψη της ένστασης αυτής.»

Προσέχουμε δηλαδή ότι η πλευρά της εφεσείουσας δίνει έμφαση στο ότι η διοίκηση αποφάσισε ότι η μορφολογία του εδάφους στην περιοχή είναι ανώμαλη και ότι αυτή δεν αποτελεί φυσική συνέχεια [*32]της εφαπτόμενης οικιστικής ζώνης.  Επισημαίνει όμως και η πλευρά του εφεσίβλητου ότι η θέση αυτή αμφισβητήθηκε πρωτόδικα.

Ο αδελφός δικαστής καταλήγοντας ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα και ότι δεν υπάρχει η δέουσα αιτιολογία, ανάφερε ότι ο διοικητικός φάκελος δεν περιέχει στοιχεία που να δείχνουν το αντίθετο.  Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία κατατέθηκαν τρεις διοικητικοί φάκελοι και ότι κατά την ενώπιον μας διαδικασία, πέραν της γενικής αναφοράς στο παράρτημα 8 της Ένστασης, δεν έχει υποδειχθεί ποιά στοιχεία από τους εν λόγους φακέλους ικανοποιούν την απαίτηση της νομολογίας περί δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, καταλήγουμε ότι ορθά ο συνάδελφος πρωτόδικα κατάληξε στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το Παράρτημα 8 (επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με θέμα «Ενστάσεις εναντίον των προνοιών των Πολεοδομικών Ζωνών της Δήλωσης Πολιτικής που αφορούν τις κοινότητες της επαρχίας Λεμεσού, οι οποίες εμπίπτουν στην Χωροταξική Περιοχή Χ» δεν βρίσκουμε πώς δείχνει ότι έγινε η δέουσα έρευνα για το συγκεκριμένο τεμάχιο.

Επομένως απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.300 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο