Μιχαηλίδης Γιώργος Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33

(2011) 3 ΑΑΔ 33

[*33]24 Ιανουαρίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2008)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Κατάργηση δίκης ― Πότε επέρχεται ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Ο εφεσείων ζήτησε με την έφεσή του, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία κρίθηκε ότι η προσφυγή του έπρεπε να απορριφθεί, λόγω λήξης της χρονικής ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης (κατάργηση δίκης, διότι εξέλιπε το αντικείμενό της).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ορθά απορρίφθηκε η προσφυγή πρωτοδίκως, με την αιτιολογία ότι κατέστη άνευ αντικειμένου.  Αναφορικά με το πότε μια προσφυγή που χάνει το αντικείμενό της, είτε λόγω ανάκλησης της διοικητικής πράξης, είτε διότι έπαψε να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο, οδηγεί σε κατάργηση της δίκης, ούτως ώστε η υπόθεση να απορρίπτεται χωρίς την ανάγκη να εξεταστεί η ουσία της, αρκετά διαφωτιστική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973.  Η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε ανάκληση διοικητικής πράξης. Αναφορικά με διοικητικές πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, σχετική είναι η υπόθεση Αφρόκηπος Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281.

[*34]Στη παρούσα υπόθεση ο εφεσείων/αιτητής είχε άδεια οικοδομής που του εκδόθηκε στις 29/9/1999, αλλά αυτή έληγε στις 18/2/2002, δηλαδή πριν την 3/3/2006 που εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα. Οποιοσδήποτε επηρεασμός του εφεσείοντα για ανέγερση της κατοικίας του σύμφωνα με την εκδοθείσα άδεια οικοδομής, δεν επηρεάστηκε από το προσβαλλόμενο με την προσφυγή, αντικείμενο της έφεσης, διάταγμα, αλλά με προηγούμενα διατάγματα.

Εφόσον η προσφυγή δεν αφορά διατάγματα που ίσχυαν κατά το χρόνο που ίσχυε η άδεια οικοδομής, αλλά διάταγμα που εκδόθηκε σε χρόνο που δεν υπήρχε σε ισχύ τέτοια άδεια, ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η δίκη καταργήθηκε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973,

Αφρόκηπος Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281,

Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 826/06), ημερ. 29/1/08.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα - Αιτητή.

Μ. Χατζηγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους - Kαθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης αδελφού Δικαστή ημερ. 29/1/2008 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή 826/2006 με την οποία ο εφεσείων ζητούσε την ακύρωση του Διατάγματος που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Παράρτημα ΙΙΙ (Ι) ημερ. 3/3/2006 (Κ.Δ.Π. 90/2006), σύμφωνα με το οποίο η ακίνητη περιουσία του εφεσείοντα (Τεμάχιο [*35]182 του Φ/Σχ. ΧΧΧΙΧ.7.Ε.1, περιοχή Νήσου-Πέρα Χωρίου) τέθηκε εντός της Ζώνης 1ου βαθμού επικινδυνότητας στην οποία οποιαδήποτε οικοδομή, εργασία και δραστηριότητα τερματίζεται.

Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Ο εφεσείων είναι ο ιδιοκτήτης του πιο πάνω ακινήτου και στις 29/9/1999 εξασφάλισε την Άδεια Οικοδομής με αρ. 34029 για ανέγερση σ’ αυτό διώροφης κατοικίας, η οποία άδεια ίσχυε μέχρι 18/2/2002.

Στις 4/5/2001, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Κ.Δ.Π. 179/2001), Διάταγμα με το οποίο συγκεκριμένη περιοχή της κοινότητας Νήσου - Πέρα Χωρίου, στην οποία βρίσκεται και το ακίνητο του αιτητή, καθορίστηκε ως Λευκή Ζώνη.  Σκοπός του Διατάγματος, όπως στο ίδιο αναφέρεται, ήταν ο περιορισμός της οικοδομικής ανάπτυξης, λόγω της αστάθειας και του αυξημένου βαθμού επικινδυνότητας του εδάφους τοπικά.  Ο καθορισμός της συγκεκριμένης περιοχής ως Λευκής Ζώνης ήταν το αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας και επιστημονικής μελέτης, που έγινε το 2000 από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, αναφορικά με το φαινόμενο εμφάνισης καταβόθρων κατά μήκος της κοίτης του ποταμού Γιαλιά.

Μετά τη δημοσίευση του πρώτου Διατάγματος (Κ.Δ.Π. 179/2001) το θέμα των καταβόθρων στην κοινότητα Νήσου – Πέρα Χωρίου συνέχισε να απασχολεί όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, με τη διεξαγωγή λεπτομερών μελετών και την εξεύρεση λύσεων.  Σε διάφορες συσκέψεις στα γραφεία της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας και στο Υπουργείο Εσωτερικών, λήφθηκαν διάφορες αποφάσεις, όπως διαβάθμιση από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης της προβληματικής περιοχής της κοινότητας Νήσου – Πέρα Χωρίου σε Ζώνες 1ου και 2ου βαθμού επικινδυνότητας, απαγόρευση οικοδομικής ανάπτυξης στην περιοχή με επικινδυνότητα 1ου βαθμού, τροποποίηση από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως της δημοσιευμένης Λευκής Ζώνης, ώστε τα όρια της να συμπίπτουν με τα όρια της Ζώνης 1ου βαθμού επικινδυνότητας, ένταξη από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως σε Οικιστική Ζώνη έκτασης γης, ανάλογης με τη γη που θα αποχαρακτηρισθεί από Οικιστική, μέσα στα πλαίσια της μελέτης του Τοπικού Σχεδίου Νότιας Λευκωσίας.  Επίσης, τα όρια της Λευκής Ζώνης που είχαν δημοσιευθεί με την Κ.Δ.Π. 179/2001, τροποποιήθηκαν με Διάταγμα Αρ. 3580, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την 1/3/2002 και με ισχύ μέχρι τις 28/2/2003 – (Κ.Δ.Π. 104/2002).  Ακολούθησαν και άλλα διατάγματα, με τα οποία, ουσιαστικά, ανανεω[*36]νόταν ο καθορισμός της συγκεκριμένης περιοχής στη Νήσου – Πέρα Χωρίο ως Λευκής Ζώνης – (Κ.Δ.Π. 143/2004 με ισχύ μέχρι τις 28/2/2005, Κ.Δ.Π. 107/2005 με ισχύ μέχρι τις 28/2/2006 και Κ.Δ.Π. 90/2006 με ισχύ μέχρι τις 28/2/2007).

Με όλα τα πιο πάνω Διατάγματα, το τεμάχιο 182 του αιτητή εξακολουθούσε να βρίσκεται εντός της Ζώνης 1ου βαθμού επικινδυνότητας, στην οποία οποιαδήποτε οικοδομική εργασία και δραστηριότητα θα τερματιζόταν.

Με την προσφυγή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, ο αιτητής προσέβαλε το τελευταίο Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 90/2006) – ισχυριζόμενος ότι με αυτό επιβάλλεται περιορισμός στη χρήση της ακίνητης ιδιοκτησίας του, που την καθιστά, από άποψη οικιστικής οικοδόμησης, για την οποία εκδόθηκε μάλιστα και άδεια οικοδομής, αδρανή.  Η στέρηση, υπέβαλε, του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να επέλθει μόνο μέσω απαλλοτρίωσης και η περίπτωσή του, ουσιαστικά αποτελεί συγκαλυμμένη απαλλοτρίωση.  Ο περιορισμός που τέθηκε με το προσβαλλόμενο Διάταγμα εμποδίζει την εκμετάλλευση της περιουσίας του, σύμφωνα με ό,τι η ζώνη, στην οποία αυτή ενέπιπτε (οικιστική), επέτρεπε, έτσι ώστε να παραβιάζεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Από πλευράς των εφεσιβλήτων είχε υποστηριχθεί η νομιμότητα του διατάγματος και ότι δεν τίθεται θέμα στέρησης του δικαιώματος ιδιοκτησίας αφού πρόκειται για προσωρινό περιορισμό στη χρήση του ακινήτου που επιβλήθηκε λόγω της επικινδυνότητας από την αστάθεια του εδάφους.

Η συνάδελφος πρωτόδικα, αφού επανάνοιξε την υπόθεση ζήτησε να ακούσει τους δικηγόρους των διαδίκων στο κατά πόσο η δίκη, ενόψει του γεγονότος ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα στο μεταξύ εξέπνευσε, είχε καταργηθεί.  Αφού άκουσε τους δικηγόρους, τελικά κατέληξε στην απόφαση ότι η δίκη καταργήθηκε αφού το αντικείμενο της προσφυγής εξαφανίστηκε και έτσι απέρριψε την προσφυγή με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.  Συγκεκριμένα η δικαστής ανέφερε τα εξής:

«Στην παρούσα περίπτωση, το προσβαλλόμενο Διάταγμα έπαυσε αυτοδίκαια να ισχύει από 28/2/2007, πριν, δηλαδή, από την ολοκλήρωση της υπόθεσης. Το ερώτημα, επομένως, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο η προσφυγή κατέστη χωρίς αντικείμενο, λόγω έκλειψης του εννόμου συμφέροντος του αιτητή να την [*37]προωθήσει μετά την, από 28/2/2007, αυτοδίκαιη παύση της ισχύος του Διατάγματος.  Τούτο εξαρτάται από το κατά πόσο, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για τους καθ’ ων η αίτηση να πράξουν οτιδήποτε προς συμμόρφωση, ή να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή.  Είναι πρόδηλο εδώ ότι, σε τέτοια περίπτωση, δεν θα προκύπτει θέμα οι καθ’ ων η αίτηση να πράξουν οτιδήποτε προς συμμόρφωση, δηλαδή επαναφορά της κατάστασης που ίσχυε πριν από τη δημοσίευση του Διατάγματος, εφόσον, αυτό εξέπνευσε.  Ούτε θα έχουν να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή, όπως, παραδείγματος χάριν, αποζημίωσή του, εφόσον, κατά τη διάρκεια της ισχύος του Διατάγματος, η άδεια οικοδομής, την οποία αυτός εξασφάλισε, δεν βρισκόταν σε ισχύ.  Περαιτέρω, ο αιτητής δεν έχει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, καταδείξει, ούτε ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της ισχύος του προσβαλλόμενου Διατάγματος, προέκυψαν γι’ αυτόν ζημιογόνες συνέπειες.

Με την πιο πάνω διαπίστωση για κατάργηση της δίκης, η εξέταση των λόγων ακυρότητας που προβάλλονται είναι χωρίς σημασία.»

Η έφεση

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προωθεί τους εξής δυο λόγους έφεσης:

(α)   ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπάρχει κατάργηση της δίκης αφού, παρά τον τερματισμό του Διατάγματος, για την περίοδο που τούτο ίσχυσε επέφερε βλάβη στον αιτητή ούτως ώστε να είχε το δικαίωμα να προωθήσει την υπόθεση του με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος και στη συνέχεια τη διεκδίκηση αποζημιώσεων με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, και

(β)   ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης οι καθ’ ων η αίτηση/εφεσίβλητοι δεν θα έχουν υποχρέωση να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή αφού η άδεια οικοδομής δεν βρισκόταν σε ισχύ και γιατί ο αιτητής δεν έχει καταδείξει και ούτε ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της ισχύος του Διατάγματος προέκυψαν ζημιογόνες συνέπειες.  Με τον τρόπο αυτό, ισχυρίζεται ο εφεσείων, η πρωτόδικη απόφαση υπερέβη τις αρμοδιότητες του Άρθρου 146 του Συντάγματος αφού η ζημιά είναι θέμα Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά άλλη διαδικασία και γιατί έκρινε ανεπίτρεπτα πρωτογενώς επί θεμάτων που δεν έλαβε υπόψη η διοίκηση όταν αποφάσιζε τη Λευκή Ζώνη.

[*38]Μελετήσαμε την πρωτόδικη απόφαση και τα όσα ανέφεραν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων στα περιγράμματα αγόρευσής τους και κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία και έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, ότι ορθά απορρίφθηκε η προσφυγή με την αιτιολογία ότι κατέστη άνευ αντικειμένου.

Αναφορικά με το πότε μια προσφυγή που χάνει το αντικείμενο της, είτε λόγω ανάκλησης της διοικητικής πράξης, είτε διότι έπαψε να ισχύει για οποιοδήποτε λόγο, οδηγεί σε κατάργηση της δίκης ούτως ώστε η υπόθεση να απορρίπτεται χωρίς την ανάγκη να εξεταστεί η ουσία της, αρκετά διαφωτιστική είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, σελ. 979, στην οποία διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«Στην Κύπρο με βάση την παράγραφο 6 του Άρθρου 146, ακυρωτική απόφαση της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο, κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας, εάν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη Διοίκηση – (Phedias Kyriakides and the Republic (Minister of Interior), 1 R.S.C.C. 66, 74).

Συναφής είναι και η παράγραφος 5, που προβλέπει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει κάθε Δικαστήριο, όργανο ή αρχή στη Δημοκρατία, που υποχρεούνται σε ενεργό συμμόρφωση.

Η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει όταν παραμείνει χωρίς αντικείμενο.  Η ανάκληση της διοικητικής πράξης οδηγεί στην εξαφάνιση της πράξης και την κατάργηση της δίκης, εκτός εάν, κατά την περίοδο πριν την ανάκληση, ο αιτητής έχει υποστεί ζημία, η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση – (Christos Malliotis and Others v. Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 189, Irrigation DivisonKatzilosv. Republic (1983) 3 C.L.R. 1068, σελ. 1080, 1083, Agrotis v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1397, Strakka Ltd v. The Republic of Cyprus and Another (1988) 3 C.L.R. 760.

Ανεξάρτητα από την ανάκληση της διοικητικής πράξης ή απόφασης, αν στη διάρκεια της ισχύος της παρήχθησαν αποτελέσματα που ζημιώνουν τον αιτητή που δεν αντιμετωπίστηκαν, ή εξαλείφθηκαν με την ανάκληση, η προσφυγή πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση, για να μπορεί ο αιτητής με βάση την παράγραφο 6 να ζητήσει αποζημίωση.»

[*39]Αφού η Πλήρης Ολομέλεια αναφέρεται σε αριθμό υποθέσεων όπου κρίθηκε ότι δεν καταργήθηκε η δίκη παρά το ότι έπαψε να είναι σε ισχύ η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το θέμα του κατά πόσο υπήρξε ζημιά στον αιτητή που να του δίνει το δικαίωμα να επιμένει στη συνέχιση της υπόθεσης, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 984:

«Το ερώτημα που τίθεται είναι:  Το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από ανάκληση εξ ολοκλήρου της προσβαλλόμενης πράξης ερευνά ή όχι εάν η ανάκληση άφηκε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο, ή εάν ο αιτητής έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, η οποία δεν εξαφανίστηκε από την ανάκληση, ή/και εάν συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον;

Αφού λάβαμε υπόψη μας τις πρόνοιες των σχετικών παραγράφων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τις βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε ανάκληση διοικητικής πράξης.  Αναφορικά με διοικητικές πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος, όπως είναι η δική μας περίπτωση, σχετική είναι η υπόθεση Αφρόκηπος Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243:

«δδ΄. Πράξεις Περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ’ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι’ αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ’ ον ίσχυσεν, εφ’ όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις.  Εφ’ όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου.  Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ’ όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ’ ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ’ [*40]όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα.»

Στην υπόθεση Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, αναφορικά με την κατάργηση της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου, στη σελ. 651 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου.  Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή.  Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό.  Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται.  Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ’ αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»

(Η υπογράμμιση είναι και εδώ δική μας)

Στη δική μας υπόθεση ο εφεσείων/αιτητής είχε άδεια οικοδομής που του εκδόθηκε στις 29/9/1999 αλλά αυτή έληγε στις 18/2/2002, δηλαδή πριν την 3/3/2006 που εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα.  Οποιοσδήποτε επηρεασμός του εφεσείοντα για ανέγερση της κατοικίας του σύμφωνα με την εκδοθείσα άδεια οικοδομής,  δεν επηρεάστηκε από το προσβαλλόμενο με την προσφυγή, αντικείμενο της έφεσης, διάταγμα, αλλά με προηγούμενα διατάγματα, όπως για παράδειγμα, το πρώτο διάταγμα που εκδόθηκε με την Κ.Δ.Π. 147/2001 (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Παράρτημα ΙΙΙ (Ι) της 4/5/2001) με ισχύ από τις 26/4/2001 ή με το Διάταγμα που εκδόθηκε με την Κ.Δ.Π. 104/2002 (Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Παράρτημα ΙΙΙ (Ι) της 1/3/2002 το οποίο ίσχυσε μέχρι 28/2/2003).  Το Διάταγμα αυτό ακολουθήθηκε από άλλο Διάταγμα, αυτό της Κ.Δ.Π. 143/2004 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Παράρτημα ΙΙΙ (Ι) της 12/3/2004 και το οποίο ίσχυσε μέχρι τις 28/2/2005 το οποίο μάλιστα ο εφεσείων είχε [*41]τότε προσβάλει με την προσφυγή αρ. 516/2004 την οποία όμως απέσυρε ενόψει της δημοσίευσης νέου Διατάγματος, αυτού της Κ.Δ.Π. 90/2006 το οποίο προσέβαλε με την προσφυγή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Είναι βασικό να δούμε το λόγο απόσυρσης της προσφυγής αρ. 516/2004.

«Κα Αγρότου:  Ζητώ την άδεια του δικαστηρίου όπως μου επιτραπεί η απόσυρση της παρούσας προσφυγής στην οποία εκδόθηκε νέο διάταγμα λευκής ζώνης το οποίο δημοσιεύτηκε 3.3.2006.  Η προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμα μας ως προς το νέο διάταγμα. 

Κα Χατζηγεωργίου:  Δεν τίθεται θέμα εξόδων.

Δικαστήριο:  Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς διάταγμα για έξοδα.»

Η πιο πάνω αιτιολογία για απόσυρση της προσφυγής 516/2004 ότι με τον τερματισμό του σχετικού διατάγματος αυτή παρέμεινε άνευ αντικειμένου, επαναλήφθηκε και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα στις 8/6/2007 όταν είχε επιφυλαχθεί (για πρώτη φορά) η απόφαση στην προσφυγή αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Είναι δηλαδή φανερό ότι ο  εφεσείων, θεώρησε ότι ο τερματισμός της ισχύος του Διατάγματος που προσέβαλε με την προαναφερθείσα προσφυγή καθιστούσε αυτή άνευ αντικειμένου.  Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά αναφέρει και η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που να δείχνει, έστω και εκ πρώτης όψης, ότι ο εφεσείων υπέστη ζημιά λόγω του συγκεκριμένου (υπό έφεση) Διατάγματος.  Αυτό που δηλώθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης, ήταν απλώς ότι «ο αιτητής θέλει να προχωρήσει την παρούσα προσφυγή, δια να μπορέσει να διεκδικήσει και τις ζημιές του στο Επαρχιακό Δικαστήριο αργότερα».  Έχουμε προσέξει ότι στη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη διαδικασία αναφέρθηκε ότι ο εφεσείων υπέστη σειρά εξόδων, περίπου ΛΚ9.500, τα οποία όμως, όπως προκύπτει από διάφορα τιμολόγια που συνοδεύουν την αγόρευση, έγιναν πολύ πριν το επίδικο διάταγμα και όχι κατά το χρόνο που ίσχυσε τούτο.

Εφόσον η προσφυγή δεν αφορά διατάγματα που ίσχυαν κατά το χρόνο που ίσχυε η άδεια οικοδομής, αλλά διάταγμα που εκδόθηκε σε χρόνο που δεν υπήρχε σε ισχύ τέτοια άδεια, κρίνουμε ότι ορθά [*42]αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι η δίκη καταργήθηκε.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) εναντίον του εφεσείοντα/αιτητή και υπέρ των εφεσιβλήτων/καθ’ ων η αίτηση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο