Ahmet Zehra Kemal και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 135

(2011) 3 ΑΑΔ 135

[*135]14 Φεβρουαρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ZEHRA KEMAL AHMET,

2. NURAI KEMAL AHMET,

Εφεσείουσες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ/ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ

ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 110/2007)

 

Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος αρ. 139/1991 ― Ερμηνεία των βασικών άρθρων, σε συνδυασμό με το Προοίμιο ― Το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σε περιουσία, επειδή συγκεκριμένη περίπτωση οφείλει να μην υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου, αποτελεί ζήτημα στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

Οι εφεσείουσες αξίωσαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της άρνησης του Υπουργού Εσωτερικών (ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών), να τους επιστρέψει την ακίνητη ιδιοκτησία τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος αρ, 139/1991, ως τροποποιήθηκε, κατέστησε τον Υπουργό Εσωτερικών κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών, ώστε με το Άρθρο 3 αυτού, να δύναται να διαχειρίζεται τις περιουσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται «…. διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση επί του θέματος αυτού». Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2, [*136]«έκρυθμη κατάσταση», σημαίνει την κατάσταση που δημιουργήθηκε συνεπεία της Τουρκικής εισβολής και η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο με σχετική δημοσίευση γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα ορίσει ημερομηνία λήξης της. Περαιτέρω, «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενώ «τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο, που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Η ψήφιση του Νόμου, ως αναφέρεται στο προοίμιό του, κατέστη αναγκαία λόγω της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής, στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής, με αποτέλεσμα να είχαν εγκαταλειφθεί οι ανάλογες περιουσίες ώστε να επιβαλλόταν η ρύθμιση της όλης διαχείρισής τους.

Ο Κηδεμόνας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του Νόμου, έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 5, όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας, δυνάμει δε του Άρθρου 6, διαχειρίζεται την περιουσία, εισπράττοντας και ποσά που οφείλονται στο δικαιούχο, εγείρει ή υπερασπίζεται αγωγή ή παραπομπή που αφορά σε τέτοια περιουσία και γενικά ασκεί οποιαδήποτε δικαιώματα και εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από νόμιμη σύμβαση που είχε γίνει μεταξύ του Τουρκοκύπριου και άλλου προσώπου πριν τη ψήφιση του Νόμου.

Ουσιώδες, όμως, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, παραμένει το γεγονός ότι οι ίδιες οι εφεσείουσες διά της προσφυγής τους έθεσαν ζήτημα, ότι η περιουσία τους κακώς ανελήφθη από τον Κηδεμόνα προς διαχείριση, εφόσον ουδέποτε αυτές εγκατέλειψαν την περιουσία αυτή λόγω «μαζικής μετακίνησης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού» ως αποτέλεσμα της εισβολής, αλλά λόγω του ότι οι ίδιες εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν σε περιοχές μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία συνεπεία συγκεκριμένων άνομων πράξεων εκ μέρους πραξικοπηματιών ή ατόμων που έφεραν μεν τα διακριτικά της Εθνικής Φρουράς, αλλά συμπεριφέρθηκαν έκνομα.

Στην πραγματικότητα, προσδιορίζεται ως επίδικο ζήτημα το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα. Τέτοιο ζήτημα εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και κατά πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*137]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Nezire Ahmet Adnan Sofi, Application No. 18163/04, ημερ. 14.1.2010, Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,

Γαβριηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 773.

Έφεση.

Έφεση από τις εφεσείουσες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κρονίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1011/04), ημερ. 8/6/07.

Δ. Κακουλλής, για τις Εφεσείουσες.

Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείουσες ήγειραν πρωτοδίκως προσφυγή εναντίον της άρνησης του εφεσίβλητου να επιστρέψει την υπ’ αυτών κατεχόμενη μέχρι την Τουρκική εισβολή περιουσία τους στη Λάρνακα. Αρνούμενες να μετακομίσουν στους Τουρκοκυπριακούς θύλακες που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο των γεγονότων του 1963, διατείνονταν με την προσφυγή τους, ότι είχαν αναγκαστεί να μετακομίσουν στο χωριό Ζακάκι Λεμεσού το 1970, για σκοπούς εργασίας του πατέρα τους. Μετά δε την Τουρκική εισβολή σε επεισόδια που έλαβαν χώραν στις 15.8.1974, σύμφωνα πάντοτε με τον ισχυρισμό τους, δέκα περίπου ένοπλοι άνδρες με διακριτικά της Εθνικής Φρουράς εισήλθαν στο σπίτι της οικογένειας τους, συνέλαβαν τον πατέρα τους και τον αρραβωνιαστικό της εφεσείουσας 2, (έκτοτε αγνοούνται), ενώ την επομένη ημέρα 16.8.1974, δέχθηκαν απειλές από τρεις ένοπλους στρατιώτες οι οποίοι στη συνέχεια πήραν μαζί τους το αυτοκίνητο του πατέρα τους.  Λόγω των απειλών οι εφεσείουσες αναγκάστηκαν να μετακομίσουν αρχικά σε καταυλισμό στο χωριό Παραμάλι εντός των Βρεττανικών Βάσεων, όπου παρέμειναν μέχρι τον Ιανουάριο του 1975, στη συνέχεια δε λόγω της ανασφάλειας που ένοιωθαν και των οικονομικών και άλλων προβλημάτων τους, αναγκάστηκαν να μεταβούν στο χωριό Πέργαμος όπου διέμενε η θεία τους.  Κατά την καταχώρηση της προσφυγής τους ήταν μόνιμοι κάτοικοι Κερύνειας.

[*138]Οι εφεσείουσες είναι συνιδιοκτήτριες ακινήτου  με αρ. εγγραφής 106, τεμάχιο 543 Block G Φ/Σχ. XLI 57.4.III στην τοποθεσία Jigele-Tantura Sokagi-Turk Mahalesi στη Λάρνακα. Στις 9.12.2004, οι εφεσείουσες υπέβαλαν αίτημα στον εφεσίβλητο να τους επιστρέψει το αναφερόμενο ακίνητο πλην όμως συνάντησαν την άρνηση του με την επιστολή του ημερ. 13.8.2004.  Σε αυτή ο εφεσίβλητος διατύπωσε τη θέση ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που είχαν εγκαταλειφθεί στις ελεύθερες περιοχές περιήλθαν στον κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών με εξουσία να τις διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων.  Οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες δεν έχουν δικαίωμα χρήσης των περιουσιών τους, αποκλειόμενοι από την άσκηση περιουσιακών δικαιωμάτων μέχρι τη λήξη και/ή τον τερματισμό της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την Τουρκική εισβολή και κατοχή. 

Πρωτοδίκως το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή μη δεχόμενο τις θέσεις των εφεσειουσών ότι η προσβαλλόμενη πράξη έπασχε από έλλειψη αιτιολογίας, έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων,  όπως κατοχυρώνονται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον οι εφεσείουσες με δική τους παραδοχή, όπως άλλωστε περιγράφονταν και στον τίτλο της προσφυγής, είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κερύνεια και άρα εκτός των ελεγχομένων από τη Δημοκρατία περιοχών, δεν είχαν δικαίωμα στην επιστροφή του ακινήτου τους.  Κρίθηκε ότι η μετακίνηση των εφεσειουσών σε μη ελεγχόμενη περιοχή ήταν αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής και κατοχής, οι δε ισχυρισμοί τους ότι είχαν μετακινηθεί σε περιοχές εκτός του ελέγχου της Δημοκρατίας λόγω φόβου για τη ζωή τους δεν ήταν δυνατό να αναιρέσουν την ισχύ της νομοθεσίας. 

Μια από τις βασικές θέσεις των εφεσειουσών πρωτοδίκως ήταν ότι αυτές δεν έπρεπε να εντάσσονταν στους Τουρκοκύπριους που εγκατέλειψαν την περιουσία τους «συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού» ως αναφέρεται στο προοίμιο του Νόμου, αλλά λόγω  φόβου για τη ζωή τους.  Και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2, έκρινε ότι τα γεγονότα που πρότειναν οι εφεσείουσες προέβαλαν ως αναντίλεκτο γεγονός ότι αυτές στην ουσία μετακινήθηκαν συνεπεία της Τουρκικής εισβολής και κατοχής, χωρίς την οποία οι εφεσείουσες δεν θα είχαν λόγο να αφήσουν την περιουσία τους.  Να σημειωθεί ότι προδικαστική ένσταση του εφεσί[*139]βλητου με τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της εννοίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, απερρίφθη έχοντας υπόψη ότι ο Νόμος αποδίδει την αρμοδιότητα για τη διαχείριση της Τουρκοκυπριακής ακίνητης περιουσίας προς όφελος του ιδιοκτήτη της στον Κηδεμόνα και όχι στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει την λήξη της έκρυθμης κατάστασης.

Η έφεση επιδιώκει να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση προβάλλοντας ουσιαστικά τα ίδια δεδομένα και τις ίδιες αιτιάσεις και νομικά επιχειρήματα.  Κύριος άξονας των δύο λόγων έφεσης είναι ότι η πρωτόδικη κρίση δεν έλαβε υπόψη τον προβαλλόμενο ισχυρισμό των εφεσειουσών ότι αυτές δεν εγκατέλειψαν σε καμία περίπτωση τις ελεύθερες περιοχές, ούτε είχαν ποτέ τέτοια πρόθεση και επομένως η μετακίνηση τους δεν οφειλόταν στη μετακίνηση πληθυσμών εξ αιτίας της Τουρκικής εισβολής. Η εισήγηση των εφεσειουσών είναι ότι τα γεγονότα πίσω από τη μετακίνηση τους έδειχναν στην ουσία εγκληματικές ενέργειες εκ μέρους Ελληνοκυπρίων, όπως την απαγωγή και στη συνέχεια την εξαφάνιση του πατέρα των εφεσειουσών και αρραβωνιαστικού της εφεσείουσας 2, ο συνδυασμός δε αυτού του δεδομένου μαζί με τη διά της βίας αφαίρεση του οχήματος του πατέρα των εφεσειουσών, έδειχναν πράγματι την εγκατάλειψη της περιουσίας των εφεσειουσών λόγω φόβου και ανάγκης προστασίας της σωματικής τους ακεραιότητας. 

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης τέθηκε από την ίδια την Ολομέλεια ζήτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη υπό το φως των ισχυρισμών των εφεσειουσών εντάσσει την περίπτωση στο δημόσιο ή το ιδιωτικό δίκαιο.  Το ζήτημα τέθηκε ως δικαιοδοτικό ανεξαρτήτως του δεδομένου ότι το πρωτοδίκως εγερθέν θέμα εκτελεστότητας της πράξης απορρίφθηκε  χωρίς η κρίση αυτή να έχει αμφισβητηθεί κατ’ έφεση.  Η Ολομέλεια εξέφρασε προβληματισμό κατά πόσο ο εφεσίβλητος ως Κηδεμόνας άσκησε οποιαδήποτε εξουσία ή διακριτική ευχέρεια αρνούμενος να επιστρέψει την περιουσία στις εφεσείουσες υπό το φως των προνοιών του Νόμου.  Από τη στιγμή δε που οι εφεσείουσες προβάλλουν γεγονότα που κατά την άποψη τους εντάσσουν την περίπτωση τους σε παράνομη κατακράτηση της περιουσίας τους από τον εφεσίβλητο, τότε  το θέμα πιθανό να εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Επ’ αυτού του ζητήματος ζητήθηκαν οι απόψεις των διαδίκων και καταχωρήθηκαν αντίστοιχα συμπληρωματικά περιγράμματα αγορεύσεων. 

Αποτελεί τη θέση των εφεσειουσών ότι η περίπτωση προσομοιάζει στα γεγονότα της υπόθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου [*140]Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Nezire Ahmet Adnan Sofi, Application No. 18163/04, ημερ. 14.1.2010, στην οποία η Δημοκρατία, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, αποδέχθηκε να καταβάλει αποζημίωση στην αιτήτρια και να επιστρέψει την περιουσία της.  Η εν λόγω απόφαση, κατά τον κ. Κακουλλή, δείχνει ότι η Δημοκρατία δέχθηκε ότι ο σχετικός Νόμος παραβιάζει το δικαίωμα απόλαυσης περιουσίας και συνεπώς το κράτος εφαρμόζει εκτελεστική εξουσία στα πλαίσια του δημοσίου δικαίου.  Τα επιχειρήματα ότι λανθασμένα εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Νόμου δεν πρέπει να οδηγήσουν σε κατάληξη ότι το ζήτημα αφορά το ιδιωτικό δίκαιο εφόσον ο εφεσίβλητος δεν ενήργησε ως ιδιώτης, αλλά άσκησε κρατική εξουσία κατ’ επίκληση του Νόμου.  Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου είναι ότι από τη στιγμή που οι εφεσείουσες θεωρούν ότι η Δημοκρατία διά του Κηδεμόνα παρανόμως κατακρατεί την περιουσία τους, τότε τα όρια της ενέργειας του Κηδεμόνα εκφεύγουν από το δημόσιο δίκαιο και εντάσσουν τη διαφορά στο ιδιωτικό.  Η εξέταση του αιτήματος των εφεσειουσών από τον εφεσίβλητο αφορούσε την εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθεσίας η οποία ήδη κρίθηκε σε σωρεία υποθέσεων ως συνταγματική, ο δε εφεσίβλητος δεν άσκησε διακριτική ευχέρεια στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου, αλλά εφάρμοσε απλώς το Νόμο. 

Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος αρ, 139/1991, ως τροποποιήθηκε, κατέστησε τον Υπουργό Εσωτερικών κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών ώστε με το Άρθρο 3 αυτού, να δύναται να διαχειρίζεται τις περιουσίες σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και να ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται «…. διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση επί του θέματος αυτού».  Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2, «έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την κατάσταση που δημιουργήθηκε συνεπεία της Τουρκικής εισβολής και η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο με σχετική δημοσίευση γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα ορίσει ημερομηνία λήξης της. Περαιτέρω, «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, ενώ «τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  Η ψήφιση του Νόμου, ως αναφέρεται στο προοίμιο του, κατέστη αναγκαία λόγω της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής, με αποτέλεσμα να είχαν εγκαταλειφθεί οι ανάλογες περιου[*141]σίες ώστε να επιβαλλόταν η ρύθμιση της όλης διαχείρισης τους.

Ο Κηδεμόνας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του Νόμου έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 5, όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας, δυνάμει δε του Άρθρου 6, διαχειρίζεται την περιουσία, εισπράττοντας και ποσά που οφείλονται στο δικαιούχο, εγείρει ή υπερασπίζεται αγωγή ή παραπομπή που αφορά σε τέτοια περιουσία και γενικά ασκεί οποιαδήποτε δικαιώματα και εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από νόμιμη σύμβαση που είχε γίνει μεταξύ του Τουρκοκύπριου και άλλου προσώπου πριν τη ψήφιση του Νόμου.

Δεν είναι ορθή η θέση του κ. Κακουλλή ότι η υπόθεση Sofi – ανωτέρω – επιβεβαιώνει τη θέση του ότι η Δημοκρατία αποδέχθηκε ότι ο Νόμος καταστρατηγεί το δικαίωμα στην απόλαυση περιουσίας ή ότι αναγνωρίστηκε ότι μπορούσε να αποδοθεί πίσω περιουσία έστω και χωρίς τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η υπόθεση Sofi αφορούσε ένα εξώδικο συμβιβασμό ο οποίος απλώς καταγράφηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η αίτηση της εκεί αιτήτριας απεσύρθη, το δε Δικαστήριο διέγραψε την υπόθεση από τον κατάλογο των εκκρεμουσών υποθέσεων.  Δεν έγινε καμιά απολύτως παραδοχή από πλευράς της Δημοκρατίας ως προς την ουσία της υπόθεσης, ούτε έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Νόμος αρ. 139/91 επενεργούσε ή επενεργεί κατ’ αντίθεση προς βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.  Η αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι θα επεδίωκε την τροποποίηση του Νόμου, (όπως και επιτεύχθη με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 39(Ι)/10), δεν έχει αντίκτυπο στα γεγονότα της υπό κρίσης υπόθεσης, αλλά αναφέρεται βασικά  στη δυνατότητα άρσης της διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών σε περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, όπου ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας διέμενε συνήθως στο εξωτερικό πριν ή μετά την Τουρκική εισβολή.  Εν πάση περιπτώσει δεν είναι δυνατό να συσχετιστεί η πιο πάνω υπόθεση με το δικαιοδοτικό ζήτημα που εγείρεται.

Ουσιώδες, όμως, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς παραμένει το γεγονός ότι οι ίδιες οι εφεσείουσες διά της προσφυγής τους έθεσαν ζήτημα ότι η περιουσία τους κακώς ανελήφθη από τον Κηδεμόνα προς διαχείριση, εφόσον ουδέποτε αυτές εγκατέλειψαν την περιουσία αυτή λόγω «μαζικής μετακίνησης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού» ως αποτέλεσμα της εισβολής, αλλά λόγω του ότι οι ίδιες εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν σε περιοχές μη ελεγ[*142]χόμενες από τη Δημοκρατία συνεπεία συγκεκριμένων άνομων πράξεων εκ μέρους πραξικοπηματιών ή ατόμων που έφεραν μεν τα διακριτικά της Εθνικής Φρουράς, αλλά συμπεριφέρθηκαν έκνομα.  Εκείνο το οποίο ο κ. Κακουλλής στην ουσία προωθεί είναι ότι ο Κηδεμόνας στις συνθήκες της υπόθεσης κακώς επενέβη στην περιουσία των εφεσειουσών την οποία και παρανόμως κατακρατεί υπό τον μανδύα των εξουσιών που έχει δυνάμει του Νόμου. 

Στην απόφαση Ανδρέας Γαβριηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 773, ο Κωνσταντινίδης, Δ., διέκρινε ακριβώς αυτή την ουσιώδη παράμετρο όταν στα γεγονότα της εκεί υπόθεσης, η θέση των αιτητών ήταν ότι σε μέρος της γης τους που είχε προ εικοσαετίας επηρεαστεί από ρυμοτομία επί της οποίας ούτε ένσταση είχε υποβληθεί, ούτε προσφυγή είχε καταχωρηθεί, η Δημοκρατία προσπαθούσε να κατασκευάσει έργα σε χώρο που η ίδια θεωρούσε ότι καλυπτόταν από τη δεσμευτική πλέον ρυμοτομία και είχε μάλιστα παραχωρηθεί και εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«Με δοσμένη τη θέση πως δεν υπάρχει για τη διοίκηση υπόβαθρο άλλο από τη ρυμοτομία του 1978, συνιστά διάφορά ιδιωτικού δικαίου το ζήτημα του χώρου τον οποίο πράγματι καλύπτει εκείνη η ρυμοτομία. Ισχυρισμοί, συνεπώς, σύμφωνα με τους οποίους η διοίκηση επεμβαίνει σε χώρο που εξακολουθεί να ανήκει κατά κυριότητα στους αιτητές ως ακάλυπτος από τη ρυμοτομία ή το δημόσιο δρόμο που φέρεται να ενεγράφει ως  συνέπειά της, θα συνιστούσαν στην πραγματικότητα επίκληση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, που θα ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.»

Και εδώ, στην πραγματικότητα, προσδιορίζεται ως  επίδικο ζήτημα το κατά πόσον υπάρχει παράνομη επέμβαση από τον Κηδεμόνα.  Τέτοιο ζήτημα εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και κατά πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.

Η έφεση επομένως απορρίπτεται με έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από την Ολομέλεια, εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο