Παναγή Λοΐζος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 163

(2011) 3 ΑΑΔ 163

[*163]4 Μαρτίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 189/2008)

ΛΟΪZOΣ ΠΑΝΑΓΗ,

            Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 196/2008)

ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΚΟΥΠΕΠΙΔΟΥ,

            Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

ν.

ΛΟΪΖΟΥ ΠΑΝΑΓΗ (822/07),

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ (846/07),

Εφεσιβλήτων - Αιτητών,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 189/2008, 196/2008)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πλεονέκτημα ― Πλήρωση υψηλής ιεραρχικά θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής ― [*164]Κατά πόσο το πλεονέκτημα, που διαπιστώνεται να κατέχει υποψήφιος, είναι δυνατό να παρακαμφθεί με επίκληση της σύστασης και της υπεροχής στην προφορική εξέταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Όροι νομιμότητας ― Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν.1/90, δεν απαιτείται όπως η σύσταση είναι αιτιολογημένη ― Από τη στιγμή όμως που με τη σύσταση παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα και τα άλλα κριτήρια αξιολόγησης, η αξία της σύστασης μειωνόταν σημαντικά ― συνέπειες.

Αντικείμενο της κατ’ έφεση διαδικασίας, ήταν η πλήρωση της θέσης Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, με επιλογή της εφεσείουσας στην Α.Ε. 196/08 η οποία είχε ακυρωθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πλεονέκτημα σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται ουσιώδης σημασία. Ο κάτοχος πλεονεκτήματος, αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει πλεονέκτημα.  Για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου, θα πρέπει να δίδονται ειδικοί λόγοι.

     Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι Εφεσίβλητοι Λ. Παναγή και Π. Κόκκινου, κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε αντίθεση με την Εφεσείουσα, η οποία δεν το κατείχε.  Επομένως, για την επιλογή της Εφεσείουσας απαιτείτο πειστική ειδική αιτιολογία, ώστε να δικαιολογηθεί η παραγνώριση από την ΕΔΥ του πλεονεκτήματος.  Η αιτιολογία που δόθηκε όμως δεν ήταν ούτε ειδική, αλλά ούτε και πειστική.

     Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν ήταν εύκολο να εξουδετερωθεί το σημαντικό προβάδισμα που απέκτησαν οι Εφεσίβλητοι, ως εκ του πλεονεκτήματος, με απλή αναφορά στην αιτιολογία, ουσιαστικά του αυτονόητου, ότι η Εφεσείουσα υπερείχε στην προφορική εξέταση και στη σύσταση. Εκείνο που απαιτείτο, ήταν πειστική αιτιολογία, η οποία όμως ελλείπει. Σύμφωνα με τη νομολογία, η υπεροχή στην προφορική εξέταση δεν είναι αρκετή για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα.  Ούτε η σύσταση του Διευθυντή από μόνη της ή σε συνδυασμό με την υπεροχή στην προφορική εξέταση, ήταν αρκετή για να παραμεριστεί το προβάδισμα ως εκ του πλεονεκτήματος.

2.  Για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, το Άρθρο 34(9) του [*165]Νόμου 1/90, δεν απαιτεί όπως η σύσταση του Προϊσταμένου είναι αιτιολογημένη. Ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν υπόχρεος, σύμφωνα με το Νόμο, να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία, αλλά από τη στιγμή που με τη σύστασή του παραγνώριζε το πλεονέκτημα και τα άλλα κριτήρια αξιολόγησης, η αξία της σύστασής του μειωνόταν σημαντικά.  Τέλος, δεν είναι επιτρεπτό για τον προϊστάμενο να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε από την προφορική συνέντευξη για να διαμορφώσει τη σύστασή του. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.

3.  Ενόψει των πιο πάνω, η Α.Ε. 196/08 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Μεταξύ Εφεσείουσας και Δημοκρατίας, καμιά διαταγή για τα έξοδα. Απορρίπτεται επίσης, η αντέφεση στην Α.Ε. 196/08 και η Α.Ε. 189/08. Στην αντέφεση και στην Α.Ε. 189/08, δεν εκδίδεται κανένα διάταγμα για τα έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374,

Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1,

Μοριτσή ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 455,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1150,

Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410,

Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 654/01, ημερ. 19.11.2002,

[*166]Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 535/02, ημερ. 12.5.2004,

Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585,

Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/2001, ημερ. 13.6.2003,

Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 237,

Καφάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 537/04, ημερ. 18.8.2005,

Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1583/06, ημερ. 17.9.2007,

Καφάς ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12,

Σαββίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 681/06, ημερ. 22.5.2008,

Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υποθέσεις Aρ. 822/07, 846/07), ημερ. 12/11/08.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. Αρ. 189/08.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση.

Κ. Ιωαννίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Κ. Ιωαννίδης, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. Αρ. 196/08.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τη Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Το 2006 δημοσιεύθηκε η θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών. Επρόκειτο για θέση πρώτου διορι[*167]σμού και προαγωγής.  To Σχέδιο Υπηρεσίας προέβλεπε ότι μεταπτυχιακό προσόν ή μεταπτυχιακές σπουδές θα θεωρούνται πλεονέκτημα.  Με τη λήξη της προθεσμίας που δόθηκε, υποβλήθηκαν συνολικά 6 αιτήσεις.  Μεταξύ αυτών, ήταν ο Λοΐζος Παναγή, Εφεσείων στην Α.Ε. 189/08 και η Παντελίτσα Κουπεπίδου-Τσέντα, ενδιαφερόμενο μέρος στην Α.Ε. 189/08 και Εφεσείουσα στην Α.Ε. 196/08.  Οι Εφεσίβλητοι, Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), σε συνεδρία τους διακρίβωσαν ότι όλοι οι αιτητές πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, γι’ αυτό και τους κάλεσαν σε προφορική εξέταση.  Μετά το πέρας, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας, ο οποίος παρέστη στη συγκεκριμένη συνεδρία, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και προτού αποχωρήσει συνέστησε για προαγωγή στη θέση την Εφεσείουσα Κουπεπίδου, την οποία και αξιολόγησε ως «Εξαίρετη» και τους Λ. Παναγή και Π. Κοκκίνου ως «Πάρα πολύ καλούς». Ακολούθως, η ΕΔΥ προέβη στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, βαθμολογώντας την Εφεσείουσα ως «Εξαίρετη» και τους Λ. Παναγή και Π. Κοκκίνου ως «Πολύ καλούς».

Στη συνέχεια, αφού μελέτησε τους σχετικούς φακέλους, τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, τα προσόντα, την αρχαιότητά τους, τη σύσταση του Διευθυντή, καθώς επίσης και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, έκρινε ότι η Εφεσείουσα Κουπεπίδου υπερείχε των άλλων υποψηφίων και γι’ αυτό την επέλεξε για προαγωγή στη θέση του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών.  Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό:-

«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψήφιων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψήφιων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψήφιων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ιδία, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψήφιων, καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψήφιων.

[*168]Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους, έκρινε ότι η Κουπεπίδου - Τσέντα Παντελίτσα υπερέχει γενικά των υπολοίπων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών, από 15.5.07.

Επιλέγοντας την Κουπεπίδου-Τσέντα Παντελίτσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετη κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο σημείο από τους μη επιλεγέντες, είναι περίπου ισοδύναμη ή υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, και έχει υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι μη επιλεγέντες υποψήφιοι Κοκκίνου Παναγιώτα και Παναγή Λοΐζος διαθέτουν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, θεώρησε, όμως, ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι η Κουπεπίδου-Τσέντα, η οποία διαθέτει και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και αξιολογήθηκε σε αρκετά υψηλότερο από αυτούς επίπεδο κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση (Εξαίρετη και Πολύ Καλοί, αντίστοιχα), είναι η καταλληλότερη για τη θέση.»

Ο Εφεσείων στην Α.Ε. 189/08, Λοΐζος Παναγή, με την υποψήφια Παναγιώτα Κόκκινου, προσέβαλαν το διορισμό της Κουπεπίδου.  Μεταξύ άλλων, προέβαλαν πρωτοδίκως τον κοινό λόγο ακύρωσης ότι η ΕΔΥ παραγνώρισε το πλεονέκτημα που κατείχαν, χωρίς να δώσει  την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης. Έκρινε επίσης, ότι ο Γενικός Διευθυντής προέβη σε σύσταση, χωρίς και ο ίδιος να δώσει ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος.  Δοθέντος τούτου, και χωρίς να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονταν, δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με έξοδα εις βάρος της Δημοκρατίας.

Η Εφεσείουσα στην Α.Ε. 196/08, η οποία ήταν ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή, εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση για την ακύρωση της προαγωγής της.  Ο επιτυχών διάδικος Λ. Παναγή, καταχώρησε Ειδοποίηση Αντέφεσης, με την οποία επιδιώκει να [*169]εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως.  Ταυτόχρονα, ο ίδιος εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την Α.Ε. 189/08, εγείροντας τα ίδια θέματα.  Θεωρούμε πιο λογικό να αρχίσουμε με την Έφεση 196/08, στην οποία η Εφεσείουσα Παντελίτσα Κουπεπίδου, προβάλλει τους πιο κάτω τρεις λόγους έφεσης.

Κατά πόσον είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ παραγνώρισε το πλεονέκτημα των Εφεσιβλήτων, χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία – Λόγος έφεσης 1

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την απόφαση της ΕΔΥ ακυρωτέα, για τον λόγο ότι αυτή παραγνώρισε το πλεονέκτημα που κατείχαν οι Εφεσίβλητοι Λ. Παναγή και Π. Κοκκίνου, χωρίς να δώσει ειδική αιτιολογία. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στα αποφασισθέντα από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, έκρινε ότι:

«Ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.  Έχει καθιερωθεί από τη νομολογία ότι, σε περίπτωση που επιλέγεται υποψήφιος μη κάτοχος του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, αντί υποψήφιου που το κατέχει, το διορίζον όργανο οφείλει να δώσει ειδική αιτιολογία για την επιλογή του.  Στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους, που δεν κατείχε το πλεονέκτημα, η αιτιολογία που δόθηκε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τη νομολογία, ως ειδική ώστε να δικαιολογεί την παραγνώριση του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος που κατείχαν οι αιτητές.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, υποστήριξε ότι η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για παραγνώριση του πλεονεκτήματος, ήταν επαρκής και ότι η υπόθεση Δημοκρατία ν. Γερμανού, ανωτέρω, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, διαφοροποιείται ουσιωδώς από τα γεγονότα της παρούσας, καθότι δεν αφορά θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ψηλά στην ιεραρχία.*  Όπως ανέφερε, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια να δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374).  Επίσης, ότι σύμφωνα με τη Συμεω[*170]νίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, η κατοχή πλεονεκτήματος, δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει.  Ήταν η εισήγηση του κ. Ιωαννίδη, ότι η λεπτομερής αιτιολογία της ΕΔΥ και ιδιαίτερα το ότι η ΕΔΥ έκρινε ότι ο συνδυασμός της υψηλότερης αξιολόγησης στην προφορική εξέταση και η υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους σύσταση του Προϊσταμένου, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όχι μόνο μπορούσε να υπερακοντίσει το πλεονέκτημα, αλλά συνιστά ικανοποιητική και επαρκή ειδική αιτιολογία από μέρους της ΕΔΥ, για το διορισμό της Εφεσείουσας σε διευθυντική θέση ψηλά στην ιεραρχία.

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο, με αναφορά σε νομολογία υποστήριξε σε σχέση με το λόγο έφεσης 1, ότι το πλεονέκτημα, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, δίδει προβάδισμα, το οποίο και αποτελεί σημαντικό και ανεξάρτητο παράγοντα που αυξάνει την αξία του υποψηφίου.  Για την παράκαμψή του απαιτείται από τη νομολογία ειδική αιτιολογία.  Όμως η ΕΔΥ, είπε, πεπλανημένα έκρινε ότι μπορούσε να παρακάμψει το ουσιώδες αυτό στοιχείο, εξαιτίας μιας οριακής διαφοράς στην προφορική εξέταση. Η ΕΔΥ, πρόσθεσε, ενήργησε κατά παράβαση της νομολογίας*, σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση, δεν αποτελεί νόμιμο λόγο ή ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος**.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Όπως ορθά επεσήμανε ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου, το πλεονέκτημα σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο αποδίδεται ουσιώδης σημασία.  Ο κάτοχος πλεονεκτήματος αποκτά προβάδισμα έναντι ανθυποψηφίου που δεν κατέχει πλεονέκτημα (βλ. Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 455 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1150, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Μοριτσή ν. Καρσερά, ανωτέρω, και Δημοκρατία ν. Γερμανού, ανωτέρω). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου, θα πρέπει να δίδονται ειδικοί λόγοι (βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) [*171]3 Α.Α.Δ. 410 και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι Εφεσίβλητοι Λ. Παναγή και Π. Κόκκινου, κατείχαν το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, σε αντίθεση με την Εφεσείουσα η οποία δεν το κατείχε.  Επομένως, για την επιλογή της Εφεσείουσας απαιτείτο πειστική ειδική αιτιολογία, ώστε να δικαιολογηθεί η παραγνώριση από την ΕΔΥ του πλεονεκτήματος.  Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την ΕΔΥ δεν ήταν τέτοια.  Συμφωνούμε με την κρίση του αδελφού Δικαστή.  Η αιτιολογία δεν ήταν ούτε ειδική, αλλά ούτε και πειστική.  Δεν ήταν ειδική γιατί ενώ η ΕΔΥ όφειλε να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, χρησιμοποίησε γενικούς χαρακτηρισμούς, εστιάζοντας την προσοχή της στη σύσταση και στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης που ήταν υπέρ της Εφεσείουσας, χωρίς να προσδώσει και να συνεκτιμήσει τα στοιχεία που ήταν υπέρ των Εφεσιβλήτων (αξία, σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αρχαιότητα, πείρα και το πρόσθετο προσόν του Εφεσίβλητου Παναγή που ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης).  Με τον τρόπο που η ΕΔΥ αιτιολόγησε την απόφασή της, ελλείπει το στοιχείο της συνολικής και σωρευτικής εκτίμησης όλων των κριτηρίων και στοιχείων.  Πέραν τούτου, η αιτιολογία δεν ήταν ούτε πειστική, αφού με την υπεροχή των Εφεσιβλήτων σε όλα τα κριτήρια, πλην της προφορικής εξέτασης και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, η ΕΔΥ όφειλε να δώσει σαφείς και πειστικούς λόγους που να μην αφήνουν κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης της.  Στην προκειμένη περίπτωση, η ΕΔΥ στην ουσία έκρινε ότι επειδή η Εφεσείουσα είχε υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και αξιολογήθηκε ψηλότερα στην προφορική εξέταση, ήταν αρκετό για να παραγκωνίσει το πλεονέκτημα των Εφεσιβλήτων και τα υπόλοιπα στοιχεία στα οποία υπερείχαν, έστω και αν η υπεροχή τους στο καθένα θα μπορούσε να θεωρηθεί οριακή, που για ορισμένα δεν φαίνεται να ήταν.  Για παράδειγμα, μπορεί οι Εφεσίβλητοι να είχαν οριακή διαφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, αλλά όπως επισημάνθηκε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε ένα σύστημα όπου όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι εμφανίζονται ως εξαίρετοι, η οριακή έστω διαφορά υπέρ κάποιου, αποκτά σημασία (βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 654/01, ημερ. 19.11.2002, Θεοδότου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 535/02, ημερ. 12.5.2004 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, στην οποία επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω προσέγγιση).

Σχετικά με το πλεονέκτημα των Εφεσιβλήτων, στο οποίο αφορά ο λόγος έφεσης, έχουμε παραθέσει τη σημασία που αποδίδει σ’ [*172]αυτό η νομολογία.  Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν ήταν εύκολο να εξουδετερωθεί το σημαντικό προβάδισμα που απέκτησαν οι Εφεσίβλητοι, ως εκ του πλεονεκτήματος, με απλή αναφορά στην αιτιολογία, ουσιαστικά του αυτονόητου, ότι η Εφεσείουσα υπερείχε στην προφορική εξέταση και στη σύσταση.  Εκείνο που απαιτείτο, ήταν πειστική αιτιολογία, η οποία όμως ελλείπει.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η υπεροχή στην προφορική εξέταση δεν είναι αρκετή για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα.  Οι αποφάσεις Φιλίππου, Γερμανού, Μοριτσή και Χριστοδούλου, ανωτέρω, είναι ορισμένες από αυτές που υποστηρίζουν την πιο πάνω νομολογιακή αρχή.

Ούτε η σύσταση του Διευθυντή από μόνη της ή σε συνδυασμό με την υπεροχή στην προφορική εξέταση, ήταν αρκετή για να παραμεριστεί το προβάδισμα ως εκ του πλεονεκτήματος.  Σχετική είναι η υπόθεση Γερμανού, στην οποία στηρίχθηκε και ο πρωτόδικος δικαστής.

Κατά πόσο είναι εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Γενικός Διευθυντής είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά τη σύστασή του, εφόσον αυτή παραγνώριζε το πλεονέκτημα – Λόγοι έφεσης 2 και 3

Το πρώτο επιχείρημα του δικηγόρου της Εφεσείουσας, είναι ότι η σχετική αναφορά σε υποχρέωση του Γενικού Διευθυντή να αιτιολογήσει ειδικά τη σύστασή του, δεν αποτελεί δεσμευτικό μέρος (ratio decidendi) της απόφασης.  Ανεξάρτητα του πιο πάνω επιχειρήματος, εισηγήθηκε ότι η επίδικη θέση, ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, καλύπτεται από το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90), όπως τροποποιήθηκε.  Ανέφερε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το εν λόγω Άρθρο δεν απαιτεί η σύσταση του Προϊσταμένου να είναι αιτιολογημένη.  Προς υποστήριξη της θέσης του, έκανε αναφορά, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/2001, ημερ. 13.6.2003 (Κωνσταντινίδης, Δ.), Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 237 (Αρτεμίδης, Δ.) και στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο δικηγόρος της Εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι ο Γενικός Διευθυντής, προβαίνοντας στη σύστασή του υπέρ της Εφεσείουσας, δεν παραγνώρισε το πλεονέκτημα. Είχε ενώπιόν του τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων, καθώς και τους φακέλους των Υπηρεσιακών Εκθέσεών τους.  Γνώριζε, σύμφωνα και με το τεκμήριο της κανονικότητας, τόσο το πλεονέκτημα όσο και την αξία, προσόντα και αρχαιότητα [*173]των υποψηφίων, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να προβεί σε σύσταση υπέρ της Εφεσείουσας, κρίνοντάς την ως την καταλληλότερη για την επίδικη θέση.  Προς υποστήριξη των θέσεων του, έκαμε αναφορά στην υπόθεση Καφάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 537/04, ημερ. 18.8.2005 (Ηλιάδης, Δ.) στην οποία κρίθηκε ότι η σύσταση της προϊσταμένης που στηρίζεται στην «καλύτερη εντύπωση που απεκόμισε από την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση …. ήταν εύλογα επιτρεπτή και είχε έρεισμα τα στοιχεία του φακέλου». 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους συμφώνησε ότι για την επίδικη θέση, που είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν απαιτείται από το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90, όπως η σύσταση είναι αιτιολογημένη.  Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η σύσταση του Διευθυντή να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Υποστήριξε, σε συνδυασμό με το λόγο αντέφεσης 2, ότι στην προκειμένη περίπτωση η σύσταση του Διευθυντή υπέρ της Εφεσείουσας πάσχει, γιατί συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων λόγω της υπεροχής των Εφεσιβλήτων σε ετήσιες εκθέσεις, πλεονέκτημα, πρόσθετο προσόν σχετικό (Παναγή), σε αρχαιότητα και σε πείρα, η οποία κατέστη δεδικασμένο ενόψει των διαπιστώσεων του δικαστηρίου στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1583/06, ημερ. 17.9.2007 (Φωτίου, Δ.).  Ειδικά σε σχέση με το λόγο έφεσης 3, εισηγήθηκε ότι υπάρχει πρωτόδικη νομολογία που υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που παραγνωρίζεται το πλεονέκτημα, θα πρέπει ο προϊστάμενος στη σύσταση του να δώσει ειδική αιτιολογία.  Τέλος, ανέφερε ότι η υπόθεση Καφάς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 537/04, ημερ. 18.8.2005 στην οποία στηρίχθηκε η πλευρά της Εφεσείουσας, ως προς την σημασία της προφορικής εξέτασης, ανετράπη από την Ολομέλεια στην Καφάς ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12.

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν.  Η νομολογία είναι σαφής.  Για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90, δεν απαιτεί όπως η σύσταση του Προϊσταμένου είναι αιτιολογημένη.  Η πρωτόδικη  νομολογία περί του αντιθέτου, στην οποία έκαμε αναφορά ο κ. Κωνσταντίνου, δεν είναι δεσμευτική και εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη υπόθεση* είναι υπό έφεση.  Όμως, όπως ορθά επισήμανε ο κ. Κωνσταντίνου σε σχέση με τον λόγο αντέφεσης 2, για να μην εξασθενίζει η αξία της σύστασης, αυτή, σύμφωνα με τη νομολογία**, δεν θα πρέπει να συ[*174]γκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και ιδιαίτερα το στοιχείο του πλεονεκτήματος, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.  Ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν υπόχρεος, σύμφωνα με το Νόμο, να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία, αλλά από τη στιγμή που με τη σύσταση του παραγνώριζε το πλεονέκτημα και τα άλλα κριτήρια αξιολόγησης, η αξία της σύστασης του μειωνόταν σημαντικά.

Εν πάση περιπτώσει, είναι ορθή η παρατήρηση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του, δεν θεώρησε ότι απαιτείτο ειδική αιτιολογία για τη σύσταση του Προϊσταμένου.  Η αναφορά του δικαστηρίου στη σελίδα 5, αφορά στις θέσεις των Εφεσιβλήτων, ενώ η αναφορά του δικαστηρίου στο τέλος της ίδιας σελίδας σε υποχρέωση για ειδική αιτιολογία, αφορά στο διορίζον όργανο και όχι στο Διευθυντή.

Τέλος, είναι εύστοχη η παρατήρηση του κ. Κωνσταντίνου ότι η πρωτόδικη υπόθεση Καφάς ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ως προς τη σημασία της προφορικής εξέτασης σε σχέση με τη σύσταση, έχει ανατραπεί από την Ολομέλεια, η οποία τόνισε ότι δεν είναι επιτρεπτό για τον προϊστάμενο να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε από την προφορική συνέντευξη για να διαμορφώσει τη σύστασή του.  Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.

Ενόψει της αποτυχίας όλων των λόγων έφεσης της Εφεσείουσας στην Α.Ε. 196/08, δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε με την αντέφεση και με την Α.Ε. 189/08.  Εν πάση περιπτώσει, πολλά από τα σημεία έχουν ήδη απαντηθεί.

Ενόψει των πιο πάνω, η Α.Ε. 196/08 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Μεταξύ Εφεσείουσας και Δημοκρατίας, καμιά διαταγή για τα έξοδα.  Απορρίπτεται επίσης, η αντέφεση στην Α.Ε. 196/08 και η Α.Ε. 189/08.  Στην αντέφεση και στην Α.Ε. 189/08, δεν εκδίδουμε κανένα διάταγμα για τα έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

* Η υπόθεση Δημοκρατία ν. Γερμανού, ανωτέρω, αφορούσε θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

*  Βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά., ανωτέρω, Μοριτσή ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109  και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164.

** Τα επιχειρήματα αυτά σχετίζονται με τους λόγους αντέφεσης 1, 3 και 4 και τους αντίστοιχους λόγους έφεσης στην Α.Ε. 189/08.

*   Σαββίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 681/06, ημερ. 22.5.2008.

** Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο