Τσουδερός Ξενοφών ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 189

(2011) 3 ΑΑΔ 189

[*189]17 Μαρτίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΞΕΝΟΦΩΝ ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 171/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Η επίδικη απόφαση κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή και έγκυρα βασιζόμενη τόσο στη σύσταση του Διευθυντή, όσο και στα κρατούντα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Δασικού Λειτουργού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πως η σύσταση του Διευθυντή δεν βασιζόταν στα στοιχεία των φακέλων, ότι ήταν αναιτιολόγητη, ότι σ’ αυτήν παρεισέφρησαν στοιχεία άσχετα ή ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απλά απότοκο της πεπλανημένης σύστασης του Διευθυντή.  Η σύσταση του Διευθυντή, δεν ήταν ασύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, ούτε αναιτιολόγητη.  Δεν φαίνεται να επηρέασαν τη σύσταση του Διευθυντή οποιαδήποτε εξωγενή στοιχεία, εφόσον αυτή βασίστηκε στα στοιχεία των φακέλων.  Τόσο ο εφεσείων όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ισοδύναμα και πληρούν τα απαιτούμενα, από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα. Άλλα, μη απαιτούμενα, προσόντα, όπως η συμμετοχή σε ολιγοήμερα επιμορφωτικά σεμινάρια επί θεμάτων, μάλιστα, όχι άμεσα σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, [*190]δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα.  Η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν μεμπτή για τους λόγους που ισχυρίζεται ο εφεσείων, οι εφεσίβλητοι δεν παρασύρθηκαν από οποιαδήποτε μεμπτή σύσταση, άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια μέσα στα ορθά πλαίσια, και η πρωτόδικη απόφαση δεν υπόκειται σε ανατροπή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 687/06), ημερ. 17/9/07.

Ι. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο αιτητής-εφεσείων προσέβαλε την εγκυρότητα της απόφασης της Ε.Δ.Υ. με την οποίαν προάχθηκαν από 1.1.2006, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Δασικού Λειτουργού, Τμήμα Δασών, αντί του αιτητή-εφεσείοντα, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αρ. 1 Γαβριήλ Μ. Κωνσταντινίδης, αρ. 2 Λεωνίδας Μ. Μουστάκας και αρ. 3 Μιχαήλ Π. Χαραλάμπους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και στους νομικούς ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο αιτητής, προέβηκε στη συνέχεια σε εξέταση των προβληθέντων νομικών ισχυρισμών και έκαμε ιδιαίτερη αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.  Οι βασικοί ισχυρισμοί του εφεσείοντα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η σύσταση του Διευθυντή έπασχε καθότι ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπα[*191]σχε, λόγω ελλείψεως δέουσας αιτιολογίας και λόγω πλάνης. 

Ο αδελφός Δικαστής που εξέτασε την προσφυγή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν δεόντως αιτιολογημένη και βρισκόταν σε συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων και την πραγματική εικόνα των υποψηφίων, όπως συναγόταν από τους φακέλους και ότι επομένως, δεν έπασχε.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. έπασχε λόγω πλημμελούς αιτιολογίας και λόγω πλάνης, το πρωτόδικο δικαστήριο συμπέρανε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ήταν μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας και δεν ήταν μεμπτή για οποιοδήποτε λόγο. 

Με την έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους: 

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τα γεγονότα και το νόμο όταν έκρινε πως η σύσταση του Διευθυντή ήταν δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.  Κατά τον εφεσείοντα, ο Διευθυντής βρισκόταν σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων όταν σύστησε τα Ε/Μ 1, 2 και 3, επειδή αυτά υστερούσαν του αιτητή, σε αξία, τα τελευταία 10 χρόνια και επειδή ο Διευθυντής έλαβε υπόψιν του άγνωστα στοιχεία και πληροφορίες, από τους κατά καιρούς προϊσταμένους των υποψηφίων, στοιχεία που δεν φαίνονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε και εσφαλμένα δεν έκρινε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος αναφορικά με τη νομιμότητα της ετήσιας υπηρεσιακής έκθεσης του Ε/Μ 2, για το έτος 2003.   Κατά τον εφεσείοντα, στην προαναφερόμενη υπηρεσιακή έκθεση υπήρχαν «σβησίματα με διορθωτικό και παρεμβάσεις στις αξιολογήσεις, στα στοιχεία απόδοση και διευθυντική ικανότητα» και ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο  θα έπρεπε να είχε αγνοήσει τη σχετική έκθεση.

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο πλανήθηκε όταν έκρινε ότι ο εφεσείων και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ισοδύναμα ως προς τα προσόντα, ενώ στην πραγματικότητα ο εφεσείων υπερέχει σε προσόντα τα οποία ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.

4.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και πλανήθηκε όταν απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος ότι η απόφαση της εφεσίβλητης ήταν μη αιτιολογημένη.  Εφόσον η εφεσίβλητη υιοθέ[*192]τησε την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, κατ’ επέκταση και η δική της απόφαση κατέστη νομικά μεμπτή και θα έπρεπε να είχε ακυρωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Η σύσταση του Διευθυντή ήταν πάσχουσα επειδή ήταν αναιτιολόγητη και επειδή δεν βρισκόταν σε συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων.

5.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι στην υπό εκδίκαση υπόθεση ο παράγων αρχαιότητα θα έπρεπε να είχε περιορισμένη μόνο σημασία.

Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι.   Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, υπέρ των Ε/Μ, η οποία παρέσυρε σε ακυρότητα και την απόφαση των εφεσιβλήτων, παρατηρούμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πως η σύσταση του Διευθυντή δεν βασιζόταν στα στοιχεία των φακέλων, ότι ήταν αναιτιολόγητη, ότι σ΄ αυτήν παρεισέφρησαν στοιχεία άσχετα ή ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απλά απότοκο της πεπλανημένης σύστασης του Διευθυντή (λόγοι έφεσης 1 και 4). Στη σύσταση του Διευθυντή, όπως ορθά παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, αναφερόταν ότι, όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία πέντε χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα βρίσκονταν στο ίδιο περίπου επίπεδο ή και υπερείχαν έναντι των άλλων υποψηφίων.  Οι τρεις συστηνόμενοι, κατά τον τελευταίο χρόνο, βαθμολογήθηκαν εξαίρετοι σε όλα τα στοιχεία (όπως και ο εφεσείων).  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της συμφωνίας της σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων και παρατήρησε ότι ο εφεσείων, με βάση τις αξιολογήσεις των πέντε τελευταίων ετών, υστερούσε οριακά, κατά 2 Ε σε αξία, μόνον έναντι του Ε/Μ Χαραλάμπους ενώ υπερείχε οριακά κατά 1 Ε έναντι των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών.  Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, δεν θεωρούμε πως η σύσταση του Διευθυντή, με βάση τα όσα παρατηρήθηκαν στη Μοδίτης (ανωτέρω), πάσχει ως ασύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων ή ως αναιτιολόγητη ως προς το ζήτημα της αξίας.  Ως προς τα στοιχεία που κατ’ ισχυρισμό, κακώς παρεισέφρησαν, κρίνουμε ότι δεν φαίνεται να επηρέασαν τη σύσταση του Διευθυντή οποιαδήποτε εξωγενή στοιχεία, εφόσον αυτή βασίστηκε στα στοιχεία των φακέλων.

Αναφορικά με τα προσόντα, η σύσταση του Διευθυντή ήταν ότι οι υποψήφιοι είναι απόφοιτοι του Δασικού Κολλεγίου Κύπρου και κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας [*193]της θέσης.  Ο πρωτόδικος Δικαστής συμφώνησε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ισοδύναμα και πληρούν τα απαιτούμενα, από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα.  Συμφωνούμε με τον πρωτόδικο Δικαστή εφόσον το βασικό προσόν που θα έπρεπε να έχουν οι υποψήφιοι  ήταν πτυχίο Δασικού Κολλεγίου ενώ κάποια άλλα, μη απαιτούμενα, προσόντα, όπως η συμμετοχή σε ολιγοήμερα επιμορφωτικά σεμινάρια επί θεμάτων, μάλιστα, όχι άμεσα σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα. 

Σε σχέση με την αρχαιότητα, στη σύσταση του Διευθυντή αναφερόταν ότι ο Μιχαήλ Χαραλάμπους υστερούσε έναντι του εφεσείοντος με ασήμαντη διαφορά, λόγω ημερομηνίας γέννησης. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφορικά με την αρχαιότητα, ορθά παρατήρησε ότι εκείνο που λαμβάνεται υπόψιν είναι η ημερομηνία διορισμού στην αμέσως προηγούμενη θέση.  Ο εφεσείων είναι ισοδύναμος του Ε/Μ 1, Κωνσταντινίδη αφού διορίστηκαν κατά την ίδια ημερομηνία, αλλά ο Κωνσταντινίδης υπερτερεί οριακά λόγω ημερομηνίας γέννησης. Υστερεί του Ε/Μ Μουστάκα, κατά ένα έτος και υπερτερεί οριακά του Ε/Μ Χαραλάμπους λόγω ημερομηνίας γέννησης. Ο Χαραλάμπους όμως υπερτερεί του εφεσείοντος, οριακά, σε αξία.  Αυτά τα έλαβαν υπόψιν τους οι εφεσίβλητοι, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και επομένως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είτε οι εφεσίβλητοι, είτε ο πρωτόδικος Δικαστής, έσφαλαν επί αυτού του σημείου.

Από τα προαναφερόμενα φαίνεται ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν ήταν μεμπτή για τους λόγους που ισχυρίζεται ο εφεσείων, ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρασύρθηκαν από οποιαδήποτε μεμπτή σύσταση, ότι άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια μέσα στα ορθά πλαίσια, και ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν υπόκειται σε ανατροπή για οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης 1 και 4.

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης παρατηρούμε πως η  πλάνη ή το σφάλμα αναφορικά με τη νομιμότητα της ετήσιας υπηρεσιακής έκθεσης του Ε/Μ 2 για το έτος 2003, εξαιτίας σβησμάτων, διορθώσεων ή παρεμβάσεων, δεν ήταν λόγος ακυρότητας που προβλήθηκε στα νομικά σημεία της προσφυγής και στην πρωτόδικη απόφαση δεν υπάρχει οτιδήποτε αναφορικά με το ζήτημα αυτό.  Όμως ανατρέξαμε στη σχετική ετήσια υπηρεσιακή έκθεση και το μόνο που βρήκαμε ήταν δύο διορθώσεις στα στοιχεία απόδοση και διευθυντική/διοικητική ικανότητα όπου προφανώς αρχικά ο κ. Μουστάκας επρόκειτο να βαθμολογηθεί με πολύ ικανοποιητικά ενώ στη συνέχεια βαθμολογήθηκε με εξαίρετα και προς τούτο [*194]υπάρχουν σχετικές μονογραφές στα σημεία της διόρθωσης.

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης και τα προσόντα του εφεσείοντα σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούμε ότι η σύσταση του Διευθυντή, η προσβαλλόμενη απόφαση και η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορούν να κριθούν ως λανθασμένες επειδή θεώρησαν ότι, ουσιαστικά, εφεσείων και ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ισοδύναμα και πληρούσαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα.  Δεν συμφωνούμε ότι ο εφεσείων, εξαιτίας κάποιων συμμετοχών του σε σεμινάρια ή προγράμματα εκπαίδευσης και  μάλιστα ολιγοήμερα και επί θεμάτων όχι άμεσα σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι υπερείχε των άλλων υποψηφίων-ενδιαφερομένων μερών, σε προσόντα. 

Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης, που σχετίζεται με την αρχαιότητα, εκτιμούμε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε υπέρμετρη σημασία στον παράγοντα αυτό αλλά απλά ότι έγινε αναφορά και στην αρχαιότητα, με ορθά στοιχεία για τους υποψηφίους, που βρίσκονταν σε συμφωνία με τα στοιχεία των φακέλων. 

Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο