Χαραλάμπους Χαράλαμπος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 ΑΑΔ 273

(2011) 3 ΑΑΔ 273

[*273]12 Απριλίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν. 

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 147/2007)

 

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Το κριτήριο της αξίας ― Η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολόγηση και όχι με βάση τα επί μέρους στοιχεία.

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Περιστάσεις της δημιουργίας του στην κριθείσα περίπτωση.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Το προσόν της γνώσης ξένης γλώσσας ― Η πρόβλεψή του ως πλεονεκτήματος σε σχέδιο υπηρεσίας, επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου του για κατάληψη της θέσης.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Η απαίτηση σύγκρισης των υποψηφίων πριν από την επιλογή ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Το προσόν της γνώσης ξένης γλώσσας ― Για να θεωρηθεί ένας υποψήφιος ότι το κατέχει θα πρέπει να έχει κατοχή τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου.

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση διορισμού/προαγωγής μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Εφαρμογή του νομικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου ― Η περίπτωση της αναδρομικής ισχύος της διαδικαστικής φύσεως διατάξεων που τέθηκαν σε ισχύ μετά τον ουσιώδη χρόνο ― Δεν συνέτρεχε στην εξε[*274]τασθείσα υπόθεση.

Ο εφεσείων ενέμεινε με την έφεσή του, στις αξιώσεις του για ακύρωση της πλήρωσης των επίδικων θέσεων Διευθυντή Λιμανιού, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολόγηση και όχι τα επί μέρους στοιχεία. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε ετήσιες εκθέσεις, δεν ευσταθεί. Η ορθή εικόνα που αναδύεται από τις αξιολογήσεις των διαδίκων, όπως ορθά έχει επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι αυτή της ισοδυναμίας.

2.  Η θέση του αιτητή ότι δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο δεν είναι ορθή.  Εφόσον στις δύο προσφυγές (196/2001 και 267/2001) το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ή όχι το προσόν της διοικητικής και οργανωτικής πείρας ήταν επίδικο θέμα και κατόπιν σύγκρισης των διαδίκων, μεταξύ των οποίων ήταν ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος, κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το εν λόγω προσόν, πολύ πριν από τον ουσιώδη χρόνο, τότε η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη του δεδικασμένου είναι ορθή.

3.  Σε σχέση με τη σημασία της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετου προσόντος της «Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών», επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η κατοχή ενός τέτοιου προσόντος «επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης».

4.  Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα γνώσης της γερμανικής γλώσσας στη βάση δεδικασμένου. Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα δεν είναι ορθή.  Ό,τι αποφάνθηκε το Δικαστήριο επί του θέματος τόσο στην προσφυγή 984/96, όσο και στην προσφυγή 1270/2000, δεν αμφισβητείται βεβαίως. Κάτω από την κατά τα άλλα ύπαρξη δεδικασμένου, η διερεύνηση κατά την επανεξέταση κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το εν λόγω προσόν, ουδόλως επηρεάζει. Το δεδικασμένο διαπιστώνεται αντικειμενικά, με γνώμονα τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε και ως προς αυτή και τις συναφείς παραμέτρους, δεν έχουμε αμφισβήτηση.

[*275]5.      Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, περί ανάγκης άμεσης σύγκρισης των υποψηφίων, δεν ευσταθεί. Τόσο αυτός όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν μέλη του προσωπικού της Αρχής. Πέραν τούτου, οι φάκελοι με τα προσωπικά ενός εκάστου από αυτούς στοιχεία ήταν ενώπιον της Αρχής, όπως δε επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Αρχή μελέτησε όχι μόνο τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο του περιεχομένου των φακέλων, αλλά και το συγκεκριμένο Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή μαζί με όλα όσα έγγραφα το συνόδευαν, ένα από τα οποία ήταν και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία γίνεται, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται και από τον πρωτόδικο Δικαστή, εκτενής αναφορά στον εφεσείοντα και στα προσόντα του. Επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το χρόνο δηλαδή της αξιολόγησης, ενώπιόν του το Συμβούλιο είχε το σύνολο των σχετικών με τα προσόντα του αιτητή, στοιχείων, τα οποία όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της απόφασης, το Συμβούλιο, έλαβε υπόψη κατά την αξιολόγηση.

6.  Για να θεωρηθεί ένας υποψήφιος ότι κατέχει το προσόν της γνώσης ξένης γλώσσας θα πρέπει να έχει κατοχή τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου.  Το αίτημα του εφεσείοντα να του αναγνωριστεί ως πλεονέκτημα η γνώση της τουρκικής γλώσσας, απορρίφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στη βάση ουσιαστικά της δικής του παραδοχής ότι δεν ομιλεί την τουρκική γλώσσα.  Το συγκεκριμένο αίτημα του εφεσείοντα απορρίφθηκε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη βάση της εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου.

7.  Η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση αποτελεί προϊόν επανεξέτασης, η οποία ακολούθησε δύο ακυρωτικές αποφάσεις.  Το καθεστώς που εφαρμόστηκε ήταν αυτό του ουσιώδους χρόνου σύμφωνα με το οποίο η σύσταση δεν αποτελούσε θεσμοθετημένο κριτήριο. (Βλ. Κανονισμούς Αρχής Λιμένων Κύπρου, Κ.Δ.Π. 317/82, Κανονισμός 3 του Μέρους IV).

     Πέραν όμως των πιο πάνω οι πρόνοιες του Κ. 19(3), τις οποίες επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρώτον, γιατί όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, αφορούν σε πλήρωση θέσεων προαγωγής και όχι θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, όπως είναι η επίδικη θέση, και δεύτερο, γιατί, όπως επίσης πολύ ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν μεταγενέστερες του ουσιώδους χρόνου. Η σκέψη του εφεσείοντα πως είχαν ανα[*276]δρομική ισχύ ως διαδικαστικής φύσης, δεν είναι ορθή.  Οι συγκεκριμένες πρόνοιες αφορούν στο νομικό καθεστώς της διαδικασίας και ως εκ τούτου είναι ουσιαστικού περιεχομένου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403,

Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455,

Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 643,

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 983/96 κ.ά., ημερ. 12.5.1999,

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 312,

Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317,

Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376,

Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1154/04), ημερ. 10.8.07.

Ν. Παρτασίδου για Α. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κουντουρή, για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφασή τους η οποία λήφθηκε στις [*277]27/7/2004, οι εφεσίβλητοι προήξαν το ενδιαφερόμενο μέρος Δ. Φινοπούλου στη θέση Διευθυντή Λιμανιού, αναδρομικά από 24/10/1996. Αντιδρώντας ο εφεσείων καταχώρισε την προσφυγή 1154/2004. Με απόφαση του που εκδόθηκε στις 10/8/2007, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα με έξοδα. Εξ’ ου και η παρούσα έφεση.

Το μακρύ ιστορικό της υπόθεσης, χρονολογείται από το 1996, σκιαγραφείται δε με περισσή λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση. Το συνοψίζουμε.

Στις 24/10/1996, το Διοικητικό Συμβούλιο των εφεσιβλήτων, με σχετική απόφαση του, διόρισε στις δύο θέσεις Διευθυντή Λιμανιού (θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) δύο συναδέλφους του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους. Τόσο ο εφεσείων, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, καταχώρισαν προσφυγή με στόχο την ακύρωση του εν λόγω διορισμού (Προσφυγές 983/96 και 984/96, αντίστοιχα), οι οποίες και συνεκδικάστηκαν. Με απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στα πλαίσια των εν λόγω προσφυγών, ο διορισμός ακυρώθηκε. Οι λόγοι ακύρωσης συνοψίζονται στην εκκαλούμενη με την προσφυγή απόφαση. Τους παραθέτουμε.

“(α) Η ουσιαστική σημασία που δόθηκε, από μέρους της Αρχής, σε συγκεκριμένο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν ανεπίτρεπτη. Το Συμβούλιο αυτής δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να διαβαθμίσει τη σπουδαιότητα των προσόντων. Λέχθηκε, συγκεκριμένα:-

       «Αναπόφευκτα όμως η κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου διαμορφώθηκε από την πρόθεση του, διαφαινόμενη καθαρά από την ίδια την απόφαση, για ιεράρχηση των προσόντων και απομόνωση ενός εξ αυτών με αποτέλεσμα να διαβαθμίσει τη σπουδαιότητα τους. Ο συντάκτης όμως του σχεδίου υπηρεσίας δεν έδωσε τέτοια εξουσία στο Συμβούλιο. Αν ήθελε να αναβαθμίσει οποιοδήποτε από τα προσόντα θα μπορούσε να το προβλέψει ειδικά ή να το καταστήσει πλεονέκτημα…»

 (β) Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης δεν ανταποκρινόταν στα στοιχεία των φακέλων και στην κρίση του Συμβουλίου της Αρχής για υπεροχή των διορισθέντων.

 (γ) Η Αρχή δεν αιτιολόγησε ειδικά γιατί παραγνώρισε την κατοχή, από μέρους της αιτήτριας – (ενδιαφερομένου προσώπου [*278]στην παρούσα) – του πρόσθετου προσόντος που προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως επιβάλλει η νομολογία.”

Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, το θέμα επανεξετάστηκε από τους εφεσιβλήτους. Οι τελευταίοι, με απόφαση τους ημερομηνίας 29/5/2000 προήξαν στην επίδικη θέση αναδρομικά από τις 24/10/1996 τον ένα από τους δύο συναδέλφους του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους στην παρούσα έφεση, των οποίων ο διορισμός είχε ακυρωθεί, το Δ. Πέτρου. Αντιδρώντας ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος, προσέφυγαν για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο (προσφυγή 1270/2000), το οποίο με απόφαση του ημερομηνίας 15/9/2003 ακύρωσε για δεύτερη φορά το διορισμό. Παραθέτουμε τους λόγους ακύρωσης, όπως αυτοί συνοψίζονται στην εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση.

“(α) Το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης και η αντίθεσή της με τα στοιχεία των φακέλων.

 (β) Το αναιτιολόγητο της σύστασης του Διευθυντή και

 (γ) Το ότι δε δόθηκε, και πάλι, ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση, από μέρους της Αρχής, του πρόσθετου προσόντος που κατείχε η αιτήτρια – (ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα) – και προβλεπόταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα.”

Την πιο πάνω ακύρωση ακολούθησε επανεξέταση του θέματος, στα πλαίσια της οποίας ο Γενικός Διευθυντής των εφεσιβλήτων, με σκοπό να βοηθήσει τους τελευταίους να συμμορφωθούν με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, ετοίμασε και υπέβαλε σ’ αυτούς Σημείωμα.

Οι εφεσίβλητοι αφού επανεξέτασαν το θέμα αποφάσισαν ομόφωνα να διορίσουν με προαγωγή στην επίδικη θέση, αναδρομικά από τις 24/10/1996, το ενδιαφερόμενο μέρος, με το εξής σκεπτικό:

“4.4 Στη συνέχεια το Συμβούλιο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασής του. Το Συμβούλιο εμελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχε ενώπιόν του, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το Σημείωμα 36/04, την απόφαση του Δικαστηρίου, τη συνολική σταδιοδρομία των υποψηφίων, καθώς και τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των εμπιστευτικών [*279]και υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων για τη θέση του Διευθυντή Λιμανιού οι οποίοι είναι υπάλληλοι της Αρχής. Σχετικά το Συμβούλιο αποφάσισε όπως λάβει υπόψη τις εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, οι οποίοι είναι όλοι υπάλληλοι της Αρχής, στο σύνολό τους με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια που υπήρχαν 1993, 1994 και 1995. Επίσης το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού στις περιπτώσεις που όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους δεν υπήρξε συζήτηση του προσυπογράφοντα με τον αξιολογούντα λειτουργό και αιτιολογία των τροποποιήσεων του προσυπογράφοντα λειτουργού στις περιπτώσεις διαφωνίας.

4.5 Από την ενδελεχή εξέταση όλων των στοιχείων που είχε ενώπιόν του και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), το Συμβούλιο κατέληξε ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος για διορισμό με προαγωγή στην πιο πάνω θέση είναι η κα Δάφνη Φινοπούλου, η οποία υπερτερούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο έναντι όλων των υπολοίπων υποψηφίων για τους λόγους που παραθέτονται πιο κάτω:

(α)  Από πλευράς αξίας – με έμφαση στα τελευταία 3 χρόνια πριν από τον ουσιώδη χρόνο η κα Φινοπούλου για το 1993 υπερτερεί έναντι όλων των ανθυποψηφίων της, πλην του κ. Χ. Χαραλάμπους. Για το 1994 η κα Φινοπούλου είναι ισάξια με τους κους Δ. Πέτρου, Π. Παναγίδη και Α. Παγιάτα και υπερτερεί έναντι των κ. Χρ. Μάτση, Π. Βασιλείου και Κ. Ευσταθιάδη. Για το 1995 η κα Φινοπούλου είναι ισόβαθμη με τον κ. Χ. Χαραλάμπους και υπερτερεί έναντι των υπολοίπων.

(β)  Από πλευράς προσόντων η κα Δ. Φινοπούλου πέραν του πανεπιστημιακού διπλώματος, το οποίο είναι απαιτούμενο προσόν με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, διαθέτει και μεταπτυχιακό ΜΒΑ. Στο πρόσθετο τούτο και μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, το Συμβούλιο αποφάσισε όπως του δώσει περιορισμένη σημασία γιατί θεωρείται βοηθητικό με τα καθήκοντα της θέσης.

(γ)  Από πλευράς πρόσθετου προσόντος (πλεονεκτήματος) με βάση το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, η κα Φινοπούλου το κατέχει λόγω της γνώσης της στην Γερμανική γλώσσα. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι, πλην του κ. Α. Παγιάτα, ο οποίος το [*280]διαθέτει, δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα.

(δ)  Από πλευράς αρχαιότητας η κα Δ. Φινοπούλου (Κλ. Α11) υστερεί ελαφρά έναντι των κων Δ. Πέτρου (Κλ. Α12 κορυφή), Α. Παγιάτα (Κλ. Α12) και Π. Παναγίδη (Κλ. Α12+2 προσαυξήσεις) και έχει την ίδια αρχαιότητα με τους κους Π. Βασιλείου (Κλ. Α11), Κ. Ευσταθιάδη (Κλ. Α11), Χρ. Μάτση (Κλ. Α11) και Χ. Χαραλάμπους (Κλ. Α11). Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η οριακή έστω υπεροχή των κ.κ. Δ. Πέτρου, Α. Παγιάτα, Π. Παναγίδη σε αρχαιότητα δεν μπορεί να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για επιλογή τους στη εν λόγω θέση και ιδιαίτερα αφού λήφθηκε υπόψη ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και είναι ψηλά στην ιεραρχία και συνεπώς η αρχαιότητα μικρή σημασία έχει.”

Με στόχο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση προβάλλοντας 11 συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους προχωρούμε να εξετάσουμε, όχι όμως με τη σειρά που προωθούνται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους του στο περίγραμμά τους. Μερικοί από αυτούς συμπίπτουν και ως εκ τούτου θα τους εξετάσουμε μαζί.

Λόγοι έφεσης 1, 6, 7 και 9

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων» (Λόγος έφεσης 1).

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή περί υπεροχής του στο στοιχείο της δεκάχρονης διοικητικής και οργανωτικής πείρας» (Λόγος έφεσης 6).

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει δεδικασμένο αναφορικά με το προσόν της διοικητικής και οργανωτικής πείρας του ενδιαφερομένου προσώπου» (Λόγος έφεσης 7).

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο αιτητής δεν υπερέχει έκδηλα καθ’ ότι υπάρχει ισοδυναμία των δύο διαδίκων στα στοιχεία αξία και προσόντα» (Λόγος έφεσης 9).

Οι πιο πάνω τέσσερις λόγοι έφεσης θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση από το διοικητικό όργανο των επί μέρους στοιχείων του εφεσείοντα (αξία, προσόντα και πείρα), ενώ παράλληλα [*281]φέρνουν στο προσκήνιο το νομολογιακό πλαίσιο που διέπει την εξέταση του υπό συζήτηση θέματος.

Κατ’ αρχήν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα σχετικά με τους πιο πάνω λόγους έφεσης αποσπάσματα από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, με βάση τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στις υπό αμφισβήτηση αντίστοιχες κρίσεις του. Διευκρινίζουμε ότι με την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, σε αντίθεση με τον αιτητή, διαθέτει και το προσόν της «Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών» και στη βάση του δεδικασμένου, θα ασχοληθούμε σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στα πλαίσια του λόγου έφεσης 2.

“Για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής προβάλλει ότι αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα αντικειμενικά στοιχεία των φακέλων, τα οποία του δίδουν έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου.

Προσεκτική εξέταση των στοιχείων των φακέλων του αιτητή και του ενδιαφερομένου προσώπου, που αφορούν στα νομοθετημένα κριτήρια, καταρρίπτει τον ισχυρισμό του αυτό. Η κατάληξη της Αρχής για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου είναι πλήρως δικαιολογημένη. Αιτητής και ενδιαφερόμενο πρόσωπο, από άποψης αξίας, στα τρία από τα πέντε τελευταία χρόνια – (1991-1995) – πριν από τον ουσιώδη χρόνο, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, παρουσιάζονται ισοδύναμοι. Δηλαδή, βαθμολογήθηκαν και οι δύο, για τα έτη 1991 και 1992, με 11 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά», για δε το έτος 1995, με 8 «Εξαίρετα». Διαφορά υπάρχει μόνο για τα έτη 1993 και 1994, στα οποία ο αιτητής βαθμολογήθηκε με 1 «Εξαίρετα» περισσότερο από ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Οι διαφορές αυτές δεν επιτρέπουν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις και ούτε προσδίδουν υπεροχή σε οποιοδήποτε. Υπεροχή, βασισμένη σε ένα ή δύο στοιχεία βαθμολογημένα ψηλότερα, είναι εντελώς πλασματική. Όπως λέχθηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν ουσιαστική σημασία.

Ως προς τα προσόντα, αιτητής και ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε ότι τα κατέχουν ……………. το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε αντίθεση με τον αιτητή, διαθέτει το προσόν της «Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών» που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως επιπρόσθετο ………….. Η κατοχή λοιπόν του επιπρόσθετου αυτού προσόντος το καθιστά υπέρτερο στο κρι[*282]τήριο των προσόντων.

Με άλλη εισήγησή του, ο αιτητής υποστηρίζει ότι υπερέχει όσον αφορά το προσόν της δεκάχρονης διοικητικής και οργανωτικής πείρας, από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστο σε υπεύθυνη θέση. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του, προβαίνει σε μια λεπτομερή ανασκόπηση της μέχρι τώρα επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, η οποία δεν αφορά μόνο την περίοδο της υπηρεσίας του στην Αρχή – προσλήφθηκε την 1/7/1987 – αλλά και προηγουμένως.

Ούτε αυτή η εισήγησή του ευσταθεί. Όπως έχει ήδη λεχθεί, η Αρχή έκρινε πως και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Από τη στιγμή δε που μεταξύ των προσόντων περιλαμβάνεται και η υπό αναφορά διοικητική και οργανωτική πείρα, δεν μπορεί να τεθεί θέμα υπεροχής ενός εξ’ αυτών ως προς αυτή. Άλλωστε, η Αρχή δεσμευόταν από το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, σύμφωνα με το οποίο:-

«… κανένα από τα προσόντα για τα οποία κάμνει πρόβλεψη το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να κατισχύσει των άλλων. Κι αυτό όχι μόνο ως θέμα ερμηνείας, αλλά και γιατί μια τέτοια ευχέρεια διαβάθμισης από το διορίζον όργανο εμπερικλείει κινδύνους για τη χρηστή διοίκηση.»

Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, υποστηρίζεται από τον αιτητή, ότι, όσον αφορά το προσόν της διοικητικής και οργανωτικής πείρας, η Αρχή κατέληξε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το κατέχει, χωρίς να προβεί στη δέουσα έρευνα.

Και πάλι δε συμφωνώ με τον αιτητή. Υπάρχει το δεδικασμένο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει την πείρα αυτή από το 1982, όταν κατέλαβε τη θέση, όπως ήταν τότε, Λειτουργού Μελετών και Ερευνών, 1ης Τάξης. Αυτό προκύπτει από την απόφαση στη Δάφνη Φινοπούλου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 196/01 και 267/01, ημερ. 10/12/02. Επρόκειτο για πλήρωση της ίδιας θέσης – Διευθυντή Λιμανιού – στην Αρχή Λιμένων Κύπρου, από 16/1/2001. Ετέθη τότε – (από το συνήγορο του αιτητή στην παρούσα, ο οποίος τότε ήταν συνήγορος ενός των ενδιαφερομένων προσώπων) – ως επίδικο θέμα, ότι η κα Φινοπούλου δε διέθετε την απαιτούμενη δεκαετή διοικητική και οργανωτική πείρα, από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστο σε υπεύθυνη θέση. Ο ισχυρι[*283]σμός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Πέρα από τα πιο πάνω, η Αρχή, προτού καταλήξει ποιοι από τους υποψήφιους ήταν προσοντούχοι, είχε ενώπιόν της και μελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία τους.

Με βάση όλα όσα έχουν αναφερθεί, θεωρώ ότι δεν προκύπτει οτιδήποτε, που να φανερώνει ότι η Αρχή άσκησε λανθασμένα τη διακριτική της ευχέρεια.”

Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίες υποστηρίζονται και από τη νομολογία. Πέραν από την υπόθεση Πούρου (πιο πάνω) στην οποία η πρωτόδικος Δικαστής παραπέμπει, παραπέμπουμε και στην απόφαση της Ολομέλειας Αντώνης Βασιλειάδης κ.ά. ν. Μάρως Κληρίδου Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403 και στην εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει, από την οποία προκύπτει με ασφάλεια η αρχή ότι η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολόγηση και όχι τα επί μέρους στοιχεία. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε ετήσιες εκθέσεις, δεν ευσταθεί. Η ορθή εικόνα που αναδύεται από τις αξιολογήσεις των διαδίκων, όπως ορθά έχει επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι αυτή της ισοδυναμίας.

Σε σχέση με τους λόγους έφεσης 6 και 7 και ιδιαίτερα το συμπέρασμα ότι οι αρχές του δεδικασμένου ισχύουν αναφορικά με το προσόν της διοικητικής και οργανωτικής πείρας του ενδιαφερόμενου προσώπου, από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστον σε υπεύθυνη θέση, είναι πιστεύουμε αρκετό να διεξέλθει ένας το σκεπτικό του Δικαστηρίου στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 196/2001 και 267/2001, οι οποίες είναι βεβαίως μεταγενέστερες του εδώ ουσιώδους χρόνου αλλά παραπέμπουν σε χρόνο σχετικό με την παρούσα υπόθεση, στις οποίες η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση, απόφαση παραπέμπει, για να καταδειχθεί η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στις εν λόγω δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές, στις οποίες ο εφεσείων ήταν διάδικος και στις οποίες το εγειρόμενο ζήτημα είχε καταστεί επίδικο θέμα από τους τότε συνηγόρους του προσφεύγοντα, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας δεκάχρονη διοικητική και οργανωτική πείρα, από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση:

“Η ένσταση δεν ευσταθεί. Οι καθ’ων η Αίτηση δεν αμφισβήτησαν ότι η αιτήτρια κατείχε το συγκεκριμένο προσόν, την θεώ[*284]ρησαν υποψήφια και τούτο γιατί, σύμφωνα με τη νομολογία, η άσκηση διοικητικών καθηκόντων που συνδέεται με την έννοια της διοικητικής πείρας, δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού (Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 393). Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε από το 1982, του Λειτουργού Μελετών και Ερευνών 1ης τάξης, απαιτούσε “την ικανότητα να εποπτεύει και ελέγχει προσωπικό”. Τεκμαίρεται συνεπώς, ότι από την πιο πάνω ημερομηνία κατέχει τέτοια ικανότητα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αιτήτρια από τότε βαθμολογείται με “εξαίρετα” στη “διευθυντική/εποπτική ικανότητα”. Ακόμα, στο στοιχείο της “ικανότητας να ηγείται” που εβαθμολογείτο πριν από το 1994, η αιτήτρια είχε επίσης εξαίρετη βαθμολογία.

Το επιχείρημα ότι η αιτήτρια δεν κατείχε υπεύθυνη θέση για πέντε τουλάχιστον χρόνια, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Κατείχε την κλίμακα Α11 από 1.1.1988 και απλή ανάγνωση των καθηκόντων της απαντά στο ερώτημα.”

Η θέση του αιτητή ότι δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εφόσον στις δύο πιο πάνω προσφυγές (196/2001 και 267/2001) το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ή όχι το προσόν της διοικητικής και οργανωτικής πείρας ήταν επίδικο θέμα και κατόπιν σύγκρισης των διαδίκων, μεταξύ των οποίων ήταν ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος, κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το εν λόγω προσόν, πολύ πριν από τον ουσιώδη χρόνο, τότε η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη του δεδικασμένου είναι ορθή.

Σε σχέση με τη σημασία της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πρόσθετου προσόντος της «Γνώσης άλλων ξένων γλωσσών», υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας μας, αρχή η οποία επισημαίνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η κατοχή ενός τέτοιου προσόντος «επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για κατάληψη της θέσης» (Ι. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455) και «δίδει σε αυτόν που το διαθέτει προβάδισμα έναντι άλλων που δεν το έχουν» (Φρόσω Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 643).

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 6, 7 και 9 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

[*285]Λόγος έφεσης 2

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το επιπρόσθετο προσόν της γερμανικής γλώσσας».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το πλεονέκτημα γνώσης της γερμανικής γλώσσας και στη βάση δεδικασμένου και συγκεκριμένα δεδικασμένου το οποίο προκύπτει, σύμφωνα με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από την πρώτη ακυρωτική απόφαση που είναι η απόφαση που εκδόθηκε στην προσφυγή Χαράλαμπος Χαραλάμπους κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 983/96 και 984/96, ημερομηνίας 12/5/99. Υπενθυμίζουμε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα έφεση ήταν η αιτήτρια στην Προσφυγή 984/96, και παράλληλα επισημαίνουμε ότι εναντίον της απόφασης δεν ασκήθηκε έφεση. Το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, στη βάση του οποίου κρίθηκε η ύπαρξη του δεδικασμένου, έχει ως εξής:

“Θα μπορούσε να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι η παράγραφος (στ) του ίδιου όρου προβλέπει ότι η γνώση ξένων γλωσσών, πλην της ελληνικής και αγγλικής, αποτελεί επιπρόσθετο προσόν. Η αιτήτρια ήταν η μόνη που το διέθετε. Είχε γνώση της γερμανικής, όπως επιμαρτυρεί το σχετικό πιστοποιητικό του Ινστιτούτου Γκαίτε, που είναι στο φάκελο της……. Θα ακυρώσω την απόφαση και για άλλο λόγο που αφορά την αιτήτρια. Η Αρχή δεν αιτιολογεί ειδικά γιατί παραγνώρισε το πρόσθετο προσόν της όπως επιβάλλει η νομολογία ….”

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα γνώσης της γερμανικής γλώσσας στη βάση δεδικασμένου, «καθότι το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το εν λόγω προσόν διερευνήθηκε κατά την επανεξέταση της επίδικης απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ’ων η αίτηση. Αφ’ ης στιγμής το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη τα ευρήματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τότε η ύπαρξη ή μη δεδικασμένου είναι», σύμφωνα με τη θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα «άσχετη για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας».

Η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ό,τι αποφάνθηκε το Δικαστήριο επί του θέματος τόσο στην προσφυγή 984/96, όσο και στην προσφυγή 1270/2000, δεν αμφισβητείται βεβαίως. Θεωρούμε ότι κάτω από την κατά τα άλλα ύπαρξη δε[*286]δικασμένου, η διερεύνηση κατά την επανεξέταση κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το εν λόγω προσόν, ουδόλως επηρεάζει. Το δεδικασμένο διαπιστώνεται αντικειμενικά με γνώμονα τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε και ως προς αυτή και τις συναφείς παραμέτρους, δεν έχουμε αμφισβήτηση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο υπό στοιχείο 2 λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Λόγος έφεσης 3

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι καθ’ων η αίτηση παραγνώρισαν και/ή παρασιώπησαν τα πρόσθετα προσόντα του αιτητή και εσφαλμένα αποφάσισε ότι το τεκμήριο νομιμότητας και κανονικότητας σε σχέση με την αιτιολογία της καταγραφής των προσόντων του αιτητή δεν έχει ανατραπεί».

Αρχικά θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης με βάση το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην υπό αμφισβήτηση κατάληξή του:

“Το παράπονο αυτό του αιτητή δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο, κάθε φορά, να προβαίνει σε ρητή αναφορά στο όνομα υποψηφίου που δε θα επιλέξει – (βλ. Omeros Nissiotis v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 388). Η ρητή καταγραφή, εδώ, των στοιχείων που αφορούσαν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έγινε στα πλαίσια της ανάγκης για αιτιολόγηση της επιλογής του. Άλλωστε, στο πρακτικό της επίδικης απόφασης, ρητά αναφέρεται ότι η Αρχή είχε ενώπιόν της και μελέτησε όχι μόνο τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των Εμπιστευτικών και Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, αλλά και το Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή Αρ. 36/04, μαζί με όλα τα συνυποβληθέντα. Από το φάκελο, προκύπτει ότι, μεταξύ αυτών, περιλαμβανόταν και το Σημείωμα με Αρ. 26/99, στο οποίο, μεταξύ άλλων επισυνημμένων, ήταν η Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπου, στις σελ 20-22 αυτής, γίνεται εκτενής και πλήρης αναφορά στον αιτητή και τα προσόντα του. Συνεπώς, το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας δεν έχει ανατραπεί.”

Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι, εφόσον το ζητούμενο ήταν η έρευνα των προσόντων τόσο του εφεσείοντα, όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους και η σύγκριση μεταξύ τους ώστε να κατα[*287]φανεί η υπεροχή του ενός ή του άλλου υποψηφίου, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι «το διορίζον όργανο δεν είναι υποχρεωμένο κάθε φορά να προβαίνει σε ρητή αναφορά στο όνομα υποψηφίου που δεν θα επιλέξει». Είναι επίσης ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αφ’ ης στιγμής το σύνολο των στοιχείων και ιδιαίτερα των προσόντων του εφεσείοντα βρισκόταν στους φακέλους που ήταν ενώπιον των εφεσιβλήτων κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, τεκμαίρεται ότι αυτοί τα έλαβαν υπόψη έστω και αν δεν γίνεται σε αυτά ρητή αναφορά στο πρακτικό της απόφασης.

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί ανάγκης άμεσης σύγκρισης των υποψηφίων δεν ευσταθεί. Τόσο αυτός όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν μέλη του προσωπικού της Αρχής. Πέραν τούτου, οι φάκελοι με τα προσωπικά ενός εκάστου από αυτούς στοιχεία ήταν ενώπιον της Αρχής, όπως δε επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Αρχή μελέτησε όχι μόνο τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο του περιεχομένου των φακέλων, αλλά και το συγκεκριμένο Σημείωμα του Γενικού Διευθυντή μαζί με όλα όσα έγγραφα το συνόδευαν, ένα από τα οποία ήταν και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία γίνεται, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται και από τον πρωτόδικο Δικαστή, εκτενής αναφορά στον εφεσείοντα και στα προσόντα του. Επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το χρόνο δηλαδή της αξιολόγησης, ενώπιον του το Συμβούλιο είχε το σύνολο των σχετικών με τα προσόντα του αιτητή, στοιχείων, τα οποία όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της απόφασης, το Συμβούλιο, έλαβε υπόψη κατά την αξιολόγηση.

Ως αποτέλεσμα και ο υπό στοιχείο 3 λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Λόγοι έφεσης 4 και 5

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του αιτητή σε σχέση με το επιπρόσθετο προσόν του» (Λόγος έφεσης 4).

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή σε σχέση με το επιπρόσθετο του προσόν με την αιτιολογία ότι για το θέμα αυτό, υπάρχει το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης» (Λόγος έφεσης 5).

Με την αίτηση του για διεκδίκηση της επίδικης θέσης, ο εφεσείων είχε υποβάλει και πιστοποιητικό φοίτησης το οποίο απέκτησε [*288]ύστερα από παρακολούθηση σειράς μαθημάτων στην τουρκική γλώσσα. Ήταν η θέση του αιτητή πρωτόδικα, θέση την οποία επανέλαβε και ενώπιον μας, ότι το εν λόγω πιστοποιητικό παραγνωρίστηκε από τους εφεσιβλήτους, χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω θέση με το εξής σκεπτικό:

“Όσον αφορά στη γνώση άλλων ξένων γλωσσών (προσόν (4)(στ) – επιπρόσθετο), στην αίτησή του για τη θέση αναφέρει ότι γνωρίζει Τουρκικά (καλή ανάγνωση, μέτρια γραφή, όχι ομιλία) και υπέβαλε πιστοποιητικό φοίτησης ημερ. 26.5.1988 το οποίο απέκτησε ύστερα από παρακολούθηση σειράς μαθημάτων στην Τουρκική γλώσσα (Α΄ κύκλος) σε Επιμορφωτικό Κέντρο του Υπουργείου Παιδείας κατά την περίοδο 1987-88· καθόσο αφορά στο επίπεδο του εν λόγω πιστοποιητικού, με βάση διερεύνηση που είχε γίνει σε παλιότερη περίπτωση (για παρόμοιας φύσης πιστοποιητικό σε άλλη ξένη γλώσσα) τούτο θεωρείται ως μη ικανοποιητικό και η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορεί να το λάβει υπόψη, επιπλέον δε ο υποψήφιος δεν έχει κατοχή προφορικού λόγου και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν πείστηκε ότι ο υποψήφιος διαθέτει αυτό το επιπρόσθετο προσόν.”

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία ταυτίζεται με τη νομολογία. Όπως επισημαίνεται από την Ολομέλεια στην υπόθεση Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 312, αρχή την οποία επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, «…. Το αποφασίζον διοικητικό όργανο, και εδώ η ΕΔΥ, δεν έχει υποχρέωση να διεξαγάγει νέα έρευνα εάν θεωρεί, όπως στην παρούσα περίπτωση, ότι η έρευνα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν η δέουσα και η κατάληξη της ήταν εύλογη, νομότυπη και αιτιολογημένη. Με την υιοθέτηση από την ΕΔΥ της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπονοείται ότι υιοθετήθηκε και η αιτιολογία της και έτσι παρέχεται η ευχέρεια δικαστικού ελέγχου …..».

Και συνεχίζει το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, «άλλωστε η παραδοχή του αιτητή ότι δεν κατείχε τον προφορικό λόγο δικαιολογεί την κατάληξη». Και με αυτή τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επίσης ταυτίζεται με τη νομολογία, συμφωνούμε. Υπενθυμίζουμε την αρχή ότι για να θεωρηθεί ένας υποψήφιος ότι κατέχει το προσόν της γνώσης ξένης γλώσσας θα πρέπει να έχει κατοχή τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου (Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας [*289](1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Σ. Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 376 και Θεοφίλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 181). Στην περίπτωση μας, το αίτημα του εφεσείοντα να του αναγνωριστεί ως πλεονέκτημα η γνώση της τουρκικής γλώσσας, απορρίφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στη βάση ουσιαστικά της δικής του παραδοχής ότι δεν ομιλεί την τουρκική γλώσσα.

Το συγκεκριμένο αίτημα του εφεσείοντα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη βάση της εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

“Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι, για το θέμα αυτό, υπάρχει το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, όπου αναφέρεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σε αντίθεση με τον αιτητή, διαθέτει το προβλεπόμενο επιπρόσθετο προσόν.”

Και η πιο πάνω θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Η πρώτη ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στα πλαίσια των συνεκδικαζόμενων προσφυγών 983/96 και 984/96, στις οποίες το πλεονέκτημα κατοχής ξένης γλώσσας, ήταν επίδικο. Στην ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο αποφαινόμενο επί του συγκεκριμένου επίδικου θέματος κατέληξε ότι η αιτήτρια, συγκρινόμενη με τους άλλους τρεις διαδίκους, ένας από τους οποίους ήταν και ο εφεσείων, ήταν η μόνη που κατείχε το πλεονέκτημα της ξένης γλώσσας. Έχουμε την άποψη ότι η συγκεκριμένη κατάληξη του Δικαστηρίου στις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές, δεν αφήνει περιθώριο άλλης ερμηνείας από αυτή που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση, δηλαδή ότι «για το θέμα αυτό, υπάρχει το δεδικασμένο της πρώτης ακυρωτικής απόφασης». (Σχετικά είναι και τα σχόλια μας στο πλαίσιο συζήτησης του λόγου έφεσης 2 πιο πάνω).

Ενόψει όλων των πιο πάνω ούτε οι λόγοι έφεσης 4 και 5 μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

Λόγος έφεσης 8

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή σε σχέση με το πιστοποιητικό κατοχής του από το Ε.Τ.Ε.Κ.».

Με έρεισμα το γεγονός ότι στην πρώτη ακυρωτική απόφαση είχε κριθεί πως η αναφορά του εφεσείοντα ότι είχε καταστεί στον τομέα του μέλος του ΕΤΕΚ δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο έρευνας [*290]ούτε και είχε επαληθευθεί, οι συνήγοροι του εφεσείοντα πρωτόδικα υποστήριξαν ότι οι εφεσίβλητοι κατά την επανεξέταση δεσμεύοντο από το δεδικασμένο και έτσι όφειλαν να ερευνήσουν το ζήτημα, πράγμα όμως που δεν έκαμαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω θέση με το εξής σκεπτικό:

“Κατά την επανεξέταση και σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, τεκμαίρεται ότι η Αρχή έλαβε γνώση του περιεχομένου της πιο πάνω δικαστικής απόφασης. Συνεπώς, γνώριζε πως ο αιτητής κατέστη μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ. Άλλωστε, από τα ενώπιόν μου στοιχεία, δε φαίνεται η Αρχή να αγνόησε το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, στη δικαστική απόφαση, ρητά αναφέρεται ότι ο αιτητής, με σχετική επιστολή του, ενημέρωσε την Αρχή για την κατοχή, από μέρους του, του εν λόγω προσόντος.”

Και η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Εξάλλου, σε σημείωμα του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, το οποίο επισυνάπτεται στην ένσταση, γίνεται σαφής αναφορά στην απόφαση στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 983/96 και 984/96, γεγονός το οποίο, στην απουσία αντίθετης μαρτυρίας οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω προσόν του αιτητή δεν αγνοήθηκε από τους εφεσιβλήτους.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και ο λόγος έφεσης 8 δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Λόγος έφεσης 10

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή περί αναιτιολόγητης σύστασης του οικείου Διευθυντή των καθ’ων η αίτηση».

Η σχετική με τον πιο πάνω λόγο έφεσης επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, επιχειρηματολογία την οποία πρόβαλαν και πρωτόδικα, περιστρέφεται γύρω από τις πιο κάτω θέσεις.

Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της πρώτης διαδικασίας, λήφθηκε υπόψη η δοθείσα στα πλαίσια της πρώτης διαδικασίας σύσταση του Διευθυντή, η οποία όμως στη συνέχεια, επειδή κρίθηκε αναιτιολόγητη, ακυρώθηκε. Κατά τη δεύτερη διαδικασία επανεξέτασης δεν ζητήθηκε η σύσταση του Διευθυντή. Με έρεισμα το γεγονός αυτό, ο εφεσείων παραπονείται ότι έχουν παραβιαστεί τόσο οι αρχές του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε με τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, η οποία [*291]έκρινε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή αναιτιολόγητη, όσο και οι πρόνοιες του Κ. 19(3) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 114/97), οι οποίες θα έπρεπε, σύμφωνα με τους συνηγόρους του εφεσείοντα, να τύχουν αναδρομικής ισχύος.

Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το οποίο το Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, έχει ως εξής:

“Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Ο Κ. 19(3) των Κανονισμών, τον οποίο επικαλείται ο αιτητής, αφορά πλήρωση θέσεων προαγωγής και όχι πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως είναι η παρούσα. Κατά συνέπεια, σύσταση του Διευθυντή απαιτείται από τους Κανονισμούς μόνο για θέσεις προαγωγής. Ο Κ. 10 των Κανονισμών, που αφορά σε πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν απαιτεί σύσταση του Διευθυντή. Πέραν των πιο πάνω, οι Κανονισμοί είναι νομοθέτημα μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου και δεν εφαρμόζονται. Δημοσιεύθηκαν στις 11/4/1997, ενώ η αρχική ακυρωθείσα διαδικασία έλαβε χώρα στις 24/10/1996 – (βλ. Αγάπιος Αγαπίου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 721/01, 754/01, 755/01, 796/01 και 825/01, ημερ. 12/9/03).”

Οι πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκουν σύμφωνους. Εξάλλου, συνάδουν και υποστηρίζονται και από τη νομολογία. Αρχικά κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση αποτελεί προϊόν επανεξέτασης, η οποία ακολούθησε δύο ακυρωτικές αποφάσεις. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους, το καθεστώς που εφαρμόστηκε ήταν αυτό του ουσιώδους χρόνου σύμφωνα με το οποίο η σύσταση δεν αποτελούσε θεσμοθετημένο κριτήριο. (Βλ. Κανονισμούς Αρχής Λιμένων Κύπρου, Κ.Δ.Π. 317/82, Κανονισμός 3 του Μέρους IV). Σύμφωνα με τους εν λόγω Κανονισμούς, «η προαγωγή των υπαλλήλων αποφασίζεται με βάση την αξία, προσόντα και αρχαιότητα τους, η οποία κρίνεται αφού εφαρμοστούν κατ’ αναλογία οι διατάξεις του Άρθρου 4 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1967-1981)”.

Πέραν όμως των πιο πάνω οι πρόνοιες του Κ. 19(3), τις οποίες επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντα, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρώτον, γιατί όπως πολύ ορθά [*292]το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, αφορούν σε πλήρωση θέσεων προαγωγής και όχι θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, όπως είναι η επίδικη θέση στην περίπτωση μας, και δεύτερο, γιατί, όπως επίσης πολύ ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν μεταγενέστερες του ουσιώδους χρόνου. Η σκέψη του εφεσείοντα πως είχαν αναδρομική ισχύ ως διαδικαστικής φύσης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι συγκεκριμένες πρόνοιες αφορούν στο νομικό καθεστώς της διαδικασίας και ως εκ τούτου είναι ουσιαστικού περιεχομένου. Το ερώτημα που εγείρεται, όπως ορθά επισημαίνεται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν αφορά στο «ποιος» θα έπρεπε να προβεί στη σύσταση, αλλά στο «αν θα πρέπει ή όχι» να υπάρχουν συστάσεις.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε ο λόγος έφεσης 10 μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Λόγος έφεσης 11

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή περί έλλειψης αιτιολογίας».

Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση είναι αναιτιολόγητη, έχει ως εξής:

“Ούτε η εισήγηση του αυτή έχει έρεισμα. Το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και όλα όσα έχουν προαναφερθεί, όχι μόνο δεν υποστηρίζουν το συγκεκριμένο ισχυρισμό, αλλά, αντίθετα, καταδεικνύουν ότι η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.”

Η πιο πάνω θέση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Η κατάληξη μας αναφορικά με τους λόγους έφεσης 1-10 σφραγίζει, κατά τη γνώμη μας, και τη μοίρα του υπό στοιχείο 11 λόγου έφεσης, ο οποίος, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο