(2011) 3 ΑΑΔ 293
[*293]12 Απριλίου, 2011
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ,
Εφεσείων - Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 91/2008)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η γραπτή αγόρευση ― Δεν είναι ούτε μέσο για την απόδειξη γεγονότων ούτε μέσο αμφισβήτησης άλλων γεγονότων.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος αρ. 158(Ι)/99 ― Άρθρο 24 ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε, ότι το επίδικο πρακτικό ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Νόμου στην εξετασθείσα υπόθεση.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης ― Περιστάσεις παραβίασης του Καν.7 στην κριθείσα περίπτωση, κατά την έγερση σημείων που άπτοντο παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αναθεωρητική Έφεση ― Καν. 10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περι[*294]γράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 ― Εξουσίες του Εφετείου και η άσκησή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί ήταν εκτός από αόριστοι και αβάσιμοι.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της μη παραχώρησης σε αυτόν άδειας χρήσης οικιστικής μονάδας στον Κυβερνητικό Οικισμό Αγ. Αθανασίου στη Λεμεσό.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν αποδεικνυόταν η ομοιότητα της περίπτωσης του Εφεσείοντος, με οποιαδήποτε άλλη περίπτωση στην οποία η Επιτροπή κατέληξε σε αντίθετη απόφαση. Η περίπτωση του Εφεσείοντος είναι εντελώς διαφορετική. Ήταν απόλυτα ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου για το θέμα της ανισότητας, ενώ η αιτιολογία που έδωσε επί του σημείου αυτού, ήταν επαρκής. Καμιά παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος δεν διαπιστώνεται.
2. Η γραπτή αγόρευση δεν είναι ούτε μέσο για την απόδειξη γεγονότων που δεν ηγέρθηκαν προηγουμένως, ούτε μέσο αμφισβήτησης άλλων γεγονότων.
3. Το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 28.3.2006 μπορεί να είναι σύντομο, αλλά διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια την απόφαση που λήφθηκε. Ως εκ τούτου, το επίδικο πρακτικό ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
4. Αβάσιμο είναι και το παράπονο για έλλειψη δέουσας έρευνας. Όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη απόφασης, βρίσκονταν στο φάκελο. Η έρευνα που διεξήγαγε η καθ’ ης η αίτηση Επιτροπή ήταν η δέουσα και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, κινήθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια.
5. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, [*295]νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης. Τα νομικά σημεία που άπτονται παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύονται από την ΕΣΑΔ, μπορούν να παραλληλιστούν με νομικά σημεία που σχετίζονται με παραβίαση δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και τα οποία δεν εξαιρούνται της υποχρέωσης να εγερθούν και να αιτιολογηθούν πλήρως, σύμφωνα με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962. Τέτοια ζητήματα σύμφωνα με τη νομολογία δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως.
Κατά συνέπεια, όλα τα νομικά σημεία, πλην του σημείου που αφορά σε δίκαιη δίκη, από τη στιγμή που δεν ηγέρθηκαν σύμφωνα με τον Καν. 7 στην προσφυγή, δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν ούτε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ούτε και κατ’ έφεση. Περαιτέρω, δεν είναι, κατά κανόνα, επιτρεπτή η κατ’ έφεση εξέταση ζητήματος που δεν ηγέρθηκε πρωτοδίκως, εκτός και αν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, που άπτεται του θεμελίου της δικαιοδοσίας και επομένως του παραδεχτού της προσφυγής.
6. Οι εξουσίες του Εφετείου στο στάδιο της προδικασίας προσδιορίζονται με πληρότητα στον Κανονισμό 10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Αναφορικά με τη διατύπωση των λόγων έφεσης, το Εφετείο εξετάζει, δυνάμει του Καν. 10(iv), κατά πόσο οι λόγοι έφεσης προσδιορίζουν με ακρίβεια τα επίδικα θέματα που εγείρουν. Το Εφετείο σε εκείνο το στάδιο δεν υπεισέρχεται στην ουσία των θεμάτων που εγείρουν οι λόγοι έφεσης, εκτός εάν η εξέταση διεξάγεται στα πλαίσια του Καν. 10(i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, για σκοπούς απόρριψης της έφεσης, για τους λόγους που αναφέρονται στο συγκεκριμένο Κανονισμό.
7. Απομένει ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Είναι προφανές ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος είναι γενικοί και αόριστοι και δεν εξειδικεύουν με ποιο τρόπο παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντος για δίκαιη δίκη. Η όλη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, διεξήχθη σύμφωνα με τους Νόμους και Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Ο εφεσείων είχε όλες τις ευκαιρίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΑΔ να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την υπόθεσή του και όντως το έπραξε. Η υπόθεσή του έτυχε της δέουσας εξέτασης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο και τίποτε το μεμπτό [*296]δεν διαπιστώνεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 924/04, ημερ. 21.12.2005,
Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 609/07, ημερ. 15.5.2008,
Παυλίδης ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008,
Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709,
Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,
Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206,
Κούρτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 407,
Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549,
Latomia Estates Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 672,
Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1418/06), ημερ. 16.5.08.
Α. Γεωργίου με Α. Δημητριάδη, για τον Εφεσείοντα - Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
[*297]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το 1977, παραχωρήθηκε στη μητέρα του Εφεσείοντος άδεια χρήσης συγκεκριμένης οικιστικής μονάδας στον Κυβερνητικό Οικισμό Αγ. Αθανασίου, στη Λεμεσό. Στην άδεια είχε συμπεριληφθεί τόσο ο Εφεσείων όσο και ο αδελφός του Μιχάλης, ο οποίος μετά την παραχώρηση μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο Εφεσείων, ο οποίος είναι εκτοπισμένος από τη Μόρφου, παντρεύτηκε το 1998. Η σύζυγος του είναι από την Πάφο και δεν είναι εκτοπισμένη. Η μητέρα του Εφεσείοντος, απεβίωσε το 2005 και ο Εφεσείων υπέβαλε αίτημα για να μεταβιβαστεί η άδεια χρήσης της οικιστικής μονάδας στο όνομά του, ως του μόνου πλέον δικαιούχου.
Κατά την εξέταση του αιτήματος, ο Εφεσείων κλήθηκε σε συνέντευξη και προσκόμισε διάφορα στοιχεία και έγγραφα από τα οποία προέκυψε ότι ο ίδιος εργάζεται στη Λαϊκή Τράπεζα στη Λεμεσό, ενώ η σύζυγος του Ευρυδίκη Οδυσσέως σε ιδιωτική εταιρεία στην Πάφο. Ως διεύθυνση διαμονής του, ο ίδιος δήλωσε αυτή της οικιστικής μονάδας στην οδό Μ. Κάσιαλου 14, Κυβερνητικός Οικισμός Αγ. Αθανασίου, στη Λεμεσό, ενώ η σύζυγος του το χωριό Έμπα, στην Πάφο. Όμως ο Εφεσείων, διευκρίνισε ότι από τη συγκεκριμένη προσφυγική μονάδα στη Λεμεσό περνά όταν σχολάσει από τη δουλειά του, προτού επιστρέψει το βράδυ στην οικογένειά του στην Πάφο. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ως οικογένεια διαμένουν στη συγκεκριμένη μονάδα, κυρίως τα Σαββατοκύριακα. Επίσης, δηλώθηκε ότι στο οικόπεδο με αρ. εγγραφής 9464, στο χωριό Έμπα, το οποίο ανήκει στη σύζυγό του, υπάρχουν δύο κατοικίες, στη μια εκ των οποίων διαμένουν οι γονείς της συζύγου του Εφεσείοντος.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, απέρριψε το αίτημα, προτείνοντας στον Εφεσείοντα την παραχώρηση ολόκληρης της οικονομικής βοήθειας για το ιδιόκτητο σπίτι της συζύγου του στην Πάφο, αλλά ο Εφεσείων την απέρριψε. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Επιτροπής ημερ. 28.3.2006, έχει ως εξής:-
«Απορρίπτεται το αίτημά του για να μεταβιβαστεί στο όνομά του η άδεια χρήσης της υπ’ αρ. 14 κρατικής κατοικίας της οδού Μιχαήλ Κάσιαλου, του Κυβερνητικού Οικισμού Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό, γιατί δεν καλύπτεται από τα υφιστάμενα κριτήρια. Η σύζυγος του είναι κάτοχος δύο οικιών στην Έμπα, εκ των οποίων στην μία διαμένει η οικογένεια. Να του γίνει πρόταση όπως του παραχωρηθεί ολόκληρη η σημερινή οικονομική βοήθεια για το σπίτι που κατέχει η σύζυγός του, νοουμένου ότι θα παραδώσει την οικιστική μονάδα στην αρμόδια Αρχή.»
[*298]Φαίνεται ότι η απόρριψη του αιτήματος από την Επιτροπή, στηρίχθηκε στα κριτήρια που καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 60.945, ημερ. 19.10.2004. Η σχετική πρόνοια που αφορά στην περίπτωση του Εφεσείοντος, έχει ως εξής:-
«Μετά το θάνατο των δικαιούχων γονέων, η άδεια χρήσης της οικιστικής μονάδας μπορεί να μεταβιβαστεί σε παιδί που συμπεριελήφθηκε στην άδεια χρήσης ή γεννήθηκε μετά την υπογραφή της εν λόγω άδειας με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, εφόσον αυτό έχει την ιδιότητα του εκτοπισθέντος/παθόντος αλλά δεν είναι μόνιμος κάτοικος της μονάδας, νοουμένου ότι δεν έχει επωφεληθεί άλλης στεγαστικής βοήθειας και νοουμένου ότι θα εγκατασταθεί στην εν λόγω οικιστική μονάδα.
Σε περίπτωση που η οικιστική μονάδα των θανόντων γονέων ζητείται να μεταβιβαστεί στο όνομα εκτοπισθέντος/παθόντος παιδιού που συμπεριελήφθηκε στην άδεια χρήσης της οικιστικής μονάδας ή γεννήθηκε μετά την υπογραφή της εν λόγω άδειας με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και που το ίδιο ή άλλο μέλος της οικογένειάς του κατέχει ιδιόκτητη οικιστική μονάδα στην οποία και διαμένει, η μονάδα του κυβερνητικού οικισμού δεν μπορεί να του μεταβιβαστεί. Μπορεί όμως να του παραχωρηθεί ολόκληρο το ποσό της οικονομικής βοήθειας έναντι της απόκτησης της ιδιόκτητης οικιστικής μονάδας, ανεξάρτητα από το χρόνο που αυτή αποκτήθηκε, νοουμένου ότι θα παραδώσει την οικιστική μονάδα των γονιών του στην αρμόδια Αρχή.»
Ο Εφεσείων μετά που ενημερώθηκε για την απόρριψη του αιτήματός του, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, έκρινε ότι κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί και απέρριψε την προσφυγή με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντος.
Ο Εφεσείων με πέντε λόγους έφεσης, προσβάλλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση.
Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Επιτροπή έδρασε σύμφωνα με τα κριτήρια όπως αυτά καθορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 60.945, ημερ. 19.10.1994. Αυτό, όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων, είχε ως συνέπεια το Δικαστήριο να μην ασχοληθεί σχεδόν καθόλου με τους ισχυρισμούς του για άνιση μεταχείριση και έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκε η προσφυγή Ευσταθίου ν. Δημο[*299]κρατίας, Υπόθ. Αρ. 924/04, ημερ. 21.12.2005, στην οποία γίνεται αναφορά σε άλλες περιπτώσεις έγκρισης του ίδιου αιτήματος. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ότι δεν είχαν τεθεί ενώπιον του στοιχεία που να αποδεικνύουν την ομοιότητα της περίπτωσης του Εφεσείοντος με τις περιπτώσεις που αναφέρονται στην προσφυγή 924/04.
Συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή, ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, δεν αποδεικνυόταν η ομοιότητα της περίπτωσης του Εφεσείοντος με οποιαδήποτε άλλη περίπτωση στην οποία η Επιτροπή κατέληξε σε αντίθετη απόφαση. Η υπόθεση 924/04 και οι 6 περιπτώσεις που αναφέρονται σ’ αυτήν, στις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε «κατ’ εξαίρεση» διάφορα αιτήματα, διαφέρουν ως προς τα γεγονότα. Φαίνεται ότι όλες εκείνες οι περιπτώσεις αφορούσαν άπορες οικογένειες με ειδικά προβλήματα. Σ’ εκείνες τις περιπτώσεις, φαίνεται ότι τα εμπλεκόμενα παθόντα άτομα ήταν έτοιμα να επιστρέψουν οικονομική βοήθεια που πήραν στο παρελθόν για αυτοστέγαση, ώστε να εξασφαλίσουν στέγαση σε κυβερνητικό οικισμό. Ορισμένα από αυτά φαίνεται ότι είχαν απολέσει, για διάφορους λόγους, την πρώτη κατοικία τους. Όμως η περίπτωση του Εφεσείοντος είναι εντελώς διαφορετική, εφόσον ο ίδιος διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία της συζύγου του και φαίνεται να αιτείται την οικιστική μονάδα στη Λεμεσό, για περιστασιακή χρήση τα Σαββατοκύριακα. Κατά την άποψή μας, ήταν απόλυτα ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου για το θέμα της ανισότητας, ενώ η αιτιολογία που έδωσε επί του σημείου αυτού, ήταν επαρκής. Καμιά παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος δεν διαπιστώνεται. Την ίδια προσέγγιση υιοθέτησε και ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, σε πανομοιότυπη εισήγηση που έγινε σε προσφυγή του νυν Εφεσείοντος στην υπόθεση Σταύρος Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 609/07, ημερ. 15.5.2008.
Με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, ότι αποτελούσαν μαρτυρία και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Παραπονείται επίσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρξε δέουσα έρευνα, αφού δεν υπήρχε λεπτομερές πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο.
Έχουμε μελετήσει τα στοιχεία του φακέλου και συμφωνούμε με τις διαπιστώσεις και κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή στις σελίδες 7 και 8 της απόφασής του. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να σημει[*300]ώσουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή δεν ανέπτυξε τον τρίτο λόγο έφεσης στο περίγραμμα αγόρευσής του και αδυνατούμε να διακριβώσουμε τα συγκεκριμένα σημεία που στοχεύει. Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστή είναι ορθή ότι η γραπτή αγόρευση δεν είναι ούτε μέσο για την απόδειξη γεγονότων που δεν ηγέρθηκαν προηγουμένως, ούτε μέσο αμφισβήτησης άλλων γεγονότων. Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 28.3.2006 μπορεί να είναι σύντομο, αλλά όπως ορθά σημειώνεται στην απόφαση, αυτό διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια την απόφαση που λήφθηκε. Ως εκ τούτου, συμφωνούμε ότι το επίδικο πρακτικό ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Άρθρου 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και οι αντίθετες εισηγήσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντος, δεν ευσταθούν.
Αβάσιμο είναι και το παράπονο για έλλειψη δέουσας έρευνας. Όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία για τη λήψη απόφασης, βρίσκονταν στο φάκελο. Τα πλείστα προέρχονται από την πλευρά του Εφεσείοντος. Ήταν πλέον θέμα εφαρμογής των Κριτηρίων που τέθηκαν αναφορικά με τη μεταβίβαση σε παιδί της χρήσης οικιστικής μονάδας, μετά το θάνατο του δικαιούχου γονέα του. Όπως ορθά διαπιστώνει ο αδελφός Δικαστής, η έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός εκ μέρους της Επιτροπής, κατέδειξε ότι η σύζυγος του Εφεσείοντος ήταν ιδιοκτήτρια δύο κατοικιών στην Έμπα και ότι η οικογένεια του Εφεσείοντος διέμενε σε μία από αυτές. Υπό τις περιστάσεις, ο αδελφός Δικαστής ορθά, κατά την άποψή μας, έκρινε ότι «από τα στοιχεία που η Επιτροπή είχε ενώπιόν της, εύλογα κατέληξε ότι τα γεγονότα που επικρατούσαν κατά την ημερομηνία εξέτασης της αίτησης ήταν τέτοια που δικαιολογούσαν την επίδικη απόφαση.» Κατά την άποψή μας, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, θεωρώντας ότι η έρευνα που διεξήγαγε η Επιτροπή ήταν η δέουσα και ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, κινήθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, στον οποίο ο δικηγόρος του Εφεσείοντος έδωσε ιδιαίτερη σημασία, εγείρεται θέμα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Εφεσείοντος για δίκαιη δίκη, προστασία της κατοικίας και περιουσίας του, την αποφυγή δυσμενούς διάκρισης, καθώς και του δικαιώματος πρόσβασης σε αποτελεσματική θεραπεία.
Η συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, με αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εισηγήθηκε ότι πλην του ισχυρι[*301]σμού για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, όλοι οι άλλοι ισχυρισμοί δεν θα πρέπει να εξεταστούν, καθότι ο Εφεσείων όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε τέτοια νομικά σημεία στο δικόγραφο της προσφυγής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, αλλά ούτε και ήγειρε τέτοια ζητήματα πρωτοδίκως που ήταν και το κατάλληλο στάδιο για να εξεταστούν. Εγείροντας τα σημεία κατ’ έφεση, πρόσθεσε η κα Θεοκλήτου, η πλευρά του Εφεσείοντος αφήνει να νοηθεί ότι η αποστέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Εφεσείοντος, ήταν το αποτέλεσμα της πρωτόδικης δικαστικής διαδικασίας και απόφασης, κάτι που δεν είναι ορθό. Άνευ βλάβης των πιο πάνω, η συνήγορος των Εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εξετάσει τον ισχυρισμό του Εφεσείοντος για παραβίαση του Άρθρου 14 και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 12 της ΕΣΑΔ, για τον πρόσθετο λόγο ότι το συγκεκριμένο νομικό σημείο δεν καλύπτεται από τους λόγους έφεσης. Επί της ουσίας των θεμάτων που εγείρει ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, η κα Θεοκλήτου εισηγήθηκε ότι οι λόγοι που αναπτύσσονται στην αγόρευση του κ. Δημητριάδη είναι αόριστοι, γενικοί, δεν τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντος και ως εκ τούτου το Εφετείο δεν πρέπει να τους εξετάσει.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (Ν. 3/62), προβλέπει ότι:-
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης (βλ. Παυλίδης ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008). Τυχόν χαλάρωση του συγκεκριμένου κανόνα, όπως αναφέρθηκε από τον Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709, θα παρείχε ευχέρεια για συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος «με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης».
[*302]Παράλληλα, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα νομικά σημεία που άπτονται παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προστατεύονται από την ΕΣΑΔ, μπορούν να παραλληλιστούν με νομικά σημεία που σχετίζονται με παραβίαση δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και τα οποία δεν εξαιρούνται της υποχρέωσης να εγερθούν και να αιτιολογηθούν πλήρως, σύμφωνα με τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962. Τέτοια ζητήματα σύμφωνα με τη νομολογία δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, στη σελ. 202, Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206, στη σελ. 217 και Κούρτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 407, στη σελ. 419. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Σπύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2549, στην οποία έκαμε αναφορά η συνήγορος των Εφεσιβλήτων:-
«Το γεγονός ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»
Σχετική είναι επίσης η υπόθεση Latomia Estates Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 στην οποία αναφέρθηκε από την Ολομέλεια ότι:-
«Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Ίδε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).»
Κατά συνέπεια, όλα τα νομικά σημεία, πλην του σημείου που αφορά σε δίκαιη δίκη, από τη στιγμή που δεν ηγέρθηκαν σύμφωνα με τον Καν. 7 στην προσφυγή, δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν ούτε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ούτε και κατ’ έφεση. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47, δεν είναι, κατά κανόνα, επιτρεπτή η κατ’ έφεση εξέταση ζητήματος που δεν ηγέρθηκε πρωτοδίκως, εκτός και αν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, που άπτεται του θεμελίου της [*303]δικαιοδοσίας και επομένως του παραδεχτού της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Ο κ. Δημητριάδης, στην προσπάθειά του να αντικρούσει τα επιχειρήματα της συνηγόρου των Εφεσιβλήτων, προέβαλε και ένα άλλο επιχείρημα, ότι από τη στιγμή που η άλλη πλευρά στο στάδιο της προδικασίας δεν έφερε οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με τους λόγους έφεσης και το Εφετείο τους έκρινε ως αιτιολογημένους και διέταξε όπως η έφεση προχωρήσει με την καταχώρηση περιγράμματος αγόρευσης, δεν είναι δυνατό να παρεμποδιστεί η εξέταση στο στάδιο της ακρόασης, των θεμάτων που εγείρονται με τον λόγο έφεσης 5.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του κ. Δημητριάδη. Οι εξουσίες του Εφετείου στο στάδιο της προδικασίας προσδιορίζονται με πληρότητα στον Κανονισμό 10 του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Αναφορικά με τη διατύπωση των λόγων έφεσης, το Εφετείο εξετάζει, δυνάμει του Καν. 10(iv), κατά πόσο οι λόγοι έφεσης προσδιορίζουν με ακρίβεια τα επίδικα θέματα που εγείρουν. Το Εφετείο σε εκείνο το στάδιο δεν υπεισέρχεται στην ουσία των θεμάτων που εγείρουν οι λόγοι έφεσης, εκτός εάν η εξέταση διεξάγεται στα πλαίσια του Καν. 10(i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, για σκοπούς απόρριψης της έφεσης, για τους λόγους που αναφέρονται στο συγκεκριμένο Κανονισμό.
Απομένει ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Το παράπονο του Εφεσείοντος, όπως διατυπώνεται στη σελίδα 5 του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του, είναι ότι:-
«(3) Η όλη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου όπως αναφέρεται και εξηγείται πιο πάνω, είναι στην ουσία αντίθετη με το Νόμο και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να συνιστά δίκαιη δίκη. Κατά συνέπεια παραβιάζει τα δικαιώματα του Αιτητή τα οποία διασφαλίζονται από το Άρθρο 6 της Σύμβασης το οποίο προστατεύει το δικαίωμα του Αιτητή για, μεταξύ άλλων, εκδίκαση της υπόθεσης του σύμφωνα με το Νόμο. Αυτό όπως εξηγείται πιο πάνω δεν έχει γίνει.»
Είναι προφανές ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος είναι γενι[*304]κοί και αόριστοι και δεν εξειδικεύουν με ποιο τρόπο παραβιάστηκε το δικαίωμα του Εφεσείοντος για δίκαιη δίκη. Κατά την άποψή μας, η όλη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, διεξήχθη σύμφωνα με τους Νόμους και Διαδικαστικούς Κανονισμούς και δεν έχουμε αντιληφθεί σε ποιο σημείο η διαδικασία αφίσταται των προνοιών του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΑΔ. Κατά την άποψή μας, ο Εφεσείων είχε όλες τις ευκαιρίες που προβλέπονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΑΔ να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την υπόθεσή του και όντως το έπραξε. Η υπόθεσή του έτυχε της δέουσας εξέτασης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο και τίποτε το μεμπτό δεν διαπιστώνεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο