Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστόφορου Χριστοφόρου (2011) 3 ΑΑΔ 389

(2011) 3 ΑΑΔ 389

[*389]12 Μαΐου, 2011

[KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, XATZHXAΜΠHΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

KYΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.                                                                                                  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.                                                                                                  ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ ΕΙΔΗΣΕΩΝ,

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 111/2008)

 

Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων ― Ο περί Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων Νόμος του 1989 (Ν.87/89) ― Άρθρα 2, 8(2), 9(1) και 9(2) ― Ερμηνεία σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου του 1990 (Ν.115/90), ως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο ο Διευθυντής του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής του Ν.115/90.

Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Διευθυντή του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο χαρακτηρισμός του Γενικού Διευθυντή, που απαντάται στο Ν.115/90 ή ενδεχομένως οποιοσδήποτε άλλος τίτλος, με παραπλήσιο νόμο, θα έπρεπε να εξεταστεί με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, που δεν είναι άλλα παρά η εξουσία διοίκησης και η εποπτεία υπηρεσίας ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και η παράλληλη εφαρμογή των οδηγιών του Διοικητικού Συμβουλίου του εν λόγω οργανισμού.

[*390]Είναι ορθή η ταύτιση των δύο εννοιών, Διευθυντή και Γενικού Διευθυντή στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο εν προκειμένω.

Με το Ν.171(Ι)/2007, ο Ν.115/90 τροποποιήθηκε με τη ρητή συμπερίληψη στον όρο «Γενικός Διευθυντής» και του ανωτάτου εκτελεστικού λειτουργού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με οποιονδήποτε άλλο τίτλο, εφόσον αυτός κατέχει την ανωτάτη ιεραρχική θέση σ’ αυτόν.  Όμως, είναι πάγια η νομολογία, πως η ερμηνεία του νόμου συνιστά δικαστική λειτουργία και όχι νομοθετική.

Η θέση στην παρούσα περίπτωση προκηρύχθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων και όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο. Στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων απέκλεισε πέντε από τους δέκα υποψήφιους και αφού κάλεσε σε συνέντευξη τους υπόλοιπους αποφάσισε το διορισμό του εφεσίβλητου. Θεωρώντας δηλαδή, πως εκείνο είχε την εξουσία για το διορισμό, εξ ου και ζήτησε την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου της απόφασής του, όπως την υπέβαλε, και όχι τυχόν εισήγησής του. Θα ετίθετο συνεπώς θέμα αν, εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο θεωρούσε ότι κατά πλάνη περί το Νόμο είχε ενεργήσει κατά τον πιο πάνω τρόπο το Διοικητικό Συμβούλιο του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, θα έπρεπε, αντί άλλου χειρισμού, να ασκήσει σε εκείνο το στάδιο, την αποφασιστική αρμοδιότητα που θεωρούσε ότι είχε, απορρίπτοντας «εισήγηση» που δεν ήταν εισήγηση, αλλά απόφαση, μάλιστα κατά αποκλεισμό υποψηφίων. Με αποτέλεσμα, εν τέλει, να μη διοριστεί και άλλος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2285/06), ημερ. 10/6/08.

Ρ. Πετρίδου (κα), για τους Εφεσείοντες.

Αλ. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

[*391]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την 1η Νοεμβρίου 2006, να μη διορίσει τον εφεσίβλητο στη θέση του Διευθυντή του Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΚΥΠΕ).  Το αιτιολογικό ήταν, «διότι δεν πληροί τα προσόντα της παραγράφου 3 των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή του ΚΥΠΕ».

Εναντίον του μη διορισμού του ο εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή αρ.2285/2006. Στις 10 Ιουνίου 2008, αποφασίστηκε πρωτοδίκως η ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, επειδή «το Υπουργικό  Συμβούλιο πεπλανημένα και παράνομα υπεισήλθε στην εξέταση των θεμάτων που αφορούσαν την πείρα και τα προσόντα του αιτητή και στην ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης». Περαιτέρω, αποφασίστηκε ότι διορίζον όργανο,  στην προκείμενη περίπτωση, έπρεπε να ήταν το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΥΠΕ.

Η όλη αμφισβήτηση της πρωτόδικης απόφασης εστιάζεται στη νομοθεσία που ίσχυε, και έπρεπε να εφαρμοστεί, στην υπό κρίση περίπτωση.

To Άρθρο 2 του περί Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων Νόμου του 1989 (Ν.87/89) αναφέρει:

««Διευθυντής» σημαίνει το πρόσωπον το διοριζόμενο δια τον σκοπόν αυτόν συμφώνως προς το Άρθρον 9 εδάφιον (1)».

Το δε εδάφιον (1) του Άρθρου 9 προβλέπει:

«9(1) Ο Διευθυντής του Πρακτορείου διορίζεται υπό του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβανομένης υπόψη της εισηγήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Πρακτορείου.»

Aυτό έγινε στην προκείμενη περίπτωση.  Υπάρχει όμως ο νεότερος νόμος που ρυθμίζει τη διαδικασία διορισμού των Γενικών Διευθυντών, ο περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμος του 1990 (Ν.115/90).  Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) και (3) ο Γενικός Διευθυντής νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου διορίζεται από το οικείο Συμβούλιο και η απόφαση του υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.  Η κα. Πετρίδου ενώ δέχεται ότι το ΚΥΠΕ είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την έννοια του Ν.115/90 υποστήριξε πως έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του οικείου περί ΚΥΠΕ Νόμου 87/89 επειδή, όπως πρότεινε, η λέξη Διευθυντής που απαντάται στο Νόμο για το ΚΥΠΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτεται από τον ορισμό του Γενικού Διευθυντή που πραγματεύεται ο Ν.115/90.

[*392]Θεωρούμε αυτή την εισήγηση ως αποτελούσα μια στενή και εκτός νομοθετικού πλαισίου ερμηνεία.  Ο χαρακτηρισμός του Γενικού Διευθυντή που απαντάται στο Ν.115/90 ή ενδεχομένως οποιοσδήποτε άλλος τίτλος, με παραπλήσιο νόμο, θα έπρεπε να εξεταστεί με βάση τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα που δεν είναι άλλα παρά η εξουσία διοίκησης και η εποπτεία υπηρεσίας ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και η παράλληλη εφαρμογή των οδηγιών του Διοικητικού Συμβουλίου του εν λόγω οργανισμού.  Το Άρθρο 9(2) του Νόμου περί ΚΥΠΕ, Ν.87/89, ορίζει το Διευθυντή ως ακολούθως:

«Ο Διευθυντής είναι το ανώτατον εκτελεστικόν όργανον του Πρακτορείου, προΐσταται της υπηρεσίας αυτού, μεριμνά δια την εκτέλεσιν των αποφάσεων του Συμβουλίου και ασκεί παν έτερον καθήκον ως ήθελε καθορισθεί, υποκείμενος εις τας εκάστοτε διδομένας προς αυτόν οδηγίας του Συμβουλίου.»

Περαιτέρω, το Άρθρο 8(2) του ίδιου Νόμου αναφέρει πως:

           

«Εις την υπηρεσίαν του Πρακτορείου διορίζονται εις Διευθυντής και το απαραίτητον δια τας ανάγκας αυτής προσωπικόν».

Θεωρούμε ορθή, στην περίπτωση, την ταύτιση των δυο εννοιών, Διευθυντή και Γενικού Διευθυντή στην οποία προέβη ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως.

Με το Ν.171(Ι)/2007, ο Ν.115/90 τροποποιήθηκε με τη ρητή συμπερίληψη στον όρο «Γενικός Διευθυντής» και του ανωτάτου εκτελεστικού λειτουργού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με οποιονδήποτε άλλο τίτλο, εφόσον αυτός κατέχει την ανωτάτη ιεραρχική θέση σ’ αυτόν.  Η κα. Πετρίδου εισηγήθηκε πως αυτή η ρητή εκ των υστέρων ρύθμιση δείχνει πως προηγουμένως ο «Διευθυντής» δεν καλυπτόταν.

Ο κ. Μαρκίδης εισηγήθηκε πως απλώς ο Ν.171(Ι)/2007 απέβλεψε στην άρση οποιωνδήποτε αμφιβολιών αναφορικά με το, ότι εξ αρχής, καλυπτόταν και ο Διευθυντής.  Όμως, είναι πάγια η νομολογία μας, πως η ερμηνεία του νόμου συνιστά δικαστική λειτουργία και όχι νομοθετική.

Παρατηρούμε και τα ακόλουθα: 

Η θέση προκηρύχθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΥΠΕ και όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Στη συνέχεια το Διοικητικό [*393]Συμβούλιο του ΚΥΠΕ απέκλεισε πέντε από τους δέκα υποψήφιους και αφού κάλεσε σε συνέντευξη τους υπόλοιπους αποφάσισε το διορισμό του εφεσίβλητου.  Θεωρώντας δηλαδή πως εκείνο είχε την εξουσία για το διορισμό εξ ου και ζήτησε την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου της απόφασής του όπως την υπέβαλε, και όχι τυχόν εισήγησής του.  Θα ετίθετο συνεπώς θέμα αν, εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο θεωρούσε ότι κατά πλάνη περί το Νόμο είχε ενεργήσει κατά τον πιο πάνω τρόπο το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΥΠΕ, θα έπρεπε, αντί άλλου χειρισμού, να ασκήσει σε εκείνο το στάδιο, την αποφασιστική αρμοδιότητα που θεωρούσε ότι είχε, απορρίπτοντας «εισήγηση» που δεν ήταν εισήγηση αλλά απόφαση, μάλιστα, κατά αποκλεισμό υποψηφίων.  Με αποτέλεσμα, εν τέλει, να μη διοριστεί και άλλος.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου όπως αυτά θα αποφασιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο