(2011) 3 ΑΑΔ 411
[*411]16 Μαΐου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16/5/2011,
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 90/2007)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πρόσθετα προσόντα ― Αξιολόγησή τους από το διορίζον όργανο ― Δεν έπασχε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Δεν ήταν ουσιώδης στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο, δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμησή του έναντι συναδέλφου του.
[*412]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αρχαιότητα ― Δεν μπορούσε να επικρατήσει των άλλων κριτηρίων στην επίδικη υψηλόβαθμη θέση ― Περιστάσεις.
Αναθεωρητική έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Κατά πόσο μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση ζήτημα το οποίο δεν είχε εγερθεί δεόντως ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά εξετάστηκε από αυτό ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Ο εφεσείων επεδίωξε με την έφεσή του, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Αποτελεί επιχείρημα της συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι εσφαλμένα κρίθηκαν τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα ως κατώτερα από το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν είχε εξουσία να εξετάσει και να κρίνει πρωτογενώς, εάν τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα είναι ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ή εάν είναι κατώτερου επιπέδου από το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους.
Εκείνο που ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε, ήταν να επικροτήσει την σχετική κρίση της Ε.Δ.Υ.. Έστω όμως και αν υπήρξε παράλειψη από πλευράς της Ε.Δ.Υ. να αναφερθεί στο σύνολο των διπλωμάτων του εφεσείοντα, τα πρόσθετα προσόντα και των δύο υποψηφίων, ούτως ή άλλως, κρίθηκαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Συνεπώς, η οποιαδήποτε πραγματική πλάνη ενδεχομένως να υπήρξε, αυτή, όπως πολύ ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επέδρασε στη λήψη της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης και συνεπώς, δεν ήταν ουσιώδης.
2. Η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο, δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, γιατί αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση υποψηφίων. Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων, είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ’ εντολή των ανωτέρων τους.
[*413]3. Στην παρούσα περίπτωση, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει επισημάνει, οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του εφεσείοντα, είναι γιατί διαπιστώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε, έστω και οριακά, του εφεσείοντα σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, είχε υπέρτερα, συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, προσόντα και είχε καλύτερη επίδοση κατά την προφορική συνέντευξη. Πρόσθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας, στοιχείο το οποίο προσθέτει στην ήδη, έστω οριακή, υπέρτερη, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αξία του ενδιαφερόμενου μέρους. Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε όλους αυτούς τους τομείς, αποτελεί έγκυρο λόγο για παραγνώριση της αρχαιότητας του εφεσείοντα, ιδίως γιατί επρόκειτο για υψηλόβαθμη θέση.
4. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ε.Δ.Υ. ορθά διαπίστωσε από την προφορική εξέταση, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3(3) των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Το ενδιαφερόμενο μέρος ορθά επισημαίνει πως τέτοιο ζήτημα δεν είχε εξειδικευθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής και αναφορά έγινε σ’ αυτό μόνο με την απαντητική αγόρευση. Επισημάνθηκε αυτό το γεγονός κατά τις διευκρινίσεις με την εισήγηση πως δεν θα έπρεπε να εξεταστεί, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς οποιαδήποτε άλλη αναφορά, εξέτασε ζήτημα δέουσας έρευνας σε σχέση με αυτά τα προσόντα. Δεν θα έπρεπε βεβαίως να είχε εξεταστεί τέτοιο θέμα, αλλά δεν υπάρχει αντέφεση σε σχέση με αυτό το χειρισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ενόψει τούτου και στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στη Γεώργιος Μιχαηλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, θα εξεταστεί το θέμα που προσδιορίζεται στην πρωτόδικη απόφαση. Βάση της νομολογίας που επικαλέστηκε ο εφεσείων, δεν αποδοκιμάζεται κατ’ αρχήν ως δέουσα μέθοδος διαπίστωσης κατοχής απαιτούμενων προσόντων η προφορική εξέταση. Νομολογιακά έχει τεθεί το ζήτημα της αιτιολόγησης της τελικής κρίσης ως προς την κατοχή του προσόντος. Αυτό το θέμα εκφεύγει του θέματος, όπως το έχει καθορίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σ’ αυτό το στάδιο. Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μόρισσω ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1048/2005, ημερ. 16.4.2008,
[*414]Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,
Μιχαηλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,
Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 956/2001 κ.ά., ημερ. 5.12.2002,
Χατζηχάννας κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279,
Παπαϊωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1259/2005, ημερ. 31.1.2007.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 803/05), ημερ. 18/5/07.
Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λάμπρου - Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στα πλαίσια της προσφυγής με αριθμό 803/05, που είχε καταχωρηθεί από τον εφεσείοντα. Με την εν λόγω προσφυγή, ο εφεσείων επεδίωκε την ανατροπή της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεσίβλητης) με την οποία η εφεσίβλητη προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αντί του εφεσείοντα.
Τα γεγονότα
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της προσφυγής, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, παρατίθενται με περισσή λεπτομέρεια στην πρωτόδικη από[*415]φαση. Τα συνοψίζουμε.
Κατόπιν που η εφεσίβλητη διαπίστωσε ότι η μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων παρέμενε κενή για περίοδο πέραν της προβλεπομένης από το Άρθρο 29(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου τετράμηνης περιόδου, προχώρησε αυτεπάγγελτα στη διαδικασία πλήρωσης της συγκεκριμένης θέσης.
Αφού δημοσιεύθηκε η θέση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και έγινε η επιλογή των προσοντούχων (από τους 19 υποψηφίους κρίθηκαν προσοντούχοι οι 17), η εφεσίβλητη δέχθηκε σε ατομική προφορική εξέταση επτά προσοντούχους υποψηφίους∙ οι υπόλοιποι δέκα είτε απέσυραν το ενδιαφέρον τους για τη θέση είτε δεν προσήλθαν στην προφορική εξέταση. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, η Αν. Γενική Διευθύντρια εξέφρασε τις κρίσεις της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και προτού αποχωρήσει σύστησε για προαγωγή στη θέση τον Θεοφάνη Τρύφωνος (ενδιαφερόμενο μέρος), τον οποίο αξιολόγησε ως «Εξαίρετο», σε αντίθεση με τον αιτητή που τον αξιολόγησε ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλό». Στη συνέχεια η εφεσίβλητη προέβη στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Παραθέτουμε αυτούσια την αξιολόγηση της εφεσίβλητης όσον αφορά τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και τον εφεσείοντα:
“16. ΤΡΥΦΩΝΟΣ Θεοφάνης: Εξαίρετος. Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα σε σχέση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, (απαιτούμενα προσόντα). Το ίδιο επίπεδο γνώσεων επέδειξε και σε όλα τα θέματα που άπτονταν των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης που διεκδικούσε, περιλαμβανομένων θεμάτων νομοθεσίας, σε σχέση με το εν γένει υφιστάμενο σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, της Νομοθεσίας για τη Δημόσια Υπηρεσία και των καθιερωμένων αρχών Διοικητικού Δικαίου. Πλήρως ενήμερος για τις σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις και αντιλήψεις, αλλά και προβλήματα σε σχέση με το θεσμό των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ιδιαίτερα για τις υποχρεώσεις και προοπτικές του θεσμού με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Διαθέτει ικανότητα αντιμετώπισης και επίλυσης σύνθετων προβλημάτων, λαμβάνοντας υπόψη και αξιολογώντας όλες τις παραμέτρους. Σαφής στην έκφραση, με πλούσιο λεξιλόγιο και ορθότητα στην ορολογία. Ολοκληρώνει και τεκμηριώνει τις θέσεις του πάντοτε με αποδειχτικά επιχειρήματα. Αναλυτικός, με ταχύτητα σκέψης και πάντοτε επί της ουσίας. Παρουσίασε υψηλό [*416]επίπεδο κρίσης και αντίληψης, ωριμότητα και ανεξαρτησία σκέψης. Δυνατή προσωπικότητα, ευγενικός και με αυτοπεποίθηση. Τον διακρίνει η ευθύτητα, διαθέτει όραμα και είναι πειστικός και ευχάριστος.
2. ΑΝΤΩΝΙΟΥ Μιχαήλ: Σχεδόν πάρα πολύ καλός. Πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων σε όλα τα θέματα σε σχέση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας (απαιτούμενα προσόντα). Σχεδόν πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων επέδειξε και σε θέματα που άπτονταν των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης και ιδιαίτερα σε θέματα νομοθεσίας και κανονισμών σε σχέση με το υφιστάμενο εν γένει σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Νομοθεσίας για τη Δημόσια Υπηρεσία, όμως, επέδειξε (και παραδέχθηκε) άγνοια για καθιερωμένες βασικές αρχές Διοικητικού Δικαίου. Πάρα πολύ καλά ενημερωμένος για τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο θεσμός, ιδιαίτερα με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν επικοινωνεί με άνεση, ούτε και εκφράζεται με σαφήνεια, σε αμφιλεγόμενα δε θέματα αποφεύγει να τοποθετηθεί. Στην προσπάθειά του να ολοκληρώνει τις σκέψεις του, ενίοτε γενικεύει. Παρουσίασε ικανοποιητικό επίπεδο κρίσης και αντίληψης. Ώριμος και προσηνής, του λείπει όμως η αυτοπεποίθηση.”
Στη συνέχεια η εφεσίβλητη ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων. Αποτέλεσμα της εν λόγω κατάληξης ήταν η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη συγκεκριμένη θέση.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της 10/6/2005 αναφορικά με τη σύγκριση του ενδιαφερόμενου μέρους με τον εφεσείοντα, το οποίο παρατίθεται στην επίδικη απόφαση, θεωρούμε σκόπιμο να το παραθέσουμε αυτούσιο και για σκοπούς της παρούσας έφεσης.
“Επιλέγοντας τον Τρύφωνος Θεοφάνη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την ίδια κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησής της και σε υψηλότερο επίπεδο από τους υπόλοιπους υποψηφίους, διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν (Master in Public Sector Management από το CIIM), το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, και, επιπλέον, έχει υπέρ του τη σύσταση της Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.
Συγκρινόμενος με τον Αντωνίου Μιχαήλ, που είναι ο μονα[*417]δικός δημόσιος υπάλληλος που προσήλθε στην προφορική εξέταση εκτός του Τρύφωνος, ο επιλεγείς υπερέχει, έστω και οριακά, σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψηφίων, με βάση τα τελευταία δέκα χρόνια, στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, λόγω της ισοπέδωσης που παρατηρείται στις Εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων, αξιολογηθείς ως καθόλα εξαίρετος, ενώ ο Αντωνίου αξιολογήθηκε με 77 εξαίρετα και τρία πολύ ικανοποιητικά, υπερέχει σε προσόντα (διαθέτει, πέραν του πρώτου πτυχίου, δίπλωμα επιπέδου Master, ενώ ο Αντωνίου διαθέτει, πέραν του Πανεπιστημιακού του διπλώματος, πιστοποιητικό – Certificate in Training and Development, Institute of Personnel and Development, που είναι πιο χαμηλού επιπέδου), τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, λήφθηκαν υπόψη και τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, και επιπλέον, έχει υπέρ του τη σύσταση της Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Αντωνίου υπερέχει του επιλεγέντος σε αρχαιότητα κατά τεσσεράμισι περίπου χρόνια στην Κλίμακα Α13+2, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η αρχαιότητα αυτή είναι περιορισμένης σημασίας και δεν μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο, δεδομένου ότι πρόκειται περί Διευθυντικής θέσης, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Η Επιτροπή έκρινε ότι η αρχαιότητα του Αντωνίου, από μόνη της, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος, ο οποίος απέδωσε καλύτερα στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, υπερέχει σε προσόντα και αξία (έστω και οριακά) και, επιπλέον, έχει υπέρ του τη σύσταση της Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.”
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα προφορική εξέταση, ενώ με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι συστάσεις της Αν. Γενικής Διευθύντριας, όπως και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεν προσκρούουν στα στοιχεία των φακέλων. Ο τρίτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα έκρινε τα προσόντα του εφεσείοντα ως κατώτερα του μεταπτυχιακού προσόντος του ενδιαφερόμενου προσώπου και συνακόλουθα η πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα εσφαλμένα δεν κρίθηκε «ουσιώδης» και επομένως ικανή να οδηγήσει σε ακύρωση.
[*418]Για τους πιο κάτω λόγους κανένας από τους πιο πάνω τρεις λόγους έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.
Ήταν η θέση της πλευράς του εφεσείοντα ότι η σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας πάσχει καθότι συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Η ίδια θέση προβλήθηκε και πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη ορθή.
Η σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας δεν είχε αιτιολογηθεί και αυτό, νομίμως, αφού εδώ δεν απαιτείτο αιτιολόγηση και η υποστήριξη του σχετικού δεύτερου λόγου έφεσης έγινε με παραπομπή στις εκτιμήσεις του εφεσείοντα αναφορικά με τη βαρύτητα που θα ήταν δυνατόν να έχουν στην παρούσα περίπτωση, η βαθμολογία του στις υπηρεσιακές εκθέσεις, τα προσόντα και η αρχαιότητα/πείρα του. Αυτά όμως στην ουσία συνιστούν τα όσα εγείρονται για να μας απασχολήσουν σε σχέση με την αιτιολόγηση της επιλογής από την ίδια την Ε.Δ.Υ. Δεν οδηγούν αυτοτελώς σε διαπίστωση για στοιχεία του φακέλου προς τα οποία η σύσταση αντίκειται.
Είναι το επιχείρημα της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα κρίθηκαν τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα ως κατώτερα από το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους. Το συγκεκριμένο επιχείρημα περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι η Ε.Δ.Υ. είχε υποχρέωση και καθήκον να εξετάσει εάν τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα είναι ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, πλην όμως δεν τα έλαβε υπόψη και συνεπώς λειτούργησε υπό πλάνη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εξετάσει και να κρίνει πρωτογενώς εάν τα πρόσθετα προσόντα του εφεσείοντα είναι ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ή εάν είναι κατώτερου επιπέδου από το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους. Το σχετικό με το ζήτημα που συζητούμε σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:
“Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η ΕΔΥ ενήργησε υπό το κράτος ουσιώδους πραγματικής πλάνης αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, συναφή, όμως, με τα καθήκοντα της θέσης, του αιτητή σε σύγκριση με το πρόσθετο προσόν, μη απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας, συναφές, όμως, και πάλι με τα καθήκοντα της θέσης, του ενδιαφερόμενου μέρους. Σύμφωνα με το δικηγόρο του αιτητή ενώ αυτός ήταν κάτοχος πρόσθετων προσόντων, συναφών με τα καθήκοντα της θέσης, ήτοι (α) Diploma in management studies 22.7.1978 of College of Arts and Science (Cyprus), (β) Higher National Diploma on scientific management [*419]14.7.1979 of College of Arts and Science (Cyprus) και (γ) Certificate in Training and Development, Institute of Personnel and Development, 7.11.1994, εν τούτοις, στο μεν πρακτικό της 23.11.2004 (παράρτημα 2 στην Ένσταση), η ΕΔΥ, εξετάζουσα τα προσόντα των υποψηφίων, ανέφερε ότι ο αιτητής διαθέτει μόνο το υπό (β) πρόσθετο προσόν, στο δε πρακτικό της 10.6.2005, αναφερόμενη και πάλι στα πρόσθετα προσόντα του αιτητή, διαπίστωσε ότι αυτός διέθετε μόνο το υπό (γ) προσόν.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι, σε καμιά φάση, η ΕΔΥ αναφέρθηκε, σωρευτικά, και στα τρία, μη απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, σχετικά, όμως, με τα καθήκοντα της θέσης, πρόσθετα προσόντα του αιτητή. Είναι, παρά ταύτα, πρόδηλο ότι τα προσόντα αυτά ήσαν κατώτερα του συναφούς, μη απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας μεταπτυχιακού προσόντος, επιπέδου Master (in Public Sector Management), που διέθετε το ενδιαφερόμενο μέρος. Με αποτέλεσμα η ενδεχόμενη πραγματική πλάνη της ΕΔΥ, ως προς τα υπό αναφορά πρόσθετα προσόντα του αιτητή, να μην μπορεί να θεωρηθεί ως “ουσιώδης” ώστε να οδηγήσει στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.”
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εκείνο που ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε, ήταν να επικροτήσει την κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι τα πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα, του εφεσείοντα, είναι υποδεέστερου επιπέδου από το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους.
Έστω όμως και αν υπήρξε παράλειψη από πλευράς της Ε.Δ.Υ. να αναφερθεί στο σύνολο των διπλωμάτων του εφεσείοντα, η συγκεκριμένη παράλειψη δεν μπορεί, όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να έχει τις καταλυτικές συνέπειες που η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται. Όπως ο Γ. Κωνσταντινίδης, Δ. επισημαίνει στην απόφαση του στην υπόθεση Ελένη Γ. Μόρισσω ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1048/2005, ημερομηνίας 16/4/2008,
“…. η ΕΔΥ διέπραξε λάθος. Εμφάνισε και την ίδια να έχει, κατά το 2003, αξιολόγηση σε ένα σημείο ως πολύ ικανοποιητικά, ενώ στην πραγματικότητα είχε σε όλα τα στοιχεία, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, αξιολογηθεί ως εξαίρετη.
……………………………………………………………….……………………………………………………………….........……
Το δε λάθος, το οποίο ας σημειωθεί αναγνωρίστηκε ενώπιον [*420]μου, δεν μπορεί κάτω από τα δεδομένα της περίπτωσης, να προσλάβει την καταλυτική σημασία που εισηγείται η αιτήτρια. Η πλάνη επιφέρει ακυρότητα όταν είναι ουσιώδης. Όταν δηλαδή προκύπτει πως επέδρασε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν προκειμένω, η ΕΔΥ σαφώς έκρινε πως η επιμέρους υπεροχή στη βαθμολογία σε κάποιο σημείο δεν ήταν αρκετή για να διαφοροποιήσει την εκτίμηση της ως προς τον καταλληλότερο στη βάση του συνόλου των δεδομένων και δεν θεωρώ πως η προσθήκη ακόμα ενός τέτοιου σημείου, για ένα έτος από τα πολλά, διαφοροποιεί την κατάσταση.”
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πρόσθετα προσόντα και των δύο υποψηφίων, ούτως ή άλλως, κρίθηκαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Συνεπώς, η οποιαδήποτε πραγματική πλάνη ενδεχομένως να υπήρξε, αυτή, όπως πολύ ορθά παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν επέδρασε στη λήψη της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης και συνεπώς, δεν ήταν ουσιώδης.
Ως αποτέλεσμα, η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Είναι περαιτέρω το επιχείρημα της συνηγόρου του εφεσείοντα, ότι ο εφεσείων, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος, λόγω ενασχόλησης του με το αντικείμενο για μεγάλο χρονικό διάστημα – εργάζεται στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπου και η επίδικη θέση, από το 1966 – και ιδιαίτερα λόγω της υπηρεσίας του για 26 μήνες στη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απέκτησε εξειδικευμένη γνώση και πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, στοιχείο που προσμετρά, σύμφωνα με τη συνήγορο, θετικά στην αξιολόγηση του κριτηρίου αξία. Ούτε αυτή η θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Το συγκεκριμένο πλεονέκτημα δίδει προβάδισμα στον κάτοχο του έναντι άλλων που δεν το έχουν. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, ως Ανώτερος Λειτουργός της Ε.Π.Α., ασκούσε διευθυντικά και εποπτικά καθήκοντα αφού ήταν προϊστάμενος τμήματος, κάτι που διαπιστώνεται από το φάκελο της Ε.Δ.Υ. και συνεπώς κατείχε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, που ήταν καθήκοντα διευθυντικά και εποπτικά, στις σχετικές επιστολές που η Ε.Δ.Υ. απέστελλε στον εφεσείοντα, καθίστατο σαφές ότι η υπηρεσία του στη θέση Αναπληρωτή Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν θα λαμβανόταν υπόψη για σκοπούς πλήρωσης της θέσης. Εξάλλου, η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο, δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, γιατί αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση υποψηφίων. [*421]Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων, είναι η επάρκεια και η αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ’ εντολή των ανωτέρων τους (Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145).
Ως αποτέλεσμα, ούτε η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα μπορεί να γίνει δεκτή και απορρίπτεται.
Τέλος συναφές με τα ζητήματα που εξετάζουμε είναι και η θέση του εφεσείοντα ότι υπερέχει – όντως ο εφεσείων υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους – σε αρχαιότητα, κατά 4½ περίπου χρόνια. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου προβλήθηκε αρχικά η συγκεκριμένη θέση, όπως η εν λόγω κρίση αναδύεται μέσα από το πιο κάτω σκεπτικό, ήταν απορριπτική. Παραθέτουμε το σχετικό σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης:
“Όσον αφορά το γεγονός ότι ο αιτητής υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα κατά τεσσεράμισι χρόνια, παρατηρώ ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα έχει μικρή μόνο σημασία προκειμένου περί θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής και, μάλιστα, ψηλά στην ιεραρχία. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της 10.6.2005, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη την αρχαιότητα του αιτητή, έκρινε όμως ότι αυτή δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στα άλλα στοιχεία κρίσεως.”
Για τους πιο κάτω λόγους η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου θέματος μας βρίσκει σύμφωνους.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει επισημάνει, οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του εφεσείοντα, όπως οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 10/6/2005, είναι γιατί διαπιστώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε, έστω και οριακά, του εφεσείοντα σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, είχε υπέρτερα, συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, προσόντα και είχε καλύτερη επίδοση κατά την προφορική συνέντευξη, αφού σε αυτή βαθμολογήθηκε ως «Εξαίρετος», ενώ ο εφεσείων ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλός». Πρόσθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε υπέρ του τη σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας, στοιχείο το οποίο προσθέτει στην ήδη, έστω οριακή, υπέρτερη, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αξία του εν[*422]διαφερόμενου μέρους. Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε όλους αυτούς τους τομείς, αποτελεί έγκυρο λόγο για παραγνώριση της αρχαιότητας του εφεσείοντα, ιδίως γιατί επρόκειτο για υψηλόβαθμη θέση.
Στην παρούσα περίπτωση έχει βεβαίως προβληθεί η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαρύτητα στον παράγοντα προφορική εξέταση. Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, έχει ως εξής:
“Η ΕΔΥ έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην προφορική εξέταση αν, ιδιαίτερα, ληφθεί υπόψη ότι η επίδικη θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία. Όπως τονίστηκε στην Πούρος κ.ά. ν. Χ” Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 «για τέτοιου είδους θέσεις δεν είναι άτοπο να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης».”
Για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει και ιδιαίτερα τους λόγους για τους οποίους η Ε.Δ.Υ. επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του εφεσείοντα, τους οποίους και θεωρούμε περιττό να επαναλάβουμε, συμφωνούμε και με την επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κανένας από τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ε.Δ.Υ. ορθά διαπίστωσε από την προφορική εξέταση, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3(3) των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Το ενδιαφερόμενο μέρος ορθά επισημαίνει πως τέτοιο ζήτημα δεν είχε εξειδικευθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής και αναφορά έγινε σ’ αυτό μόνο με την απαντητική αγόρευση. Επισημάνθηκε αυτό το γεγονός κατά τις διευκρινίσεις με την εισήγηση πως δεν θα έπρεπε να εξεταστεί, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο πρέπει να σημειώσουμε, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αναφορά, εξέτασε ζήτημα δέουσας έρευνας σε σχέση με αυτά τα προσόντα. Δεν θα έπρεπε βεβαίως να είχε εξεταστεί τέτοιο θέμα, αλλά δεν υπάρχει αντέφεση σε σχέση με αυτό το χειρισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ενόψει τούτου και στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στη Γεώργιος Μιχαηλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, θα εξετάσουμε το θέμα που προσδιορίζεται στην πρωτόδικη απόφαση.
[*423]Πρωτοδίκως ο συνάδελφός μας σημείωσε πως ο συναφής λόγος ακύρωσης που προβαλλόταν ήταν ότι «η ΕΔΥ δεν προέβη στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το προσόν …». Απέρριψε αυτή τη θέση με τα πιο κάτω:
“Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Όπως φαίνεται από το πρακτικό της 10.6.2005 η ΕΔΥ εξέτασε, μέσα από τις ερωτήσεις που υπέβαλε, κατά πόσο οι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατείχαν αυτό το προσόν και ικανοποιήθηκε ότι όντως το κατείχαν.”
Στη βάση και της νομολογίας που επικαλείται ο εφεσείων (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, Μάριος Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 956/2001 κ.ά., ημερομηνίας 5/12/2002, Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 279 και Στάλω Παπαϊωάννου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1259/2005, ημερομηνίας 31/1/2007), δεν αποδοκιμάζεται κατ’ αρχήν ως δέουσα μέθοδος διαπίστωσης κατοχής απαιτούμενων προσόντων η προφορική εξέταση. Εκείνο που επισημάνθηκε σε εκείνες τις υποθέσεις, με τονισμό κατά περίπτωση ορισμένων ιδιαιτεροτήτων τους, ήταν το ζήτημα της αιτιολόγησης της τελικής κρίσης ως προς την κατοχή του προσόντος. Αυτό το θέμα εκφεύγει του θέματος όπως το έχει καθορίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σ’ αυτό το στάδιο. Καταλήγουμε πως και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο