Πηλακούτας Σάββας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 475

(2011) 3 ΑΑΔ 475

[*475]2 Ιουνίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΣΑΒΒΑΣ ΠΗΛΑΚΟΥΤΑΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.           ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.           ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 134/2008)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης ― Μπορεί να δρομολογηθεί μόνο με συνταγματική τροποποίηση, που θα ευθυγράμμιζε την διοικητική δικαιοδοσία με την αστική.

Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Εύλογοι περιορισμοί του σχετικού ατομικού δικαιώματος, με βάση το Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Οι περιορισμοί (Διάταγμα Διατήρησης) δεν υπερέβησαν το όριο του ευλόγου στην κριθείσα περίπτωση ― Είναι διάφορο το θέμα της οφειλόμενης στον ιδιοκτήτη αποζημίωσης λόγω των περιορισμών (Άρθρο 23.3 του Συντάγματος).

Έξοδα ― Έξοδα στην αναθεωρητική δικαιοδοσία ― Ο αληθής σκοπός τους και η πάγια νομολογία σε σχέση με τα έξοδα σε προσφυγές, που εφαρμόστηκε και στην κριθείσα περίπτωση.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της κήρυξης συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας του (οικία) ως διατηρητέας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η ίδια η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δι[*476]καστηρίου, δεν επιτρέπει (και αυτό είναι που ουσιαστικά εισηγείται ο Εφεσείων), την υποκατάσταση της επί των δεδομένων πρωτογενούς κρίσης του Δικαστηρίου για εκείνη της διοίκησης. Δεδομένου ότι διαπιστώνεται ότι η διοικητική κρίση ασκήθηκε στα ορθά πλαίσια, δεν είναι δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να επεκταθεί πέραν του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Το επιθυμητό της ύπαρξης άλλης δικαστικής δικαιοδοσίας ουσιαστικού ελέγχου της ορθότητας τέτοιας διοικητικής απόφασης, που όντως θα ευθυγράμμιζε τη διοικητική δικαιοδοσία με την αστική, είναι θέμα που μόνο το συνταγματικό νομοθέτη θα μπορούσε να απασχολήσει.

2.  Ο Εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι κακώς απερρίφθη εισήγησή του ότι το επίδικο Διάταγμα συνιστούσε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του.  Το δικαίωμα ιδιοκτησίας όμως υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς, και τα Διατάγματα Διατήρησης εμπίπτουν στα πλαίσια των εύλογων περιορισμών. Εισηγείται όμως ο Εφεσείων ότι το Διάταγμα παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος καθ’ όσον η αξία της ιδιοκτησίας του μειώθηκε ουσιωδώς, χωρίς να του καταβληθεί δίκαια αποζημίωση. Έτερον εκάτερον όμως. Η ενδεχόμενη μείωση στην αξία ιδιοκτησίας ως εκ της επιβολής ευλόγων περιορισμών δυνάμει του Άρθρου 23.3 δεν αναιρεί τη νομιμότητα των περιορισμών.

3.  Τέλος, ο Εφεσείων παραπονείται διότι επιδικάσθησαν εναντίον του έξοδα πρωτοδίκως. Τούτο, λέγει, συνιστά τιμωρητικό μέτρο που αποσκοπεί στην αποθάρρυνση της καταχώρησης προσφυγών προς έλεγχο της νομιμότητας διοικητικών πράξεων.  Η επιδίκαση εξόδων σε προσφυγές σαφώς δεν έχει τέτοιο ανεπίτρεπτο σκοπό, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στις καθιερωμένες αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, με γνώμονα, πέραν του αποτελέσματος, και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η πάγια νομολογία σε σχέση με τα έξοδα σε προσφυγές καλύπτει πλήρως το θέμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 875/05), ημερ. 10/7/08.

Ε. Νικολαΐδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

[*477]Ε. Ζαχαριάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δ. Χατζηχαμπή, Δ..

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Οικία στη Λευκωσία ανήκουσα στον Εφεσείοντα ήταν μεταξύ 75 οικοδομών οι οποίες περιλαμβάνοντο σε Διάταγμα Διατήρησης ημερομηνίας 2.4.2004, τη δημοσίευση του οποίου ενέκρινε ο Υπουργός Εσωτερικών επί εισήγησης του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Η επιλογή των οικοδομών είχε γίνει κατόπιν αιτήματος και σε συνεργασία με το Δήμο Λευκωσίας.  Ο Εφεσείων υπέβαλε ένσταση η οποία απερρίφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο αφού ελήφθησαν οι απόψεις του Διευθυντή και του Δήμου, οπότε το Διάταγμα επικυρώθηκε.  Προσφυγή του Εφεσείοντα απερρίφθη πρωτοδίκως και το θέμα είναι ενώπιον μας κατ’ έφεση.

Μία ενότητα των λόγων έφεσης αφορά το εύλογο της απόφασης για κήρυξη της οικίας ως διατηρητέας, συναρτάται δε προς ανάλογες εισηγήσεις οι οποίες είχαν γίνει και πρωτοδίκως.  Ήταν πεπλανημένη, λέγει ο Εφεσείων, η διαπίστωση ότι η εν λόγω οικοδομή είναι, όπως περιγράφεται στον Πίνακα της εισήγησης, «Οικοδομή Αστικής Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής με αποικιοκρατικές επιρροές», αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για συνήθη οικοδομή γύρω στο 1920 χωρίς στοιχεία ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος και που βρίσκεται μάλιστα σε ετοιμόρροπη κατάσταση.  Όπως πεπλανημένη ήταν και η αντίληψη που αναφέρεται στις απόψεις του Διευθυντή ότι η οικοδομή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος συμπαγούς ομάδας αξιόλογων διατηρητέων οικοδομών στην περιοχή, που καταδεικνύει έλλειψη δέουσας έρευνας.   Δεν ελήφθησαν υπόψη, καταλήγει ο Εφεσείων, τα κριτήρια προς κατάταξη της οικοδομής ως διατηρητέας ώστε να μην ασκήθηκε ορθώς η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. 

Οι εισηγήσεις αυτές έχουν απαντηθεί πλήρως από τον αδελφό μας Δικαστή, ο οποίος παραθέτοντας με περισσή λεπτομέρεια τις επί του θέματος θέσεις των μερών, καταλήγει ότι (σ. 12-13)

«Από όλα τα πιο πάνω δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη ή λανθασμένη διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων, διότι είναι εμφανές ότι αυτοί έλαβαν ό,τι ήταν δυνατό υπόψη με βάση αρχιτεκτονικά και παραδοσιακά κριτήρια για να κατατάξουν την [*478]οικοδομή στις διατηρητέες. Υπάρχει επαρκέστατη δικαιολόγηση για το εκδοθέν διάταγμα και φανερώνεται από το διοικητικό φάκελο ότι η επίδικη οικοδομή ήταν μεταξύ 66 οικοδομών που επιλέχθηκαν σε συνεργασία και με την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Λευκωσίας. Αυτό απορρέει από το Παράρτημα Α της ένστασης. Περαιτέρω, εξηγούνται οι λόγοι της κήρυξης των διατηρητέων οικοδομών στην πρόταση που υποβλήθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από την καταχώρηση των ενστάσεων, όπως παρουσιάζεται στο Παράρτημα Ε στην ένσταση. Μεταξύ των λόγων που έχει κριθεί αναγκαία η εφαρμογή του Άρθρου 38 του Νόμου, είναι και ο κίνδυνος αφανισμού των δειγμάτων αυτών της αστικής αρχιτεκτονικής στη Λευκωσία εξ αιτίας της έλλειψης συντήρησης και επιδιόρθωσης τους, ενώ καθορίζεται ότι η διατήρηση αυτή αποτελεί ζωντανό κρίκο με το παρελθόν, αλλά και σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχή εξέλιξη και αναβάθμιση του πολεοδομικού ιστού της Λευκωσίας.»

Δεν θα μπορούσαμε να προσθέσουμε οτιδήποτε χρήσιμο στα πιο πάνω, πέραν του να παρατηρήσουμε ότι η ίδια η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν επιτρέπει (και αυτό είναι που ουσιαστικά εισηγείται ο Εφεσείων), την υποκατάσταση της επί των δεδομένων πρωτογενούς κρίσης του Δικαστηρίου για εκείνη της διοίκησης.  Δεδομένου ότι διαπιστώνεται, όπως συμφωνούμε με τον αδελφό μας Δικαστή, ότι η διοικητική κρίση ασκήθηκε στα ορθά πλαίσια, δεν είναι δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο να επεκταθεί πέραν του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το επιθυμητό της ύπαρξης άλλης δικαστικής δικαιοδοσίας ουσιαστικού ελέγχου της ορθότητας τέτοιας διοικητικής απόφασης, που όντως θα ευθυγράμμιζε τη διοικητική δικαιοδοσία με την αστική, είναι θέμα που μόνο το συνταγματικό νομοθέτη θα μπορούσε να απασχολήσει.

Αυτά απαντούν ουσιαστικά και την άλλη πτυχή των λόγων έφεσης που αφορούν το αιτιολογημένο της απόφασης.  Ο Εφεσείων εγείρει και ένα άλλο θέμα, ότι αναρμοδίως ο Υπουργός εξέδωσε το Διάταγμα δυνάμει του Άρθρου 38(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972), καθ΄ότι τέτοια εξουσία παρέχεται από το Άρθρο 54 του Συντάγματος στο Υπουργικό Συμβούλιο και όχι σε Υπουργό.  Και πάλι συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή επ΄αυτού, ότι, ανεξαρτήτως της νομιμότητας της παραχώρησης αρμοδιότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο σε Υπουργό σε συγκεκριμένους τομείς, ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο που τελικώς επικύρωσε το Διάταγμα.  Θα παρατηρούσαμε όμως ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν είχε εν πάση περι[*479]πτώσει εγερθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής για να εδικαιούτο να εξετάζετο.

Ο Εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι κακώς απερρίφθη εισήγηση του ότι το Διάταγμα συνιστούσε συνταγματικώς ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του.  Ο αδελφός μας Δικαστής υπέδειξε ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς, και ο Εφεσείων δεν αντιτείνει, ούτε έχουμε αμφιβολία, ότι τα Διατάγματα Διατήρησης εμπίπτουν στα πλαίσια των εύλογων περιορισμών.  Εισηγείται όμως ο Εφεσείων ότι το Διάταγμα παραβιάζει το Άρθρο 23 καθ’ όσον η αξία της ιδιοκτησίας του μειώθηκε ουσιωδώς χωρίς να του καταβληθεί δίκαια αποζημίωση.  Έτερον εκάτερον όμως.  Η ενδεχόμενη μείωση στην αξία ιδιοκτησίας ως εκ της επιβολής ευλόγων περιορισμών δυνάμει του Άρθρου 23.3 δεν αναιρεί τη νομιμότητα των περιορισμών.  Το δε Άρθρο 23.3 προνοεί:

«Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, από πολιτικού δικαστηρίου.»

Και πάλιν όμως παρατηρούμε περαιτέρω ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής.  Άλλοι ισχυρισμοί του Εφεσείοντα στα πλαίσια του ίδιου λόγου έφεσης για παράβαση των Άρθρων 28 και 30(2) του Συντάγματος και των Άρθρων 1, 6, 12, 13 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ίδε Ν. 39/1962 και Ν. 31(iii)/2005) όχι μόνο δεν αναπτύσσονται δεόντως για να μπορούσαν να εξετάζοντο αλλά και δεν καλύπτονται από τα νομικά σημεία της προσφυγής ούτε ετέθησαν πρωτοδίκως. 

Τέλος, ο Εφεσείων παραπονείται διότι επιδικάσθησαν εναντίον του έξοδα πρωτοδίκως.  Τούτο, λέγει, συνιστά τιμωρητικό μέτρο που αποσκοπεί στην αποθάρρυνση της καταχώρησης προσφυγών προς έλεγχο της νομιμότητας διοικητικών πράξεων.

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ο τρόπος με τον οποίο ο Εφεσείων θέτει το θέμα των εξόδων.  Η επιδίκαση εξόδων σε προσφυγές σαφώς δεν έχει τέτοιο ανεπίτρεπτο σκοπό, αλλά βασίζεται αποκλειστικά στις καθιερωμένες αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, με γνώμονα, πέραν του αποτελέσματος, και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης.  [*480]Η πάγια νομολογία σε σχέση με τα έξοδα σε προσφυγές καλύπτει πλήρως το θέμα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα ως θα ψηφισθούν.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο