Στυλιανού Ανδρέας και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 493

(2011) 3 ΑΑΔ 493

[*493]15 Ιουνίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

2. ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/ Ή

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 158/2008)

 

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Απόρριψη ενστάσεων κατά προτεινόμενης θέσπισης πολεοδομικών ζωνών ― Κατά πόσο τα σχετικά έντυπα μελέτης των ενστάσεων, συνιστούν επαρκή καταγραφή των απόψεων των μελών της Επιτροπής Μελέτης τους.

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Ενστάσεις κατά προτεινόμενης θέσπισης πολεοδομικών ζωνών ― Κατά πόσο η υπέρβαση του χρονικού ορίου των 18 μηνών για την συμπλήρωση της μελέτης των ενστάσεων, συνιστά λόγο ακύρωσης της έγκρισης των ζωνών.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Η λακωνική εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών, για απόρριψη των ενστάσεων κατά προτεινόμενης θέσπισης πολεοδομικών ζωνών, κρίθηκε ότι συνιστά επαρκή υπό τις περιστάσεις αιτιολογία στην εξετασθείσα υπόθεση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά την επιτυχία έφεσης των εφεσειόντων κατά της προδικαστικής απόρριψης της προσφυγής τους εναντίον της επίδικης Γνωστοποίησης πολεοδομικών ζωνών, εξέτασε τους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, λόγω ακριβώς της προδικαστικής απόρριψης της προσφυγής.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*494]προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Τα έντυπα μελέτης των ενστάσεων τα οποία έχουν συμπληρωθεί και υπάρχουν στο φάκελο της διοίκησης, παρέχουν σαφή εικόνα της νομικής και πραγματικής κατάστασης των δύο επίδικων τεμαχίων, καθώς και τις θέσεις και απόψεις των μελών της Επιτροπής.  Στη βάση του περιεχομένου των εν λόγω εντύπων, η διοίκηση μπορούσε εγκύρως να ενεργήσει για τα περαιτέρω και το Δικαστήριο βάσιμα να στηριχθεί στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων εντύπων για να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο. Το γεγονός ότι στα έντυπα μελέτης της ένστασης δεν καταγράφεται ρητά ότι έγινε συζήτηση και τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ των μελών, μπορεί να συνιστά επουσιώδη παράλειψη, η οποία, ωστόσο, καλύπτεται από το γεγονός ότι καταγράφεται ξεκάθαρα η τοποθέτηση των μελών.

2.  Ζήτημα προς εξέταση είναι επίσης το κατά πόσο η υπέρβαση του χρονικού ορίου συμπλήρωσης της μελέτης των ενστάσεων, συνιστά βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προθεσμία των 18 μηνών που προβλέπεται στην εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ανατρεπτική προθεσμία ή ουσιώδη τύπο ούτε προκύπτει ότι έχει προκαλέσει οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις στους αιτητές η μη τήρησή της. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη πρόνοια της εγκυκλίου καθιερώνει ανατρεπτική προθεσμία, ενόψει των νομοθετικών ρυθμίσεων του Άρθρου 34Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

3.  Ο Υπουργός Εσωτερικών εν προκειμένω, λακωνικά αναφέρει ότι ο λόγος για τον οποίο συστήνει την απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών είναι για την ανάγκη προστασίας του υδατοφράκτη Ταμασού. Η εν λόγω εισήγηση δεν είναι αυθαίρετη ούτε αόριστη. Το έρεισμα της εισήγησης προδήλως βρίσκεται στη σύσταση του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας στην οποία ο Υπουργός παραπέμπει. Ο τελευταίος, υιοθέτησε την εισήγηση της εκπροσώπου του Τμήματος στην Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων.

     Η όλη εικόνα συμπληρώνεται και με την ένσταση του Κοινοτικού Συμβουλίου Καμπιών.  Η λακωνική εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών για την απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών, στηρίχθηκε στο υφιστάμενο υπόβαθρο, δομημένο με τα στοιχεία που απαιτούνται στο πλαίσιο εξέτασης των ενστάσεων και για τους σκοπούς της διαδικασίας.  Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας απόφασης κρίνεται αναλόγως προς τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοι[*495]χεία του φακέλου χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι μακροσκελής. Μπορεί να είναι και λακωνική ανάλογα με την περίπτωση, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Στην προκείμενη περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος είναι εφικτός.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 122,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λιασή (Λιασίδη) κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 25.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 2306/06), ημερ. 8/9/08.

Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ζερβού, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία οι τελευταίοι απέρριψαν τις ενστάσεις τους για επαναφορά της ιδιοκτησίας τους στη Γεωργική Ζώνη Γ3 που ίσχυε πριν την αναθεώρηση των Σχεδίων των Πολεοδομικών Ζωνών με βάση σχετική Γνωστοποίηση (Γνωστοποίηση 42/2003).

Η προσφυγή απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη κατόπιν σχετικής προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων χωρίς βεβαίως να εξεταστεί η ουσία της προσφυγής. Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση προβάλλοντας ότι λανθασμένα απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη η προσφυγή τους. Κατά το στάδιο της προδικασίας της έφεσης, η δικηγόρος των εφεσιβλήτων αποδέχθηκε ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η προσφυγή ως εκπρόθεσμη καθότι επί του προκειμένου τυγχάνει ανάλογης εφαρμογής ο λόγος της Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 122.

[*496]Αφού διαπιστώσαμε ότι η τοποθέτηση της δικηγόρου συνάδει με τα κριθέντα στην Παπαντωνίου (ανωτέρω) και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λιασή (Λιασίδη) κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 25, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και προχωρήσαμε στην ακρόαση της ουσίας της προσφυγής.

Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες των τεμαχίων 206 και 318 του Φ/Σχ. ΧΧΧΙΧ/10 στα Καμπιά. Τα εν λόγω τεμάχια ήταν ενταγμένα σε Γεωργική Ζώνη. Στις 10.1.2003 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η γνωστοποίηση 42/2003 δυνάμει του Άρθρου 34Α(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 που αφορούσε πολεοδομικές ζώνες για αριθμό χωροταξικών περιοχών περιλαμβανομένων και των Καμπιών. Οι αιτητές υπέβαλαν ενστάσεις κατά τα προβλεπόμενα στο Νόμο οι οποίες μελετήθηκαν από την Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων.

Οι ενστάσεις των αιτητών αφορούσαν αίτημα για εξαίρεση των προαναφερόμενων τεμαχίων τους από τη Ζώνη Ζ3 (Ζώνη Προστατευόμενου Τοπίου) και επαναφορά τους στη Γεωργική Ζώνη Γ3 που ίσχυε πριν τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης 42/2003. Η Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων εισηγήθηκε κατά πλειοψηφία τη μερική αποδοχή της ένστασης που αφορούσε το τεμάχιο αρ. 206 και την αποδοχή της ένστασης που αφορούσε το τεμάχιο αρ. 318. Το Τμήμα Πολεοδομίας διαφώνησε και στις δύο περιπτώσεις λόγω της τοπογραφίας της περιοχής και συγκεκριμένα λόγω της ανάγκης προστασίας του υδατοφράκτη Ταμασού. Ωσαύτως, το εν λόγω Τμήμα, στήριξε τη διαφωνία του και στις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής που αφορούν στην Προστασία της Φύσης του Τοπίου και των Δασών. Η ανάγκη προστασίας των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος υπογραμμίζεται στην Εκθεση του Υπουργού Εσωτερικών η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 1.12.2000 και καθορίζει τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθείται κατά τη διαδικασία τροποποίησης των πολεοδομικών ζωνών των κοινοτήτων της υπαίθρου.

Οι εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων υποβλήθηκαν και στον Υπουργό Εσωτερικών μαζί με τις ενστάσεις για τις δικές του  παρατηρήσεις. Ο Υπουργός Εσωτερικών υιοθέτησε τις εισηγήσεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και συνέστησε την απόρριψη των ενστάσεων. Στη συνέχεια το Υπουργείο Εσωτερικών υπέβαλε σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο (Άρθρο 34Α(10) του Νόμου) σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών σύστησε την απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών για τους λόγους που καθόρισε το Τμήμα Πολεοδομίας και [*497]Οικήσεως.

Στις 19.7.2006 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την έγκριση των υπό αναφορά Σχεδίων Πολεοδομικών Ζωνών και εξουσιοδότησε τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. (Βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 8.9.2008.) Παρενθετικά σημειώνουμε  ότι η επηρεαζόμενη από την απόφαση ιδιοκτησία των αιτητών ενέπιπτε ταυτόχρονα στη Γεωργική Ζώνη Γ3 και σε περιοχή Προστατευόμενου Τοπίου που ίσχυε παράλληλα με τις Πολεοδομικές Ζώνες. Με την αναθεώρηση που ακολούθησε το 2001-2002 τα καθορισμένα Προστατευόμενα Τοπία καθορίστηκαν και ως αυτοτελείς Πολεοδομικές Ζώνες.

Υποστηρίχθηκε από πλευράς αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά επειδή υπήρξε παράβαση ουσιώδους τύπου. Λέγουν συναφώς ότι, κατά παράβαση εγκυκλίου του Υπουργού Εσωτερικών αναφορικώς με τη διαδικασία μελέτης των ενστάσεων, δεν υπάρχει στα πρακτικά αλλά ούτε και συμπληρώθηκε το προβλεπόμενο στην εγκύκλιο «έντυπο μελέτης της ένστασης» στο οποίο καταγράφονται όλες οι πληροφορίες και δεδομένα της ένστασης. Η απουσία του εν λόγω εντύπου, δεόντως συμπληρωμένου, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου αφού χωρίς αυτό, δεν είναι δυνατό να ασκηθεί αποτελεσματικός έλεγχος από το Δικαστήριο. Εξετάσαμε το θέμα και η διαπίστωση μας είναι ότι στο φάκελο της υπόθεσης υπάρχει συμπληρωμένο το σχετικό «έντυπο μελέτης της ένστασης» (βλ. παράρτημα 6 της ένστασης) όπου καταγράφονται οι σχετικές λεπτομέρειες και στοιχεία καθώς και εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων χωριστά για  κάθε τεμάχιο. Η εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου των αιτητών η οποία περιέχεται στην απαντητική της αγόρευση ότι το υπό αναφορά έντυπο δεν περιέχει «όλες τις πληροφορίες και τα δεδομένα» που είναι αναγκαία για τη μελέτη κλπ. προδήλως διαφοροποιεί την αρχική της τοποθέτηση. Ωστόσο, τα έντυπα μελέτης των ενστάσεων τα οποία έχουν συμπληρωθεί και υπάρχουν στο φάκελο της διοίκησης παρέχουν σαφή εικόνα της νομικής και πραγματικής κατάστασης των δύο υπό αναφορά τεμαχίων, καθώς και τις θέσεις και απόψεις των μελών της Επιτροπής. Έχουμε την άποψη ότι στη βάση του περιεχομένου των εν λόγω εντύπων, η διοίκηση μπορούσε εγκύρως να ενεργήσει για τα περαιτέρω και το Δικαστήριο βάσιμα να στηριχθεί στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων εντύπων για να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο. Το γεγονός ότι στα έντυπα μελέτης της ένστασης δεν καταγράφεται ρητά ότι έγινε συζήτηση και τι ακριβώς διημείφθη μεταξύ των μελών μπορεί να συνιστά επουσιώδη παράλειψη η οποία ωστόσο, καλύπτεται από το γεγονός ότι καταγράφεται [*498]ξεκάθαρα η τοποθέτηση των μελών.

Προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ότι υπήρξε η καθυστέρηση στη μελέτη των ενστάσεων γεγονός το οποίο συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου που πλήττει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προαναφερόμενη εγκύκλιο του Υπουργού η οποία παρέχει κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τη μελέτη των ενστάσεων, προβλέπεται ότι «το σύνολο της διαδικασίας μελέτης των ενστάσεων θα περατώνεται σε περίοδο που δεν θα υπερβαίνει τους 18 μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της Δήλωσης Πολιτικής ή των Πολεοδομικών Ζωνών της Κοινότητας». Είναι γεγονός ότι οι Πολεοδομικές Ζώνες δημοσιεύθηκαν στις 10.1.2003 και ότι με βάση την προαναφερόμενη εγκύκλιο η διαδικασία της μελέτης έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέσα σε 18 μήνες δηλαδή μέχρι τις 10.7.2004. Στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία της μελέτης των ενστάσεων κράτησε  μέχρι τις 8.5.2006. Το ζήτημα προς εξέταση είναι κατά πόσο η υπέρβαση του χρονικού ορίου συμπλήρωσης της μελέτης των ενστάσεων συνιστά βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προθεσμία των 18 μηνών που προβλέπεται στην εγκύκλιο του Υπουργού Εσωτερικών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ανατρεπτική προθεσμία ή ουσιώδη τύπο ούτε προκύπτει ότι έχει προκαλέσει οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις στους αιτητές η μη τήρηση της. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη πρόνοια της εγκυκλίου καθιερώνει ανατρεπτική προθεσμία ενόψει των νομοθετικών ρυθμίσεων του Άρθρου 34Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου όπου τα εδάφια 9 και 10 του εν λόγω νόμου προβλέπουν:

«(9) Μέσα σε προθεσμία οκτώ μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας μπορούν να υποβληθούν γραπτώς στον Υπουργό αιτιολογημένες ενστάσεις βασιζόμενες σε συγκεκριμένους λόγους.

(10) Μετά την πάροδο της οριζόμενης στο εδάφιο (9) προθεσμίας, ο Υπουργός εξετάζει το ταχύτερο τις ενστάσεις και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο τη Δήλωση Πολιτικής και τις ενστάσεις αυτές μαζί με τις δικές του παρατηρήσεις και συστάσεις.»

Είναι νομίζουμε φανερό ότι ο νόμος, στην έκταση που αφορά στις ενστάσεις κατά της Δήλωσης Πολιτικής, ενδεικτικά ορίζει ότι αυτές εξετάζονται «το ταχύτερο», το οποίο σημαίνει, ότι δεν τίθεται θέμα ύπαρξης ανατρεπτικής προθεσμίας ούτε μπορεί να γίνεται λόγος περί ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Έπεται πως η παρέλευση χρόνου των 18 μηνών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας [*499]δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου όπως υποβάλλει η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών.

Οι αιτητές εισηγούνται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλημμελούς έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας. Σύμφωνα με την εισήγηση, το μεμπτό της απόφασης εντοπίζεται στο ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δεν έδωσε αιτιολογία για την παραγνώριση της εισήγησης της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων και ότι η απλή αναφορά σε απόρριψη της ένστασης ως «ΔΤΠΟ λόγω της ανάγκης προστασίας του υδατοφράκτη Ταμασού» είναι αόριστη και ατεκμηρίωτη.

Ο Υπουργός Εσωτερικών λακωνικά αναφέρει ότι ο λόγος για τον οποίο συστήνει την απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών είναι για την ανάγκη προστασίας του υδατοφράκτη Ταμασού. Η εν λόγω εισήγηση δεν είναι αυθαίρετη ούτε αόριστη. Το έρεισμα της εισήγησης προδήλως βρίσκεται στη σύσταση του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας στην οποία ο Υπουργός παραπέμπει. Ο τελευταίος, υιοθέτησε την εισήγηση της εκπροσώπου του Τμήματος στην Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων σύμφωνα με την οποία,

«Εμπίπτουν σε Ζώνη Προστασίας Ζ3 – Π.Τ. (Προστατευόμενο Τοπίο) του υδατοφράκτη Ταμασού, και η σπουδαιότητα/φυσιογνωμία της περιοχής θα πρέπει να διατηρηθεί/προστατευθεί. Σε περίπτωση τροποποίησης του ορίου της γραμμής που καθορίστηκε μετά από μελέτη και εμπλοκή και άλλων Κυβερνητικών Τμημάτων θα δημιουργηθούν επιπτώσεις τόσο στο περιβάλλον της περιοχής όσο και στην επιδιωκόμενη πολιτική όπως αυτή καταγράφεται στη Δήλωση Πολιτικής 7(Γ), Προστατευόμενο Τοπίο. Περαιτέρω αναφέρεται ότι παρόμοιες ακτίνες προστασίας γύρω από τους υδατοφράκτες εφαρμόζονται παγκύπρια και σε άλλα φράγματα με μεγαλύτερο εύρος προστασίας (Καλαβασσού, Αλασσας κ.ά.)»

Η όλη εικόνα συμπληρώνεται και με την ένσταση του Κοινοτικού Συμβουλίου Καμπιών 11/2003, σύμφωνα με την οποία, το Κοινοτικό Συμβούλιο ζήτησε την ένταξη της περιοχής προστασίας του υδατοφράκτη σε Γεωργική Ζώνη Γ3 η οποία προφανώς εξετάστηκε ως ξεχωριστή ένσταση από την Επιτροπή στην οποία όμως αναφέρθηκε η εκπρόσωπος του Τμήματος Πολεοδομίας κατά την εξέταση των ενστάσεων των αιτητών.

Η λακωνική λοιπόν εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών για την απόρριψη των ενστάσεων των αιτητών στηρίχθηκε στο υφιστά[*500]μενο υπόβαθρο, δομημένο με τα στοιχεία που απαιτούνται στο πλαίσιο εξέτασης των ενστάσεων και για τους σκοπούς της διαδικασίας.

Το επαρκές ή μη της αιτιολογίας μιας απόφασης κρίνεται αναλόγως προς τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι μακροσκελής. Μπορεί να είναι και λακωνική ανάλογα με την περίπτωση, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Στην προκείμενη περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος είναι εφικτός. Η διαπίστωση μας είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ύστερα από τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Ο ισχυρισμός περί αντιφατικής αιτιολογίας κρίνεται ανεδαφικός. Με σαφήνεια διατυπώνεται ο λόγος απόρριψης των ενστάσεων ο οποίος δεν είναι άλλος από την προστασία του φράγματος Ταμασού.

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο