Θεμιστού Σταυρούλλα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 514

(2011) 3 ΑΑΔ 514

[*514]29 Ιουνίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΥΛΛΑ ΘΕΜΙΣΤΟΥ,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/Ή

3.    ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 108/2008)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος, όταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει καταστεί ανέφικτος ― Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ― Οι ειδικές περιστάσεις, που οδήγησαν στην διαπίστωση του ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της κατά της άρνησης επιστροφής σε αυτήν του ακινήτου της, το οποίο είχε απαλλοτριωθεί προ δεκαετίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η υποχρέωση επιστροφής, με αναφορά στο κατά πόσο ο σκοπός καθίσταται εφικτός, προϋποθέτει έγκυρο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης δεν αμφισβήτησε το κύρος του, αλλά αντίθετα εισέπραξε και την αποζημίωση, είναι, στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, αδιάφορο. Υπάρχει αυτόνομο δικαίωμα διεκδίκησης επιστροφής νομίμως, βεβαίως, απαλλοτριωθέντος ακινήτου, όταν τίθεται ζήτημα ως προς το εφικτό της πραγμάτωσης του σκοπού.

Εδώ το θέμα είναι αν είναι νοητό να γίνεται λόγος περί σκοπού που καθίσταται εφικτός εντός της τριετίας ή οποτεδήποτε, όταν αυτός, [*515]σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε σε διαδικασία στην οποία, μάλιστα, η Δημοκρατία ήταν διάδικος, δεν είναι σκοπός δημόσιας ωφέλειας. Κατά το Σύνταγμα και το Νόμο, δεν μπορεί να είναι εφικτός πλέον ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν τα ακίνητα της εφεσείουσας, αφού η πραγμάτωσή τους δεν θα εξυπηρετούσε δημόσια ωφέλεια, όπως οριστικά αποφάσισε η Ολομέλεια στην αναφερθείσα δικαστική διαδικασία.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 333,

Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1502/05), ημερ. 19/6/08.

Α. Σ. Αγγελίδης με Μ. Κοτσώνη, για την Εφεσείουσα.

Δ. Καλλίγερος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:   Τα τεμάχια της εφεσείουσας 235 και 236 (αρ. εγγραφής G217 και G218), Φ/Σχ. ΧΧΧ/46Ε1, Ε2, στην τοποθεσία Κάμπος της Τερατσιάς στο Τσέρι απαλλοτριώθηκαν δυνάμει του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης αρ. 359, ημερομηνίας 26.5.00.  Σημειώνουμε συναφώς πως η εφεσείουσα δεν πρόβαλε ένσταση στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 28.5.99, και πως, στη συνέχεια, συμφώνησε και εισέπραξε την αποζημίωση για τα τεμάχια τα οποία, έτσι, περιήλθαν στη Δημοκρατία.

Πρόβαλαν, όμως, ένσταση και άσκησαν προσφυγή οι ιδιοκτήτες άλλων ακινήτων που επίσης απαλλοτριώθηκαν όπως και το ίδιο το Συμβούλιο Βελτιώσεως Τσερίου και η Αρδευτική Επιτροπή Αρδευτικού Τμήματος «Αγκάλη» Τσερίου που επηρεάζονταν.  Η προσφυγή εκείνη, με αρ. 1050/00, πέτυχε πρωτοδίκως και η ακύρωση του [*516]διατάγματος απαλλοτρίωσης των ακινήτων των εκεί αιτητών οριστικοποιήθηκε, μετά την άσκηση έφεσης, με την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 333.  Τα ακίνητα, ενόψει του κοινού για όλα σκοπού όπως αυτός καθοριζόταν στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, θα παραχωρούνταν στην Κυπριακή Αεραθλητική Ομοσπονδία για την κατασκευή διαύλου, κτιριακών εγκαστάσεων, πύργου ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας και οποιωνδήποτε άλλων αναγκαίων εγκαταστάσεων για δημιουργία αεραθλητικού κέντρου.  Κρίθηκε πως δεν ήταν δυνατό να ενταχθεί η περίπτωση σε οποιονδήποτε από τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας δυνάμει του Άρθρου 3(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62 όπως τροποποιήθηκε).

Η εφεσείουσα, ενόψει αυτής της απόφασης, ζήτησε επιστροφή και των δικών της ακινήτων.  Η απάντηση ήταν αρνητική.  Η σκέψη γι’ αυτή προκύπτει από τη γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας πως η δικαστική απόφαση «δεν ενεργεί ούτε υπέρ ούτε κατά της κας Θεμιστού και δεν αφορά την απαλλοτρίωση των δικών της τεμαχίων».  Ως προς την ίδια, αφού το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης των ακινήτων της δεν προσβλήθηκε, παρέμεινε έγκυρο και δεν ήταν δυνατό τώρα να αμφισβητηθεί.  Κατά τα λοιπά, αφού το έργο προωθείται προς υλοποίηση και ολοκλήρωση δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα επιστροφής αφού δεν επιβάλλεται η συμπλήρωση μέσα στην τριετία που καθορίζεται. Σημειώνουμε από την αρχή πως η υπόθεση διακρίνεται από τις συνήθεις του είδους στις οποίες ζητούμενο είναι η, στην πράξη, προώθηση του έργου με εύλογες ενέργειες, ώστε αυτό να καθίσταται, μέσα στην τριετία αλλά και διαχρονικά, εφικτό. Δεν είναι κάτω από αυτό το πρίσμα που συζητήθηκε η υπόθεση και, πάντως, δεν είναι σ’ αυτή την πτυχή που αφορούν οι λόγοι έφεσης. Μας λέχθηκε συναφώς πως μετά από ορισμένες αρχικές ενέργειες προς προώθηση του έργου κρίθηκε ορθό να ανασταλούν τα περαιτέρω έργα σε αναμονή της δικαστικής απόφασης.  Με προφανή στόχο την αποφυγή ενδεχομένως μάταιης δαπάνης.

Συζητήθηκε πρωτοδίκως το κατά πόσο προέκυπτε δεδικασμένο που εκτεινόταν και σε ό,τι αφορούσε στην εφεσείουσα.  Η εισήγηση της ήταν πως αφού ο προσδιορισθείς σκοπός της απαλλοτρίωσης κρίθηκε αντίθετος προς το Σύνταγμα και το Νόμο, το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης εξαφανίστηκε έναντι πάντων.  Δεν έγινε δεκτή αυτή η εισήγηση. Όπως εξηγήθηκε, αφού η εφεσείουσα δεν ήταν διάδικος σε εκείνη την υπόθεση και, περαιτέρω, δεν είχε η ίδια αμφισβητήσει εμπροθέσμως το κύρος του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ως προς τα δικά της ακίνητα, δεν μπορούσε εκ των υστέρων να αμ[*517]φισβητήσει τη νομιμότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Δεν παράχθηκε, συνεπώς, δεδικασμένο με την εμβέλεια που η εφεσείουσα εισηγείτο.  Πέρα από αυτό, όπως προστέθηκε, αυτή δεν είχε πλέον και τη νομιμοποίηση για τη διεκδίκηση που έκαμε. Είχε εισπράξει την αποζημίωση για τα ακίνητα και, επομένως, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει πράξη της διοίκησης που δεν τη βλάπτει αλλά, αντίθετα, από την οποία «η ίδια έχει ωφεληθεί και πλήρως ικανοποιηθεί για τη βλάβη που είχε υποστεί».

Εν τούτοις τα πιο πάνω δεν καλύπτουν την έκφανση των επιχειρημάτων της εφεσείουσας που υπερβαίνουν όσα θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν ότι συνιστούν εκ των υστέρων και, βεβαίως, εκπροθέσμως αμφισβήτηση του κύρους του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης.  Ήταν η παράλληλη θέση της εφεσείουσας και αυτή επανέρχεται ενώπιόν μας με τους λόγους έφεσης πως, ούτως ή άλλως, δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα «εφικτού» πλέον σκοπού όταν αυτός, με βάση την απόφαση της Ολομέλειας, δεν είναι σκοπός δημόσιας ωφέλειας.  Κάτω από αυτό το φακό το ζήτημα του δεδικασμένου με την έννοια της αναζήτησης του κατά πόσο επιδιώκεται εκ των υστέρων ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, που δεν ήταν το αντικείμενο της τότε δικαστικής διαδικασίας, και ως προς τα ακίνητα της εφεσείουσας, στην πραγματικότητα δεν εγείρεται. Η υποχρέωση επιστροφής με αναφορά στο κατά πόσο ο σκοπός καθίσταται εφικτός, προϋποθέτει έγκυρο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης δεν αμφισβήτησε το κύρος του αλλά αντίθετα εισέπραξε και την αποζημίωση, είναι, στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, αδιάφορο.  Υπάρχει αυτόνομο δικαίωμα διεκδίκησης επιστροφής νομίμως, βεβαίως, απαλλοτριωθέντος ακινήτου, όταν τίθεται ζήτημα ως προς το εφικτό της πραγμάτωσης του σκοπού.  Επ’ αυτού του θέματος είναι μεγάλος ο όγκος της νομολογίας μας και αυτή έχει αρκετά πρόσφατα συνοψιστεί και επεξηγηθεί από την πλήρη Ολομέλεια στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ 166.

Εδώ το θέμα είναι αν είναι νοητό να γίνεται λόγος περί σκοπού που καθίσταται εφικτός εντός της τριετίας ή οποτεδήποτε, όταν αυτός είναι, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε σε διαδικασία στην οποία, μάλιστα, η Δημοκρατία ήταν διάδικος, δεν είναι σκοπός δημόσιας ωφέλειας.  Θα αναμέναμε πως η Δημοκρατία δεν θα ήθελε αυτής της μορφής τη διχοτόμηση που θα διαχώριζε τους, σε ίδια μοίρα ευρισκόμενους, ιδιοκτήτες σε εκείνους που άσκησαν και σε εκείνους που δεν άσκησαν προσφυγή. Αυτό θα συνιστούσε, ανεξάρτητα από το κατά πόσο θα ήταν υποχρεωτικό, ισομερή μεταχείριση με γνώ[*518]μονα την ουσία και όχι τις εξωτερικές παραμέτρους του πράγματος.  Δεν θέλησε όμως η διοίκηση να ακολουθήσει αυτή την πορεία και, πλέον, οφείλουμε απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε.  Κατά το Σύνταγμα και το Νόμο, όπως έχουμε σημειώσει, θεωρούμε πως δεν μπορεί να είναι εφικτός πλέον ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν τα ακίνητα της εφεσείουσας αφού η πραγμάτωσή τους δεν θα εξυπηρετούσε δημόσια ωφέλεια, όπως οριστικά αποφάσισε η Ολομέλεια στην αναφερθείσα δικαστική διαδικασία.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων. Η προσβαλλόμενη αρνητική απόφαση/παράλειψη ακυρώνεται και συνακολούθως «παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή».

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο