Εγγλεζάκης Ανδρέας Μοδέστου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 525

(2011) 3 ΑΑΔ 525

[*525]4 Ιουλίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

1.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΟΔΕΣΤΟΥ ΕΓΓΛΕΖΑΚΗΣ,

2.  ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΕΓΓΛΕΖΑΚΗΣ,

3.  ΜΟΔΕΣΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΕΓΓΛΕΖΑΚΗΣ,

4.  ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΥΡΩΝΟΣ ΒΡΥΩΝΙΔΟΥ,

5.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΥΡΩΝΟΣ ΒΡΥΩΝΙΔΟΥ,

6.  ΕΛΕΝΗ ΒΥΡΩΝΟΣ ΒΡΥΩΝΙΔΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 83/2008)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Διάθεση της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας σε περίπτωση ανέφικτου σκοπού της απαλλοτρίωσης, αλλά και σε περίπτωση εκπλήρωσης του σκοπού και επιγενόμενης λήξης του ― Άρθρο 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/62) ― Ερμηνεία υπό το φως της νομολογίας και εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Διάταγμα επίσχεσης απαλλοτριωθέντος ― Άρθρο 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) ― Η ορθή και σύμφωνα προς το Σύνταγμα ερμηνεία του ― Δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση Διατάγματος Επίσχεσης στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Οι εφεσείοντες αξίωσαν με την έφεσή τους, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της επίσχεσης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου [*526](Ν.15/62), εισάγει κώδικα διάθεσης απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας στην περίπτωση μη επίτευξης ή εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, και εφόσον το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας αποδείχτηκε ότι υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η απαλλοτριούσα αρχή προσφέρει την ιδιοκτησία στην τιμή στην οποία την απέκτησε στον τότε ιδιοκτήτη της ή στους προσωπικούς του αντιπροσώπους ή στους κληρονόμους του.

2.  Ακολουθεί το Άρθρο 15(2). Αν η προσφορά της ιδιοκτησίας δεν γίνει αποδεκτή ή αν ο τότε ιδιοκτήτης δεν καταβάλει στην τασσόμενη περίοδο το τίμημα, η απαλλοτριούσα αρχή «πωλεί …. την τοιαύτην περιουσίαν διά δημοσίου πλειστηριασμού» [βλ. παράγρ. (α) και (β)].

Και ακολουθεί το Άρθρο 15(3) ως προς το διάταγμα επίσχεσης.

3.  Κατά τη ρύθμιση του Άρθρου 15, ως σύνολο, δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα μη επιστροφής αν ο σκοπός δεν καθίσταται διαχρονικά εφικτός ή αν αυτός εγκαταλείφθηκε ή αν η ιδιοκτησία ή μέρος της αποδεικνύεται πως υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες. Χωρίς δηλαδή, σε τέτοιες περιπτώσεις, προσφορά της σχετικής ακίνητης ιδιοκτησίας. Τίθεται ζήτημα επίσχεσης, μόνο εφόσον «η ακίνητος ιδιοκτησία καταστή αναγκαία εν όλω ή εν μέρει δι’ έτερον σκοπόν της απαλλοτριούσης αρχής εφ’ όσον ο τοιούτος σκοπός είναι σκοπός δημοσίας ωφελείας». Συνέπεια του οποίου είναι η μη εφαρμογή του Άρθρου 15(2), με προοπτική, όχι πλέον την πώληση της ιδιοκτησίας, αλλά τη χρησιμοποίησή της για το νέο σκοπό. Εν προκειμένω δεν έγινε, βεβαίως, προσφορά και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα σε σχέση με τις παραγράφους (α) και (β) του Άρθρου 15(2). Συζητήθηκε, επομένως, το κατά πόσο πράγματι εκπληρώθηκε ο σκοπός, όπως αυτός έχει καθοριστεί με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης. Όμως, το ίδιο το διάταγμα επίσχεσης αναφέρει ρητά πως εκδίδεται επειδή η επίδικη ιδιοκτησία «δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε». Και επειδή «είναι αναγκαία για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας».

 

4.  Η ρητή αιτιολογία στο διάταγμα επίσχεσης δεν είναι εν προκειμένω χωρίς σημασία και, πάντως, αυτή αποδίδει την πραγματικότητα όπως την αναδεικνύει ο φάκελος. Διατέθηκαν όσα οικόπεδα ήταν δυνατό να διατεθούν για τον αρχικό σκοπό. Δεν υπήρχαν, πλέον, άλλοι ενδιαφερόμενοι και ήδη είχαν παρέλθει περίπου οκτώ χρόνια από τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης μέχρι την έκδοση του δια-τάγματος επίσχεσης. Από την άλλη, η [*527]αντίληψη πως ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είχε επιτευχθεί δεν είναι ορθή.  Σκοπός δεν ήταν ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας σε οικόπεδα αλλά η διάθεση των οικοπέδων, τηρουμένων, βεβαίως, των παραμέτρων ως προς το χρόνο, με τον τρόπο που καθορίζεται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης. Θα ήταν αντινομικό να θεωρείται πως έχει επιτευχθεί ο σκοπός και εν τούτοις να τίθεται ζήτημα διατάγματος επίσχεσης για να διατεθούν τα οικόπεδα, κενά, χωρίς δηλαδή κάτοχο, στο πλαίσιο του αρχικού σκοπού. Η απλή πραγματικότητα είναι πως προέκυψε πως τα επίδικα δεν χρειάζονταν πλέον για τον αρχικό σκοπό όπως ακριβώς εξηγεί και το ίδιο το διάταγμα επίσχεσης αλλά και όπως προκύπτει και από την προεργασία, όπως αυτή φαίνεται στο φάκελο. Περαιτέρω, πως με το διάταγμα επίσχεσης καθορίστηκε άλλος σκοπός, κατά τη ρητή αιτιολόγησή του, αλλά και εκ των συσχετισμών, ασφαλώς διαφορετικός από τον αρχικό. Αυτό, κατά τα ανωτέρω, στα οποία εντάσσονται και οι βασικές τοποθετήσεις της ίδιας της εφεσίβλητης, ως προς τις προϋποθέσεις νόμιμης έκδοσης διατάγματος επίσχεσης, δεν ήταν δυνατό να γίνει. Οφειλόταν προσφορά στους εφεσείοντες του μέρους που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αναγκαίο για τον αρχικό σκοπό και ασφαλώς δεν παρεχόταν κατά νόμο δυνατότητα για έκδοση διατάγματος επίσχεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 122,

Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1297/06), ημερ. 22/4/08.

Ε. Κορακίδης, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

[*528]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Με Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 11.11.88 απαλλοτριώθηκαν τα τεμάχια που ανήκαν στους εφεσείοντες, 58/1/2/1/1, 58/1/2/1/2, 58/1/2/1/3, 58/1/2/1/4, Φ/Σ LΙ/48, στο χωριό Κούκλια. Σκοπός της απαλλοτρίωσης, όπως αυτός εξηγήθηκε στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στις 22.1.88, ήταν η δημιουργία οικοπέδων για άπορες οικογένειες, η μετακίνηση κατοίκων εκτός της αρχαιολογικής ζώνης Κουκλιών και η επέκταση του κοινοτικού γηπέδου. Η ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσειόντων διαχωρίστηκε σε 63 οικόπεδα και τα 46 από αυτά διατέθηκαν για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Σε σχέση με τα 17 που απέμειναν αδιάθετα, διαπιστώθηκε έλλειψη ενδιαφέροντος.

Με επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 12.1.06, οι αιτητές ζήτησαν επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας τους αλλά, αμέσως μετά, κατέληξε η διαδικασία που είχε από πριν αρχίσει σε σχέση με την αξιοποίησή τους.  Στις 27.1.06 δημοσιεύθηκε διάταγμα επίσχεσης κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62), (ο Νόμος).  Αυτό κάλυπτε τα 14 από τα πιο πάνω οικόπεδα.  Εξηγείται σ’ αυτό πως αυτή η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία «δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε» και πως, το διάταγμα επίσχεσης εκδίδεται επειδή «είναι αναγκαία για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή το διαχωρισμό οικοπέδων και την ανέγερση οικιστικών μονάδων που θα παραχωρηθούν μέσω των στεγαστικών Σχεδίων του Κυπριακού Οργανισμού Αναπτύξεως Γης για κάλυψη των στεγαστικών αναγκών οικογενειών με χαμηλά και μέτρια εισοδήματα ….».  Τα υπόλοιπα τρία από τα 17 αδιάθετα οικόπεδα, όπως αποφασίστηκε, θα παρέμεναν για κάλυψη μελλοντικών αναγκών.

Με την επιστολή ημερομηνίας 4.5.06 απορρίφθηκε το αίτημα για επιστροφή. Αυτό, όμως, χωρίς αναφορά στο διάταγμα επίσχεσης που είχε δημοσιευθεί στο μεταξύ ούτε και σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο για τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί. Η εξήγηση που δόθηκε ήταν πως «διαπιστώθηκε ότι η γη των πελατών σας απαλλοτριώθηκε για σκοπούς οικιστικής ανάπτυξης του κράτους και ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μέσω των νόμιμων ενεργειών του κράτους».

Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή με δυο αιτήματα.  Το πρώτο, για ακύρωση της άρνησης επιστροφής της ακίνητης ιδιοκτησίας τους. Αυτή η θεραπεία προσδιορίστηκε με αναφορά στα απαλλοτριωθέντα τεμάχια.  Στα γεγονότα της προσφυγής εξειδι[*529]κεύεται πως αφορά στο μέρος της το οποίο, κατά τα ανωτέρω, παρέμεινε αδιάθετο, δηλαδή, όπως ήταν και η επιχειρηματολογία στη συνέχεια, στα 17 οικόπεδα.  Κατά τις διευκρινήσεις, όμως, υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση.  Οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν τη θεραπεία αυτή κατά το μέρος της που αφορούσε στα τρία οικόπεδα που θα παρέμεναν προς κάλυψη μελλοντικών αναγκών. Όπως ξεκαθαρίστηκε, η διεκδίκηση προωθείτο μόνο σε σχέση με τα 14 οικόπεδα που κάλυπτε το διάταγμα επίσχεσης.  Εν τούτοις, στο τέλος, εξετάστηκε πρωτοδίκως και το ζήτημα των τριών οικοπέδων, η επικύρωση δε της άρνησης επιστροφής τους προσβάλλεται ενώπιόν μας με επί τούτου λόγο έφεσης.  Θεωρούμε πως ενόψει της απευθείας εγκατάλειψης της θεραπείας ως προς τα τρία οικόπεδα, δεν μπορούσε να τίθεται τέτοιο ζήτημα.  Ως προς αυτό το πρώτο αίτημα στην προσφυγή, αντικείμενο μπορεί να είναι μόνο τα 14 οικόπεδα που καλύφθηκαν από το διάταγμα επίσχεσης.

Το δεύτερο αίτημα στην προσφυγή ήταν για ακύρωση του διατάγματος επίσχεσης.  Η εφεσίβλητη έθεσε θέμα σε σχέση με τη δυνατότητα προσβολής της άρνησης επιστροφής αφού παρενεβλήθη το διάταγμα επίσχεσης το οποίο είχε παραμείνει, όπως ήταν η θέση της, απρόσβλητο, μέσα στις 75 μέρες από τη δημοσίευσή του. Πάντως, όπως υποστηρίχθηκε, το αίτημα ως προς το διάταγμα επίσχεσης δεν ήταν συναφές με το πρώτο ως προς την άρνηση επιστροφής της γης.

Πρωτοδίκως κρίθηκε πως «η προδικαστική ένσταση ευσταθεί».  Αναφέρεται στην απόφαση πως το διάταγμα επίταξης (προφανώς εννοείται επίσχεσης) δημοσιεύθηκε στις 27.1.06 και δεν προσβλήθηκε και πως «μπορεί οι δυο πράξεις να έχουν ομοιότητες αλλά δεν έχουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία συνάφειας, ώστε η προσβολή τους να είναι δυνατή με το ίδιο δικόγραφο και μάλιστα για την πράξη που αφορά στην επίταξη, (προφανώς εννοείται επίσχεση) σε χρόνο που η προθεσμία για προσβολή της είχε προ πολλού παρέλθει».  Σε αυτή τη βάση, ενώ οι εφεσείοντες είχαν υποστηρίξει πως και μη συναφείς να κρίνονταν οι δυο πράξεις θα έπρεπε να γίνει διαχωρισμός δικογράφου, αποφασίστηκε πως «με τα δεδομένα της υπόθεσης δεν παρίσταται λόγος για διαχωρισμό των δύο πράξεων».

Επομένως, εξετάστηκε μόνο το πρώτο αίτημα το οποίο και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν με τη βασική αιτιολογική σκέψη πως ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είχε επιτευχθεί. Ως ακολούθως:

«Όμως στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός, για τους λόγους [*530]που έχω ήδη εξηγήσει, έχει επιτευχθεί και επομένως δεν στοιχειοθετείται υποχρέωση επιστροφής, ιδιαίτερα μετά από την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία απαλλοτρίωσης, τον διαχωρισμό του κτήματος σε οικόπεδα και τη διάθεση του μεγαλύτερου μέρους σε φτωχές οικογένειες, όπως ήταν και ο αρχικός σκοπός. Με δεδομένο ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε, το λεκτικό της αιτιολογίας κατά τη δημοσίευση του διατάγματος επίσχεσης, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στον ήδη συντελεσθέντα σκοπό της απαλλοτρίωσης.

Με τη συντέλεση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή ήταν ελεύθερη να επιλέξει μεταξύ διαφόρων υπαλλακτικών λύσεων και αυτή της επίταξης, (προφανώς επίσχεσης) υλοποίηση της απόφασης να διαθέσει τα οικόπεδα που απέμειναν σε άπορες οικογένειες, μέσω άλλου οργανισμού δημοσίου δικαίου. Εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός, ούτως ή άλλως, παραμένει ο ίδιος. Με αυτά τα δεδομένα δεν διαπιστώνεται παράβαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος».

Με τον πρώτο και συναφώς με τον πέμπτο λόγο έφεσης που καταλογίζει κακή πίστη στην εφεσίβλητη, ισχυρισμό που επίσης απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο, βάλλεται η εκτίμηση πως το διάταγμα επίσχεσης «δεν είχε προσβληθεί», προφανώς μέσα σε 75 μέρες από τη δημοσίευσή του.  Πρέπει να παρατηρήσουμε πως αν το αίτημα αναφορικά με το διάταγμα επίσχεσης δεν μπορούσε να εξεταστεί ως μη συναφές, αυτό θα αφορούσε σε κάθε θέμα του.  Η κρίση δε πως δεν είχε προσβληθεί εμπροθέσμως ήταν θέμα του.  Δεν θα χρειαστεί, όμως, να επεκταθούμε σε οποιεσδήποτε λεπτομέρειες.  Η εφεσίβλητη ενώπιόν μας, ρητά και δικαίως θα λέγαμε, αναγνώρισε πως, ενόψει της απόφασης της πλήρους Ολομέλειας στην Αντώνης Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ.1) (2010) 3 Α.Α.Δ. 122, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί το αίτημα αναφορικά με το διάταγμα επίσχεσης ως εκπρόθεσμο.  Χρόνος έναρξης της προθεσμίας εν προκειμένω, δεν θα έπρεπε να ήταν η ημερομηνία δημοσίευσής του αλλά η ημερομηνία γνώσης από τους εφεσείοντες του γεγονότος  της έκδοσής του, στην οποία δεν έγινε καν αναφορά στην επιστολή ημερομηνίας 4.5.06. Με αναφορά δε στα δεδομένα, η εφεσίβλητη δέχτηκε πως η προσφυγή που ασκήθηκε στις 17.7.06 ήταν εμπρόθεσμη και σε σχέση με το διάταγμα επίσχεσης.

Υπήρξε, όμως, και δεύτερη, το ίδιο σημαντική αναγνώριση από την εφεσίβλητη, κατά την ακρόαση της έφεσης.  Οι δυο θεραπείες, όπως οι εφεσείοντες υποστήριξαν με το δεύτερο λόγο έφεσής τους, [*531]ήταν συναφείς.  Αυτό, στη βάση της κεντρικής τους σκέψης, στην οποία θα επανέλθουμε, πως το κατά πόσο επετεύχθη ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ώστε να μην τίθεται ζήτημα επιστροφής, είναι όρος εκ του Νόμου για την έκδοση διατάγματος επίσχεσης.  Οπότε τα δυο ζητήματα διασυνδέονται αρρήκτως. 

Δεχτήκαμε ως ορθή αυτή τη θέση και υιοθετήσαμε την εισήγηση των δυο πλευρών για νέα περιγράμματα αγόρευσης ώστε αυτά να απευθύνονται σε ό,τι απέμεινε ως θέμα της έφεσης.  Στη βάση όλων των προηγηθέντων εγείρεται ως επίδικο το ζήτημα των 14 οικοπέδων που κάλυπτε το διάταγμα επίσχεσης.

Ο θεσμός του διατάγματος επίσχεσης εισάγεται με το Άρθρο 15(3) του Νόμου.  Πρωτοδίκως θεωρήθηκε ότι με την αγόρευση των εφεσειόντων τέθηκε ζήτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο, όμως, δεν μπορούσε να εξεταστεί αφού δεν είχε εξειδικευθεί στα νομικά σημεία και στα γεγονότα της προσφυγής.  Εξήγησαν ενώπιόν μας οι εφεσείοντες (λόγος έφεσης 7) πως, στην πραγματικότητα, δεν είχαν θέσει ζήτημα αντισυνταγματικότητας αλλά εισηγήθηκαν, με αναφορά στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, ότι «δεν μπορούσε να τεθεί ζήτημα ερμηνείας του Άρθρου 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 εφόσον το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ήταν σαφές και θα έπρεπε να έχει εφαρμογή».

Το Άρθρο 15(1) του Νόμου εισάγει κώδικα διάθεσης απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας στην περίπτωση μη επίτευξης ή εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, όροι που κατ’ επανάληψη αποτέλεσαν το αντικείμενο ερμηνείας, ιδιαιτέρως με την απόφαση της πλήρους Ολομέλειας στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ 166 και εφόσον το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας αποδείχτηκε ότι υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες της απαλλοτριούσας αρχής.  Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η απαλλοτριούσα αρχή προσφέρει την ιδιοκτησία στην τιμή στην οποία την απέκτησε στον τότε ιδιοκτήτη της ή στους προσωπικούς του αντιπροσώπους ή στους κληρονόμους του.  Με ειδικές ρυθμίσεις [βλ. την επιφύλαξη στο Άρθρο 15(1)(α)] καθορίζεται το ζήτημα της τιμής όπου υπήρξε προσθήκη, αφαίρεση ή άλλη τροποποίηση στην ιδιοκτησία ή αν μέρος της μόνο προσφέρεται.  Η απαλλοτριούσα αρχή καθορίζει εύλογη τιμή και ο τότε ιδιοκτήτης είτε την αποδέχεται είτε, εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία, η τιμή καθορίζεται από το Δικαστήριο, εννοείται «το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο». Σε περίπτωση αποδοχής της προσφοράς ή, εν πάση περιπτώσει, συμφωνίας ή καθορισμού της τιμής από το Δικαστήριο, εντός τριών μηνών, αναλόγως, ο τότε ιδιοκτήτης καταβάλλει την [*532]οφειλόμενη τιμή και «επί τούτω η απαλλοτριούσα αρχή μεταβιβάζει πάραυτα εις αυτόν την κυριότητα της ιδιοκτησίας» [βλ. Άρθρο 15(1)(β)].

Ακολουθεί το Άρθρο 15(2).  Αν η προσφορά της ιδιοκτησίας δεν γίνει αποδεκτή ή αν ο τότε ιδιοκτήτης δεν καταβάλει στην τασσόμενη περίοδο το τίμημα, η απαλλοτριούσα αρχή «πωλεί …. την τοιαύτην περιουσίαν διά δημοσίου πλειστηριασμού»  [βλ. παράγρ. (α) και (β)].  Το ίδιο και στην ακόλουθη περίπτωση:

«(γ) εάν απαλλοτριωθείσα δυνάμει του παρόντος Νόμου ακίνητος ιδιοκτησία κριθή υπό της απαλλοτριούσης αρχής καθ’ οιονδήποτε χρόνον μετά την επίτευξιν του σκοπού δι’ ον εγένετο η απαλλοτρίωσις, εν όλω ή εν μέρει ως μη ούσα πλέον αναγκαία διά τον τοιούτον σκοπόν». 

Και ακολουθεί το Άρθρο 15(3) ως προς το διάταγμα επίσχεσης:

«(3)  Αι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται, εάν η ακίνητος ιδιοκτησία καταστή αναγκαία εν όλω ή εν μέρει δι’ έτερον σκοπόν της απαλλοτριούσης αρχής εφ’ όσον ο τοιούτος σκοπός είναι σκοπός δημοσίας ωφελείας ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, και η απαλλοτριούσα αρχή εκδώση διάταγμα (εν τω παρόντι Νόμω, καλούμενον «διάταγμα επισχέσεως») δημοσιευόμενον εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, διαλαμβάνον περιγραφήν της περιουσίας ης σκοπείται η επίσχεσις, καθορίζον τον σκοπόν δι’ ον κατέση αναγκαία η επίσχεσις ως και τους λόγους της επισχέσεως, και παρέχον την αναγκαίαν διά την τοιαύτην επίσχεσιν εξουσιοδότησιν:

Νοείται ότι οσάκις απαλλοτριούσα αρχή είναι νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ή οργανισμός κοινής ωφελείας, απαγορεύεται η υπό ταύτης έκδοσις διατάγματος επισχέσεως πριν ή ληφθή η προηγουμένη έγκρισις του Υπουργικού Συμβουλίου».

Η εφεσίβλητη αναγνώρισε ευθέως κατά την ακρόαση πως, ο Νόμος «θέλει την εκπλήρωση του σκοπού, δηλαδή η επίσχεση διατάσσεται μόνο όταν η απαλλοτρίωση εξεπλήρωσε το σκοπό της και πλέον είναι έτοιμο για άλλο σκοπό».  Όπως πρόσθεσαν, «αν δεν εκπληρώσει το σκοπό της η απαλλοτρίωση δεν μπορεί να εκδίδει διάταγμα επίσχεσης. Είναι προϋπόθεση στο Άρθρο 15(3) του Ν.15/62».  Και όπως περαιτέρω επεξήγησαν, δεν μπορεί να εκδοθεί διάταγμα επίσχεσης κατά τη διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο προωθείται η εκπλήρωση του σκοπού.

[*533]Μας φαίνεται ορθή αυτή η προσέγγιση και σημειώνουμε πως δεν ήταν, συναφώς, διαφορετική και η αντίληψη των εφεσειόντων.  Κατά τη ρύθμιση του Άρθρου 15, ως σύνολο, δεν είναι δυνατό να τίθεται ζήτημα μη επιστροφής αν ο σκοπός δεν καθίσταται διαχρονικά, όπως εξηγήθηκε στην Ευθυμιάδης (ανωτέρω), εφικτός ή αν αυτός εγκαταλείφθηκε ή αν η ιδιοκτησία ή μέρος της αποδεικνύεται πως υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες.  Χωρίς δηλαδή, σε τέτοιες περιπτώσεις, προσφορά της σχετικής ακίνητης ιδιοκτησίας.  Τίθεται ζήτημα επίσχεσης μόνο εφόσον «η ακίνητος ιδιοκτησία καταστή αναγκαία εν όλω ή εν μέρει δι’ έτερον σκοπόν της απαλλοτριούσης αρχής εφ’ όσον ο τοιούτος σκοπός είναι σκοπός δημοσίας ωφελείας». Συνέπεια του οποίου είναι η μη εφαρμογή του Άρθρου 15(2), με προοπτική, όχι πλέον την πώληση της ιδιοκτησίας, αλλά τη χρησιμοποίησή της για το νέο σκοπό.  Εν προκειμένω δεν έγινε, βεβαίως, προσφορά και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα σε σχέση με τις παραγράφους (α) και (β) του Άρθρου 15(2).  Συζητήθηκε, επομένως, το κατά πόσο πράγματι εκπληρώθηκε ο σκοπός, όπως αυτός έχει καθοριστεί με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης.  Όμως, το ίδιο το διάταγμα επίσχεσης αναφέρει ρητά πως εκδίδεται επειδή η επίδικη ιδιοκτησία «δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε». Και επειδή «είναι αναγκαία για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας» στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί και «προς ικανοποίηση» του οποίου εκδόθηκε.  Είδαμε ότι πρωτοδίκως θεωρήθηκε πως «το λεκτικό της αιτιολογίας κατά τη δημοσίευση του διατάγματος επίσχεσης, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στον ήδη συντελεσθέντα σκοπό της απαλλοτρίωσης».  Για να προστεθεί πιο κάτω, πως «εν πάση περιπτώσει, ο σκοπός, ούτως ή άλλως, παραμένει ο ίδιος».  Η εφεσίβλητη, συναφώς, παλινδρομεί μεταξύ της άποψής της πως ο σκοπός παραμένει ο ίδιος και πως το διάταγμα επίσχεσης εκδόθηκε προς επίτευξη του αρχικού στο πλαίσιο της υποχρέωσης να τον καθιστούν εφικτό και της άποψης, σε άλλο σημείο, πως «με το διάταγμα επίσχεσης εξυπακούεται ισχυρισμός της διοίκησης ότι ο σκοπός της αρχικής απαλλοτρίωσης έχει εκπληρωθεί και η απαλλοτριούσα αρχή χρειάζεται το ακίνητο για άλλο σκοπό».

Με όλο το σεβασμό, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως η ρητή αιτιολογία στο διάταγμα επίσχεσης είναι χωρίς σημασία και, πάντως, αυτή αποδίδει την πραγματικότητα όπως την αναδεικνύει ο φάκελος. Διατέθηκαν όσα οικόπεδα ήταν δυνατό να διατεθούν για τον αρχικό σκοπό.  Δεν υπήρχαν, πλέον, άλλοι ενδιαφερόμενοι και ήδη είχαν παρέλθει περίπου οκτώ χρόνια από τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης μέχρι την έκδοση του διατάγματος επίσχεσης.  Από την άλλη, η αντίληψη πως ο σκοπός της απαλ[*534]λοτρίωσης είχε επιτευχθεί δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Σκοπός δεν ήταν ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας σε οικόπεδα αλλά η διάθεση των οικοπέδων, τηρουμένων, βεβαίως, των παραμέτρων ως προς το χρόνο, με τον τρόπο που καθορίζεται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης. Θα ήταν αντινομικό να θεωρείται πως έχει επιτευχθεί ο σκοπός και εν τούτοις να τίθεται ζήτημα διατάγματος επίσχεσης για να διατεθούν τα οικόπεδα, κενά, χωρίς δηλαδή κάτοχο, στο πλαίσιο του αρχικού σκοπού.  Η απλή πραγματικότητα είναι πως προέκυψε πως τα επίδικα δεν χρειάζονταν πλέον για τον αρχικό σκοπό όπως ακριβώς εξηγεί και το ίδιο το διάταγμα επίσχεσης αλλά και όπως προκύπτει και από την προεργασία, όπως αυτή φαίνεται στο φάκελο. Περαιτέρω, πως με το διάταγμα επίσχεσης καθορίστηκε άλλος σκοπός, κατά τη ρητή αιτιολόγησή του αλλά και εκ των συσχετισμών, ασφαλώς διαφορετικός από τον αρχικό.  Αυτό, κατά τα ανωτέρω, στα οποία εντάσσονται και οι βασικές τοποθετήσεις της ίδιας της εφεσίβλητης ως προς τις προϋποθέσεις νόμιμης έκδοσης διατάγματος επίσχεσης, δεν ήταν δυνατό να γίνει.  Οφειλόταν προσφορά στους εφεσείοντες του μέρους που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αναγκαίο για τον αρχικό σκοπό και ασφαλώς δεν παρεχόταν κατά νόμο δυνατότητα για έκδοση διατάγματος επίσχεσης.

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η άρνηση επιστροφής των προσδιορισθέντων 14 οικοπέδων που κάλυπτε το διάταγμα επίσχεσης και το ίδιο το διάταγμα επίσχεσης ακυρώνονται.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της παρούσας, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο