Αντωνίου Άρτεμις ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 562

(2011) 3 ΑΑΔ 562

[*562]13 Ιουλίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1072/2009)

 

Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Η υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να σεβαστεί το δεδικασμένο και η αδυναμία των διαδίκων να επαναφέρουν σε μεταγενέστερες προσφυγές θέματα που καλύπτονται από αυτό.

Δικαστική Υπηρεσία ― Διορισμός στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή ― Περιστάσεις της νομιμότητας της επανεξέτασης, μετά από ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η αιτήτρια αμφισβήτησε την νομιμότητα της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, η οποία ήταν το προϊόν επανεξέτασης μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Αναμφίβολα η Ε.Δ.Υ., ως διοικητικό όργανο το οποίο ενεργούσε στο πλαίσιο επανεξέτασης ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε προηγούμενή της διοικητική πράξη, όφειλε να λάβει υπόψη της και να εφαρμόσει τόσο το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί, όσο και τα ευρήματα και υποδείξεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που συνιστούσαν και τους λόγους ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης. Ορθά, επομένως, η καθ’ ης η αίτηση [*563]αισθάνθηκε υποχρεωμένη όπως σεβαστεί και εφαρμόσει τη νομική προσέγγιση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας και εντελώς αδόκιμα πρόβαλε την απαράδεκτη πεποίθησή της περί της ορθότητας της δικής της άποψης, επικαλούμενη την απόφαση της μειοψηφίας της Ολομέλειας επί ενός καθαρά νομικού θέματος.

     Το δεδικασμένο που είχε συντελεσθεί ως αποτέλεσμα της απόφασης στην προηγηθείσα προσφυγή, επενεργούσε ως εμπόδιο στην αναψηλάφηση κατά την επανεξέταση από την καθ’ ης η αίτηση όλων εκείνων των θεμάτων τα οποία είχαν κριθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο από την Ολομέλεια. Αποτελεί δε το δεδικασμένο, νομολογιακά καθιερωμένο εμπόδιο στην προσπάθεια οποιουδήποτε των διαδίκων, όπως εγείρει εκ νέου τέτοια θέματα σε επόμενη προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης που λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης.

2.  Η πρώτη αίτηση που είχε υποβάλει το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε παρά να καλύπτει τα γεγονότα μέχρι και την 14.3.1987 που υποβλήθηκε η αίτηση. Εξετάζοντας τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν της για πλήρωση της θέσης Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. καθηκόντως έλαβε υπόψη της τα τεθέντα ενώπιόν της πιο πρόσφατα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η λήξη της περιόδου άσκησης της δικηγορίας από το ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιαζόταν να επήλθε κατά το Νοέμβριο 1988 αφού από την 1.12.1988 το ενδιαφερόμενο μέρος είχε διοριστεί στη θέση Βοηθού Πρωτοκολλητή.  Εν πάση όμως περιπτώσει ακόμα και αν η υπεροχή της αιτήτριας στο στοιχείο της άσκησης της δικηγορίας ήταν όντως μεγαλύτερη από τη ληφθείσα υπόψη, αυτό δεν φαίνεται ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει την προσδοκία ότι θα προσέδιδε στην αιτήτρια επαύξηση αξίας, στο βαθμό που να ανέτρεπε την κατάσταση πραγμάτων όπως αυτή διακριβώθηκε και από την Ολομέλεια, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε όλα τα άλλα στοιχεία, πλην της οριακής διαφοράς απόδοσης κατά την προφορική εξέταση.

3.  Πράγματι στον κατάλογο με τα στοιχεία των υποψηφίων φαίνεται να αναγράφεται η ημερομηνία 15.2.2002 για την αιτήτρια, αντί του ορθού 15.2.2000.  Όμως, τίποτε δεν αποκαλύπτεται σύμφωνα με το οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε στη βάση και έλαβε υπόψη την εσφαλμένη ημερομηνία που αναγράφηκε στον κατάλογο.  Αντίθετα, καταδεικνύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, σε πρώτο στάδιο, όσο και η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., αργότερα, έλαβαν υπόψη τους την ορθή ημερομηνία διορισμού των υποψηφίων στην προηγούμενη θέση.  Η [*564]καθ’ ης η αίτηση την μόνη αρχαιότητα που έλαβε υπόψη, ήταν αυτή στην προηγούμενη θέση, δηλαδή του Πρωτοκολλητή, στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε κατά 11 περίπου μήνες και όχι οποιαδήποτε αρχαιότητα η οποία εσφαλμένα μπορούσε να εξαχθεί από τον προαναφερθέντα κατάλογο, αναφορικά με την ημερομηνία προαγωγής των υποψηφίων στην κατεχόμενη από αυτές κατά τον ουσιώδη χρόνο θέση Πρωτοκολλητή Α΄.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1098,

Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Κόκκινου (2005) 3 Α.Α.Δ. 199.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια η οποία αξιώνει ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 5.5.2009, με την οποία η Ε.Δ.Υ., αφού προέβηκε σε νέα επανεξέταση του θέματος, μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση, προέβηκε στο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, αναδρομικά από τις 15.12.2005.

Χρ. Τριανταφυλλίδης με κ. Ευρ. Μάνουλο, για την Αιτήτρια.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης είναι αναγκαία έτσι ώστε να τεθεί το υπόβαθρο των γεγονότων που έχουν προηγηθεί της λήψης της προσβαλλόμε[*565]νης με την προσφυγή απόφασης.

Η αιτήτρια κα Αντωνίου είχε διορισθεί από την καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. στη μόνιμη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, με απόφασή της ημερομηνίας 2.12.2005. Το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος κα Χριστοδούλου, η οποία ήταν επίσης υποψήφια για διορισμό στην ίδια θέση, καταχώρησε την υπ’ αριθμό 1677/2005 προσφυγή με την οποία προσέβαλε τη νομιμότητα του διορισμού της αιτήτριας.

Η προσφυγή εκείνη απέληξε στην έκδοση απόφασης ημερομηνίας 15.3.2007 με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός της αιτήτριας στην προαναφερθείσα θέση. Ακολούθησε η διενέργεια επανεξέτασης από την καθ’ ης η αίτηση, ως αποτέλεσμα της οποίας η καθ΄ης η αίτηση, με απόφασή της ημερομηνίας 7.5.2007, επαναδιόρισε την αιτήτρια στην ίδια θέση, αναδρομικά από τις 15.12.2005.

Με την απόφασή της εκείνη, η καθ’ ης η αίτηση, κατόπιν της επανεξέτασης, έκρινε ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος ικανοποιούσαν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και ότι η αιτήτρια (εδώ ενδιαφερόμενο μέρος) είχε κάπου 11 μήνες αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, πρόσθετο προσόν (Master of Public Sector Management του CIIM), το οποίο δεν απαιτείτο μεν από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά θεωρήθηκε συναφές με τα καθήκοντα της θέσης και, επίσης, διέθετε υπέρ της και τη σύσταση του προϊσταμένου – Αρχιπρωτοκολλητή. Παρά ταύτα, η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Αντωνίου, ουσιαστικά καθότι, κατά την ενώπιόν της διενεργηθείσα προφορική εξέταση, αυτή αξιολογήθηκε ως “Εξαίρετη”, ενώ η αιτήτρια Χριστοδούλου ως “Πάρα Πολύ Καλή”. Πιο συγκεκριμένα, η καθ’ ης η αίτηση έκρινε ότι ως προς την αξία και οι δύο υποψήφιες ήσαν περίπου ισοδύναμες εφόσον στις υπηρεσιακές εκθέσεις των πλέον πρόσφατων ετών είχαν αξιολογηθεί και οι δύο ως καθόλα εξαίρετες, ενώ ως προς την αρχαιότητα ήσαν ίσες στη θέση που τότε κατείχαν. Η αιτήτρια Χριστοδούλου υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 11 περίπου μήνες στην προηγούμενή τους θέση, που ήταν πρώτου διορισμού. Τη διαφορά όμως αυτή, η καθ΄ης η αίτηση την έκρινε ως οριακής σημασίας, η οποία, εν πάση περιπτώσει, αντισταθμιζόταν από τη ψηλότερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους Αντωνίου, ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Ως προς την υπέρ της αιτήτριας σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, η καθ’ ης η αίτηση έκρινε ότι αυτή δεν τη δέσμευε, εφόσον ο ρόλος της κρίσης του προϊσταμένου ήταν συμβουλευτικός, και η απόκλισή της από τη σύσταση δεν δημιουργούσε υποχρέωση προς τούτο αιτιολογίας. [*566]Αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν το οποίο κατείχε η αιτήτρια Χριστοδούλου, η καθ’ ης η αίτηση έκρινε μεν ότι ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, πλην όμως, επειδή κάτι τέτοιο δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, του απέδωσε την “ανάλογη βαρύτητα”.

Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Χριστοδούλου επαναπροσέβαλε τη νέα απόφαση της καθ’ ης η αίτηση με την υπ’ αριθμό 862/2007 προσφυγή της.

Στις 17.8.2007, η εδώ αιτήτρια Αντωνίου προήχθη στη θέση του Αρχιπρωτοκολλητή αναδρομικά από την 1.8.2007.

Η προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 862/2007 αναφορικά με τη θέση του Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή εκδικάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (11 Δικαστές). Με απόφαση ημερομηνίας 3.4.2009, η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία (7 Δικαστές) αποφάνθηκε υπέρ της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164). Ως προς το θέμα της παραγνώρισης της σύστασης του Αρχιπρωτοκολλητή, κρίθηκε με την απόφαση της πλειοψηφίας ότι όπως συνάγεται, ο λόγος της μη υιοθέτησης της σύστασής του, ανάγεται στην αξιολόγηση των δύο υποψηφίων στην προφορική ενώπιον της Ε.Δ.Υ. εξέταση, γιατί μόνο στο στοιχείο εκείνο υπερείχε το ενδιαφερόμενο μέρος Αντωνίου. Όμως, η διαφορά στην αξιολόγηση κατά την εξέταση κρίθηκε ως οριακή, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αξιολογηθεί ως “Εξαίρετη”, ενώ η αιτήτρια Χριστοδούλου ως “Πάρα Πολύ Καλή”. Όπως περαιτέρω έκρινε η πλειοψηφία της Ολομέλειας, είναι βέβαια γεγονός ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, ιδίως όταν είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη.

Αναφορικά με την κατοχή από την αιτήτρια Χριστοδούλου του μεταπτυχιακού προσόντος, κρίθηκε ότι ο απλός χαρακτηρισμός του ως σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης και η απόδοση σ΄ αυτό “ανάλογης σημασίας” δεν συνιστούσε ουσιαστικά οποιαδήποτε αξιολόγηση, αφού δεν μπορούσε να αντιληφθεί κάποιος σε ποιο βαθμό λήφθηκε υπόψη και πόσο αυτό επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής.

[*567]Ως προς την απόκλιση της καθ’ ης η αίτηση από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή, υποδείχθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας ότι είχε παραγνωρισθεί η σύσταση, χωρίς επαρκή, ειδική και πειστική αιτιολογία. Δεδομένου δε ότι παράλληλα δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, έστω και αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία και του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η αντίθετη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και δεδομένης επίσης της σύστασης του προϊσταμένου και της έστω οριακής υπεροχής της αιτήτριας σε αρχαιότητα, καθώς επίσης και της κατοχής του επιπρόσθετου προσόντος, η απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί.

Μετά την ακύρωση του διορισμού στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή με την απόφαση στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 862/2007, η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. προέβηκε σε νέα επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της κενωθείσας θέσης και, αφού έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας, προέβηκε στο διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Χριστοδούλου στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, αναδρομικά από τις 15.12.2005.

Η νομιμότητα αυτής της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, η οποία λήφθηκε στις 5.5.2009, προσβάλλεται από την αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή, η οποία επίσης εκδικάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Με την προσφυγή της, η αιτήτρια ήγειρε προς εξέταση και απόφανση αριθμό νομικών σημείων σε σχέση με θέματα τα οποία θεωρεί ως τρωτά στην ακολουθηθείσα διαδικασία και τα οποία μεμονωμένα και/ή σωρευτικά δικαιολογούν την ακύρωσή της. Θα αναφερθούμε στα σημεία αυτά στη συνέχεια, αφού όμως πρώτα παρατηρήσουμε τα εξής:

Ένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης συνίσταται στη θέση ότι κατά τη διενεργηθείσα επανεξέταση, η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. αντί να ασκήσει την δυνάμει του Νόμου διακριτική της εξουσία, ανεπίτρεπτα ενήργησε με δέσμια εξουσία ως αποτέλεσμα της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ότι δηλαδή, η καθ΄ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., δεν έλαβε απλά υπόψη τις υποδείξεις και τα συμπεράσματα που παρατέθηκαν στην ακυρωτική απόφαση, αλλ’ ενήργησε “καθ’ υπόδειξη της απόφασης της πλειοψηφίας της Ολομέλειας”, αντί να λάβει την απόφασή της [*568]ελεύθερα, ασκώντας διακριτική εξουσία. Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, ο ανεπίτρεπτος τρόπος ενέργειας της καθ’ ης η αίτηση υπό δέσμια εξουσία, καταδεικνύεται από το γεγονός ότι στο τηρηθέν πρακτικό διαφαίνεται έντονα η διαφωνία της Ε.Δ.Υ. με την ακυρωτική απόφαση, αναφέρουσα ότι σέβεται την απόφαση της πλειοψηφίας σύμφωνα με την οποία είχε δοθεί βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, έστω και αν επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία.  Έτσι, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, ενώ η Ε.Δ.Υ. δέχεται την υπεροχή της αιτήτριας όπως ήταν και η επιλογή της στην απόφαση της η οποία ακυρώθηκε, “καταλήγει με αντιφάσεις παράνομα και με δέσμια εξουσία” στην πάσχουσα επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί της ίδιας.

Σε σχέση με αυτή τη θέση της αιτήτριας σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το πρακτικό στο οποίο ενσωματώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της καθ’ ης η αίτηση:

«Η Επιτροπή μελέτησε την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία «… παραγνωρίστηκε η σύσταση του προϊσταμένου χωρίς επαρκή, ειδική και πειστική αιτιολογία, ενώ δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη, έστω και αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία.  Η Επιτροπή δεν έλαβε υπ’ όψιν την αντίθετη αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύσταση του προϊσταμένου, την οριακή έστω, υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα αλλά και την κατοχή από αυτή πρόσθετου προσόντος σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης.».  Η Επιτροπή σημειώνει ότι ως διορίζον όργανο πιστεύει ότι άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός του πλαισίου του Νόμου και της Νομολογίας και επ’ αυτού επικαλείται την απόφαση της μειοψηφίας, η οποία, αντιθέτως, κρίνει ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια νόμιμα και μέσα στα νομολογιακά αποδεκτά όρια, ως ορίζει η μέχρι τούδε ισχύουσα Νομολογία, παρά ταύτα σέβεται την απόφαση της Ολομέλειας της πλειοψηφίας …»

Επίσης, σχετικό με το ίδιο θέμα είναι και άλλο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το οποίο η καθ΄ης η αίτηση είχε αναφέρει και τα ακόλουθα:

«… Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση για επιλογή της Χριστοδούλου Ειρήνης, έλαβε υπόψη ότι αυτή έχει [*569]αξιολογηθεί στην ενώπιόν της προφορική εξέταση ως Πάρα πολύ καλή, είναι ίση σε αξία, υπερέχει σε αρχαιότητα και διαθέτει πρόσθετα προσόντα καθώς και τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή.  Η Επιτροπή παρατήρησε ότι στην ενώπιόν της προφορική εξέταση η επιλεγείσα αξιολογήθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο από την Αντωνίου Αρτέμιδα, η οποία αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, ωστόσο η Επιτροπή επανέλαβε τη θέση της ότι σέβεται την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή δόθηκε παράνομα βαρύνουσα σημασία στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, έστω και αν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία …»

Κατά την άποψή μας, το λεκτικό των πιο πάνω αποσπασμάτων από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καταδεικνύει ότι η θέση την οποία προβάλλει η αιτήτρια είναι εσφαλμένη.  Η θέση της αιτήτριας φαίνεται να συγχέει την αναγκαιότητα για σεβασμό προς το δεδικασμένο και την συνταγματικά θεσμοθετημένη επιταγή για συμμόρφωση προς τις δικαστικές αποφάσεις, με τη λειτουργία διοικητικού οργάνου κάτω από συνθήκες δέσμιας εξουσίας.  Αναμφίβολα η Ε.Δ.Υ., ως διοικητικό όργανο το οποίο ενεργούσε στο πλαίσιο επανεξέτασης ως αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε προηγούμενη της διοικητική πράξη, όφειλε να λάβει υπόψη της και να εφαρμόσει τόσο το δεδικασμένο που είχε δημιουργηθεί όσο και τα ευρήματα και υποδείξεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που συνιστούσαν και τους λόγους ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης. Ορθά, επομένως, η καθ’ ης η αίτηση αισθάνθηκε υποχρεωμένη όπως σεβαστεί και εφαρμόσει τη νομική προσέγγιση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας και εντελώς αδόκιμα πρόβαλε την απαράδεκτη πεποίθηση της περί της ορθότητας της δικής της άποψης επικαλούμενη την απόφαση της μειοψηφίας της Ολομέλειας επί ενός καθαρά νομικού θέματος.

Πέραν τούτου, αδυνατούμε να διακρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο προσέγγισης του δεδικασμένου από την καθ’ ης η αίτηση.

Αντίθετα, πέραν του ότι κρίνουμε πως ορθά η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε εφαρμόζοντας το δεδικασμένο, προσθέτουμε ότι το δεδικασμένο που είχε συντελεσθεί ως αποτέλεσμα της απόφασης στην προηγηθείσα προσφυγή, επενεργούσε ως εμπόδιο στην αναψηλάφηση κατά την επανεξέταση από την καθ’ ης η αίτηση όλων εκείνων των θεμάτων τα οποία είχαν κριθεί με τον ένα ή άλλο τρόπο [*570]από την Ολομέλεια. Αποτελεί δε το δεδικασμένο, νομολογιακά καθιερωμένο εμπόδιο στην προσπάθεια οποιουδήποτε των διαδίκων όπως εγείρει εκ νέου τέτοια θέματα σε επόμενη προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης που λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης.

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μίκης Ζαπίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1098 είχαν τονισθεί και τα ακόλουθα:

“Πολύ ορθά, κατά τη γνώμη μας, η Ε.Δ.Υ. θεώρησε πως ήταν δεσμευμένη από την απόφαση και ότι όφειλε να ακολουθήσει τις παρατηρήσεις, σχόλια και αιτιολογία του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή αφορούσε τους ενώπιον μας αιτητές και ενδιαφερόμενο πρόσωπο για την ίδια επίδικη θέση.

Η αρχή ότι τα Διοικητικά όργανα οφείλουν να ακολουθούν την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη προσφυγή στην οποία αφορά, είναι νομολογιακά θεμελιωμένη. Πρόσφατη πάνω στο ζήτημα αυτό είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαρής ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 147 στην οποία γίνεται συζήτηση του θέματος με πλήρη αναφορά στη νομολογία. Παραθέτουμε σε μετάφραση ένα ουσιώδες απόσπασμα:

“Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων στην αναθεωρητική τους δικαιοδοσία, είναι δεσμευτικές επί όλων των οργάνων και αρχών της Δημοκρατίας (δες Άρθρο 146.5 του Συντάγματος) και όλα τα εκτελεστικά ευρήματα του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικά για τη διοίκηση η οποία δεν είναι πλέον ελεύθερη να έχει αντίθετη άποψη από τα αποδεδειγμένα γεγονότα στην απόφαση.” ..................”

Είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που θεωρούμε ότι κάποια από τα θέματα τα οποία έχει προβάλει η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή και τα οποία συζητήθηκαν στις αγορεύσεις των εμπλεκομένων μερών, καλύπτονται από το δεδικασμένο το οποίο καθηκόντως όφειλε να εφαρμόσει η καθ΄ης η αίτηση και το οποίο δεν επιτρέπει την εκ νέου δικαστική διερεύνηση στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.

Τέτοια θέματα είναι:

1.  Το στοιχείο της αρχαιότητας το οποίο, αν και εγείρεται στην [*571]παρούσα προσφυγή από την αιτήτρια, δεν προωθείται σε σχέση με αυτό οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης.

2.  Το θέμα της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος του μεταπτυχιακού προσόντος και της αποδιδόμενης σ’ αυτό σημασίας και/ή βαρύτητας.

3.  Το θέμα της τελικής αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εξαιρουμένου του θέματος της κατ’ ισχυρισμό πεπλανημένης αντίληψης της Επιτροπής ως προς την αρχαιότητα των υποψηφίων στη θέση Πρωτοκολλητή Α´, θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε.

4.  Το θέμα της σύστασης την οποία είχε δώσει ο προϊστάμενος – Αρχιπρωτοκολλητής, υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

5.  Το θέμα της αξιολόγησης των υποψηφίων από την ίδια την καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. κατά την ενώπιόν της διενεργηθείσα προφορική εξέταση.

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία, τα οποία εγείρονται από την αιτήτρια στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, είχαν τύχει στοχευμένης πραγμάτευσης από την Ολομέλεια στην προαναφερθείσα απόφασή της στην προηγούμενη προσφυγή. Συνιστούν, επομένως, δεδικασμένο και η καθ΄ης η αίτηση ορθά δεν μπορούσε να αποστεί από τον τρόπο που αυτά έτυχαν χειρισμού από το Δικαστήριο και σίγουρα δεν μπορούν να επανεγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων σε σχέση με την επανεξέταση που ακολούθησε.

Τα μόνα δύο θέματα τα οποία μπορούν και πρέπει να απασχολήσουν τώρα, ως μη καλυπτόμενα από το δεδικασμένο, είναι τα ακόλουθα:

α. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για πεπλανημένη αντίληψη της καθ΄ης η αίτηση αναφορικά με τη χρονική έκταση της υπεροχής της αιτήτριας ως προς την άσκηση της δικηγορίας.

β. Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για πεπλανημένη αντίληψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρωτοκολλητή Α΄.

Ως προς το πρώτο από τα ανωτέρω δύο θέματα, τόσο η καθ’ ης η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλουν ότι αυτό δεν [*572]μπορούσε να εγερθεί και συζητηθεί στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, επειδή δεν είχε εγερθεί κατά την προηγούμενη δικαστική διαδικασία αναφορικά με την πλήρωση της ίδιας θέσης και, συνακόλουθα, δεν είχε απασχολήσει στην ακυρωτική απόφαση ή την ακολουθήσασα διαδικασία, παρόλον ότι είχε προηγηθεί των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η προηγούμενη απόφαση. (Ρένος Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38).

Δεν συμμεριζόμαστε αυτή την εισήγηση. Παρόλον ότι πράγματι το θέμα τούτο, όπως επίσης και το δεύτερο από τα ανωτέρω θέματα, δεν είχαν εγερθεί και απασχολήσει στην προηγούμενη διαδικασία, εν τούτοις, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, κατ’ αρχάς, ότι προφανώς δεν θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί, αφού δεν είχαν ειδικά αναδειχθεί στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης της Ε.Δ.Υ. Αφετέρου, οι ρόλοι των διαδίκων στην προηγηθείσα διαδικασία ήσαν αντίστροφοι. Η εδώ αιτήτρια συμμετέσχε στην προηγούμενη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, οπότε δεν αναμενόταν να εγείρει η ίδια θέματα που σχετίζονταν με οποιεσδήποτε πεπλανημένες αντιλήψεις της καθ’ ης η αίτηση, οι οποίες είχαν ενδεχόμενα εμφιλοχωρήσει στη διαδικασία που απέληξε με το διορισμό της ίδιας στην επίδικη θέση.

Ως προς την ουσία του πρώτου τούτου θέματος, παρατηρούμε τα εξής:

Η άσκηση καθηκόντων νομικής φύσεως και/ή δικηγορίας είναι απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόν,  βάσει της παραγράφου 1(α), πλην όμως δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε στην περίπτωση της υποψηφιότητας της αιτήτριας, ούτε και του ενδιαφερόμενου μέρους ως προσόν, αφού και για τις δύο εφαρμόστηκε το προσόν που προνοείτο στην παράγραφο 1(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που ήταν η 10ετής πείρα τους στη λειτουργία των Πρωτοκολλητείων. Όμως, όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, η ίδια υπερτερεί του ενδιαφερόμενου μέρους στη χρονική έκταση του προσόντος που προνοείται στην παράγραφο 1(α), όχι κατά 18 μόνο μήνες, όπως υπολόγισε η καθ’ ης η αίτηση, αλλά κατά 36,5 μήνες, όπως εξάγεται από το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων. Συνακόλουθα, υποστηρίζει η αιτήτρια αυτή, η διαφορά στην άσκηση καθηκόντων νομικής φύσεως και/ή δικηγορίας, που όμως δεν λήφθηκε υπόψη, επαυξάνει την αξία της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους ακόμα περισσότερο.

Σε σχέση με αυτή τη θέση της αιτήτριας, σημειώνεται ότι η καθ’ ης η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφασή της ανέφερε ότι η υπε[*573]ροχή της αιτήτριας κατά ενάμιση χρόνο στην άσκηση καθηκόντων νομικής φύσεως και/ή δικηγορίας, είναι στοιχείο που “προσμετρά και επαυξάνει την αξία της” σύμφωνα, μεταξύ άλλων, και με την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Κόκκινου (2005) 3 Α.Α.Δ. 199.

Τεκμηριώνοντας αυτή της τη θέση η αιτήτρια εντοπίζει κάποια διαφορά στις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της περιόδου άσκησης της δικηγορίας από το ενδιαφερόμενο μέρος μεταξύ των στοιχείων τα οποία το ίδιο το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αναγράψει στις δύο αιτήσεις για διορισμό ή προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία. Συγκεκριμένα, στην πρώτη αίτηση η οποία είχε ληφθεί από την Ε.Δ.Υ. στις 14.3.1987 για διορισμό στη θέση Βοηθού Πρωτοκολλητή (Ερυθρό 6 στον Προσωπικό Φάκελο του ενδιαφερόμενου μέρους) είχε δηλώσει ως περίοδο άσκησης δικηγορίας από “12/84 – 1/87”, ενώ στην αίτηση 24.2.2005 για προαγωγή στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή (Ερυθρό 79) είχε δηλώσει “1/85 – 11/88”.

Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, η μεταξύ της ίδιας και του ενδιαφερόμενου μέρους διαφορά η οποία θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη, είναι αυτή που προκύπτει από την αίτηση – Ερυθρό 6, την οποία συμπλήρωσε σε ανύποπτο χρόνο το ενδιαφερόμενο μέρος, διαφορά η οποία ανέρχεται σε 36.5 μήνες και όχι 18 μήνες όπως υπολόγισε η Ε.Δ.Υ.

Διαφωνούμε με τη θέση αυτή της αιτήτριας η οποία, μεταξύ άλλων, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η πρώτη αίτηση (Ερυθρό 6) που είχε υποβάλει το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε παρά να καλύπτει τα γεγονότα μέχρι και την 14.3.1987 που υποβλήθηκε η αίτηση. Εξετάζοντας τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν της για πλήρωση της θέσης Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, η καθ΄ης η αίτηση Ε.Δ.Υ. καθηκόντως έλαβε υπόψη της τα τεθέντα ενώπιόν της πιο πρόσφατα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η λήξη της περιόδου άσκησης της δικηγορίας από το ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιαζόταν να επήλθε κατά το Νοέμβριο 1988 αφού από την 1.12.1988 το ενδιαφερόμενο μέρος είχε διοριστεί στη θέση Βοηθού Πρωτοκολλητή.

Εν πάση όμως περιπτώσει, θα προσθέταμε πως, ακόμα και αν η υπεροχή της αιτήτριας στο στοιχείο της άσκησης της δικηγορίας ήταν όντως μεγαλύτερη από τη ληφθείσα υπόψη, αυτό δεν φαίνεται ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει την προσδοκία ότι θα προσέδιδε στην αιτήτρια επαύξηση αξίας στο βαθμό που να ανέτρεπε την κατάσταση πραγμάτων όπως αυτή διακριβώθηκε και από την [*574]Ολομέλεια, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε όλα τα άλλα στοιχεία, πλην της οριακής διαφοράς απόδοσης κατά την προφορική εξέταση.

Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Το δεύτερο παράπονο το οποίο υποβάλλει η αιτήτρια αναφέρεται στην κατ’ ισχυρισμό πεπλανημένη αντίληψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρωτοκολλητή Α΄.

Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, η τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει, επειδή στον κατάλογο που είχε ενώπιόν της με τα στοιχεία των υποψηφίων, εσφαλμένα αναγραφόταν ότι η ημερομηνία προαγωγής της αιτήτριας στη θέση Πρωτοκολλητή Α΄ ήταν η 15.2.2002, ενώ η ορθή ημερομηνία ήταν η 15.2.2000, όπως ήταν και του ενδιαφερόμενου μέρους. Θεωρήθηκε, δηλαδή, πεπλανημένα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν αρχαιότερο κατά δύο χρόνια της αιτήτριας στη θέση Πρωτοκολλητή Α΄.

Σε σχέση με αυτό τον ισχυρισμό της αιτήτριας, διαπιστώνεται, κατ’ αρχήν, ότι πράγματι στον κατάλογο με τα στοιχεία των υποψηφίων φαίνεται να αναγράφεται η ημερομηνία 15.2.2002 για την αιτήτρια, αντί του ορθού 15.2.2000.

Όμως, τίποτε δεν αποκαλύπτεται σύμφωνα με το οποίο η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε στη βάση και έλαβε υπόψη την εσφαλμένη ημερομηνία που αναγράφηκε στον κατάλογο.

Αντίθετα, καταδεικνύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή, σε πρώτο στάδιο, όσο και η καθ΄ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., αργότερα, έλαβαν υπόψη τους την ορθή ημερομηνία διορισμού των υποψηφίων στην προηγούμενη θέση. Έτσι, όπως αναγράφεται στα πρακτικά συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 7.6.2005 σε σχέση με την αιτήτρια:

“Κατέχει θέση Πρωτοκολλητή Α΄ στην οποία προήχθη στις 15.2.2000. Στη προηγούμενη θέση Πρωτοκολλητή διορίστηκε στις 15.11.1989.”

Περαιτέρω, στην ίδια την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία υποβλήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 5.10.2003, στις διαπιστώσεις που καταγράφηκαν για κάθε υποψήφιο, αναφέρθηκε ως προς την αιτήτρια ότι:

[*575]“Κατέχει θέση Πρωτοκολλητή Α΄ στην οποία προήχθηκε στις 15.2.2000.”

Τελικά δε, στις διαπιστώσεις στις οποίες είχε προβεί η ίδια η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., και ασφαλώς αυτό είναι που έχει σημασία, ρητά διαφαίνεται ότι είναι την ορθή χρονική έκταση αρχαιότητας που έλαβε υπόψη σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος και την αιτήτρια αφού, όπως ανέφερε στην προσβαλλόμενη απόφασή της:

“Σ’ ότι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Χριστοδούλου υπερέχει της Αντωνίου σε αρχαιότητα κατά 11 περίπου μήνες στην προηγούμενη τους θέση, που είναι η θέση πρώτου διορισμού τους, στοιχείο που η Επιτροπή θεωρεί οριακής σημασίας.”

Επιβεβαιώνεται, επομένως, από την ανωτέρω περικοπή ότι ορθά η καθ΄ης η αίτηση την μόνη αρχαιότητα που έλαβε υπόψη ήταν αυτή στην προηγούμενη θέση, δηλαδή του Πρωτοκολλητή, στην οποία το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε κατά 11 περίπου μήνες και όχι οποιαδήποτε αρχαιότητα η οποία εσφαλμένα μπορούσε να εξαχθεί από τον προαναφερθέντα κατάλογο, αναφορικά με την ημερομηνία προαγωγής των υποψηφίων στην κατεχόμενη από αυτές κατά τον ουσιώδη χρόνο θέση Πρωτοκολλητή Α΄.

Επομένως, κανένας από τους εξετασθέντες λόγους ακύρωσης δεν επιτυγχάνει, ενώ οι άλλοι λόγοι, όπως έχει προαναφερθεί, καλύπτονται από το δεδικασμένο στην προηγηθείσα διαδικασία.

Αναπόφευκτα, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο