Νικόλας Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 583

(2011) 3 ΑΑΔ 583

[*583]18 Ιουλίου, 2011

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

2) ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων- Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 102/2008)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων ακυρώσεως, που άπτονται της δημοσίας τάξεως ― Προϋποθέσεις για να προχωρήσει ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Η απαίτηση όπως η πλάνη είναι ουσιώδης ― Κρίθηκε ότι δεν πληρείται στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Προσφορές ― Όροι ― Αρχές που ισχύουν επί της ερμηνείας τους ― Η στενή επιβαλλόμενη ερμηνεία του κρίσιμου όρου ήταν καταλυτική για την υπόθεση του εφεσείοντα στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφορές ― Όροι ― Πότε ένας όρος κρίνεται ουσιώδης ― Η κατάληξη ως προς το ουσιώδες όρου, ανήκει στο Αναθεωρητικό Δικαστήριο ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ουσιώδης ο επίδικος όρος στην εξετασθείσα υπόθεση.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά του αποκλεισμού του από τον επίδικο διαγωνισμό για παροχή υπηρεσιών Επιθεωρητών Πτητικών Επιχειρήσεων.

[*584]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το διοικητικό δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζητήματα που δεν εγείρονται στο δικόγραφο, αν κρίνει ότι αυτά είναι δημόσιας τάξης.  Η ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει ένα θέμα αυτεπαγγέλτως, προϋποθέτει ότι όλα τα σχετικά στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου.

     Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, η εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης αυτεπαγγέλτως, ήταν αδύνατη, αφού ο Εφεσείων απέτυχε να εφοδιάσει στην πορεία το Δικαστήριο με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα του επέτρεπαν να εξετάσει το λόγο ακύρωσης στη βάση στην οποία τον είχε θέσει ο Εφεσείων.

2.  Σύμφωνα με τη νομολογία και το Άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), αν η διαπιστωθείσα πλάνη έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, θεωρείται ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη.

     Δεν υπάρχει εν προκειμένω αμφισβήτηση για τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι υπήρξε πλάνη ως προς την ισχύ της άδειας του Εφεσείοντος. Όμως, η κατάληξή του ότι η διαπιστωθείσα πλάνη περί τα πράγματα δεν επηρέασε «ουσιωδώς» την επίδικη απόφαση, είναι ορθή. Όπως είναι διατυπωμένη η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία έγινε δεχτή από το Συμβούλιο Προσφορών, ο κύριος λόγος που θεωρήθηκε ότι ο Εφεσείων δεν πληρούσε τα προσόντα ήταν ότι «δεν είχε πτητική εμπειρία ως Κυβερνήτης». Το ότι η άδεια χειριστή αεροσκαφών (ATPL), η ειδικότητα της οποίας θεωρήθηκε πεπλανημένα ότι είχε λήξει στις 30.5.2003, δεν επέδρασε στην κρίση του οργάνου, αφού ο Εφεσείων είχε ήδη θεωρηθεί ότι δεν πληρούσε τον όρο 2.1(β) και όχι οποιοδήποτε άλλο όρο.

3.  Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι όροι μιας προσφοράς, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά χωρίς να επιτρέπονται παρεκκλίσεις, ώστε όλοι οι προσφοροδότες να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο σχετικός όρος ήταν σαφής. Απαιτείτο «αποδεδειγμένη πτητική εμπειρία τουλάχιστον 5000 ωρών ως Κυβερνήτης….», την οποία είναι παραδεχτό ότι ο Εφεσείων δεν είχε.  Στην ουσία εκείνο που επιχειρεί ο Εφεσείων, είναι να ερμηνευθούν οι όροι όχι με αντικειμενικό και εύλογο τρό[*585]πο, αλλά με τρόπο ώστε να ταυτίζονται με τα προσόντα που ο ίδιος κατέχει.  Αν κατά τον καταρτισμό των όρων του διαγωνισμού υπήρχε πρόθεση να συμπεριληφθούν και πτητικές ώρες άλλες από αυτές του κυβερνήτη, ο συγκεκριμένος όρος θα ήταν διατυπωμένος διαφορετικά. Τυχόν ερμηνεία του όρου 2.1(β), όπως εισηγείται ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, θα σήμαινε ουσιαστικά παρέκκλιση από τον σχετικό όρο της προσφοράς και θα ήταν άδικο για τους υπόλοιπους προσφοροδότες και άλλα πρόσωπα που τυχόν θα ενδιαφέρονταν να λάβουν μέρος στο διαγωνισμό.

4.  Δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα ότι ο σχετικός όρος δεν μπορεί να είναι ουσιώδης.  Λόγω της φύσης και της σοβαρότητας των εποπτικών καθηκόντων της θέσης, ο όρος θα πρέπει να ερμηνευθεί αυστηρά και αντικειμενικά και ανεξάρτητα αν ήταν εύλογος ή όχι, αφού ο καθορισμός των όρων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, η οποία είναι γνώστης των αναγκών της θέσης.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το κριτήριο για το αν ένας όρος είναι ουσιώδης ή όχι, είναι η σημασία που ενέχει η τήρηση του για την απόφαση για κατακύρωση της προσφοράς. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και η κρίση ανήκει στο δικαστή.

     Ο επίδικος όρος ήταν όντως αποφασιστικής σημασίας για τη λήψη της απόφασης για κατακύρωση της προσφοράς. Ο συγκεκριμένος όρος, ο οποίος αφορούσε στις ώρες πτητικής εμπειρίας ως Κυβερνήτης σε συγκεκριμένα αεροσκάφη, δεν μπορεί παρά να είναι αποφασιστικότατης σημασίας για τα προσόντα του κάθε προσφοροδότη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,

Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130,

Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,

Βουνιώτης & Υιοί ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 2355,

Tamassos Tobacco Supplies and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60.

[*586]Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1343/06), ημερ. 28/5/08.

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Χατζηχάννα (κα), για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, προκήρυξε διαγωνισμό για την παροχή υπηρεσιών τριών Επιθεωρητών Πτητικών Επιχειρήσεων, κατόχων πτυχίου/άδειας επαγγελματία χειριστή αεροσκαφών εναερίων γραμμών (ATPL).  Ένας από τους όρους του διαγωνισμού (όρος 2.1(β)), προέβλεπε ότι ο υποψήφιος θα έπρεπε να έχει «αποδεδειγμένη πείρα τουλάχιστον 5000 ωρών ως Κυβερνήτης (Pilot in Command) σε αεροσκάφη άνω των 5700 kgs».

Μεταξύ των προσφοροδοτών ήταν και ο Εφεσείων.  Οι προσφορές εξετάστηκαν από τριμελή Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν πληρούσε τους αναγκαίους όρους, εφόσον δεν είχε την απαιτούμενη πτητική εμπειρία ως κυβερνήτης.  Γι’ αυτό και προέβη σε εισήγηση στο Συμβούλιο Προσφορών, όπως η προσφορά κατακυρωθεί σε τρεις άλλους προσφοροδότες. 

Το Συμβούλιο Προσφορών ζήτησε από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας την ετοιμασία συμπληρωματικής έκθεσης στην οποία να περιέχεται συγκεντρωτικός-συγκριτικός πίνακας, που να περιλαμβάνει  τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε προσφοροδότης ικανοποιούσε ή όχι το κάθε απαιτούμενο προσόν.  Στη σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε, επεξηγείτο ότι ο Εφεσείων δεν πληρούσε τους αναγκαίους όρους.  Η σχετική αναφορά στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει ως εξής:-

«Είναι 55 ετών και εργάστηκε στις Κυπριακές Αερογραμμές και σε άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες από το 1979 μέχρι το 2001.  Δεν έχει πτητική εμπειρία ως κυβερνήτης.  Είναι κάτοχος άδειας χειριστή αεροσκαφών εναέριων γραμμών (ATPL) που εκδό[*587]θηκε από την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, η ειδικότητα της οποίας έχει λήξει στις 30.5.2003.».

Τελικά το Συμβούλιο Προσφορών αποφάσισε την κατακύρωση της προσφοράς σε έναν από τους προσφοροδότες, καθότι οι υπόλοιποι δεν πληρούσαν τα προσόντα.  Σε ό,τι αφορά τον Εφεσείοντα, το Συμβούλιο όπως προκύπτει από τα πρακτικά του ημερ. 8.5.2006, δέχθηκε την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι δεν πληρούσε τα προσόντα.  Ο Εφεσείων, αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, την οποία και προσέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Ο αδελφός δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή πρωτοδίκως, έκρινε όλους τους λόγους ακύρωσης αβάσιμους και απέρριψε την προσφυγή με έξοδα εις βάρος του.

Με την παρούσα έφεση, ο Εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Μη δικογράφηση νομικού σημείου αναφορικά με τη σύνθεση - Λόγοι έφεσης 1 και 2

Ενώπιον του αδελφού μας δικαστή, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος πρόβαλε στη γραπτή αγόρευσή του ως λόγο ακύρωσης, ότι έπασχε η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης.  Εισηγήθηκε ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 10 των περί των Συναφών Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Κανονισμών του 2004 (ΚΔΠ 71/04), εφόσον τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν κατείχαν την τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση επί του εξεταζόμενου θέματος.  Μετά από σχετική ένσταση των Εφεσιβλήτων, ο αδελφός δικαστής έκρινε ότι η εισήγηση που υποβαλλόταν με την αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντος ως λόγος ακύρωσης, δεν μπορούσε να εξεταστεί, καθότι παραβίαζε τον Κανονισμό 7 των σχετικών Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, ο οποίος προβλέπει ότι ο κάθε διάδικος οφείλει με τα δικόγραφά του να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται και να τα αιτιολογεί πλήρως.  Έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση η γενική αναφορά στους λόγους ακύρωσης σε πάσχουσα διαδικασία ή παράνομη λειτουργία οργάνων, χωρίς συγκεκριμενοποίηση, δεν αρκεί, με αποτέλεσμα να μην εξετάσει το νομικό σημείο.

Με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ο Εφεσείων θεωρεί εσφαλμένη την πιο πάνω πρωτόδικη κρίση.  Όπως ανέφερε η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Εφεσείοντα, το θέμα της συγκρότησης ή σύνθεσης αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης και ως τέτοιο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το ίδιο το Δικαστήριο και επομένως δεν ήταν απαραίτητο να δικογραφηθεί με τον αυστηρό τρόπο που προ[*588]βλέπει ο διαδικαστικός κανονισμός.  Επί της ουσίας του νομικού σημείου, πρόβαλε ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα προτού επιλεγούν τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να διοριστούν μη καταρτισμένα άτομα.

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, το διοικητικό δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζητήματα που δεν εγείρονται στο δικόγραφο, αν κρίνει ότι αυτά είναι δημόσιας τάξης.  Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314:-

«Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση: βλ. ενδεικτικά τη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255. Δεν έχει πάντως αποκλειστεί η επέκταση: βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.»

Στην ίδια υπόθεση επισημάνθηκε από την πλειοψηφία, με αναφορά στην Ελληνική νομολογία, ότι «η κακή σύνθεση άγει εις αναρμοδιότητα του οργάνου» και μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως.  Όμως, τόσο στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, ανωτέρω, όσο και σε άλλες υποθέσεις, έχει τονιστεί ότι η ευχέρεια του Δικαστηρίου να εξετάσει ένα θέμα αυτεπαγγέλτως, προϋποθέτει ότι όλα τα σχετικά στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130, προσδιορίστηκε η δυνατότητα του Δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη εξέταση και τονίστηκε η αναγκαιότητα ύπαρξης στοιχείων:-

«Στη Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, η πλειοψηφία της Ολομέλειας επιβεβαίωσε ότι η σύνθεση οργάνου αφορά στην αρμοδιότητα η οποία αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης και μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, νοουμένου πάντοτε ότι τα αναγκαία στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να αναζητηθούν. Την εν λόγω απόφαση ακολούθησε και η Πλήρης Ολομέλεια στις υποθέσεις Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134.»

[*589]Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, η εξέταση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης αυτεπαγγέλτως, ήταν αδύνατη, αφού ο Εφεσείων απέτυχε να εφοδιάσει στην πορεία το Δικαστήριο με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα του επέτρεπαν να εξετάσει το λόγο ακύρωσης στη βάση στην οποία τον είχε θέσει ο Εφεσείων. Στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, ανωτέρω, την οποία επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσείοντα για να υποστηρίξει τις θέσεις της, το δικαστήριο έκρινε ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση του ζητήματος ήταν εφικτή, χωρίς να χρειάζεται οτιδήποτε περαιτέρω, αφού όλα τα αναγκαία στοιχεία ήταν ήδη ενώπιον του, κάτι που δεν ισχύει εδώ.

Πλάνη ως προς τα προσόντα – Λόγος έφεσης 3

Σύμφωνα με τον όρο 2.1 του διαγωνισμού, οι υποψήφιοι θα έπρεπε να κατέχουν, μεταξύ άλλων:-

«(α) Εν ισχύ Πτυχίο/Άδεια Χειριστή Αεροσκαφών Εναέριων Γραμμών (Αirline Transport Pilots Licence – ATPL), από χώρα πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

Η Επιτροπή Αξιολόγησης στην έκθεσή της, αναφέρει ότι ο Εφεσείων είναι κάτοχος άδειας χειριστή αεροσκαφών εναέριων γραμμών (ATPL) που εκδόθηκε από την Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας του Ηνωμένου Βασιλείου, «η ειδικότητα» (rating) της οποίας έχει λήξει στις 30.5.2003.

Πρωτοδίκως ο Εφεσείων πρόβαλε ότι η πιο πάνω διαπίστωση της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία έγινε δεχτή από το Συμβούλιο Προσφορών, είναι πεπλανημένη, αφού ο όρος 2.1(α) των όρων της Προσφοράς, απαιτούσε μόνο «εν ισχύ Πτυχίο/Άδεια Χειριστή …. Ευρωπαϊκής Ένωσης» και πουθενά δεν απαιτείται όπως οι υποψήφιοι έχουν σε ισχύ «ειδικότητα».

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ενώ υπήρχε πλάνη, αυτή δεν ήταν ουσιώδης.  Συγκεκριμένα ανέφερε ότι:-

«Ο λόγος αυτός ευσταθεί αν και, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, η πλάνη αυτή δεν είναι ουσιώδης.  Δεν προκύπτει από τα πρακτικά αν έγινε οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με την ισχύ της άδειας του αιτητή. Όπως προκύπτει από το τεκμήριο Χ στην αγόρευση του αιτητή, η άδειά του ήταν σε ισχύ μέχρι τις 5.5.2010, η ειδικότητα της οποίας έληξε στις 30.5.2003.  Όπως [*590]αναφέρω στην απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ. 1339/2006, “Οι λόγοι που οδήγησαν στην αναβολή της εξέτασης των προσφορών από τους καθ’ ων η αίτηση, στις 27.3.2006, για την υποβολή συμπληρωματικής έκθεσης αξιολόγησης δεν διευκρινίζονται.  Είναι άγνωστο γιατί οι καθ’ ων η αίτηση, αν και είχαν ενώπιόν τους το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής Αξιολόγησης, ζήτησαν την υποβολή συμπληρωματικής έκθεσης αξιολόγησης.  Παρόλο δε που θα μπορούσαν να ζητηθούν περαιτέρω διευκρινίσεις από τρία μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης που ήταν παρόντα στη συνεδρία, εν τούτοις, δεν φαίνεται να ζητήθηκε από αυτούς η παροχή οποιωνδήποτε διευκρινίσεων.  Το Συμβούλιο Προσφορών, χωρίς καμιά εξήγηση, έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν κάτοχος της εν λόγω άδειας και, επομένως, η προσφορά του δεν πληρούσε τους αναγκαίους όρους.  Δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι εξέτασε τα στοιχεία που έθεσε ενώπιόν του η Επιτροπή Αξιολόγησης αναφορικά με την ερμηνεία των όρων σε σχέση με τα προσόντα των προσφοροδοτών και, ειδικότερα, σε σχέση με την ισχύ της άδειας ATPL.”  Επομένως, με δεδομένη την έλλειψη δέουσας έρευνας, οι καθ’ ων η αίτηση τελούσαν τουλάχιστον υπό ενδεχόμενη πραγματική πλάνη ότι η άδεια ATPL του αιτητή δεν ήταν σε ισχύ, εφόσον η ειδικότητά της είχε λήξει.  Όμως, στην παρούσα περίπτωση του αιτητή, η πραγματική ή ενδεχόμενη αυτή πραγματική πλάνη δεν επηρέασε «ουσιωδώς» την επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την προσφορά του αιτητή για άλλο λόγο.  Συγκεκριμένα, επειδή έκριναν ότι αυτός δεν κατείχε την απαιτούμενη πτητική εμπειρία ως κυβερνήτης.  Αυτό το δέχεται και ο αιτητής στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου του όπου αναφέρει “…(β) κατά την τελική εισήγηση της η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν επικαλέστηκε τούτο για να αποκλείσει τον αιτητή αλλά περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι «Δεν έχει πτητική εμπειρία ως Κυβερνήτης αεροσκάφους» (σελ. 12).”»   

Ο Εφεσείων προβάλλει ότι ο αδελφός δικαστής, πρωτοδίκως, ενώ έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι τελούσαν υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης αναφορικά με τα προσόντα του και ότι δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με την ισχύ της άδειάς του, εντούτοις έκρινε εσφαλμένα ότι η πλάνη δεν επηρέασε ουσιωδώς την επίδικη απόφαση κατ’ αντίθεση με την υπόθεση 1339/06, στην οποία έκαμε αναφορά ο αδελφός δικαστής.

Όπως εξήγησε η δικηγόρος του Εφεσείοντος, δεν ήταν αναγκαίο για το δικαστήριο να αποφασίσει πρωτογενώς κατά πόσον η πλάνη επηρέασε ουσιωδώς, καθότι κάτι τέτοιο θα ήταν εικασία.  [*591]Αρκεί, πρόσθεσε, η πιθανολόγηση πλάνης.  Ήταν το αρμόδιο όργανο που όφειλε να εξετάσει την προσφορά του Εφεσείοντος χωρίς πλάνη και όχι το δικαστήριο πρωτογενώς, υποκαθιστώντας έτσι την κρίση της διοίκησης.  Η διαπίστωση και μόνο της πλάνης, θα έπρεπε να θεωρηθεί αρκετή για να οδηγήσει στην ακύρωση της επίδικης απόφασης, όπως ακριβώς έγινε στην προσφυγή 1339/06, στην οποία ακυρώθηκε ο επίδικος διαγωνισμός για τον ίδιο λόγο.

Σύμφωνα με τη νομολογία και το Άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99), αν η διαπιστωθείσα πλάνη έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, θεωρείται ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη.  Στην Παπαϊωάννου κ.ά. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, εξηγήθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., ότι:-

«Όπως σημειώνεται από τον Γ. Παπαχατζή - Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου, 6η έκδοση, σελ. 650, η πλάνη περί τα πράγματα αποτελεί παρανομία που εμφιλοχωρεί στη σειρά των συλλογισμών ή στον “ειρμό των σκέψεων” της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή. Επίσης, σύμφωνα με τον Μιχ. Δ. Στασινόπουλο στο Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων Ανατ. 1982 σελ. 298, αυτή η πλάνη “έχει ως αποτέλεσμα ότι αποσύρει την νόμιμην βάσιν της πράξεως και καταλείπει ταύτην άνευ ερείσματος, ήτοι παράνομον”. Βλ. επίσης Ε. Σπηλιωτόπουλος - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 476 - 477.

Επέρχεται όμως αυτό το αποτέλεσμα μόνο αν η πλάνη ήταν ουσιώδης. Στο έργο της αποτίμησης της σημασίας της πλάνης το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το διοικητικό όργανο θα αποφάσιζε έτσι ή διαφορετικά αν είχε ενώπιον του την πραγματική και όχι τη λανθασμένη εικόνα των πραγμάτων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, πέρα από το ότι θα ήταν εντελώς υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης από το Δικαστήριο ως προς το ποιος μεταξύ των υποψηφίων ήταν ή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ο καταλληλότερος για προαγωγή, που δεν είναι έργο δικό του.

Το ορθό κριτήριο είναι άλλο και είναι εντελώς σταθερό. Τίθεται θέμα τέτοιας παρανομίας όταν η πλάνη επηρέασε την απόφαση του οργάνου. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) σελ. 300 και Republic v. Argyrides (1987) 3 C.L.R. 1092, Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136, αναφορικά με το ανάλογο θέμα του πότε η διαπίστωση παρατυπίας οδηγεί σε ακύρωση της [*592]απόφασης).”»

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Δεν υπάρχει αμφισβήτηση για τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε πλάνη ως προς την ισχύ της άδειας του Εφεσείοντος.  Όμως, κατά την άποψή μας, η κατάληξη του αδελφού δικαστή ότι η διαπιστωθείσα πλάνη περί τα πράγματα δεν επηρέασε «ουσιωδώς» την επίδικη απόφαση, είναι ορθή.  Όπως είναι διατυπωμένη η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης, η οποία έγινε δεχτή από το Συμβούλιο Προσφορών, ο κύριος λόγος που θεωρήθηκε ότι ο Εφεσείων δεν πληρούσε τα προσόντα ήταν ότι «δεν είχε πτητική εμπειρία ως Κυβερνήτης».  Το ότι η άδεια χειριστή αεροσκαφών (ATPL), η ειδικότητα της οποίας θεωρήθηκε πεπλανημένα ότι είχε λήξει στις 30.5.2003, κατά την άποψή μας δεν επέδρασε στην κρίση του οργάνου, αφού ο Εφεσείων είχε ήδη θεωρηθεί ότι δεν πληρούσε τον όρο 2.1(β) και όχι οποιοδήποτε άλλο όρο.

Κατά πόσον ο Εφεσείων πληρούσε τον όρο 2.1(β) - Λόγοι έφεσης 4 και 5

Ο όρος 2.1(β) των όρων του διαγωνισμού, προέβλεπε ότι οι προσφοροδότες για να έχουν δικαίωμα υποβολής προσφορών θα πρέπει να κατέχουν μεταξύ άλλων:-

«(β) Αποδεδειγμένη πτητική εμπειρία τουλάχιστον 5.000 ωρών ως Κυβερνήτης (Pilot in Command) σε αεροσκάφη αερογραμμών άνω των 5.700 kgs.»*

Πρωτοδίκως ο Εφεσείων πρόβαλε ότι οι Εφεσίβλητοι εσφαλμένα απέρριψαν την προσφορά του, θεωρώντας ότι δεν πληρούσε τον όρο 2.1.(β).  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει επί του θέματος ότι:-

«…. παρόλο που ο αιτητής δεν αμφισβητεί ότι δεν έχει την απαιτούμενη πτητική εμπειρία ως Κυβερνήτης, εν τούτοις, ισχυρίζεται ότι έπρεπε, σύμφωνα με τον CAP 54 (Κανονισμό), οι PIU/S ώρες του να θεωρηθούν ως πτητικές ώρες του ως Κυβερνήτη.  Περαιτέρω δε, ότι εργάστηκε σε πολλές αεροπορικές εταιρείες, είτε ως Συγκυβερνήτης (co-pilot), είτε ως Co-Pilot performing the duties of a pilot in command under the supervi[*593]sion of the Pilot in command (PIU/S), και άλλοτε ως Πρώτος Λειτουργός σε αεροσκάφη αερογραμμών άνω των 5,700 kgs, οι δε ώρες πτήσεών του ανέρχονταν περίπου σε 7,500.»

Ο αδελφός δικαστής έκρινε ότι δεν ευσταθούσε ο λόγος ακύρωσης, εφόσον το γεγονός ότι ο Εφεσείων δεν εργάστηκε ως Κυβερνήτης, δεν ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι πληρούσε τον σχετικό όρο.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι «οι λόγοι για τους οποίους δεν εργάστηκε ως Κυβερνήτης όπως και το γεγονός ότι είχε τα προσόντα για να εργαστεί ως Κυβερνήτης, δεν διαφοροποιούν την πραγματικότητα ότι δεν είχε την απαιτούμενη πτητική εμπειρία ως Κυβερνήτης.» (σελ. 7 απόφασης).

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι σύμφωνα με τον «CAP 54 (Κανονισμό) οι PIU/S ώρες του έπρεπε να θεωρηθούν ως πτητικές ώρες του ως Κυβερνήτη.».  Ο δικηγόρος του Εφεσείοντος στο περίγραμμα αγόρευσής του, δέχεται ότι μπορεί ο Εφεσείων να μην εργάστηκε ως Κυβερνήτης (Pilot in Command), όχι όμως γιατί δεν είχε τα προσόντα, αλλά γιατί η ανάθεση σε ένα πιλότο καθηκόντων Κυβερνήτη δεν εξαρτάται από τον ίδιο, αλλά από τον εργοδότη του.

Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντος, αλλά δεν συμφωνούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη νομολογία, οι όροι μιας προσφοράς, πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά χωρίς να επιτρέπονται παρεκκλίσεις, ώστε όλοι οι προσφοροδότες να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης (βλ. Βουνιώτης & Υιοί ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 2355).  Στην προκειμένη περίπτωση, ο σχετικός όρος ήταν σαφής.  Απαιτείτο «αποδεδειγμένη πτητική εμπειρία τουλάχιστον 5000 ωρών ως Κυβερνήτης….», την οποία είναι παραδεχτό ότι ο Εφεσείων δεν είχε.  Το επιχείρημα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, ότι η άδεια APTL που κατέχει ο Εφεσείων του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντα του Κυβερνήτη, δεν μπορεί όμως να γίνει δεχτό, αφού έρχεται σε σαφή αντίθεση με τις πρόνοιες του όρου 2.1(β).  Στην ουσία εκείνο που επιχειρεί ο Εφεσείων, είναι να ερμηνευθούν οι όροι όχι με αντικειμενικό και εύλογο τρόπο, αλλά με τρόπο ώστε να ταυτίζονται με τα προσόντα που ο ίδιος κατέχει.  Ούτε οι ώρες PIU/S (Co-Pilot Performing the duties of a pilot in command under the supervision of the Pilot in Command), που δεν είναι ώρες πτήσης ως Κυβερνήτης, είναι δυνατό να θεωρηθούν ως τέτοιες.  Αν κατά τον καταρτισμό των όρων του διαγωνισμού υπήρχε πρόθεση να συμπεριληφθούν και πτητικές ώρες άλλες από αυτές [*594]του κυβερνήτη, ο συγκεκριμένος όρος θα ήταν διατυπωμένος διαφορετικά.  Τυχόν ερμηνεία του όρου 2.1(β), όπως εισηγείται ο δικηγόρος του Εφεσείοντος, θα σήμαινε ουσιαστικά παρέκκλιση από τον σχετικό όρο της προσφοράς και θα ήταν άδικο για τους υπόλοιπους προσφοροδότες και άλλα πρόσωπα που τυχόν θα ενδιαφέρονταν να λάβουν μέρος στο διαγωνισμό.

Δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα ότι ο σχετικός όρος δεν μπορεί να είναι ουσιώδης, επειδή οι προσφορές αφορούσαν στην παροχή υπηρεσιών Επιθεωρητή Πτητικών Επιχειρήσεων στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και όχι σε καθήκοντα για εκτέλεση πτήσεων στη θέση Κυβερνήτη.  Συμφωνούμε με το συνήγορο των Εφεσιβλήτων ότι λόγω της φύσης και της σοβαρότητας των εποπτικών καθηκόντων της θέσης, ο όρος θα πρέπει να ερμηνευθεί αυστηρά και αντικειμενικά και ανεξάρτητα αν ήταν εύλογος ή όχι, αφού ο καθορισμός των όρων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, η οποία είναι γνώστης των αναγκών της θέσης.  Είναι επίσης εύστοχο το επιχείρημα της κας Χατζηχάννα, ότι οι Επιθεωρητές δεν μπορεί να μην έχουν τα ίδια αν όχι ανώτερα προσόντα, από τα άτομα που θα επιθεωρούν.  Ορθά διερωτήθηκε πώς ένας επιθεωρητής χωρίς καθόλου ώρες ως Κυβερνήτης, θα είναι σε θέση να ελέγξει Κυβερνήτες αεροσκαφών.

Με το λόγο έφεσης 5, προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι ο όρος 2.1(β) ήταν ουσιώδης.  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το κριτήριο για το αν ένας όρος είναι ουσιώδης ή όχι, είναι η σημασία που ενέχει η τήρηση του για την απόφαση για κατακύρωση της προσφοράς. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και η κρίση ανήκει στο δικαστή (βλ. Tamassos Tobacco Supplies and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60).

Στην προκειμένη περίπτωση, συμφωνούμε απόλυτα με την πρωτόδικη κρίση ότι ο επίδικος όρος ήταν όντως αποφασιστικής σημασίας για τη λήψη της απόφασης για κατακύρωση της προσφοράς. Ο συγκεκριμένος όρος, ο οποίος αφορούσε στις ώρες πτητικής εμπειρίας ως Κυβερνήτης σε συγκεκριμένα αεροσκάφη, δεν μπορεί παρά να είναι αποφασιστικότατης σημασίας για τα προσόντα του κάθε προσφοροδότη.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

* Στο επεξηγηματικό Σημείωμα που επισυνάπτεται στην Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ημερ. 5.5.2006, ορίζεται ότι:- «Σύμφωνα με το Παράρτημα Ι – Personnel Licensing – της Συνθήκης του ΔΟΠΑ, Pilot in Command – ορίζεται ο χειριστής ο οποίος εξουσιοδοτείται από τον διαχειριστή του αεροσκάφους (Operator) ως Κυβερνήτης (in Command) υπεύθυνος για την ασφαλή εκτέλεση της πτήσης.»


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο