Παναγή Λοΐζος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639

(2011) 3 ΑΑΔ 639

[*639]29 Σεπτεμβρίου, 2011

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΪΖΟΣ ΠΑΝΑΓΗ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 156/2008)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ο τρόπος με τον οποίο οφείλει να λαμβάνεται υπόψη η αξία των υποψηφίων κατά την διαδικασία επιλογής ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Η ειδική αιτιολογία που απαιτείται για παραγνώρισή του ― Δόθηκε νομότυπα στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Προσόντα ― Πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα ― Ο ορθός τρόπος αξιολόγησής τους από το διορίζον όργανο, σύμφωνα με την νομολογία ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Η παράθεση επαρκών λόγων, όπως στην κριθείσα περίπτωση, αντισταθμίζει τη σύσταση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ο καθολικός συνυπολογισμός τους από το διορίζον όργανο, κατ’ αποκλεισμό της μηχανιστικής αποτίμησής τους ― Αρχαιότητα και συνέντευξη ορθά επικράτησαν της σύστασης και του πλεονεκτήματος στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Η [*640]βαρύτητα της σύμφωνα με την νομολογία ― Ορθά δεν παραγνωρίστηκε στην κριθείσα περίπτωση, παρόλο που επρόκειτο για πλήρωση υψηλής ιεραρχικά θέσης.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Η επίδοση στην προφορική εξέταση ― Η βαρύτητα της, στην περίπτωση πλήρωσης υψηλών ιεραρχικά θέσεων ― Περιπτωσιολογία από την νομολογία και αντιδιαστολή της εξετασθείσας υπόθεσης.

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Συνεξέταση όλων των δεδομένων που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκαλύπτει ότι αυτό ορθά απέρριψε την προσφυγή, δίνοντας προς τούτο επαρκείς και σύμφωνα με τη νομολογία λόγους. Η αξία των υποψηφίων μέσα από την επί μέρους αξιολόγηση τους, όπως αποτυπώνεται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις, γίνεται στη βάση του συνόλου της σταδιοδρομίας αυτών.  Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος ως ισοδύναμους σε αξία.  Η αξία κρίνεται με βάση τη γενική αξιολόγηση και όχι τα επί μέρους στοιχεία τα οποία δυνατόν να διαφέρουν κατά τι, εκμηδενιζομένης ουσιαστικά της σημασίας τους, ιδιαιτέρως όταν οι διαφορές αυτές ανάγονται στο παρελθόν.

2.  Η Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη της το πλεονέκτημα του εφεσείοντος, έδωσε επαρκή αιτιολογία για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ενόψει της υπεροχής αυτού κατά την προφορική εξέταση και τη μεγάλη υπεροχή του σε αρχαιότητα.  Η κατοχή πλεονεκτήματος δεν φέρει μαζί της και αυτόματη υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλά την καταλληλότητα για τη θέση.

3.  Όσον αφορά την κατοχή του ΜΒΑ, ως πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι ο τρόπος αξιολόγησης αυτού εναπόκειται στην αρμοδία αρχή, δηλαδή, στο διοικητικό όργανο, να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία του, αποφεύγοντας δύο άκρα: Να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολι[*641]κή βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

4.  Σε ό,τι αφορά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αυτή αποτελεί, στη βάση της νομολογίας, σημαντικό στοιχείο κρίσης, εφόσον στοχεύει στην ορθή καθοδήγηση του διορίζοντος οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.  Ορθά και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε τη σύσταση, με γνώμονα την ενώπιον της υπέρτερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του εφεσείοντος, αλλά και την 15ετή υπεροχή του σε αρχαιότητα. Η αιτιολογία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. κρίθηκε επαρκής από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν μπορεί να υπάρξει διαφωνία ως προς τούτο. Η παράθεση επαρκών λόγων, αντισταθμίζει τη σύσταση.

5.  Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του. Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση, ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης, υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.

6.  Η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου.  Το κριτήριο της αρχαιότητας ουδέποτε έπαψε να έχει τη δική του σημασία, ιδιαίτερα όταν είναι πολύ μεγάλη.

7.  Ούτε ήταν δυνατό για την Ε.Δ.Υ. να παραγνωρίσει την καλύτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση, που, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, αποκτά σημασία ιδιαίτερα σε υψηλές θέσεις στην ιεραρχία και εν τέλει αποτελεί στοιχείο που συνεξετάζεται με όλα τα υπόλοιπα δεδομένα, ώστε να μην χωρεί κατ’ ανάγκην μικροσκοπική ανάλυση περί «οριακής» υπερο[*642]χής του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου, ως διαβάθμιση μεταξύ του «εξαίρετα» και του «πολύ καλού».

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πετρώνδα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293,

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431,

Χαραλάμπους v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 Α.Α.Δ. 273,

Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404,

Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141,

Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145,

Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662,

Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 1822,

Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,

Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918,

Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826,

Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624,

Σπανού v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

Δημοκρατία v. Χριστούδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 267,

Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275,

Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116,

[*643]Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605,

Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756,

Δημοκρατία v. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 107/06), ημερ. 22/9/08.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών για λόγους που συναρτώνται προς το λανθασμένο του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσον αφορά τα κριτήρια που έλαβε υπόψη η Ε.Δ.Υ. προς ανάδειξη του καταλληλοτέρου υποψηφίου. 

Ήταν η θέση του εφεσείοντος πρωτοδίκως, ότι η Ε.Δ.Υ. πεπλανημένα και αναιτιολόγητα εκτίμησε τα συγκριτικά στοιχεία που είχε ενώπιον της μεταξύ αυτού και του προαχθέντος ενδιαφερομένου μέρους.  Είχε προβληθεί από τον εφεσείοντα ότι η καλύτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση, αλλά και η κατά 15 χρόνια αρχαιότητα στην οποία είχε υπεροχή το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι του, δεν αντιμετωπίστηκαν ορθά από την Ε.Δ.Υ.. Αυτό, διότι η θέση βρίσκεται υψηλά στην ιεραρχία με αποτέλεσμα η οριακή διαφορά στην προφορική αξιολόγηση των υποψηφίων να ήταν χωρίς ουσιαστική σημασία, ενώ στην αρχαιότητα δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα, παρά το γεγονός ότι η νομολογία σταθερά θεωρεί ότι το νομοθετημένο αυτό κριτήριο, ιδιαιτέρως [*644]σε θέσεις υψηλά στη δημόσια υπηρεσία, δεν διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο.  Ο εφεσείων είχε επίσης υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ενώ η εν γένει βαθμολογημένη αξία του λαμβάνοντας υπόψη ολόκληρη τη σταδιοδρομία των υποψηφίων, ήταν καλύτερη του ενδιαφερομένου μέρους. Παράλληλα, διέθετε και το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, αλλά κατείχε και πρόσθετο μη απαιτούμενο, αλλά σχετικό με τη θέση, προσόν. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στο σκεπτικό του εκτεταμένο απόσπασμα από το πρακτικό της Ε.Δ.Υ. όπου καταγράφηκαν οι λόγοι επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους.  Ως εκεί αναφέρεται, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων (πρόκειτο για επανεξέταση μετά από προηγηθείσα ακυρωτική της προαγωγής του εφεσείοντος απόφαση της Ολομέλειας στην Πετρώνδα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293), διαπιστώνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε γενικά όλων των υποψηφίων, περιλαμβανομένου και του εφεσείοντος, και ως εκ τούτου το επέλεξε για προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών από 1.12.2000.  Για την επιλογή της ρητά κατέγραψε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε από αυτή στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο αξιολόγησης, δηλαδή, «εξαίρετα» κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, ενώ από πλευράς αρχαιότητας υπερτερούσε έναντι του εφεσείοντος κατά 15 περίπου χρόνια.  Το στοιχείο αυτό, ως ρητά σημείωσε η Ε.Δ.Υ. λόγω «ουσιαστικής διαφοράς» του χρόνου δεν μπορούσε να παραγνωριστεί.  Θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος Ευπραξία Πετρώνδα, ως ίσης τουλάχιστον αξίας με τον εφεσείοντα, κρίνοντας ταυτόχρονα ότι το πλεονέκτημα του τελευταίου που προβλέπεται από το σχέδιο υπηρεσίας δεν θα μπορούσε να υπερφαλαγγίσει είτε την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση, είτε την «καταφανή υπεροχή της σε αρχαιότητα».  Η Ε.Δ.Υ. δεν παρέλειψε να σημειώσει και την κατοχή από τον εφεσείοντα πρόσθετου προσόντος μη απαιτουμένου, το οποίο όμως συνεκτίμησε εφόσον ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης με τα υπόλοιπα στοιχεία, αποδίδοντας σ’ αυτό την «ανάλογη βαρύτητα». 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησε στην απόφαση του, θεώρησε ότι όλα τα πιο πάνω στοιχεία είχαν ορθά αποτιμηθεί από την Ε.Δ.Υ., έχοντας δε περαιτέρω υπόψη ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν διαμορφώνει πρωτογενή κρίση, αλλά εξετάζει κατά πόσο η επιλογή του διορίζοντος οργάνου ήταν εύλογη εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, απέρριψε την προσφυγή. 

[*645]Ο εφεσείων επανέφερε στην ουσία τους ίδιους ισχυρισμούς και ενώπιον της Ολομέλειας, όπως τους παρέθεσε και πρωτοδίκως.  Εισηγήθηκε ότι η αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους εξουδετερωνόταν στην ουσία από το πλεονέκτημα που κατείχε ο εφεσείων, με αποτέλεσμα να παρέμενε προς σύγκριση από τη μια η σύσταση υπέρ του εφεσείοντος από το Γενικό Διευθυντή, έναντι, από την άλλη,  της καλύτερης απόδοσης στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., του ενδιαφερομένου μέρους. 

Τα συγκριτικά στοιχεία του εφεσείοντος και του ενδιαφερομένου μέρους, δείχνουν ότι ο εφεσείων γεννήθηκε στις 24.10.1960, κατέχει B.Sc. in Pharmacy από τις Η.Π.Α. το 1984, και ενεγράφη στην Κύπρο ως φαρμακοποιός το 1985.  Στη συνέχεια απέκτησε το Doctor of Pharmacy (Clinical Pharmacy) το 1992 και μετέπειτα το MBA από το City University των Η.Π.Α. το 1998.  Διορίστηκε στη θέση Φαρμακοποιού στις 15.9.1986 και προήχθη διαδοχικά την 1.3.1995 και 1.6.1999, στις θέσεις του Ανώτερου Φαρμακοποιού και Πρώτου Φαρμακοποιού αντίστοιχα.

Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 24.2.1944 και απέκτησε το 1967 δίπλωμα Φαρμακευτικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ενεγράφη ως Φαρμακοποιός στην Κύπρο το 1971. Στις 15.10.1967 διορίστηκε ως Φαρμακοποιός 2ης Τάξης, την 1.12.1970 προήχθηκε στη θέση Φαρμακοποιού 1ης Τάξης και διαδοχικά στις θέσεις Ανώτερου και Πρώτου Φαρμακοποιού την 1.7.1980 και 15.12.1984, αντίστοιχα.

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, στα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών (Αρχιφαρμακοποιός), πέραν της αναγκαιότητας εγγραφής ως Φαρμακοποιού εν Κύπρω, προσδιορίζεται και η κατοχή μεταπτυχιακού προσόντος ή μεταπτυχιακών σπουδών στη  Φαρμακευτική ή σε κλάδο αυτής, ως πλεονέκτημα. 

Ο εφεσείων, σύμφωνα με το συνήγορο του, δικαιούται σε ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και κατά συνέπεια σε ακύρωση της απορριπτικής εναντίον του πρωτόδικης απόφασης, λόγω του ότι συγκριτικά αυτός υπερέχει του ενδιαφερομένου μέρους, με την Ε.Δ.Υ. να είχε πλανηθεί ως προς την αποτίμησή τους.  Συγκεκριμένα, υπερείχε σε αξία γιατί κατά τα έτη 1990, 1992, 1993 και 1994 είχε δέκα «εξαίρετα» περισσότερα, έναντι της βαθμολογίας «πολύ ικανοποιητικά» του ενδιαφερομένου μέρους, διαφορές που λόγω της ισοπεδωτικής κρίσης των δημοσίων υπαλλήλων απο[*646]κτούν σημασία.  Υπερείχε επίσης λόγω της σύστασης του Γενικού Διευθυντή που αποτελεί ξέχωρο στοιχείο κρίσης που αυξάνει ουσιωδώς την αξία, ενώ κατέχει (κατά δεδικασμένο μάλιστα τρόπο σύμφωνα με την Πετρώνδα v. Δημοκρατίας - ανωτέρω -), τόσο το πλεονέκτημα που προσδιορίζεται από το σχέδιο υπηρεσίας, στοιχείο που δίνει προβάδισμα σ’ αυτόν, όσο και πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν το οποίο κρίθηκε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.  Έναντι αυτών δεν θα ήταν δυνατόν ούτε η αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους η οποία, κατά το συνήγορο, μικρή μόνο σημασία έχει για θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, ούτε η καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση ενόψει του ότι η διαφορά μεταξύ του «εξαίρετα» και του «πολύ καλού», έχει κριθεί από τη νομολογία ως οριακή, να αντισταθμίσουν (i) τη σύσταση που είχε υπέρ του ο εφεσείων, (ii) το πλεονέκτημά του και (iii) το πρόσθετο προσόν. 

Συνεξέταση όλων των δεδομένων που είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι αυτό ορθά απέρριψε την προσφυγή, δίνοντας προς τούτο επαρκείς και σύμφωνα με τη νομολογία λόγους. Κατ’ αρχάς, είναι νομολογημένο ότι η αξία των υποψηφίων μέσα από την επί μέρους αξιολόγηση τους, όπως αποτυπώνεται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις, γίνεται στη βάση του συνόλου της σταδιοδρομίας αυτών.  (Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431 και πιο πρόσφατα Χαραλάμπους v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 Α.Α.Δ. 273).  Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 – διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας – και Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141 – τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία).  Ταυτόχρονα, έχει τονισθεί ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ανοδική πορεία στην αξιολόγηση που παρουσιάζει ένας υποψήφιος τα τελευταία έτη πριν την προαγωγή δείχνοντας έτσι το βαθμό προσπάθειας που καταβάλλει προς καλύτερη απόδοση στην υπηρεσία. (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145 και Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662). 

Τα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτουν την απόλυτη ισοδυναμία / ισοβαθμία του εφεσείοντος με το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά τα τελευταία πέντε έτη (1995 – 1999), αλλά και κατά το 1991, ενώ διαφορά κατά δέκα «εξαίρετα» υπέρ του εφεσείοντος καταγράφεται στα πλέον απομακρυσμένα της προαγωγικής κρίσης χρόνια, 1990 και 1992 – 1994. Επομένως, σε αντίθεση με την εισήγηση του εφεσείοντος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε αυτόν και [*647]το ενδιαφερόμενο μέρος ως ισοδύναμους σε αξία. Με αναφορά στη Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, (δέστε και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929 – 1959 σελ. 355), ορθά αποφάσισε ότι η αξία κρίνεται με βάση τη γενική αξιολόγηση και όχι τα επί μέρους στοιχεία τα οποία δυνατόν να διαφέρουν κατά τι, εκμηδενιζομένης ουσιαστικά της σημασίας τους ιδιαιτέρως όταν οι διαφορές αυτές ανάγονται στο παρελθόν.

Όσον αφορά τη θεώρηση του πλεονεκτήματος, ορθά και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1989) 3(E) Α.Α.Δ. 1822, έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. έχοντας υπόψη της το πλεονέκτημα του εφεσείοντος έδωσε επαρκή αιτιολογία για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ενόψει της υπεροχής αυτού κατά την προφορική εξέταση και τη μεγάλη υπεροχή του σε αρχαιότητα.  Προς τούτο, η Ε.Δ.Υ. κατηύθυνε ειδικά τη σκέψη της, και κατέγραψε τους πιο πάνω λόγους ως δικαιολογητικό της μη προτίμησης του εφεσείοντος για προαγωγή, παρά την κατοχή του πλεονεκτήματος. Η κατοχή πλεονεκτήματος δεν φέρει μαζί του και αυτόματη υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλά την καταλληλότητα για τη θέση.  Εκείνο που αποκτά σημασία είναι η εξέταση του πλεονεκτήματος υπό το φως και των υπολοίπων στοιχείων. 

Όσον αφορά την κατοχή του ΜΒΑ, ως πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι ο τρόπος αξιολόγησης αυτού εναπόκειται στην αρμοδία αρχή, δηλαδή, στο διοικητικό όργανο, να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία του, αποφεύγοντας δύο άκρα: Να μην δοθεί στο πρόσθετο αυτό προσόν υπερβολική βαρύτητα που να πλησιάζει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ούτε από την άλλη να θεωρηθεί ως εντελώς οριακό ως εάν το πρόσθετο προσόν δεν είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. – ανωτέρω - και Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).  Ορθά, στα πιο πάνω πλαίσια, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη σε ειδική μνεία του προσόντος ΜΒΑ το οποίο συνεκτίμησε «…… με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντας σ’ αυτό την ανάλογη βαρύτητα.».  Πρόκειται για κρίση εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. που δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής αποτίμησης των προσόντων.  (Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186).  Να σημειωθεί ότι οι λέξεις «δέουσα βαρύτητα» ή «ανάλογη βαρύτητα», είναι φράσεις που χρησιμοποιούνται από το διοικητικό όργανο και αποδίδουν την εκτίμηση του διοικητικού οργάνου σε ό,τι αφορά τη σημασία του πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος. Τέτοια φράση είχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιηθεί και στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (ανωτέρω). 

[*648]Σε ό,τι αφορά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία αποτελεί στη βάση της νομολογίας σημαντικό στοιχείο κρίσης εφόσον στοχεύει στην ορθή καθοδήγηση του διορίζοντος οργάνου προς επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826 και Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624), ορθά και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε τη σύσταση, με γνώμονα την ενώπιον της υπέρτερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του εφεσείοντος, αλλά και την 15ετή υπεροχή του σε αρχαιότητα.  Η αιτιολογία που δόθηκε από την Ε.Δ.Υ. κρίθηκε επαρκής από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν μπορεί να υπάρξει διαφωνία ως προς τούτο. Η παράθεση επαρκών λόγων αντισταθμίζει τη σύσταση (Σπανού v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 και Δημοκρατία v. Χριστούδη (1995) 3 Α.Α.Δ. 267).

Εκείνο που εν τέλει παραγνώρισε ο εφεσείων κατά την ανάπτυξη των θέσεών του, είναι  ότι το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων.  Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία.  Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια ορθά η Ε.Δ.Υ. και κατ’ επέκταση το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέδωσε τη βαρύτητα που άρμοζε στη 15χρονη υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα, η οποία σαφώς και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, ως η εισήγηση του εφεσείοντος, οριακή, επειδή επρόκειτο για προαγωγή σε υψηλή δι[*649]ευθυντική θέση. Άλλωστε, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, θέση που εδώ παραγνωρίζει ο εφεσείων, η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Πρόσθετα, έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα, η οποία δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία. Στη Δημοκρατία v. Χαράλαμπου Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, η Ολομέλεια επανέλαβε το τι ελέχθη στην Γιώργος Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, ότι το κριτήριο της αρχαιότητας ουδέποτε έπαψε να έχει τη δική του σημασία, ιδιαίτερα όταν είναι πολύ μεγάλη (εκεί ήταν 16 ½ χρόνια). Στη δε Ταλιώτη, η υπεροχή κατά 15 χρόνια στην αρχαιότητα θεωρήθηκε ως ικανή να παρακάμψει το πλεονέκτημα του εφεσείοντος.

Ούτε ήταν δυνατό για την Ε.Δ.Υ. να παραγνωρίσει την καλύτερη απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους κατά την προφορική εξέταση που, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, αποκτά σημασία ιδιαίτερα σε υψηλές θέσεις στην ιεραρχία και εν τέλει αποτελεί στοιχείο που συνεξετάζεται με όλα τα υπόλοιπα δεδομένα, ώστε να μην χωρεί κατ’ ανάγκην μικροσκοπική ανάλυση περί «οριακής» υπεροχής του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου, ως διαβάθμιση μεταξύ του «εξαίρετα» και του «πολύ καλού».

Ένα τελευταίο σημείο.  Η σύγκριση της υπό κρίση έφεσης με την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Ειρήνη Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, δεν είναι δόκιμη.  Όπως ορθά εντοπίζει το ενδιαφερόμενο μέρος στην δική του αγόρευση, εκεί κρίθηκε ότι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση από μόνη της δεν μπορούσε να ήταν αποφασιστικό στοιχείο κρίσης σε ανώτερες θέσεις, σε παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε αρχαιότητα, προσόντα και της υπέρ της σύστασης.  Εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ίσο σε αξία με τον εφεσείοντα, έχει έκδηλη και συντριπτική υπεροχή σε αρχαιότητα κατά 15 χρόνια, επιφέροντας μαζί της την ανάλογη μετρήσιμη πείρα και υπερείχε και στην προφορική εξέταση.

Η έφεση για όλους τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο