(2011) 3 ΑΑΔ 876
[*876]20 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (Ε.Ε.Υ.),
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 9/2009)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Εξαίρεση Δικαστού ― Δεν ετίθετο θέμα εξαίρεσης στην κριθείσα περίπτωση ― Ισχυρισμός, περί προκατάληψης του δικάσαντος Δικαστηρίου, δεν θεμελιώθηκε.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αίτημα αναβάθμισης περιληφθέντος στον Πίνακα διοριστέων εκπαιδευτών ξενοδοχειακών ― Πτυχές της νομιμότητας της εξέτασής του από την Ε.Ε.Υ.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Εκ των υστέρων αιτιολογία ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση – Περιστάσεις.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά Όργανα ― Η απαίτηση τήρησης άρτιων πρακτικών των συνεδριών τους ― Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Έξοδα ― Ο κανόνας ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας ― Η εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση αυτοπρόσωπου χειρισμού της υπόθεσης από διάδικο.
Ο εφεσείων αξίωσε την ακύρωση της αναβάθμισής του στον Πίνακα διοριστέων εκπαιδευτών ξενοδοχειακών, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
[*877]1. Ο εφεσείων ζήτησε κατανόηση για τα όποια τυχόν λάθη του κατά την προώθηση των θέσεων του, αφού δεν είναι νομικός. Εξήγησε, συναφώς, πως δεν διόρισε δικηγόρο αποκλειστικά για λόγους οικονομικούς. Εν τούτοις, ήταν με τόση βεβαιότητα που υποστήριξε την ορθότητα των επιχειρημάτων του ώστε να καταλογίσει ακόμα και προκατάληψη στο Δικαστήριο που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση. Υποστηρίζοντας πως δεν θα έπρεπε να είχε αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσής του, όπως είχε εισηγηθεί και με επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού είχε εκδώσει και την απόφαση για την Ολομέλεια, στην Α.Ε. Αρ. 120/2005. Λόγος που δεν θα ήταν δυνατό να είχε οδηγήσει σε εξαίρεση, αίτημα για την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν υπέβαλε.
Μεγάλο μέρος των αγορεύσεων του εφεσείοντα αφιερώθηκε σε δύο πτυχές, ασύνδετες προς ό,τι συνιστούσε την επίδικη διαφορά.
2. Η ουσία της απόφασης στην Α.Ε. Αρ. 120/2005 και η συναφής περαιτέρω επανάληψη της ανάγκης ως προς το ΚΥΣΑΤΣ, δεν παρέπεμπε απλώς σε ανάγκη υποβολής αιτήματος αλλά σε ανάγκη εξασφάλισης πιστοποιητικού από το ΚΥΣΑΤΣ το οποίο θετικά θα αναγνώριζε την αναφερθείσα ισοτιμία και αντιστοιχία. Τέτοιο πιστοποιητικό δεν εξασφαλίστηκε μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνεπώς, το ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτημα προς το ΚΥΣΑΤΣ, δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση. Είναι, όμως, δίκαιο να επισημανθεί με ανησυχία, το γεγονός ότι αίτημα που υπεβλήθη προς το ΚΥΣΑΤΣ από το 2003 δεν είχε ακόμα οδηγηθεί σε κατάληξη.
3. Ο φάκελος αποκαλύπτει πως δεν έχουμε εν προκειμένω εκ των υστέρων αιτιολογία. Η επιστολή της 30.11.07 αποδίδει την απόφαση, με όμοιο περιεχόμενο, που λήφθηκε στις 25.5.07. Είναι, όμως, γεγονός πως η αργοπορημένη γνωστοποίηση προκάλεσε σκέψεις ως προς τη σημασία του θέματος τις οποίες ο εφεσείων θεώρησε ότι έπρεπε να προωθήσει.
4. Υπάρχει ένα ακόμα θέμα το οποίο, όπως και τα προηγούμενα, δεν αφορά στην ουσία. Ο εφεσείων υποστηρίζει πως δεν τηρήθηκαν από την ΕΕΥ άρτια πρακτικά των συνεδριών της ημερομηνίας 16.1.06 και 25.5.07, όπως απαιτεί το Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν.158(Ι)/99]. Αυτό επειδή, όπως εξηγεί στο σχετικό λόγο έφεσης και στο περίγραμμα αγόρευσής του, δεν αναφέρεται σε αυτά επικύρωση των πρακτικών προηγούμενων συνεδριών. Κατ’αρχάς ο ισχυρισμός προβάλλεται προφανώς στη βάση αποσπασμάτων των [*878]πρακτικών όπως αυτά περιλαμβάνονται στο φάκελο και όχι του συνόλου τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να δεχτούμε πως θα ήταν παράνομη η προσβαλλόμενη απόφαση για τέτοιο λόγο. Συναφώς, δεν είναι δικαιολογημένος ο συναφής ισχυρισμός του αιτητή πως λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση εν αγνοία των προηγηθέντων. Ούτως ή άλλως δε, έχουμε την απόφαση της 25.5.07 με την αιτιολογία της που αναφέρεται σε επανεξέταση των αιτήσεων του και που μπορεί να ελεγχθεί ασφαλώς με αναφορά και στα προηγηθέντα, ως μέρος του φακέλου.
5. Ο εφεσείων ενώ δηλώνει πως κατανοεί ότι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ανατροπής εδώ της απόφασης της Ολομέλειας στην Α.Ε. Αρ. 120/2005 υποστηρίζει και πως ήταν λανθασμένη. Η εφεσίβλητη υποστηρίζει πως εδώ δεν έχουμε μόνο νομολογιακό προηγούμενο αλλά και δεδικασμένο. Ούτως ή άλλως η Ολομέλεια δεν είναι έτοιμη να αποκλίνει συναφώς και καταλήγει πως νομίμως, κάτω από τα δεδομένα, ζητήθηκε πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ.
6. Ο εφεσείων, εν τέλει, υποστήριξε πως δεν θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί έξοδα σε βάρος του, παρά την απόρριψη της προσφυγής του. Επικαλείται το γεγονός ότι εξ ανάγκης χειρίστηκε την υπόθεσή του μόνος του και το δυσβάστακτο οικονομικό βάρος που επωμίζεται. Η εφεσίβλητη εισηγείται, και έχει δίκαιο, πως δεν στοιχειοθετείται λόγος που θα μας επέτρεπε να ανατρέψουμε τον τρόπο με τον οποίο πρωτοδίκως ασκήθηκε η διακριτική εξουσία, με γνώμονα τη βασική αρχή πως κατά κανόνα τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως προς τα έξοδα όμως της έφεσης, που εμπίπτουν στη δική μας διακριτική εξουσία, αφού τώρα ξεκαθάρισαν βασικά ζητήματα, παρέχεται περιθώριο.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1259/07), ημερ. 31/12/2008.
Ο αιτητής παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ρένα Βραχίμη - Πετρίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*879]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Από ετών ο εφεσείων διεκδικεί αναβάθμιση, στον Πίνακα διοριστέων εκπαιδευτών ξενοδοχειακών, με τη μετακίνησή του από τις κλίμακες Α4-6 στις κλίμακες Α8-10, στις ειδικότητες “Μαγειρικής” και “Γενικά”. Το θέμα ήταν αν τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσείοντα ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Αν, δηλαδή, ήταν «τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει».
Ο εφεσείων κατείχε δίπλωμα του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου στη Μαγειρική (Cookery course), ΒΑ in Hospitality Management από το Κολλέγιο Τουρισμού Κύπρου και MSc in Hospitality Management από το Sheffield Hallam University, Hνωμένου Bασιλείου. Η πρώτη αίτησή του, ημερομηνίας 19.6.03, απορρίφθηκε με την απόφαση της 20.2.04. Όπως είχε εξηγηθεί τότε, ως προς τον Πίνακα διοριστέων για τα “Γενικά” «η αίτησή του ….. θα μπορεί να εξεταστεί μετά την προσκόμιση του σχετικού πιστοποιητικού αναγνώρισης του τίτλου ΒΑ in Hospitality Management από το ΚΥΣΑΤΣ». Ως προς τον Πίνακα διοριστέων για τη “Μαγειρική”, η αίτησή του δεν γινόταν δεχτή «γιατί δεν κατείχε τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει όπως απαιτεί το οικείο σχέδιο υπηρεσίας».
Στάληκε στον αιτητή η επιστολή ημερομηνίας 18.3.04 και αυτός αντέδρασε με επιστολές, διαδοχικά. Αυτές εξετάστηκαν ως ένσταση και εκδόθηκε η απόφαση ημερομηνίας 4.6.04. Αυτή η απόφαση αφορούσε στο παράπονό του που διατύπωσε με τις πιο πάνω επιστολές για αναβάθμιση τριών άλλων, των Μ. Μούγιαννη, Κ. Αρσαλίδη και Α. Κωστέα οι οποίοι, κατά τη θέση του, κατείχαν προσόντα ίδια με τα δικά του. Η διαπίστωση ήταν πως τα προσόντα εκείνων των προσώπων ήταν πολύ διαφορετικά από τα δικά του και επισημάνθηκε και πως οι Μούγιαννης και Αρσαλίδης «έχουν προσκομίσει επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα».
Ο αιτητής άσκησε την προσφυγή 689/04 και πρωτοδίκως διαπιστώθηκε πως δεν περιλαμβανόταν σ’ αυτή αίτημα για τον Πίνακα διοριστέων στα “Γενικά”. Το παράπονο, ως προς το οποίο επιδιωκόταν θεραπεία, αφορούσε μόνο στη “Μαγειρική” και κρίθηκε βάσιμο. Διαπιστώθηκε παράλειψη διεξαγωγής έρευνας ως προς τα προσόντα του εφεσείοντα που δεν την κάλυπτε η γενική και αόρι[*880]στη αναφορά στα προσόντα των τριών που αναφέρθηκαν. Αυτό, με την τελική παρατήρηση πως «η ίδια η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όφειλε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, στα πλαίσια δέουσας έρευνας των προσόντων του αιτητή, εάν επιθυμούσε, και όχι να αναμένει από αυτόν να καταφύγει στο ΚΥΣΑΤΣ». Η οποία, όμως, εμπλοκή του ΚΥΣΑΤΣ, δεν αφορούσε στη “Μαγειρική” αλλά στα “Γενικά”. Θα δούμε όμως πως η όποια αναντιστοιχία, ενόψει των εξελίξεων, δεν επηρεάζει.
Μια παρέκβαση. Στις 29.6.04 ο εφεσείων αποτάθηκε στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του Diploma και BA (ανωτέρω), που του απονεμήθηκαν, αντιστοίχως, από το Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο Κύπρου και το Κολλέγιο Τουρισμού Κύπρου. Το ΚΥΣΑΤΣ απέρριψε το αίτημα και ασκήθηκε η προσφυγή 757/2005. Διαπιστώθηκε πλημμέλεια που αφορούσε στη λειτουργία της Επιτροπής Κρίσεως και η απόφαση ακυρώθηκε. Ασκήθηκε η ΑΕ 34/2007 από τον εφεσείοντα, που ήταν ο επιτυχών διάδικος, με αίτημα την εξέταση και των λόγων ουσίας που είχε προβάλει. Η έφεση, με την απόφαση της Ολομέλειας ημερομηνίας 11.2.08, απορρίφθηκε. Δεν ήταν δυνατό να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των εναλλακτικών λόγων ακυρότητας αφού το ελάττωμα που εντοπίστηκε ανέτρεχε στη ρίζα και δεν απέμενε, πλέον, διοικητική κρίση ώστε να προκύπτει ζήτημα δέσμευσής του.
Καταγράφουμε και τη συνέχεια ως προς το ΚΥΣΑΤΣ. Ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή 1825/2008 με αντικείμενο την παράλειψη του ΚΥΣΑΤΣ, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης στην 757/2005, να αποφασίσει επί του αιτήματός του. Εκκρεμούσας εκείνης της προσφυγής, το ΚΥΣΑΤΣ εξέδωσε απόφαση, που ανακλήθηκε αργότερα, για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του εφεσείοντα ως ισότιμων και αντίστοιχων προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Hospitality Management, δηλαδή στα “Γενικά”. Ο εφεσείων αντέδρασε θεωρώντας πως η μη αναγνώριση των τίτλων του και σε σχέση με τη “Μαγειρική”, σήμαινε μη συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 757/2005. Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την προσφυγή 1825/2008, υπέδειξε πως αντικείμενο δεν ήταν η ουσία οποιασδήποτε απόφασης αλλά η παράλειψη έκδοσης απόφασης. Επομένως, εφόσον εκδόθηκε απόφαση, η προσφυγή απορρίφθηκε ως άνευ αντικειμένου πλέον. Δεν έχουμε συστηματοποιημένη αναφορά στις εξελίξεις από εκεί και πέρα αλλά έχουμε υπόψη την προσφυγή του εφεσείοντα 1692/2009 την οποία απέσυρε ενόψει δήλωσης ενώπιον του Δικαστηρίου πως η απόφαση που προσβλήθηκε ανακλήθηκε και πως θα ακολουθούσε επανεξέταση του θέματος. Μας λέχθηκε [*881]δε από τον εφεσείοντα πως, στη συνέχεια, ασκήθηκαν και οι προσφυγές 1151/2009, 869/2010, 789/2011 και 1026/2011.
Επανερχόμαστε στην απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) και στην πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή 689/2004 που εκδόθηκε στις 21.9.05, δηλαδή εκκρεμουσών των διαδικασιών σε σχέση με το ΚΥΣΑΤΣ. Η Δημοκρατία άσκησε την έφεση 120/2005 και με την απόφαση της Ολομέλειας, ημερομηνίας 14.2.08, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε. Συζητήθηκε ως επίδικο ζήτημα το κατά πόσο η ΕΕΥ όφειλε να είχε απευθυνθεί η ίδια στο ΚΥΣΑΤΣ και η Ολομέλεια αποφάσισε αρνητικά. Η ΕΕΥ είχε καταλήξει πως τα ακαδημαϊκά προσόντα του εφεσείοντα δεν ανταποκρίνονταν και απλώς άφησε ανοικτό το θέμα στην περίπτωση που ο εφεσείων παρουσίαζε πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ που να αναγνώριζε το ΒΑ in Hospitality Management, ως ισότιμο και αντίστοιχο. Περαιτέρω, απέρριψε και τον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση υποδεικνύοντας πως ο εφεσείων δεν είχε καν ισχυριστεί πως η διαπίστωση ότι τα προσόντα των τριών που αναφέρθηκαν ήταν διαφορετικά, ήταν λανθασμένη. Διαπίστωση, εν πάση περιπτώσει, ευλόγως επιτρεπτή στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου.
Ακολούθησαν νέες επιστολές του εφεσείοντα και με την απόφαση της ΕΕΥ, ημερομηνίας 16.1.06, απορρίφθηκε εκ νέου το αίτημα, για τους ίδιους λόγους. Καταγράφησαν τα ακαδημαϊκά του προσόντα, έγινε αναφορά και στο μεταγενέστερο MSc in Tourist Management που απέκτησε από το Sheffield Hallam University το 2005 και κρίθηκε ότι στη “Μαγειρική” «δεν κατέχει πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει». Ως προς τα “Γενικά” και πάλιν αποφάσισε να προχωρήσει με εξέταση όταν ο εφεσείων προσκόμιζε πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ για την ισοτιμία και αντιστοιχία του ΒΑ in Hospitality Management προς πτυχίο Πανεπιστημίου «στον κλάδο (Γενικά)».
Ακολούθησαν νέες επιστολές του εφεσείοντα ημερομηνίας 8.3.06, 27.5.06 και 6.3.07 και λήφθηκε η απόφαση της 25.5.07. Όπως αποφασίστηκε, τα μεταπτυχιακά, στη βάση νομικής γνωμάτευσης, δεν αποτελούν υποκατάστατα του πρώτου πτυχίου που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Επομένως, το αίτημα του εφεσείοντα εξετάστηκε με αναφορά στο ΒΑ in Hospitality Management του Κολλεγίου Τουρισμού Kύπρου. Αυτό αποκτήθηκε, όπως σημειώνεται, μετά από μόνο δυο εξάμηνα φοίτησης και γεννούνταν σοβαρές αμφιβολίες. Επομένως, και σ’ αυτή την περίπτωση, για να υπάρξει [*882]βεβαιότητα, κάλεσε τον εφεσείοντα να προσκομίσει πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ, ισοτιμίας και αντιστοιχίας του αναφερθέντος ΒΑ προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον Κλάδο Ξενοδοχειακών “Γενικά”. Ως προς τη “Μαγειρική” δεν είχε αμφιβολία η ΕΕΥ. Το αναφερθέν ΒΑ δεν περιλάμβανε οποιοδήποτε μάθημα “Μαγειρικής”. Επομένως, ούτως ή άλλως, η αίτησή του για τη “Μαγειρική” έπρεπε να απορριφθεί, όπως και έγινε.
Δεν είχε ακόμα γνωστοποιηθεί στον αιτητή αυτή η απόφαση, αυτό έγινε με την επιστολή ημερομηνίας 30.11.07, όταν αναρτήθηκε ο Πίνακας διοριστέων. Ο εφεσείων δεν ήταν αναβαθμισμένος σ’ αυτόν και άσκησε την προσφυγή που απέληξε με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως αποφασίστηκε πρωτοδίκως, ευλόγως, στο πλαίσιο των δεδομένων, κατέληξε η ΕΕΥ ως προς τα δυο σκέλη του αιτήματος του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεσή του, πρωτοδίκως και ενώπιόν μας, αυτοπροσώπως. Διατύπωσε μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης και κατέθεσε πολυσέλιδο διάγραμμα αγόρευσης. Κατά την ακρόαση, αντί προφορικής αγόρευσης, ζήτησε και του επιτρέψαμε να καταθέσει γραπτό κείμενο, και αυτό πολυσέλιδο.
Ο εφεσείων ζήτησε κατανόηση για τα όποια τυχόν λάθη του κατά την προώθηση των θέσεων του αφού δεν είναι νομικός. Εξήγησε, συναφώς, πως δεν διόρισε δικηγόρο αποκλειστικά για λόγους οικονομικούς. Εν τούτοις, ήταν με τόση βεβαιότητα που υποστήριξε την ορθότητα των επιχειρημάτων του ώστε να καταλογίσει ακόμα και προκατάληψη στη συνάδελφό μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση. Υποστηρίζοντας πως δεν θα έπρεπε να είχε αναλάβει την εκδίκαση της υπόθεσής του, όπως είχε εισηγηθεί και με επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αφού είχε εκδώσει και την απόφαση για την Ολομέλεια, στην Α.Ε. Αρ. 120/2005 (ανωτέρω). Λόγος που δεν θα ήταν δυνατό να είχε οδηγήσει σε εξαίρεση, αίτημα για την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν υπέβαλε.
Μεγάλο μέρος των αγορεύσεων του εφεσείοντα αφιερώθηκε σε δυο πτυχές, όπως κρίνουμε, ασύνδετες προς ό,τι συνιστούσε την επίδικη διαφορά. Η πρώτη αφορούσε στην αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση πως δεν προέβη σε αίτημα προς το ΚΥΣΑΤΣ, που περιλήφθηκε και στην απόφαση στην Α.Ε. Αρ. 120/2005. Αυτό είναι γεγονός και, όπως έχουμε σημειώσει, στην πραγματικότητα ο εφεσείων είχε απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ αλλά, εν τέλει, και στην ίδια την πρωτόδικη απόφαση, σε άλλο σημείο, γίνεται αναφορά στο αίτημα του προς το ΚΥΣΑΤΣ και στη σχετική προς αυτό προσφυ[*883]γή 757/2005 (ανωτέρω). Με την παρατήρηση, ορθά όπως κρίνουμε, πως τα περί την παράλειψη του ΚΥΣΑΤΣ να καταλήξει σε απόφαση επί του αιτήματός του, δεν είναι δυνατό να ενταχθούν στην παρούσα διαδικασία. Είναι δε λανθασμένη η αντίληψη του εφεσείοντα πως, στη βάση ακόμα και της απόφασης στην ΑΕ 120/2005, είχε κάμει ό,τι αναλογούσε στον ίδιο ώστε να μην ήταν νόμιμο να απορριπτόταν το αίτημά του από την ΕΕΥ με αναφορά στο ΚΥΣΑΤΣ. Όπως υποστήριξε, αφού υπέβαλε το αίτημά του προς το ΚΥΣΑΤΣ, δεν θα έπρεπε εκείνος να υποστεί τις συνέπειες από τη δυσλειτουργία του ΚΥΣΑΤΣ και το συνακόλουθο να εκκρεμούσε το αίτημά του για τόσα χρόνια. Ωστόσο η ουσία της απόφασης στην ΑΕ 120/2005 και η συναφής περαιτέρω επανάληψη της ανάγκης ως προς το ΚΥΣΑΤΣ, δεν παρέπεμπε απλώς σε ανάγκη υποβολής αιτήματος αλλά σε ανάγκη εξασφάλισης πιστοποιητικού από το ΚΥΣΑΤΣ το οποίο θετικά θα αναγνώριζε την αναφερθείσα ισοτιμία και αντιστοιχία. Τέτοιο πιστοποιητικό δεν εξασφαλίστηκε μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνεπώς, το ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτημα προς το ΚΥΣΑΤΣ, δεν διαφοροποιούσε την κατάσταση. Είναι, όμως, δίκαιο και εμείς να επισημάνουμε, με ανησυχία, το γεγονός ότι αίτημα που υπεβλήθη προς το ΚΥΣΑΤΣ από το 2003 δεν είχε ακόμα οδηγηθεί σε κατάληξη και σημειώνουμε την αναφορά στη σειρά των προσφυγών επί του θέματος.
Η δεύτερη πτυχή που ο εφεσείων συζήτησε σε έκταση, αφορά στην εκτίμηση πρωτοδίκως ότι ορισμένες επιστολές του προς την ΕΕΥ δεν θα έπρεπε να ταξινομηθούν ως ενστάσεις στον προηγουμένως δημοσιευθέντα Πίνακα. Παραπέμπει ο εφεσείων στο ότι και η ΕΕΥ τις χαρακτήρισε ως ενστάσεις αλλά δεν μπορούμε να δούμε τη σημασία του θέματος. Αντικείμενο της προσφυγής ήταν ο Πίνακας που δημοσιεύθηκε στις 22.6.07, δεν εγείρονται ζητήματα ως προς την εκτελεστότητα ή άλλα αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής και δεν μπορούμε να διακρίνουμε ουσία στη συζήτηση ως προς το χαρακτηρισμό των επιστολών του εφεσείοντα.
Ήταν το περαιτέρω επιχείρημα του εφεσείοντα πως απαραδέκτως δόθηκε εκ των υστέρων αιτιολογία στην απόφαση σε σχέση με τον Πίνακα που αποτελούσε το αντικείμενο της προσφυγής, με την επιστολή ημερομηνίας 30.11.07, δηλαδή μετά ακόμα και την καταχώρηση της προσφυγής.
Πρωτοδίκως κρίθηκε πως δεν είχε νόημα αυτή η αναφορά σ’ αυτό το γεγονός, αφού ο εφεσείων εμπρόθεσμα καταχώρησε την προσφυγή. Λέγει ο εφεσείων τώρα πως αν γνώριζε εξ αρχής την αιτιολογία δεν θα προχωρούσε με προσφυγή. Προώθησε όμως την προ[*884]σφυγή, εν γνώσει πλέον, με αμφισβήτηση και ως προς την ορθότητα της αιτιολογίας, όπως την πληροφορήθηκε. Ο φάκελος αποκαλύπτει πως δεν έχουμε εκ των υστέρων αιτιολογία. Η επιστολή της 30.11.07 αποδίδει την απόφαση, με όμοιο περιεχόμενο, που λήφθηκε στις 25.5.07. Είναι, όμως, γεγονός πως η αργοπορημένη γνωστοποίηση προκάλεσε σκέψεις ως προς τη σημασία του θέματος τις οποίες ο εφεσείων θεώρησε ότι έπρεπε να προωθήσει.
Υπάρχει ένα ακόμα θέμα το οποίο, όπως και τα προηγούμενα, δεν αφορά στην ουσία. Ο εφεσείων υποστηρίζει πως δεν τηρήθηκαν από την ΕΕΥ άρτια πρακτικά των συνεδριών της ημερομηνίας 16.1.06 και 25.5.07, όπως απαιτεί το Άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν. 158(Ι)/99]. Αυτό επειδή, όπως εξηγεί στο σχετικό λόγο έφεσης και στο περίγραμμα αγόρευσής του, δεν αναφέρεται σε αυτά επικύρωση των πρακτικών προηγούμενων συνεδριών. Παρατηρούμε κατ’ αρχάς πως ο ισχυρισμός προβάλλεται προφανώς στη βάση αποσπασμάτων των πρακτικών όπως αυτά περιλαμβάνονται στο φάκελο και όχι του συνόλου τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να δεχτούμε πως θα ήταν παράνομη η προσβαλλόμενη απόφαση για τέτοιο λόγο. Συναφώς, δεν είναι δικαιολογημένος ο συναφής ισχυρισμός του αιτητή πως λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση εν αγνοία των προηγηθέντων. Ούτως ή άλλως δε, έχουμε την απόφαση της 25.5.07 με την αιτιολογία της που αναφέρεται σε επανεξέταση των αιτήσεων του και που μπορεί να ελεγχθεί ασφαλώς με αναφορά και στα προηγηθέντα, ως μέρος του φακέλου.
Παραθέτουμε τώρα την απόφαση που λήφθηκε στις 25.5.07:
«Με επιστολές του, με ημερομηνίες 8.3.2006, 27.3.2006 και 6.3.2007, ο κος Χατζηγεωργίου, υπέβαλε ένσταση για τη μη συμπερίληψή του στους πίνακες διοριστέων Εκπαιδευτών Ξενοδοχειακών (Γενικά) και (Μαγειρική) στις Κλ.Α8-Α10-Α11.
Η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση των αιτήσεών του, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
(i) Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Εκπαιδευτή (Σ.Υ. 19/1998), για τις Κλ.Α8-Α10-Α11, για εγγραφή στον Πίνακα διοριστέων Εκπαιδευτών απαιτείται, μεταξύ άλλων: (α) τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που ο αιτητής προορίζεται να διδάξει και (β) διετής τεχνική πείρα στην ειδικότητα αυτή μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του αιτητή ή μεταπτυχιακός πανεπιστημιακός τίτλος ή διε[*885]τής εκπαιδευτική προϋπηρεσία.
(ii) Σύμφωνα με σχετική νομική γνωμάτευση (Γ.Ε. 46(Γ))/1967/2) που έλαβε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και για την οποία ενημερώθηκε η Επιτροπή, το μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου που το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης απαιτεί ως απαραίτητο προσόν.
(iii) Υπό το φως των πιο πάνω, η Επιτροπή εξέτασε τις αιτήσεις του Χατζηγεωργίου με βάση τον πανεπιστημιακό τίτλο που αυτός κατέχει, δηλαδή τον τίτλο «Β.A, in Hospitality Management», που του απονεμήθηκε από το College of Tourism and Hotel Management της Κύπρου. Όπως φαίνεται από την αναλυτική κατάσταση βαθμολογίας (transcript) που υπέβαλε ο αιτητής, αυτός απέκτησε τον προαναφερόμενο τίτλο μετά από μόνο 2 εξάμηνα φοίτησης (Fall 2002, Winter 2003). Στα εννέα μαθήματα που παρακολούθησε για την απόκτηση του εν λόγω τίτλου δεν περιλαμβάνεται κανένα μάθημα Μαγειρικής.
Ως εκ των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την αίτησή του για εγγραφή στον Πίνακα διοριστέων Εκπαιδευτών Ξενοδοχειακών (Μαγειρική), γιατί δεν κατέχει τίτλο/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει, όπως απαιτεί το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Επιπλέον, η Επιτροπή έχει σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο τίτλος «Β.Α.», που απέκτησε ο αιτητής μετά από δύο εξάμηνα φοίτησης μπορεί να θεωρηθεί ως ισότιμος προς τα πτυχία που απονέμονται από πανεπιστήμια ή ανώτερες σχολές ισοδύναμες με πανεπιστήμιο, μετά από πλήρη τριετή ή τετραετή φοίτηση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει με βεβαιότητα κατά πόσο ο αιτητής κατέχει το απαιτούμενο από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου, ώστε να μπορεί να εξεταστεί η αίτησή του για εγγραφή στον Πίνακα διοριστέων Εκπαιδευτών Ξενοδοχειακών (Γενικά), αποφάσισε να τον καλέσει να προσκομίσει από το ΚΥΣΑΤΣ πιστοποιητικό ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου του «Β.Α, in Hospitality Management» προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο Ξενοδοχειακών (Γενικά).».
Ο εφεσείων ενώ δηλώνει πως κατανοεί ότι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ανατροπής εδώ της απόφασης της Ολομέλειας στην ΑΕ 120/2005 υποστηρίζει και πως ήταν λανθασμένη. Η εφεσίβλητη υποστηρίζει πως εδώ δεν έχουμε μόνο νομολογιακό προηγούμενο [*886]αλλά και δεδικασμένο. Ούτως ή άλλως δεν είμαστε έτοιμοι να αποκλίνουμε συναφώς και καταλήγουμε πως νομίμως, κάτω από τα δεδομένα, ζητήθηκε πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ. Ως προς τα “Γενικά”, λοιπόν, χρειαζόταν πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ και τέτοιο, όσο δικαιολογημένα και αν είναι τα παράπονα του εφεσείοντα σε σχέση με τους χειρισμούς του ΚΥΣΑΤΣ, δεν προσκομίστηκε. Υποστηρίζει, όμως, περαιτέρω ο εφεσείων πως παραγνωρίστηκε το ότι μεταγενέστερα απέκτησε το ΜSc in Hospitality Management, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Υπήρχε, επομένως, νέο στοιχείο στη βάση του οποίου άλλη θα έπρεπε να ήταν η κατάληξη. Αυτό το νέο ΜSc ήταν λόγος, κατά την εισήγηση του, για διαφορετική κατάληξη τόσο σε σχέση με τη “Μαγειρική” όσο και σε σχέση προς τα ήδη από πριν υποστηριχθέντα αναφορικά με την άνιση μεταχείρηση της οποίας έτυχε, ενόψει του χειρισμού, στις περιπτώσεις των Μούγιαννη, Αρσαλίδη και Κωστέα. Ως προς τη “Μαγειρική” υποστηρίζει πως, πλέον, μεταξύ των ζητημάτων που διδάχτηκε για το νέο ΜSc, περιλαμβανόταν και η “Μαγειρική”. Ως προς την αναφερθείσα ανισότητα υποστηρίζει πως όσο και αν οι τίτλοι των ακαδημαϊκών προσόντων των άλλων ήταν διαφορετικοί, ήταν «συγγενικοί» μεταξύ τους και ήταν πλέον προφανές πως τα δικά του, αφού περιλάμβαναν και το νέο ΜSc, ήταν υπέρτερα.
Όλα αυτά παραγνωρίζουν τον πυρήνα της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως ρητά κρίθηκε, τα μεταπτυχιακά δεν ανταποκρίνονταν γιατί δεν μπορούσαν να αποτελέσουν «υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου που το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί ως απαραίτητο προσόν». Οπότε η επίκληση του νέου μεταπτυχιακού, στο οποίο ας σημειωθεί έγινε από πριν αναφορά (βλ. τα πρακτικά της 16.1.06) συνυπολογίστηκε. Επ’ αυτού ουδέν ελέχθη από τον εφεσείοντα. Δεν αμφισβητήθηκε δηλαδή με οποιοδήποτε τρόπο η ορθότητα της διοικητικής κρίσης πως απαιτείτο πρώτο πτυχίο και όχι μεταπτυχιακό. Επομένως, ό,τι απέμεινε, ήταν το δίπλωμα στη “Μαγειρική” που δεν ήταν του απαιτούμενου επιπέδου και το ΒΑ in Hospitality Management στο οποίο έγινε και η ειδική αναφορά. Κατ’ αρχάς, ως προς τη “Μαγειρική”, με τη μη ανατραπείσα επισήμανση πως στα εννέα μαθήματα που παρακάθησε δεν περιλαμβανόταν μάθημα “Μαγειρικής” και, στη συνέχεια, ως προς τα “Γενικά” με τα αναφερθέντα σε σχέση με την ανάγκη προσκόμισης πιστοποιητικού από το ΚΥΣΑΤΣ, όπως είχε κριθεί και επικυρωθεί δικαστικά ήδη.
Δεν διαπιστώνουμε, συνεπώς, αιτία ακυρότητας. Ισχύουν δε τα ίδια και σε σχέση με τα επαναληφθέντα ως προς την ανισότητα. Οι εκτιμήσεις του εφεσείοντα αναφορικά με το επίπεδο των δικών του προσόντων σε σύγκριση με τα ακαδημαϊκά προσόντα των τριών [*887]που αναφέρθηκαν, απλώς επιβεβαιώνει πως έχουμε προσόντα διαφορετικά. Τα άλλα, ως προς την επάρκεια τους, αναφορικά με τα “Γενικά”, αποτελούν ζητούμενο και αναφορικά με τη “Μαγειρική” δεν προσθέτουν στο κενό της παρακολούθησης μαθημάτων “Μαγειρικής” και, συνακολούθως, απόκτησης πρώτου τίτλου στο απαιτούμενο επίπεδο.
Ο εφεσείων, εν τέλει, υποστήριξε πως δεν θα έπρεπε να είχαν επιδικαστεί έξοδα σε βάρος του, παρά την απόρριψη της προσφυγής του. Επικαλείται το γεγονός ότι εξ ανάγκης χειρίστηκε την υπόθεσή του μόνος του και το δυσβάστακτο οικονομικό βάρος που επωμίζεται. Η εφεσίβλητη εισηγείται, και έχει δίκαιο, πως δεν στοιχειοθετείται λόγος που θα μας επέτρεπε να ανατρέψουμε τον τρόπο με τον οποίο πρωτοδίκως ασκήθηκε η διακριτική εξουσία, με γνώμονα τη βασική αρχή πως κατά κανόνα τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως προς τα έξοδα όμως της έφεσης, που εμπίπτουν στη δική μας διακριτική εξουσία αφού τώρα ξεκαθάρισαν βασικά ζητήματα, παρέχεται περιθώριο. Σημειώνουμε, συναφώς, και τη μη απόφανση πρωτοδίκως στο ζήτημα των πρακτικών, τη μη αναφορά στο νέο ΜSc και τα αναφερθέντα σε σχέση με τις ενστάσεις και την υποβολή αίτησης προς το ΚΥΣΑΤΣ.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδουμε διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο