ΝΙΚΟΣ ΑΤΤΑΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 55/2008, 18 Ιανουαρίου 2012

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 55/2008

 

 

18 Ιανουαρίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΝΙΚΟΣ ΑΤΤΑΣ (866/2004)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ (891/2004

ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΑΜΙΑΝΟΥ (1014/2004)

Εφεσείοντες/Αιτητές

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης/Καθ’ ης η αίτηση

 

.....................................

Α.Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου (κα) για τους εφεσείοντες

Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Κωσταρά

Μ. Καλλιγέρου (κα) για το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Δημητριάδη

 

.......................................

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Μ. Φωτίου

 

.....................................

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρήσει τις προσφυγές με αρ. 866/2004, 891/2004 και 1014/2004 με τις οποίες προσέβαλλαν την απόφαση της εφεσίβλητης (ΕΔΥ) που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3893 και ημερ. 20/8/2004, σύμφωνα με την οποία προάχθηκαν στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Πλοίων Α΄ οι (1) Κωστάκης Κωσταρά, (2) Γεώργιος Δημητριάδης, (3) Γιαννάκης Παλατές και (4) Χρίστος Αταλιανής από 1/8/2004.

 

Κατόπιν ένστασης της εφεσίβλητης ότι με τις προσφυγές προσβάλλονταν δυο διαφορετικές διοικητικές πράξεις, δηλαδή μια ημερομηνίας 29/6/2004 που αφορούσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2 και άλλη ημερ. 19/7/2004 που αφορούσε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών 3 και 4, διατάχθηκε διαχωρισμός δικογράφου ούτως ώστε οι προσφυγές που αφορά η παρούσα αναθεωρητική έφεση περιορίστηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2.

 

Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω διαχωρισμού οι εφεσείοντες καταχώρησαν και τις προσφυγές 474/2005, 598/2005 και 599/2005 αντίστοιχα, στις οποίες εκδόθηκε απορριπτική απόφαση στις 3/6/2008 με παρόμοιο σκεπτικό όπως η υπό έφεση απόφαση.  Εναντίον της απόφασης ημερ. 3/6/2008 καταχωρήθηκε η Α.Ε. 112/2008 η οποία εκκρεμεί.

 

Οι προσφυγές 866/2004, 891/2004 και 1014/2004 συνεκδικάστηκαν και απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 29/3/2008 με αποτέλεσμα την παρούσα έφεση η οποία βασίζεται σε 4 λόγους, τους εξής:

Λόγος έφεσης 1

Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν θυματοποιήθηκαν οι εφεσείοντες/αιτητές λόγω της επιλεκτικής αναφοράς του Διευθυντή κατά τη σύστασή του (α) στα καθήκοντα που εκτελούσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, (β) στα θέματα που εξειδικεύθηκαν και (γ) στην πείρα που απέκτησαν λόγω της εκτέλεσης των συγκεκριμένων, ως τους ανατέθηκαν καθηκόντων τους.

 

Λόγος έφεσης 2

Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Διευθυντή και η απόφαση της ΕΔΥ είναι αιτιολογημένες, σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων και ότι αξιολόγησαν ορθά τα αντικειμενικά κριτήρια κρίσεως.

 

Λόγος έφεσης 3

Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν διαπιστώθηκε υπεροχή των εφεσειόντων /αιτητών σε πρόσθετα προσόντα και αρχαιότητα.

 

Λόγος έφεσης 4

Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις των εφεσειόντων Αττά και Κυριάκου για το έτος 2000 είναι νόμιμες και δεν υπήρχαν λόγοι για αναθεώρησή τους ή ότι λήφθηκαν υπόψη εκθέσεις υπηρεσιακές που ήταν παράνομες.

 

Ενόψει του ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης στρέφονται κατά της σύστασης του Διευθυντή, θεωρούμε σκόπιμο όπως την παραθέσουμε, στην έκταση που μας ενδιαφέρει, στην παρούσα.

 

«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους.  Προκειμένου όμως να προβώ σε συστάσεις έχω διαβουλευθεί με τους άμεσα προϊσταμένους τους και έχω μελετήσει τόσο τους Προσωπικούς Φακέλους όσο και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.  Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους – αξία, προσόντα, αρχαιότητα -, καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης και τις ικανότητες και δυνατότητες ενός εκάστου των υποψηφίων, κρίνω ως καταλληλότερους και συστήνω για προαγωγή τους Κωσταρά Κωστάκη και Δημητριάδη Γεώργιο.

 

Οι Κωσταράς και Δημητριάδης, σε σύγκριση με τους υποψηφίους που προηγούνται σε αρχαιότητα, η οποία έχει περιορισμένη σημασία γιατί οφείλεται στην ημερομηνία γέννησης, υπερέχουν όλων σε αξία, όπως αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, και σε σύγκριση με τους λοιπούς υποψηφίους, οι οποίοι υστερούν σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται στην παρούσα τους θέση, είναι ίσοι σε αξία.  Ο Κωσταράς έχει εξειδικευθεί σε θέματα κατασκευαστικής ασφάλειας, φορτώσεων πλοίων και εξοπλισμού, ενώ ο Δημητριάδης έχει εξειδικευθεί σε θέματα εκπαίδευσης και πιστοποίησης ναυτικών.  Και οι δύο έχουν σημαντική πείρα στην επιθεώρηση πλοίων και έχουν εκπροσωπήσει κατ’ επανάληψη την Κύπρο στις εργασίες του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού.

 

.................................................................................................................»

 

Η εφεσίβλητη (ΕΔΥ) στην απόφαση της ημερ. 29/6/2004 αναφέρει ότι αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια-αξία, προσόντα και αρχαιότητα- καθώς επίσης και τη σύσταση του Διευθυντή έκρινε ότι οι Κωστάκης Κωσταράς και Γιώργος Δημητριάδης υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για προαγωγή στην επίδικη θέση.  Μεταξύ άλλων η εφεσίβλητη ανάφερε τα εξής:

 

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους Κωσταρά και Δημητριάδη, έλαβε υπόψη ότι αυτοί, σ’ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, υπερέχουν ή δεν υστερούν των λοιπών υποψηφίων, αξιολογηθέντες ως καθόλα εξαίρετοι, δεν υστερούν σε προσόντα, πλην έναντι του Αταλιανή, για τον οποίο γίνεται αναφορά πιο κάτω, και, επιπλέον, διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.

 

Επιλέγοντας τους πιο πάνω, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι Κωσταράς και Δημητριάδης υστερούν σε αρχαιότητα έναντι των Δαμιανού Αντώνιου και Παλατέ Γιαννάκη και ότι ο Δημητριάδης υστερεί και έναντι των Αττά Νίκου και Κυριάκου Ανδρέα, οι εν λόγω όμως υποψήφιοι υστερούν σε αξία και, επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η αρχαιότητα αυτή είναι οριακή, γιατί οφείλεται στην ημερομηνία γέννησης.

 

.....................................................................................................................

 

Τέλος, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Αττάς Νίκος κατέχει πιστοποιητικό παρακολούθησης μεταπτυχιακού προγράμματος στη Χημική Μηχανική διάρκειας ενός έτους, στο οποίο απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, ωστόσο το εν λόγω πιστοποιητικό παρακολούθησης δεν μπορεί να ανατρέψει την επιλογή των Κωσταρά και Δημητριάδη, οι οποίοι υπερέχουν στην αξία, ενώ η διαφορά στην αρχαιότητα του Αττά έναντι του Δημητριάδη ανάγετο μόνο στη ημερομηνία γέννησης, και επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή.»

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η εφεσίβλητη βασίστηκε και στη σύσταση του Διευθυντή που ήταν υπέρ των ενδιαφερομένων μερών.

 

Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει εφόσον αυτός αναφέρθηκε επιλεκτικά (α) στα καθήκοντα που εκτελούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη (β) στα θέματα που εξειδικεύθηκαν και (γ) στην πείρα που απέκτησαν λόγω της εκτέλεσης των συγκεκριμένων καθηκόντων.  Ενώ στο κριτήριο της αξίας οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ίσοι, ο Διευθυντής κατά τη σύσταση του υπερτόνισε τα πιο πάνω καθήκοντα των ενδιαφερομένων μερών ως τέτοια που τους καθιστούσαν καταλληλότερους.  Τέτοια σύσταση έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων και τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και άλλη νομολογία στην οποία έγινε αναφορά.

 

Ο συνάδελφος πρωτόδικα απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό των εφεσειόντων με το εξής σκεπτικό:

 

«Ο ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος.  Η σχετική αναφορά είναι μια απλή περιγραφή των υπηρεσιακών στοιχείων των Ε.Μ. που σκιαγραφεί τη σταδιοδρομία τους χωρίς να προσδίδει σ’ αυτούς οποιοδήποτε πλεονέκτημα»

 

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345, Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 804 και Παπαδοπούλου κ.α. ν. ΡΙΚ (2009) 3 Α.Α.Δ. 362) η ανάθεση ειδικών καθηκόντων δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, εκτός ίσως όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας. 

 

Στην υπόθεση Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (πιο πάνω) σελ. 351,  η αρχή αυτή διατυπώθηκε ως ακολούθως:

 

«Στην Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας.  Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τις πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται – (βλ. Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089, 1095, Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου – (Υποθ. Αρ. 524/88 – 31/9/1990), Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 512/89 – 19/9/1990).»

 

Η τοποθέτηση του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ταυτόσημη με εκείνη της δικής μας νομολογίας (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 357).

 

Είναι πρόδηλο από το υπογραμμισμένο μέρος του πιο πάνω πρακτικού και ιδιαίτερα του συνδέσμου «αλλά» ότι το Συμβούλιο της Αρχής έδωσε  βαρύτητα στο είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ.  Έχει επομένως παραβιάσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης (βλ.Γεωργιάδης, πιο πάνω)

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Κούλη ν. Δημοκρατίας, σελ. 857 διαβάζουμε τα εξής:

 

«Περαιτέρω στη σύσταση γίνεται ιδιαίτερη μνεία στα καθήκοντα που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Η φύση των καθηκόντων που ανατέθηκαν σε υπάλληλο δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την πρόκριση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, εκτός ίσως όπου προκύπτει ότι στον τελευταίο ανατέθηκαν, λόγω ανεπάρκειας περιορισμένα καθήκοντα (βλ. Μαρούλλα Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004).  Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντά τους όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ’ εντολή των ανωτέρων τους (Papadopoulos v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).

 

Στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) με αναφορά στην προαναφερθείσα υπόθεση Κούλη ν. Δημοκρατίας, στη σελ. 150 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«.................. Είναι νομολογημένο ότι, με κάποιες εξαιρέσεις, η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο δεν αποτελούν νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του.»

 

Στην Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι και τα ενδιαφερόμενα μέρη, στη σελ. 808 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αλλά και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του εφεσείοντα θα πρέπει να απορριφθούν.  Ο εφεσείων δεν μας έχει πείσει ότι θα πρέπει να αποστούμε από την ορθή αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης.  Δεν έδειξε για παράδειγμα ότι θυματοποιήθηκε από την αναφορά στα καθήκοντα που ανατέθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος.  Ο Διευθυντής αναφέρτηκε στα καθήκοντα που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη φύση τους, αλλά να αναδείξει τις ιδιότητες του που αποδεικνύουν την καταλληλότητα του για τη θέση.

 

Η αναφορά του στο κριτήριο της αξίας και η σύγκριση στην οποία προβαίνει μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και του εφεσείοντα, δεν γίνεται με βάση τα ανατεθέντα καθήκοντα, αλλά με βάση την αξία όπως προκύπτει από τις εμπιστευτικές εκθέσεις.»

 

Τη σύσταση του Διευθυντή την παραθέσαμε ήδη πιο πάνω.  Με σεβασμό διαφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αναφορά στα θέματα που έχουν εξειδικευθεί τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν απλώς μια περιγραφή των καθηκόντων τους.  Προκύπτει σαφώς ότι ήταν ο ένας από τους βασικούς λόγους (ο άλλος ήταν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία) για τους οποίους τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν καταλληλότεροι και συστήθηκαν για προαγωγή.  Η σύσταση ήταν τέτοια που ήταν αντίθετη με τη βαθμολογημένη αξία των αιτητών στις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης από τις οποίες προέκυπτε ουσιαστική ισοδυναμία μεταξύ αιτητών και ενδιαφερομένων μερών, όπως εξηγούμε με περισσότερη λεπτομέρεια στη συνέχεια.  

 

Ένα από τα παράπονα των εφεσειόντων είναι ότι ενώ αυτοί είχαν αρχαιότητα, έστω και με βάση την ημερομηνία γέννησης, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι αυτή μπορούσε να παρακαμφθεί αφού τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία, εύρημα που, σύμφωνα με τους εφεσείοντες,  δεν είναι ορθό.  Επί του σημείου αυτού, ο συνάδελφος πρωτόδικα ανάφερε τα εξής:

 

«Προβάλλεται αόριστα ο ισχυρισμός αυτός, παραπέμποντας σε αποσπάσματα της νομολογίας χωρίς να συγκεκριμενοποιείται στα θέματα που αφορούν τους αιτητές.  Αυτό που συνάγεται είναι ο ισχυρισμός για παραγνώριση της αρχαιότητας και των πρόσθετων προσόντων των αιτητών.

 

Από τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, προκύπτει ότι οι αιτητές και τα ΕΜ διορίστηκαν στη θέση Επιθεωρητή Πλοίων την ίδια ημερομηνία, την 15.7.97.  Η διαφορά στην αρχαιότητα έγκειται στην ημερομηνία γέννησης.  Ο αιτητής Δαμιανού υπερέχει σε αρχαιότητα των ΕΜ Κωσταρά και Δημητριάδη και οι αιτητές Αττάς και Κυριάκου υπερέχουν του ΕΜ Δημητριάδη.

 

Ο Διευθυντής σύστησε τα ΕΜ, δίνοντας βαρύτητα στην υπεροχή των ΕΜ σε αξία, όπως προκύπτει από τη βαθμολογία τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.

 

Το ίδιο και η ΕΔΥ, κρίνοντας ότι η αρχαιότητα με βάση την ημερομηνία γέννησης είναι οριακή, επέλεξε τα ΕΜ, τα οποία υπερείχαν σε αξία.

 

Δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη το μεταπτυχιακό πρόγραμμα διάρκειας ενός έτους, το οποίο παρακολούθησε ο αιτητής Αττάς.  Έκρινε ορθά, ότι δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή των ΕΜ σε αξία.

 

Δε διαπιστώνεται υπεροχή των αιτητών σε αρχαιότητα και πρόσθετα προσόντα, όπως ισχυρίζονται.

 

Πρόβαλαν και οι τρεις αιτητές ότι η υπεροχή σε αξία των ΕΜ έναντι αυτών είναι οριακή.

 

Από τη μελέτη των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, διαπίστωσα ότι τα ΕΜ έχουν αξιολογηθεί εξαίρετα και στα οκτώ στοιχεία αξιολόγησης τα έτη 2003-1999.  Ο αιτητής Αττάς έχει αξιολογηθεί με εξαίρετα και στα οκτώ στοιχεία αξιολόγησης τα έτη 2003-2001, ενώ έχει αξιολογηθεί με εξαίρετα στα επτά στοιχεία και με πολύ ικανοποιητικά σε ένα στοιχείο τα έτη 2000 και 1999.  Το ίδιο και ο αιτητής Κυριάκου.  Ο αιτητής Δαμιανού έχει αξιολογηθεί με εξαίρετα και στα οκτώ στοιχεία τα έτη 2003 και 2002, ενώ είχε αξιολογηθεί με εξαίρετα στα επτά στοιχεία και πολύ ικανοποιητικά σε ένα το έτος 2001 και με εξαίρετα στα έξι στοιχεία και πολύ ικανοποιητικά στα δύο τα έτη 2000 και 1999.

 

Η βαθμολογική διαφορά μεταξύ αιτητών και ΕΜ δε θα έλεγα ότι είναι οριακή.  Έχοντας υπόψη την ισοπεδωτική βαθμολόγηση των δημόσιων υπαλλήλων που σε ένα τεράστιο ποσοστό των αξιολογικών εκθέσεων εμφανίζονται όλοι εξαίρετοι, η οποιαδήποτε διαφορά σε αξία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Κατερίνα Θεμιστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 654/2001 ημερ. 19.11.2002).

 

Η σύσταση του Διευθυντή δε φαίνεται να παραβιάζει τις αρχές που τέθηκαν στη νομολογία.

 

Η ΕΔΥ είχε να επιλέξει μεταξύ της συμβολικής αρχαιότητας λόγω ηλικίας των αιτητών, όπως παρατέθηκε πιο πάνω και της υπεροχής των ΕΜ σε αξία και η πλάστιγγα έκλινε υπέρ του κριτηρίου της αξίας.  Δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου στην απόφασή της.»

 

Είμαστε της άποψης ότι η διαφορά μεταξύ εφεσειόντων και ενδιαφερομένων μερών, όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης (δυο «εξαίρετος» στα 5 χρόνια υπέρ των ενδιαφερομένων μερών έναντι των Αττά και Κυριάκου και πέντε «εξαίρετος» έναντι του Δαμιανού) όταν μάλιστα τα τελευταία χρόνια η βαθμολογία τους ήταν ακριβώς η ίδια, ήταν τέτοια που σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Ελέγκω Φραγκουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 50/2008 ημερ. 2/2/2011, Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 156/2008, ημερ. 29/9/2011 και Σωφρόνης Πατσαλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 183/2008 ημερ. 2/11/2011), δεν δίνει υπεροχή σε αξία στα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά αναδεικνύει υποψηφίους ίσους ή περίπου ίσους σε αξία.

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας η Ολομέλεια ανάφερε ξανά τα ακόλουθα:

 

«Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 404 – διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας – και Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 ΑΑΔ 141τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία).  Ταυτόχρονα, έχει τονισθεί ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ανοδική πορεία στην αξιολόγηση που παρουσιάζει ένας υποψήφιος τα τελευταία έτη πριν την προαγωγή δείχνοντας έτσι το βαθμό προσπάθειας που καταβάλλει προς καλύτερη απόδοση στην υπηρεσία.  (Georghiades v. Republic (1975) 3 CLR 145 και Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 662).»

 

Επανερχόμενοι στη δική μας υπόθεση, η άποψη ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία, έπαιξε το ρόλο της και στην εκτίμηση του πιστοποιητικού παρακολούθησης μεταπτυχιακού προγράμματος στη Χημική Μηχανική που είχε ο εφεσείων Αττάς. Επομένως η απόφαση τόσο του Διευθυντή όσο και της ΕΔΥ, που υιοθετήθηκε και από τον πρωτόδικο Δικαστή, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία, λήφθηκε κατά πλάνη.  Ο Διευθυντής και η ΕΔΥ αναφέρθηκαν επανειλημμένα σε υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών σε αξία και όχι απλώς ότι έχουν οριακή διαφορά στην αξία, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κατερίνα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ υποθ. αρ. 654/2001 ημερ. 19/11/2002 (Αρτεμίδης Δ, όπως ήταν τότε) στην οποία βασίστηκε ο συνάδελφος πρωτόδικα για να αποφανθεί ότι η βαθμολογική διαφορά δεν ήταν οριακή.  Επομένως η προσβαλλόμενη με τις προσφυγές απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.   Επαφίεται στην ΕΔΥ να επανεξετάσει το θέμα κάτω από το δεδομένο πλέον ότι οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ουσιαστικά ίσοι ως προς την αξία.

 

Με την πιο πάνω κατάληξή μας δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τον τέταρτο λόγο έφεσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα περιλαμβανομένων κι’ αυτών της πρωτόδικης διαδικασίας (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η προσβαλλόμενη με τις προσφυγές απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

                                                      Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

                                                      Α. Κραμβής, Δ.

                                                      Μ. Φωτίου, Δ.

                                                      Στ. Ναθαναήλ, Δ.

                                                      Κ. Κληρίδης, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο