ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2009
(Υποθέσεις αρ. 555/2007, 556/2007)
2 Mαρτίου 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΕΜΕΣΙΑΝΟΣ
Εφεσείοντες/Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Καθ’ ης η αίτηση
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για τους εφεσείοντες.
Ευγενία Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για την εφεσίβλητη.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων κατά του κύρους του διορισμού του Λεωνίδα Λεωνίδου (ο ενδιαφερόμενος) στη μόνιμη θέση Διευθυντή, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας.
Το πρώτο από τα θέματα που εγείρονται, με τον πρώτο λόγο έφεσης, αφορά στη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικά, στο κατά πόσο έπασχε η σύνθεση επειδή ο Πρόεδρος της ΕΔΥ επέλεξε να μη συμμετάσχει. Συνοψίζουμε τα δεδομένα:
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά από ανάκληση από την ΕΔΥ, της προηγούμενης απόφασής της, ημερομηνίας 11.7.05, για διορισμό του ιδίου. Είχαν ασκηθεί τότε οι προσφυγές 1205/05 και 1266/05 κατά του κύρους εκείνου του αρχικού διορισμού και εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, με τη γνωμάτευση ημερομηνίας 29.9.06, υποβλήθηκε εισήγηση για ανάκληση της απόφασης. Αυτό, με αναφορά στην προφορική εξέταση που είχε τότε διεξαχθεί ως του μέσου για τη διαπίστωση της κατοχής από τον ενδιαφερόμενο του απαιτούμενου, από το σχέδιο υπηρεσίας, προσόντος της πολύ καλής γνώσης θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας. Στη γνωμάτευση έγινε συναφώς αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.α. ν. Αντωνίου κ.α. (2001) 3 ΑΑΔ 921 στην οποία αποδοκιμάστηκε η διαπίστωση της κατοχής του απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης σε ένα εξόχως εξειδικευμένο τομέα στη βάση μιας εντελώς γενικής διατύπωσης πως, κατά την προφορική εξέταση, λήφθηκαν υπόψη οι απαντήσεις που έδωσαν οι υποψήφιοι.
Επομένως, προέκυπτε ζήτημα ως προς την κατοχή από τον ενδιαφερόμενο απαιτούμενου προσόντος και σημειώνουμε, ακριβώς, ότι στην τότε γνωμάτευση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα γίνεται αναφορά στη δυνατότητα να αναζητηθούν από την ΑΤΗΚ, στην υπηρεσία της οποίας βρισκόταν ο ενδιαφερόμενος, αναλυτικά τα καθήκοντα που ασκούσε για να υποβοηθηθεί το έργο σε σχέση με το ζήτημα της κατοχής του αναφερθέντος προσόντος. Όπως και έγινε.
Η ΕΔΥ ανακάλεσε την απόφασή της, οι προσφυγές που τότε ασκήθηκαν αποσύρθηκαν ως στερηθείσες του αντικειμένου τους, ας σημειωθεί με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, και, μετά από πρόσκληση της ΕΔΥ, ο ενδιαφερόμενος προσκόμισε στοιχεία από την ΑΤΗΚ. Στις 9.2.07, όταν η ΕΔΥ διεξήγαγε την επανεξέταση, ο Πρόεδρός της δεν συμμετέσχε επειδή, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά, «δεν συμμετέσχε στις προηγούμενες συνεδρίες». Παρεμβάλλουμε τα ακόλουθα: Ο Πρόεδρος της ΕΔΥ συμμετέσχε σε ορισμένες συνεδρίες κατά την αρχική διαδικασία ειδικά δε στις συνεδρίες που αφορούσαν στην κατοχή ορισμένων άλλων απαιτουμένων προσόντων και του πλεονεκτήματος. Απουσίασε, όμως, όπως σημειώθηκε με άδεια απουσίας, στις επόμενες κατά τις οποίες λήφθηκε η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, διεξάχθηκε η προφορική εξέταση, καταγράφηκαν οι συναφείς εντυπώσεις από αυτή, έγινε η σύγκριση των υποψηφίων και αποφασίστηκε ο διορισμός του ενδιαφερομένου.
Μετά την ανάκληση, απασχόλησε την ΕΔΥ, δηλαδή τα τέσσερα μέλη που απέμειναν, ως πρώτο θέμα, εκείνο της κατοχής του προσόντος. Αξιολόγησαν τα στοιχεία που προσκομίστηκαν και έκριναν ότι, στη βάση τους, ο ενδιαφερόμενος «ικανοποιεί την απαίτηση 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας για κατοχή πολύ καλής γνώσης θεμάτων Πολιτικής Αεροπορίας». Ακολούθησε η σύγκριση των υποψηφίων με γνώμονα τα δεδομένα τους και αφού λήφθηκαν υπόψη και οι εντυπώσεις από την προφορική εξέταση και η υπέρ του ενδιαφερομένου σύσταση του Γενικού Διευθυντή, που υπήρχαν από την αρχική διαδικασία, εκτιμήθηκε πως, παρά την κατοχή από τους εφεσείοντες και άλλο υποψήφιο του πλεονεκτήματος της μακράς και ευδόκιμης πείρας σε θέματα πολιτικής αεροπορίας, καταλληλότερος ήταν ο ενδιαφερόμενος.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων πως κατά πλάνη δεν συμμετέσχε ο Πρόεδρος κατά την επανεξέταση. Όπως ακριβώς στην περίπτωση της απόφασης της Ολομέλειας στην Κόρτας κ.α. ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 67. H ανάκληση αποφασίστηκε με αναφορά στο ζήτημα της κατοχής απαιτούμενου προσόντος, αυτό προηγείτο παντός άλλου και όφειλε η ΕΔΥ να το εξετάσει υπό πλήρη σύνθεση.
Πρωτοδίκως αποφασίστηκε πως νομίμως δεν συμμετέσχε ο Πρόεδρος ενόψει του άρθρου 21(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999). Περαιτέρω, πως διαφοροποιείτο η περίπτωση από εκείνη στην Κόρτας (ανωτέρω) αφού και με τη μη συμμετοχή του Προέδρου θα διασωζόταν η προφορική εξέταση «σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34Α του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε».
Την ορθότητα αυτής της προσέγγισης την υποστήριξε ενώπιόν μας η εφεσίβλητη αλλά χωρίς αναφορά στο γεγονός, όπως το επεσήμαναν οι εφεσείοντες, ότι τα πιο πάνω άρθρα ρυθμίζουν καταστάσεις μετά από ακυρωτική απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 21(4) αν μεταξύ του χρόνου που εκδόθηκε «ακυρωθείσα πράξη» και του χρόνου της επανεξέτασης δεν επήλθε αλλαγή στη σύνθεση (προφανώς εννοείται στη συγκρότηση) του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, «στην επανεξέταση και στη λήψη νέας απόφασης καλούνται τα μέλη που μετείχαν στη συνεδρία κατά την οποία λήφθηκε η πράξη που ακυρώθηκε».
Ο θεσμός της ανάκλησης ήταν, βεβαίως, γνωστός στο νομοθέτη και περιλαμβάνονται στο άρθρο 54 του πιο πάνω Νόμου ρυθμίσεις ως προς αυτή. Δεν νομίζουμε ότι μπορούμε να αλλοιώσουμε το Νόμο εκλαμβάνοντας πως όταν ο Νόμος αναφέρεται σε ακυρωθείσα πράξη εννοεί οτιδήποτε άλλο εκτός από δικαστική ακύρωση. Περαιτέρω, το άρθρο 34Α του Ν. 1/90 που περιλαμβάνει ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων σε σχέση με την περίσωση των κρίσεων από προφορική εξέταση αλλά και ήδη δοθείσας σύστασης, ισχύει, όπως ρητώς προβλέπεται στο εδάφιο (1), «σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός ή η προαγωγή υπαλλήλου…». Δεν έχουμε, εν προκειμένω, τέτοια ακύρωση και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι παρέχεται περιθώριο για επίλυση του ζητήματος με αναφορά στα πιο πάνω άρθρα.
Ενόψει του λόγου της ανάκλησης προέκυπτε η ανάγκη έρευνας και απόφανσης ως προς την κατοχή απαιτούμενου προσόντος, εξ αρχής. Είναι με αυτό τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα η ΕΔΥ και είδαμε πως διεξήγαγε έρευνα και αξιολόγησε στοιχεία, αναφερόμενα στον ουσιώδη χρόνο, βεβαίως, αλλά ανύπαρκτα κατά την αρχική διαδικασία. Αυτή την κρίση και την κατοχή του προσόντος, ως προϋπόθεση για την οποιαδήποτε περαιτέρω κρίση ως προς την καταλληλότητα, που μπορεί να αφορά μόνο σε προσοντούχους υποψηφίους, την όφειλε η ΕΔΥ, υπό πλήρη σύνθεση, χωρίς να υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος που να απέκλειε τη συμμετοχή του Προέδρου. Οπότε, αν αυτή η κρίση θα ήταν αρνητική για τον ενδιαφερόμενο αυτός θα αποκλειόταν. Ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, η ΕΔΥ θα συνέχιζε με τα περαιτέρω.
Είναι πρόδηλο πως η μη συμμετοχή του Προέδρου με αναφορά στην απουσία του από προηγούμενες συνεδρίες, σκόπιμη όπως ήταν, οφειλόταν στην εσφαλμένη αντίληψη αναφορικά με τη δυνατότητα συμμετοχής του. Επομένως, κατά τα εξηγηθέντα στην Κόρτας (ανωτέρω) με αναφορά σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων στις οποίες αναλύθηκε η προηγούμενη νομολογία, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Αυτός ο λόγος ακυρότητας ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας και δεν παραμένει υπόβαθρο για τη συζήτηση των άλλων θεμάτων που εγείρονται με την έφεση. Θα σημειώναμε, όμως, πως η εισήγηση των εφεσειόντων ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας επειδή, όπως είναι ο ισχυρισμός τους, κατά παράβαση του άρθρου 37(4) του Ν. 1/90 η ΕΔΥ, στο πλαίσιο της αρχικής της απόφασης, χορήγησε παρατάσεις ως προς την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του διορισμού του ενδιαφερομένου με αποτέλεσμα αυτή να μη δημοσιευθεί μέσα στις 45 μέρες που προβλέπονται, παραγνωρίζει το γεγονός ότι εκείνη η απόφαση ανακλήθηκε και αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νέα απόφαση που δημοσιεύθηκε πριν παρέλθουν 45 μέρες από τη λήψη της. Οπότε δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε είτε με τη νομιμοποίηση του εφεσείοντα να εγείρει τέτοιο θέμα είτε σε σχέση με την ουσία του πράγματος, στις οποίες επεκτάθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
/μσιαμπαρτα
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο