ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 5/2009, 2 Απριλίου 2012

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 5/2009)

 

 

2 Απριλίου, 2012

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,

 

Εφεσείοντας/Αιτητής,

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων/Καθ’ων η αίτηση.

 

 

Φ. Καμένος για Αλ. Μαρκίδη, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Α.Σ. Αγγελίδης με Στ. Αγγελίδη (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση των εφεσιβλήτων, ημερομηνίας 6/5/2004, ο εφεσείων προήχθη στη θέση Ανώτερου Λέκτορα (Μηχανολογίας) στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (το Α.Τ.Ι.), αντί του ενδιαφερόμενου μέρους στην παρούσα έφεση. Κατά το χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης, εφεσείων και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχοι διδακτορικού τίτλου, ο οποίος τους είχε απονεμηθεί, στον μεν εφεσείοντα από αμερικάνικο πανεπιστήμιο, στο δε ενδιαφερόμενο μέρος από αγγλικό πανεπιστήμιο. Πρόσθετα, ο εφεσείων ήταν κάτοχος τίτλου M.Sc.

 

Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε στα πλαίσια προσφυγής (αρ. προσφυγής 768/2004), η απόφαση με την οποία είχε προαχθεί ο εφεσείων, ακυρώθηκε.

 

Η Ε.Δ.Υ. προτού προβεί σε επανεξέταση, αποφάσισε όπως προβεί σε διερεύνηση και αυτό ενόψει των λόγων ακύρωσης, του τρόπου απόκτησης του διδακτορικού τίτλου που εφεσείων και ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν και συγκεκριμένα, κατά πόσο ο τίτλος του M.Sc. που μόνο ο εφεσείων κατείχε, ήταν ή όχι ενδιάμεσος τίτλος αναγκαίος προς απόκτηση του διδακτορικού τίτλου στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Περαιτέρω, η έρευνα αποσκοπούσε στη διερεύνηση του κατά πόσο για σκοπούς απόκτησης διδακτορικού και στα βρετανικά πανεπιστήμια απαιτείτο η απόκτηση ενδιάμεσου πτυχίου. Προς τούτο η Ε.Δ.Υ. απηύθυνε σχετικά ερωτήματα στο Βρετανικό Συμβούλιο (British Council), όπως και στο Fulbright Commission. Το Fulbright Commission ανταποκρινόμενο, πληροφόρησε την Ε.Δ.Υ. ότι το πτυχίο M.Sc., το οποίο κατείχε ο εφεσείων ήταν προαπαιτούμενο για εισδοχή σε διδακτορικό πρόγραμμα. Το British Council δεν ανταποκρίθηκε.

 

Στην επανεξέταση που ακολούθησε, ενεργώντας στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά από την 1/6/2004, από τότε δηλαδή που είχε προαχθεί την πρώτη φορά ο εφεσείων. Κατά την εν λόγω επανεξέταση η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε του εφεσείοντα σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια και ένα μήνα, καθώς επίσης και ότι είχε           υπέρ του τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Κεντρικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Α.Τ.Ι. Κατά τα λοιπά, η Ε.Δ.Υ. σημειώνοντας ότι από την επιστολή του Fulbright Commission προέκυπτε ότι το πτυχίο M.Sc. του εφεσείοντα είναι ενδιάμεσος τίτλος, η κατοχή του οποίου αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς απόκτησης διδακτορικού τίτλου, έκρινε ότι οι συγκεκριμένοι δύο υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, εφόσον και οι δύο κατείχαν το συγκεκριμένο ανώτατο ακαδημαϊκό προσόν, ήτοι διδακτορικό πτυχίο.

 

Με απόφαση του, την εκκαλούμενη απόφαση, ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή που ο εφεσείων καταχώρισε, απέρριψε την προσφυγή.

 

Με στόχο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση, προβάλλοντας έξι συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους προχωρούμε να εξετάσουμε. Σημειώνεται ότι κάποιοι από αυτούς συμπίπτουν μεταξύ τους και ως εκ τούτου, αυτοί θα εξεταστούν μαζί.

 

Λόγοι έφεσης 1 και 2

Παραθέτουμε αυτούσιους τους πιο πάνω λόγους έφεσης:

 

Πρώτος Λόγος Εφέσεως:

Η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα του Αιτούντος έστω και αν θεωρείται αυτόνομο πτυχίο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσθέτει στα προσόντα του κατά τρόπο που να υπερτερεί αυτός του Ε/Μ, εφόσον στην υψηλότερη βαθμίδα ακαδημαϊκών προσόντων είναι και οι δύο κάτοχοι διδακτορικού, είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.

 

Δεύτερος Λόγος Εφέσεως:

Η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το Μεταπτυχιακό Δίπλωμα του Εφεσείοντος / Αιτητή θα είχε την αυτονομία που η Fulbright Commission ανέφερε στην επιστολή της ημερ. 11.5.06, αν ο Αιτητής / Εφεσείων παρέμενε με τον τίτλο αυτό και δεν προχωρούσε σε διδακτορικές σπουδές, είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.”

 

 

Η σχετική με τους πιο πάνω δύο λόγους επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, περιστρέφεται γύρω από την πιο κάτω θέση:

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αντί να εξετάσει την ουσία του παραπόνου του εφεσείοντα, που ήταν η παράλειψη των εφεσιβλήτων, αφενός να λάβουν υπόψη αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη του μεταπτυχιακού διπλώματος (Master), του εφεσείοντα και αφετέρου να αξιολογήσουν, ως είχαν υποχρέωση να κάμουν, το εν λόγω δίπλωμα ως επιπρόσθετο προσόν σε σχέση με τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης, προχώρησε και αφού «χάριν επιχειρήματος παρέθεσε μια υποθετική πρόταση («έστω και αν θεωρείται αυτόνομο πτυχίο ....»)», κατά παράβαση πάγιων νομολογιακών αρχών προέβη σε πρωτογενή εκτίμηση στοιχείων και συγκεκριμένα σε εκτίμηση της σχετικότητας του συγκεκριμένου μεταπτυχιακού διπλώματος με τα καθήκοντα της θέσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του εφεσείοντα, κατέληξε ότι από τη στιγμή που ο εφεσείων ακολούθησε διδακτορικές σπουδές, το συγκεκριμένο δίπλωμα απώλεσε την αυτονομία που σύμφωνα με τη βεβαίωση του Fulbright το χαρακτήριζε. 

 

Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην αμφισβητούμενη με τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης, κατάληξη του, έχει ως εξής:

 

     “Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ότι αποτελεί πλεονέκτημα η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου που αποκτήθηκε μετά από σπουδές τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους. Κρίνεται ότι  απόφαση των καθ’ων να θεωρήσουν ισοδύναμους τους δύο υποψήφιους με την κατοχή διδακτορικού διπλώματος ήταν εντός της διακριτικής τους ευχέρειας, εφόσον το διδακτορικό πτυχίο αποτελεί, όπως αναφέρθηκε από τους καθ’ων, την ανώτατη διάκριση, το κατέχουν δε αμφότεροι. Η ύπαρξη μεταπτυχιακού στη βαθμίδα του Masters από τον αιτητή, έστω και αν θεωρείται ως αυτόνομο πτυχίο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσθέτει στα προσόντα του αιτητή κατά τρόπο που να υπερτερεί αυτός του ενδιαφερομένου μέρους, εφόσον στην υψηλότερη βαθμίδα ακαδημαϊκών προσόντων είναι και οι δύο κάτοχοι διδακτορικού. Η ουσία της απόφασης των καθ’ων να θεωρήσουν το Masters ως ενδιάμεσο τίτλο, δεν εξυπακούει και τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, δηλαδή, κατέχει πρόσθετο προσόν, εφόσον ο αιτητής δεν παρέμεινε στην κατοχή του Masters και μόνο, αλλά προχώρησε να αποκτήσει το διδακτορικό για την απόκτηση του οποίου στο συγκεκριμένο ακαδημαϊκό πρόγραμμα που ακολούθησε, δεν ήταν δυνατόν να ενταχθεί χωρίς να ήταν κάτοχος του Masters. Με άλλα λόγια, θα είχε την αυτονομία που το Fulbright Commission ανέφερε στην επιστολή του ημερ. 11.5.06, αν ο αιτητής παρέμενε με τον τίτλο αυτό και δεν προχωρούσε σε διδακτορικές σπουδές. Σε τέτοια βέβαια περίπτωση θα είχε υποδεέστερο του ενδιαφερομένου μέρους προσόν. Το γεγονός ότι το Βρεττανικό Συμβούλιο δεν απάντησε το σχετικό ερώτημα των καθ’ων, δεν αφαιρεί από το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει επίσης διδακτορικό σύμφωνα με το δικό του εκπαιδευτικό και πανεπιστημιακό πρόγραμμα που ακολούθησε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εν τέλει και οι δύο κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο, ισοδύναμης αξίας και άρα πληρούν και οι δυο το σχέδιο υπηρεσίας. Όπως φαίνεται από τον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους Τεκμ. «Β1», ερυθρά 3-6, ήταν δυνατή η απόκτηση του τίτλου «Doctor of Philosophy» από το University of Dundee μετά την απόκτηση του B.Sc. από το ίδιο πανεπιστήμιο. Να σημειωθεί πρόσθετα ότι από τη σύγκριση των προσωπικών φακέλων του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, στον αιτητή απονεμήθηκε το διδακτορικό το 1987, ενώ στο ενδιαφερόμενο μέρος το 1986.”

 

 

Συμφωνούμε με το πιο πάνω σκεπτικό. Κρίνουμε πως δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης μας στην πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου.               Η απόκτηση του διδακτορικού επέδρασε καταλυτικά στην οποιαδήποτε αυτονομία του τίτλου Master, ο οποίος στην ουσία απορροφήθηκε από την ύπαρξη του διδακτορικού. Έστω και αν ο τίτλος του Master θεωρείται ως αυτόνομο πτυχίο, δεν θα μπορούσε, όπως πολύ ορθά στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται, «να θεωρηθεί ότι προσθέτει στα προσόντα του αιτητή», έτσι ώστε αυτός να υπερτερεί του ενδιαφερόμενου μέρους στον τομέα ακαδημαϊκά προσόντα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Λόγος έφεσης 3

Στο στόχαστρο του συγκεκριμένου λόγου έφεσης βρίσκεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ισοδυναμίας εφεσείοντα και ενδιαφερόμενου μέρους στις ετήσιες εκθέσεις. Παραθέτουμε το συγκεκριμένο λόγο έφεσης αυτούσιο:

 

“Η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο χαρακτηρισμός «εξαίρετος» οριακή μόνο διαφορά έχει από το χαρακτηρισμό «πολύ καλός» και η συνακόλουθη απόφαση και/ή εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ισοδυναμίας στην αξία μεταξύ Αιτούντος και Ε/Μ είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.”

 

 

Στην παρούσα περίπτωση εξέταση των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης αποκαλύπτει, εξάλλου αυτό υποδείχθηκε τόσο στην πρώτη ακυρωτική απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια της προσφυγής 768/2004, η οποία να σημειωθεί δεν εφεσιβλήθηκε, όσο και στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση – την εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση – ότι τα τελευταία έξι χρόνια (1998-2003) και οι δύο υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν ως «εξαίρετοι» σε όλα τα στοιχεία. Ισοδυναμία υπάρχει και για τα έτη 1991 και 1996. Διαφορά προκύπτει μόνο κατά ένα «εξαίρετος» το χρόνο, υπέρ του εφεσείοντα κατά την περίοδο 1992-1995 και το έτος 1997.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662 και Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999)               3 Α.Α.Δ. 432), αφού επεσήμανε τη νομολογιακή αρχή ότι «ολόκληρη η σταδιοδρομία ενός υπαλλήλου πρέπει να εισέρχεται στην εικόνα του αποφασίζοντος οργάνου και είναι εντός της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες εμπιστευτικές εκθέσεις, όταν δηλαδή επίκειται η προαγωγή», έκρινε ως οριακή τη διαφορά που παρουσιάζουν οι ετήσιες εκθέσεις και οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι οι δύο υποψήφιοι έχουν «ισοδυναμία στην αξία που δεν διαφοροποιεί την εικόνα υπέρ του αιτητή».

 

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, θέση με την οποία δεν διαφωνούμε, ότι «η κλίμακα βαθμολογίας εισήχθη σαν εργαλείο που υποβοηθά στην και/ή καταδεικνύει την κατάταξη ανάλογα με την αξία». Ήταν επίσης η θέση του, θέση όμως με την οποία, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω, διαφωνούμε, ότι η επί του προκειμένου προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν «ισοπεδωτική», με αποτέλεσμα να καταστήσει «άνευ ουσιαστικού περιεχομένου την ύπαρξη διαβαθμίσεων στις βαθμολογίες». Στην υπόθεση Αντώνης Βασιλειάδης κ.ά. ν. Μάρως Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, η υπεροχή της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα κατά πέντε «εξαίρετα» στα τελευταία πέντε έτη, κρίθηκε ως «οριακή», οι δε διάδικοι χαρακτηρίστηκαν ως ουσιαστικά «ίσοι». Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Πανίκος Πούρου κ.ά. ν. Άννας Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, στην οποία και παραπέμπουμε. Τέλος, στην υπόθεση Μαρίνος Μουσιούττας ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθεσης 339/2003, ημερομηνίας 24/3/2004, στην οποία οι διάδικοι είχαν την ίδια βαθμολογία στα τέσσερα τελευταία χρόνια, ο αιτητής όμως σε σύνολο υπηρεσίας εννέα ετών υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους κατά πέντε «εξαίρετα», ο τότε Δικαστής Π. Καλλής προσέγγισε το επίμαχο ζήτημα, προσέγγιση την οποία υιοθετούμε και για σκοπούς της παρούσας απόφασης μας ως εξής:

 

“Έχει νομολογηθεί ότι κατά την κρίση της αξίας λαμβάνεται υπόψη η γενική αξιολόγηση και εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιοι και όχι η επί μέρους βαθμολογία (βλ. Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., Α.Ε. 3039/31.3.2003). Εδώ οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων 4 ετών. Θεωρώ ότι η γενική εικόνα της αξίας που παρουσιάζει το σύνολο της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων είναι περίπου η ίδια. Η δε διαφορά των 5 «εξαίρετα» σε σύνολο υπηρεσίας            9 ετών δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε υπεροχή στον αιτητή δεδομένης της ισοβαθμίας τους στις πλέον πρόσφατες αξιολογήσεις.”

 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, έχουμε την άποψη ότι, η επίμαχη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, κρινόμενη εντός του πιο πάνω νομολογιακού πλαισίου και υπό το φως των εδώ δεδομένων, είναι ορθή. Η διαφορά των πέντε «εξαίρετων», σε μια περίοδο πέντε ετών, στο μακρινό θα λέγαμε παρελθόν, δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε υπεροχή στον αιτητή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, ούτε ο λόγος έφεσης 3 μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Λόγος έφεσης 4

“Η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αρχαιότητα, η οποία από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγων, αποκτά την δική της σημασία όταν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.”

 

 

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να πούμε ότι η θέση, κοινή και για τις δυο πλευρές, ότι από μόνη της η αρχαιότητα δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα, αλλά προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά             τα άλλα ίσοι, όντως βρίσκει έρεισμα στη νομολογία (Δημοκρατία ν.                      Φ. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 και Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377). Έρεισμα στη νομολογία βρίσκει όμως και η θέση ότι το κριτήριο πείρα συναρτάται με την αξία κάθε υποψηφίου, νοουμένου δε ότι η πείρα είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, τότε πείρα που απορρέει από την υπεροχή σε αρχαιότητα, προσδίδει και επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου, αν και η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Παράγοντες όπως η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του, είναι ίσοι, αν όχι πιο σημαντικοί, δείκτες της πείρας. (Βλ. Κώστας Δ. Ιωάννου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 624 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).

 

Στην παρούσα περίπτωση η επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα, η οποία να σημειωθεί προωθήθηκε, πλην όμως απορρίφθηκε και πρωτόδικα, περιστρέφεται γύρω από τον εξής άξονα. Η νομολογιακή αρχή ότι η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι, δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής καθότι οι δύο υποψήφιοι δεν είναι ισοδύναμοι στα υπόλοιπα στοιχεία και συγκεκριμένα δεν είναι ισοδύναμοι στον τομέα των προσόντων καθότι ο εφεσείων, πέραν του διδακτορικού, είναι κάτοχος και M.Sc., ενώ παράλληλα υπερέχει και σε βαθμολογημένη αξία.

 

Η θέση αυτή του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι στους τομείς προσόντα και αξία, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων, εφεσείων και ενδιαφερόμενο μέρος, είναι ισοδύναμοι. Επομένως, εφόσον το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του εφεσείοντα σε αρχαιότητα κατά δύο και πλέον χρόνια και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, «η αρχαιότητα ...... αποκτά τη δική της σημασία ....... έχοντας υπόψη ότι η πείρα, προερχόμενη εκ της αρχαιότητας, προσδίδει και επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου (δέστε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915)», δεν μπορεί παρά να είναι ορθή.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγοι έφεσης 5 και 6

Παραθέτουμε τους συγκεκριμένους λόγους έφεσης:

 

Λόγος έφεσης 5

“Η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Αρ. 768/04, άφησε ανέπαφη τη σύσταση αυτή και ορθά κατά την επανεξέταση λήφθηκε υπόψη ως είχε καθώς και η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αναζήτηση επανασύστασης θα προσέκρουε στο δεδικασμένο είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένες.”

 

 

Λόγος έφεσης 6

“Η απόφαση και/ή το εύρημα του Πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύσταση ως αυτοτελές πρωτογενές στοιχείο κρίσης είχε βαρύνουσα θέση στην όλη αξιολόγηση (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485) είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη.”

 

 

Η σχετική με τους πιο πάνω δύο λόγους έφεσης επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα περιστρέφεται γύρω από τις πιο κάτω θέσεις:

 

(α) Από τη στιγμή που η σύσταση – έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερομηνίας 3/5/2004 δεν είχε αποτελέσει επίδικο θέμα ή πραγματικό υπόβαθρο για την εξαγωγή οποιουδήποτε ευρήματος ή συμπεράσματος από το Πρωτόδικο δικαστήριο στην υπόθεση 768/04, ούτε και στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής κρίθηκε η ορθότητα της εν λόγω σύστασης, ο εφεσείων δεν δεσμευόταν να την αμφισβητήσει και εφόσον αυτή είναι λανθασμένη τότε έπρεπε να είχε αγνοηθεί. Συνεπώς δεν εγείρεται θέμα δεδικασμένου, η εφαρμογή του οποίου εμποδίζει τον εφεσείοντα από του να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της εν λόγω σύστασης.

 

(β)  Στη διαδικασία προαγωγών στο ΑΤΙ δεν προνοείται ως κριτήριο αξιολόγησης η σύσταση του Διευθυντή, εξ’ ου και στην παρούσα περίπτωση δεν δόθηκε τέτοια σύσταση, αλλά σύσταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή του Κυπριακού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, ως οι πρόνοιες του άρθρου 25(2) του περί Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου Κύπρου Νόμου 1999,                     Ν. 115(Ι)/99, ορίζουν, οι οποίες και τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Η υπόθεση Κέντα (πιο πάνω) αφορούσε στη βαρύτητα σύστασης του Διευθυντή/Προϊσταμένου και όχι στη βαρύτητα σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής. Ανεξάρτητα όμως τούτου, η υπόθεση Κέντα έχει ουσιαστικά ανατραπεί από την απόφαση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, σύμφωνα με την οποία η σύσταση του Προϊσταμένου/Διευθυντή αντιμετωπίζεται ως γνώμη και ουδόλως συναρτάται προς την αξία.

 

Το απόσπασμα από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο βρίσκεται στο στόχαστρο των πιο πάνω δύο λόγων έφεσης, έχει ως εξής:

 

     “Τέλος, δεν ισχύει η θέση ότι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πάσχουσα κατά την αρχική εξέταση της πλήρωσης της θέσης. Η κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 768/04, άφησε ανέπαφη τη σύσταση αυτή και ορθά κατά την επανεξέταση λήφθηκε υπόψη ως είχε. Η αναζήτηση επανασύστασης θα προσέκρουε στο δεδικασμένο (Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 58/06, ημερ. 27.10.08 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2004) 3 Α.Α.Δ. 703). Εν πάση περιπτώσει, η τότε σύσταση που επαναλήφθηκε κατά την επανεξέταση ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους (δέστε Παράρτημα 3 στην ένσταση σελ. 3-4 και την επισυνημμένη σύσταση ημερ. 5.5.04, που τέθηκε ως αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών των καθ’ ων), ήταν δε σύμφωνη και με τα στοιχεία των φακέλων. Το μοναδικό ζήτημα που θα μπορούσε να ανακύψει, σχετιζόταν με την ισοδυναμία των προσόντων και αυτό καλύφθηκε πλήρως από την αυτόβουλη εξέταση του θέματος από τους καθ’ ων. Η σύσταση, ως αυτοτελές και πρωτογενές στοιχείο κρίσης, είχε βαρύνουσα θέση στην όλη αξιολόγηση (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485).”

 

 

Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επαναληφθείσα κατά την επανεξέταση σύσταση όχι μόνο ήταν υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους αλλά και ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων. Συμφωνούμε επίσης με τη διαπίστωση ότι το μοναδικό ζήτημα που θα μπορούσε ενδεχομένως να ανακύψει, αφορούσε στην ισοδυναμία των προσόντων και πως αυτό καλύφθηκε πλήρως από την αυτόβουλη εξέταση του θέματος από τους εφεσιβλήτους. Υπό το φως αυτών των διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, το κατά πόσο η αναζήτηση επανασύστασης θα προσέκρουε στο δεδικασμένο, ακαδημαϊκό μόνο ενδιαφέρον μπορεί να έχει και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει. Υπό το φως των αυτών διαπιστώσεων και η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Κέντα (πιο πάνω), δεν θα μας απασχολήσει. Εξάλλου, εκείνο που στην ουσία καθόρισε την  απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Μοδίτης (πιο πάνω), στην οποία παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα, ήταν η διαπίστωση πως η σύσταση μόνο «συμβουλή ή γνώμη» θα μπορούσε να ήταν «με δοσμένη την υπηρεσιακή εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι». Οπότε, η σύσταση δεν μπορούσε να «προσθέτει ή αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων».

 

Ενόψει των πιο πάνω, ούτε οι λόγοι έφεσης 5 και 6 μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, εκτός αν συμφωνηθούν μεταξύ των διαδίκων, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α.

 

                                                                               Π.

                                                                               Δ.

                                                                               Δ.

                                                                               Δ.

                                                                               Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο