ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 39/2009)
13 Ιουλίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Πρόεδρος]
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσειόντων - Καθ’ ων η Αίτηση,
ν.
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητου - Αιτητή.
_________________________
Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Σίμος Ανδρέου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Προσφυγή του εφεσίβλητου - αιτητή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (η «Ε.Δ.Υ.»), για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Γεωργίας Μιχαηλίδου-Βαρνάβα στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Πληροφορικής, Τμήμα Υπηρεσιών Πληροφορικής, (η «θέση»), από 1/2/2007, είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προαγωγής, για το λόγο ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, αφού η συμμετοχή σ’ αυτήν του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, κ. Κώστα Αγρότη, δεν παρείχε εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, αντικειμενικά κρινόμενης.
Οι εφεσείοντες, με ένα λόγο έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα του ακυρωτικού αποτελέσματος. Ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή του κ. Κ. Αγρότη στη Συμβουλευτική Επιτροπή έγινε σύμφωνα με το νόμο και ότι, για να μη μετείχε σ’ αυτήν και να υπέβαλλε σύσταση, θα έπρεπε να συνέτρεχαν λόγοι αμεροληψίας, που να ήταν πέραν της απλής δικαστικής αντιδικίας για τη διεκδίκηση της θέσης του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής.
Ο εφεσίβλητος, από την πλευρά του, προβάλλει ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, θα πρέπει να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακυρότητας που πρόβαλε πρωτοδίκως και δεν εξετάστηκαν.
Τα γεγονότα, από τα οποία προέκυπτε το παράνομο της συμμετοχής του κ. Κ. Αγρότη στη Συμβουλευτική Επιτροπή και, κατ’ επέκταση, της υποβολής των συστάσεων για τη θέση ενώπιον της Ε.Δ.Υ., όπως αυτά τέθηκαν από τον εφεσίβλητο και έγιναν δεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, οδηγώντας στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, έχουν ως εξής:-
Ο κ. Κ. Αγρότης, από 1/12/1997, με απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 11/11/1997, προήχθη στη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής. Η προαγωγή του αμφισβητήθηκε από τον εφεσίβλητο με την Προσφυγή Αρ. 151/98, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωσή της. Η Ε.Δ.Υ., μετά από επανεξέταση στις 6/2/2001, προήγαγε αναδρομικά τον κ. Κ. Αγρότη, ο δε εφεσίβλητος με νέα προσφυγή, την Αρ. 420/01, αμφισβήτησε ανεπιτυχώς την προαγωγή του, η οποία, όμως, ακυρώθηκε στα πλαίσια άλλης προσφυγής, στις 12/3/2003. Εναντίον των πιο πάνω αποφάσεων καταχωρήθηκαν εφέσεις, τόσο από τον εφεσίβλητο όσο και από τον κ. Κ. Αγρότη, οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Στις 7/7/2006, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η έφεση του κ. Κ. Αγρότη απορρίφθηκε, ενώ η έφεση του εφεσίβλητου είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προαγωγής του κ. Κ. Αγρότη - (βλ. Αντωνίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 456). Ο εφεσίβλητος, στη συνέχεια, ζήτησε από την Ε.Δ.Υ. να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ, ταυτόχρονα, την ενημέρωσε για το κώλυμα του κ. Κ. Αγρότη να λάβει μέρος στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης. Η Ε.Δ.Υ. αρνήθηκε να συμμορφωθεί και ο εφεσίβλητος, εναντίον της παράλειψής της αυτής, καταχώρισε προσφυγή, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση - (βλ. Αντώνης Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 404/07, 15/11/07).
΄Ηταν η θέση του εφεσίβλητου ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, 25/1/2007, ο κ. Κ. Αγρότης ήταν αντίδικος του, αφού ήταν ενδιαφερόμενο μέρος στην Προσφυγή Αρ. 420/01 και, συνεπώς, δεν μπορούσε να συμμετέχει ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής και να προβεί σε σύσταση για τη θέση ενώπιον της Ε.Δ.Υ.
Ο αδελφός μας Δικαστής, ο οποίος άκουσε πρωτοδίκως την υπόθεση, έκρινε, στη βάση νομολογίας που παρέθεσε, ότι η ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, γιατί, σύμφωνα με τα περιστατικά της υπόθεσης που εκτέθηκαν πιο πάνω, ο κ. Κ. Αγρότης, κατά το χρόνο που αξιολογούσε τον αιτητή, προβαίνοντας στη σύσταση για τη θέση, βρισκόταν σε αντιδικία μαζί του για τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, υπό την ιδιότητα του οποίου την υπέβαλε. Για το ότι επρόκειτο για αντιδικία που χρονολογείτο από το 1997 και, συνεπώς, απομακρυσμένη από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, σημείωσε ότι η τελευταία ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 15/11/2007, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου που, ως Διευθυντής, ο κ. Κ. Αγρότης υπέβαλε τη σύστασή του για τη θέση.
Τόσο η συνήγορος των εφεσειόντων όσο και ο συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους, με τη γραπτή τους αγόρευση αλλά και ενώπιόν μας, υποστήριξαν ότι τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται από τα γεγονότα των υποθέσεων[1], από τις οποίες ο αδελφός μας Δικαστής καθοδηγήθηκε. Στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554, υπέβαλαν, ο κ. Παπαρίδης, το πρόσωπο, δηλαδή, που συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, θα αποφάσιζε για τα προσόντα του εκεί αιτητή κ. Χατζηχάννα, τα οποία αποτελούσαν ζήτημα που θα αποφασιζόταν στην προσφυγή που εκκρεμούσε σε σχέση με την προαγωγή του κ. Παπαρίδη στη θέση του Διευθυντή Διοίκησης. Περαιτέρω, η κατάληξη της προσφυγής εκείνης θα επηρέαζε και τη μετέπειτα προαγωγή του κ. Παπαρίδη στη θέση Διευθυντή Διοίκησης, υπό την ιδιότητα του οποίου αυτός συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή. ΄Ηταν η θέση των εφεσειόντων ότι, στην παρούσα περίπτωση, στην εκκρεμούσα αντιδικία, η οποία ήταν χρονικά απομακρυσμένη, ούτε αμφισβήτηση προσόντων του εφεσίβλητου και του κ. Κ. Αγρότη υπήρχε, ούτε τυχόν επιτυχία του εφεσίβλητου στην παρούσα θα επηρέαζε την προαγωγή του κ. Κ. Αγρότη στη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής.
Το ζήτημα το οποίο τίθεται είναι ζήτημα αντικειμενικής αδυναμίας συμμετοχής του κ. Κ. Αγρότη στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, λόγω της αντιδικίας που υπήρχε μεταξύ του και του εφεσίβλητου και όχι ζήτημα αμεροληψίας του, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στη Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, στην οποία ο συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους μας παρέπεμψε. Προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της αντικειμενικής αδυναμίας, δεν εξετάζεται εάν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράγματι μεροληπτική. Εξετάζονται τα περιστατικά της υπόθεσης, για να διαπιστωθεί κατά πόσο συνάγεται ότι η σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν παρέχει εγγύηση αμερόληπτης κρίσης, επειδή μέλος του έχει ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον για την έκβασή της.
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 - 1959, σελ. 111, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, αναφέρονται τα εξής:-
«Εν τούτοις το Σ. τ. Ε. δέχεται την αρχήν, καθ’ ην τα όργανα της Διοικήσεως δέον να παρέχωσιν εγγύησιν αμερολήπτου κρίσεως, οσάκις δε τα μέλη του συλλογικού οργάνου συνδέονται διά δεσμών ή ιδιαζούσης σχέσεως προς τα πρόσωπα, εις α αφορά η κρινομένη υπόθεσις, ή έχουσι συμφέρον εις την έκβασίν της, δημιουργείται τεκμήριον επηρεασμού τούτων, κλονίζον την πεποίθησιν του διοικουμένου επί το αδιάβλητον της κρίσεως των οργάνων. Η συμμετοχή, όθεν, μέλους παρ’ ω υφίσταται ο κατά τα άνω δεσμός ή σχέσις ή συμφέρον, δημιουργεί κακήν σύνθεσιν του συλλογικού οργάνου επαγομένην ακυρότητα των πράξεων αυτού. ...
Προκειμένου συνεπώς να κριθή το κύρος της ούτω εκδοθείσης πράξεως δεν εξετάζεται εάν αύτη είναι πράγματι μεροληπτική : ...»
Ανάλογα έχουν αναφερθεί και στη Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα, (πιο πάνω), από όπου, τα πιο κάτω:- (σελ. 558)
«Το κριτήριο της προκατάληψης δεν είναι τόσο περιορισμένο ώστε να αποκλείει αναφορά σε ιδιαίτερο ενδιαφέρον που να συναρτάται με άλλη διαδικασία, ούτε βεβαίως η προκατάληψη κρίνεται υποκειμενικά ώστε να απαιτείται απόδειξη πραγματικής τοιαύτης. Κυρίαρχο στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση παραμένει όχι απλώς η αντιδικία του Εφεσίβλητου με τον κ. Παπαρίδη σε άλλη προσφυγή αλλά και ιδιαιτέρως το ότι η αντιδικία στην προσφυγή εκείνη αφορούσε προαγωγή του κ. Παπαρίδη στην ίδια θέση, στα πλαίσια της οποίας ήταν σχετική η διαπίστωση της ανταπόκρισης των ίδιων προσόντων του Εφεσίβλητου στις απαιτήσεις του ίδιου σχεδίου υπηρεσίας. Και όχι μόνο τούτο. ΄Οπως προέκυψε από τη συζήτηση της έφεσης, ενδεχόμενη επιτυχία του Εφεσίβλητου στην προσφυγή εκείνη θα επηρέαζε και τη μετέπειτα προαγωγή του κ. Παπαρίδη στη θέση του Διευθυντή Διοίκησης, υπό την οποία ιδιότητα συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή.»
Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως, η συνεχής δικαστική αντιπαράθεση μεταξύ του εφεσίβλητου με τον κ. Κ. Αγρότη σε σχέση με τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής, υπό την ιδιότητα του οποίου ο κ. Κ. Αγρότης συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφαιρεί από τη σύνθεσή της την απαραίτητη εγγύηση αμερόληπτης κρίσης της, αντικειμενικά κρινόμενης. Κατά το χρόνο που ο κ. Κ. Αγρότης, ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χαρακτήριζε τον εφεσίβλητο ως «Σχεδόν Πολύ Καλό», ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως «Πάρα Πολύ Καλή» και σύστηνε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, υπήρχε μεταξύ τους αντιδικία.
Ενόψει της αποτυχίας του λόγου έφεσης, η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρότητας που τέθηκαν από τον εφεσίβλητο και δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως, ως εκ της φύσεώς τους, δε χρειάζεται να εξεταστούν.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Π. Αρτέμης, Π.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Α. Πασχαλίδης, Δ.
/ΜΠ
[1] Μιχάλης Χ" Ρούσος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας , Υπόθεση Αρ. 614/05, 15/5/07 και Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2003) 3 Α.Α.Δ. 554
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο