Γρουτίδης Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 37

(2013) 3 ΑΑΔ 37

[*37]13 Φεβρουαρίου, 2013

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητη - Καθ’ ης η Αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2009)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αντέφεση ― Δεν μπορεί, στην απουσία της, να εξεταστεί από το εφετείο προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν αποφασίστηκε.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Κατά πόσο πάσχει λόγω μη ρητής αναφοράς του Διευθυντή στην λήψη υπόψη των δεδομένων των υποψηφίων που δεν ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετα προσόντα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ― Η ορθή αξιολόγησή τους, με βάση την νομολογία η οποία και κρίθηκε ότι καλώς εφαρμόστηκε στην εξετασθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Μη σύγκριση δύο διαφορετικών μεταξύ τους ακαδημαϊκών προσόντων υποψηφίων, κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε πλημμέλεια στην εξετασθείσα υπόθεση, καθότι αυτή διαφοροποιείτο από άλλες επί των οποίων υφίστατο νομολογία ― Περιστάσεις.

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της αναδρομικής προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών η οποία ανέτρεχε στο 1993.

[*38]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Παρόλον ότι δεν φαίνεται να υπάρχει πρωτόδικη δικαστική απόφανση επί της προδικαστικής ένστασης, η οποία είχε εγερθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού το Δικαστήριο επιλήφθηκε μόνο όλων των εγερθέντων λόγων ακύρωσης, εν τούτοις, το Εφετείο δεν μπορεί να επιληφθεί αυτής πρωτογενώς, ενώ δεν υπάρχει σχετικός λόγος σε αντέφεση, είτε ως προς την ουσία της προδικαστικής ένστασης, είτε ως προς παράλειψη εξέτασής της.

2.  Είναι δεδομένο και αυτονόητο ότι, τόσο η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., όσο και προϊστάμενοι οι οποίοι προβαίνουν σε συστάσεις σε διαδικασίες πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τα στοιχεία εκείνων των υποψηφίων οι οποίοι βρίσκονται εντός της υπηρεσίας και διαθέτουν προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, ενώ για τους άλλους υποψηφίους λαμβάνονται υπόψη όλα τα άλλα στοιχεία τα οποία έχουν παραθέσει, όπως βιογραφικό, ακαδημαϊκά προσόντα, προηγούμενη εργοδοσία κλπ. Το γεγονός ότι είτε στη σύσταση είτε στην τελική απόφαση γίνεται ειδική μνεία στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, είναι ασφαλώς για να καταδειχθεί ότι αυτοί δεν παραγνωρίστηκαν, αλλά λήφθηκαν υπόψη, εκεί όπου υπήρχαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγνοήθηκαν τα όσα άλλα στοιχεία ήσαν διαθέσιμα για τους υποψηφίους οι οποίοι δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.

3.  Στην απόφασή της η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρει απλά, γενικά και αόριστα ότι δόθηκε στο πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα η ανάλογη βαρύτητα χωρίς τίποτε άλλο. Ρητά είναι που αναφέρεται και επεξηγείται στην απόφαση, ότι η βαρύτητα που αποδίδεται στο στοιχείο τούτο, δεν είναι τέτοια ώστε κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του συναξιολογούμενου με τη σημαντική διαφορά που διαπιστώθηκε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση και με το στοιχείο της ύπαρξης της σύστασης του Διευθυντή, επίσης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Όπως, επομένως, ορθά έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτός ο τρόπος αξιολόγησης από την Ε.Δ.Υ., ενός προσόντος που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλ’ είναι σχετικό με τα καθήκοντα μιας διευθυντικής θέσης, είναι αποδεκτός από τη νομολογία.

4.  Αφ’ ης στιγμής ένα ακαδημαϊκό προσόν χρησιμοποιείται για να ικανοποιηθεί προαπαιτούμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας, έτσι ώστε ένας υποψήφιος να μπορεί να θεωρηθεί ως προσοντούχος, το ίδιο [*39]τούτο προσόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω έτσι ώστε συγκρινόμενο με προσόν άλλου ή άλλων υποψηφίων, να προσδώσει στον κατέχοντα υποψήφιο υπεροχή, επειδή π.χ. το δικό του προσόν θα μπορούσε να θεωρηθεί ανώτερο, δίδοντας έτσι στον ίδιο και πλεονέκτημα. Υπάρχει βέβαια και η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 787, καθώς και η Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 300/2000, ημερομηνίας 20.9.2001. Με βάση τα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρούμε ότι αυτή διαφοροποιείται, τόσο από την περίπτωση που εξετάστηκε στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (ανωτέρω), όσο και από την περίπτωση στη Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Στην παρούσα όμως περίπτωση, τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν την προϋπόθεση των ακαδημαϊκών προσόντων, ο μεν πρώτος με την κατοχή του διδακτορικού του διπλώματος, ο δε δεύτερος λόγω της υπηρεσίας του στη θέση. Επρόκειτο για δύο ανόμοια προσόντα που δεν μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους και όχι για τα ίδια προσόντα στα οποία όμως ο ένας υπερείχε. Ούτε και επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία είτε το διδακτορικό του αιτητή είτε το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους εθεωρείτο ως πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως στη Σωκράτους. Στην παρούσα υπόθεση, το μεν διδακτορικό του αιτητή αξιοποιήθηκε για σκοπούς πλήρωσης απαραίτητης προϋπόθεσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν κάτι πρόσθετο του απαιτούμενου που δεν θεωρείτο από το Σχέδιο ως πρόσθετο και απλά του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με το προσόν του αιτητή. Αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν σε συμπέρασμα ότι μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους και εφεσείοντα ήταν ορθή η προσέγγιση της μη σύγκρισης μεταξύ του κατεχόμενου από τον πρώτο μεταπτυχιακού προσόντος Master και του κατεχόμενου από το δεύτερο διδακτορικού, και, συνακόλουθα, ήταν ορθή και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ίδιο θέμα. Το ζήτημα του πως προσέγγισε το θέμα τούτο η καθ’ ης η αίτηση μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και των άλλων υποψηφίων υπαλλήλων, δεν είναι ζήτημα που θα έπρεπε εδώ να απασχολήσει, με την έννοια ότι, εάν εσφαλμένα δόθηκε η εικόνα υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι άλλων υποψηφίων λόγω κατοχής εκείνου του προσόντος, δε θα έπρεπε αυτό να οδηγήσει και σε ανεπίτρεπτη σύγκρισή του με το προσόν του εφεσείοντα. Εκείνο όμως που αναδεικνύεται από την ανάγνωση του σχετικού αποσπάσματος της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση είναι ότι δόθηκαν άλλοι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι των άλλων υποψηφίων και όχι λόγω της υπεροχής του από την κατοχή του μεταπτυχιακού δι[*40]πλώματος, ενώ στην κατοχή από τον εφεσείοντα και του διδακτορικού, γίνεται απλά μνεία, ορθά αποφευγομένης σύγκρισης μεταξύ των δύο προσόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Παπαδόπουλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276,

Πάντης ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1089,

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 787,

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 300/2000, ημερ. 20.9.2001.

Έφεση.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1417/06, 1443/06), ημερ. 18/3/2009.

Αλ. Ταλιαδώρος, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Ελ. Κυριακού και Ν. Καρκώτη, για την Εφεσίβλητη.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γ. Πιτσιόλη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η προαγωγή στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών κατέστη αντικείμενο δικαστικής διαμάχης ή ανακλητικής διαδικασίας από την Ε.Δ.Υ., ουκ ολίγες φορές από το 1993.

[*41]Κατά το 2005, και συγκεκριμένα στις 23.11.2005, κατόπιν προσφυγής του Χρ. Γρουτίδη (εδώ εφεσείοντα) στην Προσφυγή Αρ. 699/2003, εκδόθηκε απόφαση με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του Π. Οικονομίδη (εδώ ενδιαφερόμενου μέρους), για το λόγο της παραβίασης του δεδικασμένου που είχε δημιουργηθεί με προηγούμενη ακυρωτική απόφαση και για τον πρόσθετο λόγο της μη διεξαγωγής έρευνας αναφορικά με την κατοχή προσόντος μεταπτυχιακής μονοετούς εκπαίδευσης από το ενδιαφερόμενο μέρος.

Μετά την ακυρωτική απόφαση στην προαναφερθείσα προσφυγή, διεξήχθη επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. κατά την 4.4.2006, κατά την οποία πέρασαν από προφορική συνέντευξη 6 υποψήφιοι, μετά και τη θέσπιση του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 (Νόμος Αρ. 3/2005). Στις συνεντεύξεις, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος αξιολόγησε τους υποψηφίους, όπως έπραξε και η Ε.Δ.Υ..

Ο Διευθυντής αξιολόγησε τον εφεσείοντα ως “πολύ καλό”, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως “εξαίρετο” και σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. ήταν η ίδια αναφορικά με τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος και αφού έκρινε η Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε, τον προήγαγε στην επίδικη θέση.

Ο εφεσείων, ως αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1417/2006, προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους ενώ, άλλος υποψήφιος επίσης προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους με την Προσφυγή Αρ. 1443/2006. Οι δύο προσφυγές συνεκδικάστηκαν και, με απόφαση ημερομηνίας 18.3.2009, απορρίφθηκαν με έξοδα.

Ο εφεσείων στην παρούσα Έφεση με Αρ. 65/2009, ο οποίος ήταν ο αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 1417/2006, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης, ενώ άλλη Έφεση με Αρ. 67/2009, η οποία είχε καταχωρηθεί από τον άλλο υποψήφιο, αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1463/2006, αποσύρθηκε.

Με την παρούσα έφεσή του, ο εφεσείων ήγειρε και προώθησε έξι συνολικά λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε στη συνέχεια.

Βρισκόμενοι στο σημείο τούτο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, στο περίγραμμα αγόρευσής του, το ενδιαφερόμενο μέρος επαναφέρει και επαναλαμβάνει προδικαστική ένσταση την οποία είχε εγείρει πρωτόδικα. Σύμφωνα με αυτή, ο εφεσείων δε νομιμοποιεί[*42]το να εγείρει ως λόγο ακύρωσης το θέμα της διεξαγωγής προφορικής εξέτασης λόγω της μεσολαβήσασας τροποποίησης του Νόμου, επειδή ο ίδιος έλαβε ανεπιφύλακτα μέρος στην εν λόγω διαδικασία συνεντεύξεων και, επομένως, κωλύεται να εγείρει ένα τέτοιο θέμα, λόγω της εφαρμογής στην περίπτωση του αξιώματος του μη επιτρεπτού της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας αυτής της διαδικασίας.

Όπως όμως ορθά παρατήρησε ο συνήγορος του εφεσείοντα, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορεί να επαναφέρει την προδικαστική αυτή ένσταση ενώπιον του Εφετείου, αφού δεν υπέβαλε οποιαδήποτε Αντέφεση.

Θα συμφωνήσουμε με τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα. Παρόλον ότι δε φαίνεται να υπάρχει πρωτόδικη δικαστική απόφανση επί της προδικαστικής εκείνης ένστασης, η οποία είχε εγερθεί από το ενδιαφερόμενο μέρος, αφού το Δικαστήριο επιλήφθηκε μόνο όλων των εγερθέντων λόγων ακύρωσης, εν τούτοις, το Εφετείο δεν μπορεί να επιληφθεί αυτής πρωτογενώς, ενώ δεν υπάρχει σχετικός λόγος σε αντέφεση, είτε ως προς την ουσία της προδικαστικής ένστασης, είτε ως προς παράλειψη εξέτασής της.

Θα προχωρήσουμε, επομένως, να εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης.

1ος λόγος έφεσης – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ενέργεια της καθ’ ης η αίτηση να προβεί σε προφορική εξέταση των υποψηφίων, κατά την επανεξέταση.

Ως προς το θέμα τούτο, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της ημερομηνίας 20.2.2006 και 4.1.2006, η καθ’ ης η αίτηση έκρινε ως ακολούθως:

“Η Επιτροπή, υπό το φως της πρόσφατης ψήφισης του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2005, με βάση τον οποίο το Άρθρο 34 του βασικού Νόμου τροποποιείται ώστε η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική της επιλογή, να υποχρεούται να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διαδικασίες επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφασίζει να καλέσει ενώπιόν της σε προφορική εξέταση, σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα, τους οκτώ υποψηφίους [*43]που προσήλθαν στην προφορική εξέταση κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και το ΓΡΟΥΤΙΔΗ Χριστόδουλο, ο οποίος, με απόφαση της Επιτροπής, με την προηγούμενη σύνθεσή της, ημερομηνίας 21.5.03, κρίθηκε προσοντούχος. Στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.”

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η πιο πάνω αντίληψη της καθ’ ης η αίτηση είναι νομικά εσφαλμένη. Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας τροποποιητικός Νόμος του 2005, ο οποίος δημοσιεύθηκε κατά την 29.7.2005, αναφέρεται μόνο σε διεξαγωγή προφορικής συνέντευξης υποψηφίων οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, δεν είχε συσταθεί η Συμβουλευτική Επιτροπή, επειδή πρόκειται περί διευθυντικής θέσης, η προαγωγή στην οποία γίνεται απευθείας από την Ε.Δ.Υ..

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση για διεξαγωγή προφορικών συνεντεύξεων, παραβιάζει τη βασική αρχή του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με την οποία κατά την επανεξέταση πράξεως που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη της το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασής της. [Βλπ. επίσης και το Άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Νόμος Αρ. 158(Ι)/1999].

Το σχετικό άρθρο του προαναφερθέντος τροποποιητικού Νόμου Αρ. 105(Ι)/2005 προνοεί τα ακόλουθα:

“2. Το Άρθρο 34 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:

(α) Με την αντικατάσταση του εδαφίου (8) αυτού από το ακόλουθο νέο εδάφιο:

“(8) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους οι οποίοι συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτών που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και για τις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) Νόμου (Αρ. 3) του 2005 βρίσκονται σε εξέλιξη, κα[*44]θώς και για τις διαδικασίες επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.”· και

(β) με τη διαγραφή από το εδάφιο (9) αυτού των λέξων ‘αν έγινε’ (έβδομη γραμμή).”

Πραγματευόμενο την προαναφερθείσα θέση του εφεσείοντα ως λόγο ακύρωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

       “Στην Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 293 ετέθη το θέμα της κατ’ εξαίρεση προς το γενικό κανόνα του Άρθρου 58 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/99, εφαρμογής νεότερου νομοθετήματος στην επανεξέταση όταν είναι αναδρομικής ισχύος. Κρίθηκε ότι οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές ρυθμίσεις, ως θέμα ορθής απόδοσης της βούλησης του νομοθέτη, φέρουν μέσα τους αναδρομική δύναμη. Βέβαια, στην παρούσα περίπτωση, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο νομοθέτης, με το Ν. 105(Ι)/2005, ρητά προέβλεψε για την αναδρομική εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων. Η διαγραφή των λέξεων «αν έγινε» φανερώνει την ανάγκη διεξαγωγής προφορικής εξέτασης. Νόμιμη, λοιπόν, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να διενεργήσει κατά την επανεξέταση προφορικές εξετάσεις.”

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία βρίσκει έρεισμα και στην προαναφερθείσα νομοθετική πρόνοια και στη νομολογία και κρίνουμε ότι ο πρώτος αυτός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

2ος λόγος έφεσης – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν παράνομη και άκυρη.

Έρεισμα για την έγερση αυτού του λόγου ακύρωσης πρωτόδικα, και λόγου έφεσης ενώπιόν μας, παρέχεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει και από το τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 4.6.2006, στη διάθεση του Γενικού Διευθυντή, προτού αυτός προβεί στη σύστασή του, τέθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι εμπιστευτικών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τους οποίους και μελέτησε. Επομένως, ο Γενικός Διευθυντής αρκέστηκε στη μελέτη των στοιχείων που αφορούσαν μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ δεν τέθηκαν στη διάθεσή του για να μελετήσει, οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή, ο οποίος δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος. Τελικά, τη σύσταση του Διευθυ[*45]ντή την έλαβε το ενδιαφερόμενο μέρος, κατόπιν διερεύνησης στοιχείων άλλων υποψηφίων και όχι του αιτητή και, επομένως, όπως υποστηρίζει ο εφεσείων, η σύσταση, η οποία και λήφθηκε υπόψη από την καθ’ ης η αίτηση, ήταν παράνομη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε αυτό το θέμα, ως λόγο ακύρωσης, με το ακόλουθο σκεπτικό:

       “Ο αιτητής ισχυρίζεται ακόμα ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι παράνομη διότι στη διάθεση του είχαν τεθεί μόνο τα στοιχεία που αφορούσαν τους δημοσίους υπαλλήλους. Στη διάθεση του Γενικού Διευθυντή τέθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και οι ετήσιες εκθέσεις των υποψηφίων για σκοπούς σύγκρισης των δημοσίων υπαλλήλων μεταξύ τους ως θέμα τακτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχε ενώπιον του άλλα στοιχεία σχετικά με τους υποψηφίους που ήταν εξωτερικοί υποψήφιοι, όπως ο αιτητής, ή ότι ενέργησε με δυσμενή διάκριση. Ο Διευθυντής είχε ενώπιον του τις αιτήσεις και τα βιογραφικά όλων των υποψηφίων για τους οποίους εξάλλου σχημάτισε προσωπική άποψη σχετικά με τις γνώσεις, την κρίση και την προσωπικότητα τους, αξιολογώντας τους στις συνεντεύξεις.”

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση αυτή. Είναι δεδομένο και αυτονόητο ότι, τόσο η καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., όσο και προϊστάμενοι οι οποίοι προβαίνουν σε συστάσεις σε διαδικασίες πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους τα στοιχεία εκείνων των υποψηφίων οι οποίοι βρίσκονται εντός της υπηρεσίας και διαθέτουν προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, ενώ για τους άλλους υποψηφίους λαμβάνονται υπόψη όλα τα άλλα στοιχεία τα οποία έχουν παραθέσει, όπως βιογραφικό, ακαδημαϊκά προσόντα, προηγούμενη εργοδοσία κλπ. Το γεγονός ότι είτε στη σύσταση είτε στην τελική απόφαση γίνεται ειδική μνεία στους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, είναι ασφαλώς για να καταδειχθεί ότι αυτοί δεν παραγνωρίστηκαν, αλλά λήφθηκαν υπόψη, εκεί όπου υπήρχαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγνοήθηκαν τα όσα άλλα στοιχεία ήσαν διαθέσιμα για τους υποψηφίους οι οποίοι δεν ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι.

3ος λόγος έφεσης – Η επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του γεγονότος ότι ο Διευθυντής είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει όλους τους υποψηφίους κατά τη συνέντευξη.

Αυτός ο λόγος έφεσης είναι συνυφασμένος με τον προηγούμενο και ουσιαστικά με αυτόν προβάλλεται το επιχείρημα ότι το γεγονός [*46]ότι ο Διευθυντής προέβηκε σε σύσταση χωρίς να έχει στοιχεία για τους μη δημόσιους υπαλλήλους – υποψηφίους, καθιστά παράνομη τη σύστασή του κάτω από τον προηγούμενο λόγο έφεσης και η παρανομία αυτή δε διορθώνεται από την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστή στο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει, σύμφωνα με το οποίο ο Διευθυντής σχημάτισε προσωπική γνώση.

Δεδομένου ότι ο προηγούμενος λόγος έφεσης ήδη κρίθηκε ότι δεν ευσταθεί, αφαιρείται και το οποιοδήποτε υπόβαθρο θα είχε αυτός ο λόγος έφεσης. Εξάλλου, παρεμφερώς και επικουρικά ήταν που αναφέρθηκε το Δικαστήριο και στο στοιχείο της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις από το Γενικό Διευθυντή και όχι αποκλειστικά ως στοιχείο που θα μπορούσε να θεραπεύσει προηγηθείσα παράλειψη ή παρανομία.

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

4ος λόγος έφεσης – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ισχυρισμού του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να αξιολογήσει σωστά πρόσθετα προσόντα του.

Η σχετική αναφορά στην προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, έχει ως ακολούθως:

“Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Γρουτίδης Χρ. διαθέτει, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, και δίπλωμα Νομικής, το οποίο δεν αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις κρίνεται σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, δεδομένου ότι αυτή είναι διευθυντική και ως εκ τούτου, του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, η οποία όμως δεν μπορεί έχοντας υπόψη όλα τα καθιερωμένα από τη νομολογία κριτήρια, να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του. Συγκεκριμένα, στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά στην αξιολογική διαβάθμιση της απόδοσης των εν λόγω υποψηφίων (Γρουτίδης: Πολύ Καλός, Πιτζόλης: Εξαίρετος) και επιπλέον, όπως έχει προαναφερθεί, ο επιλεγείς διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή.”

Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, η φράση στο σκεπτικό της απόφασης ότι η Επιτροπή απέδωσε στο προσόν εκείνο “την ανάλογη βαρύτητα”, δε συνιστά δέουσα αιτιολογία ως προς το πώς και πόσο αυτό προσμέτρησε. [Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164].

[*47]Θα διαφωνήσουμε με τον εφεσείοντα και επ’ αυτού του σημείου. Στην απόφασή της η Ε.Δ.Υ. δεν αναφέρει απλά, γενικά και αόριστα ότι δόθηκε στο προσόν αυτό του εφεσείοντα η ανάλογη βαρύτητα χωρίς τίποτε άλλο. Ρητά είναι που αναφέρεται και επεξηγείται στην απόφαση ότι η βαρύτητα που αποδίδεται στο στοιχείο τούτο, δεν είναι τέτοια ώστε κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του συναξιολογούμενου με τη σημαντική διαφορά που διαπιστώθηκε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση και με το στοιχείο της ύπαρξης της σύστασης του Διευθυντή, επίσης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Όπως, επομένως, ορθά έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτός ο τρόπος αξιολόγησης από την Ε.Δ.Υ., ενός προσόντος που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλ’ είναι σχετικό με τα καθήκοντα μιας διευθυντικής θέσης, είναι αποδεκτός από τη νομολογία. [Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374].

5ος λόγος έφεσης – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα αφού κατείχε διδακτορικό τίτλο, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο του ίδιου πανεπιστημίου.

Σε σχέση με το λόγο τούτο έφεσης, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι τόσο το μεταπτυχιακό προσόν Master το οποίο κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, όσο και το διδακτορικό το οποίο κατείχε ο εφεσείων, ικανοποιούσαν την πρόνοια της παρα. 2 των απαιτούμενων προσόντων στο Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο προνοούσε για “Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα κτηνιατρικής επιστήμης”.

Στην απόφαση της καθ’ ης η αίτηση Ε.Δ.Υ., γίνεται μόνο μνεία της κατοχής από το ενδιαφερόμενο μέρος και του επιπλέον τίτλου Master of Science in Animal Health, μετά τη διαπίστωση ότι τόσο αυτός, όσο και οι άλλοι υποψήφιοι που είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα με βάση και τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεδομένου ότι είναι υπηρετούντες υπάλληλοι κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του εν λόγω Σχεδίου Υπηρεσίας. Στην απόφαση δε φαίνεται να γίνεται σύγκριση με το πτυχίο που κατέχει ο εφεσείων ή οποιαδήποτε μνεία περί τούτου. Το πλήρες κείμενο του σχετικού αποσπάσματος από την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση έχει ως ακολούθως:

“Επιλέγοντας τον Πιτζόλη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την ίδια, κατά την ενώπιον της [*48]προφορική εξέταση, δηλαδή στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο επίπεδο από τους υπόλοιπους υποψήφιους, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη ότι ο επιλεγείς, συγκρινόμενος με τους υποψηφίους που επίσης είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όσον αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, υστερεί μόνον έναντι του Παπαδόπουλου, έναντι του οποίου όμως υπερτερεί σημαντικά όσον αφορά την αξιολόγηση κατά την ενώπιον της Επιτροπής, προφορική εξέταση. (Παπαδόπουλος Γ. Πολύ καλός – Πιτζόλης Γ. Εξαίρετος). Όσον αφορά την αρχαιότητα, ο επιλεγείς υστερεί έναντι των Παπαδόπουλου, Χατζησάββα και Οικονομίδη, αλλά όσον αφορά την προηγούμενη θέση, ενώ στην παρούσα θέση, που με βάση την κρατούσα νομολογία είναι η σημαντικότερη, είναι ίσος με τους εν λόγω υποψηφίους. Εντούτοις, η Επιτροπή απέδωσε στο κριτήριο της αρχαιότητας περιορισμένη σημασία, έχοντας υπόψη και την καθιερωμένη νομολογία, δεδομένου ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και δη Διευθυντική. Όσον αφορά τα προσόντα, τόσο ο επιλεγείς όσο και οι άλλοι υποψήφιοι που είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα με βάση και τη Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας, δεδομένου ότι είναι υπηρετούντες υπάλληλοι κατά την πρώτη πλήρωση της θέσης μετά την έγκριση του εν λόγω Σχεδίου Υπηρεσίας. Επιπλέον, ο επιλεγείς κατέχει και Master of Science in Animal Health. Ο Γρουτίδης Χρ., ως εξωτερικός υποψήφιος, πληροί την παράγραφο (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, διότι κατέχει διδακτορικό τίτλο σε θέμα της Κτηνιατρικής Επιστήμης.”

Βασιζόμενος σ’ αυτά τα στοιχεία, ο εφεσείων καταλογίζει στην καθ’ ης η αίτηση ότι παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ του διπλώματος PhD που κατείχε ο ίδιος και του διπλώματος Master που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόσει ενιαίο μέτρο κρίσης για όλους τους υποψηφίους. Ακολούθως δε, όπως περαιτέρω υποστηρίζει ο εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ένας από τους λόγους που επικαλέστηκε η ίδια η Ε.Δ.Υ. για να θεωρήσει καταλληλότερο για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, ήταν το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος διπλώματος Master, ενώ οι υπόλοιποι υποψήφιοι δημόσιοι υπάλληλοι δεν ήσαν κάτοχοι ανάλογου διπλώματος. Το πρωτόδικο [*49]Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα τούτο ως ακολούθως:

       “Είναι επίσης η θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. αγνόησε την υπεροχή του σε προσόντα, αξία, διοικητική πείρα και ικανότητα, αποδίδονται υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Συγκεκριμένα ο αιτητής θεωρεί ότι ο διδακτορικός του τίτλος από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου συγκρινόμενος με το μεταπτυχιακό τίτλο Master του Ενδ. Μέρους του προσέδιδε υπεροχή στα προσόντα. Δεν θα συμφωνήσω με τον αιτητή, αφού και τα δυο πτυχία ικανοποιούσαν την πρόνοια της παρ. 2 των απαιτούμενουν προσόντων στο Σχέδιο Υπηρεσίας «Μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα κτηνιατρικής επιστήμης». Η διατύπωση του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν άφηνε στην Ε.Δ.Υ. περιθώριο για οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των πιο πάνω μεταπτυχιακών τίτλων. Ορθά κρίθηκε ότι με βάση τα συγκρινόμενα μεταπτυχιακά, πληρούσαν εξίσου την εν λόγω πρόνοια ως προσοντούχοι. Οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση της συγκριτικής αξίας των δύο τίτλων ήταν ανεπίτρεπτη, διότι θα αποτελούσε διπλή αξιολόγηση.”

Η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αφ’ ης στιγμής ένα ακαδημαϊκό προσόν χρησιμοποιείται για να ικανοποιηθεί προαπαιτούμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας έτσι ώστε ένας υποψήφιος να μπορεί να θεωρηθεί ως προσοντούχος, το ίδιο τούτο προσόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί περαιτέρω έτσι ώστε συγκρινόμενο με προσόν άλλου ή άλλων υποψηφίων, να προσδώσει στον κατέχοντα υποψήφιο υπεροχή, επειδή π.χ. το δικό του προσόν θα μπορούσε να θεωρηθεί ανώτερο, δίδοντας έτσι στον ίδιο και πλεονέκτημα. [Παπαδόπουλου κ.ά. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (2002) 3 Α.Α.Δ. 276, Πάντης ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1089].

Υπάρχει βέβαια και η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πογιατζή (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 787, στην οποία λέχθηκαν και τα ακόλουθα στη σελίδα 795:

“Προχωρούμε στο ζήτημα των προσόντων. Να πούμε, και εδώ με εκτίμηση, πως δεν συμμεριζόμαστε την πρωτόδικη άποψη ότι, ως ζήτημα γενικής αρχής, προσόν που συγκαταλέγεται στα απαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έχει και πρόσθετη σημασία. Υπάρχει περιθώριο κατά την αξιολόγηση για συγκριτική προς τα άνω θεώρηση ανάλογα με ό,τι το προσόν επιπλέον εμπεριέχει και σε συνάρτηση πάντοτε με [*50]τις ανάγκες της θέσης. Στη Χατζηβασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 796/96, ημερ. 31 Μαρτίου, 1998, η οποία αφορούσε θέση προαγωγής και στην οποία συγκαταλέγονταν στα απαιτούμενα προσόντα ορισμένες ιδιότητες και ικανότητες όπως η πρωτοβουλία, η ευθυκρισία και η οργανωτική ικανότητα, που περιλαμβάνονταν στα βαθμολογημένα στοιχεία, λέχθηκε ότι ενώ όλοι οι υποψήφιοι τις κατείχαν, εντούτοις μπορούσε να λαμβανόταν υπόψη η ψηλότερη αξιολόγηση ενός υποψηφίου έναντι άλλου. Ισχύουν τότε τα όσα ορίζει η νομολογία για πρόσθετα προσόντα: βλ. την Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, όπου έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας. Διακρίνονται οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης του ίδιου προσόντος στην ίδια έκταση δύο φορές. Χρειάζεται βέβαια προσοχή. Δεν είναι εφικτή ή παραδεκτή η σύγκριση ανόμοιων εναλλακτικών προσόντων ή, ακόμα, του ίδιου κατ’ ουσίαν προσόντος για προτίμηση του ενός προσόντος έναντι του άλλου. Ακραίο παράδειγμα προσφέρει η Κόκκαλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 223, όπου η προτίμηση είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό. Και, πάντως, χρειάζεται αιτιολόγηση.”

Σε μια άλλη απόφαση, στη Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 300/2000 ημερομηνίας 20.9.2001, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο έκρινε ότι υπερείχε σε προσόντα του αιτητή, επειδή ο πρώτος κατείχε διδακτορικό δίπλωμα ως πρόσθετο προσόν, ενώ ο δεύτερος κατείχε μεταπτυχιακό δίπλωμα. Ο αιτητής ήγειρε θέμα ότι κακώς θεωρήθηκε ως ανώτερου επιπέδου το διδακτορικό του ενδιαφερόμενου μέρους και, περαιτέρω, ότι κακώς προσμέτρησε δύο φορές, μια δηλαδή ως πρόσθετο προσόν κατά το Σχέδιο Υπηρεσίας, και άλλη ως στοιχείο περαιτέρω υπεροχής στα προσόντα. Στην απόφασή του ο Κωνσταντινίδης, Δ., συμφώνησε με τον αιτητή ότι είναι επιτρεπτό να προσδίδεται η όποια σημασία αρμόζει στην περίπτωση, στο γεγονός ότι το ακαδημαϊκό προσόν ενός υποψηφίου είναι ανώτερο άλλου, όσο και αν είναι δυνάμει του που θεωρείται ότι έχει το πρόσθετο προσόν, αλλά και το βασικό προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας.

Επανερχόμενοι όμως στα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, παρατηρούμε ότι αυτή διαφοροποιείται, τόσο από την περίπτωση που εξετάστηκε στη Δημοκρατία ν. Πογιατζή (ανωτέρω), όσο και από την περίπτωση στη Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Στην περίπτωση στην υπόθεση Πογιατζή και οι δύο υποψήφιοι ικανοποιούσαν ένα απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν που απαιτούσε ιδιότητες και ικανότητες, πλην όμως, ο επιλεγείς υποψήφιος είχε υψηλότερη βαθμολογημένη [*51]αξιολόγηση στο στοιχείο εκείνο, γεγονός που μπορούσε να ληφθεί περαιτέρω υπόψη υπέρ του. Στην περίπτωση στην υπόθεση Σωκράτους και οι δύο υποψήφιοι είχαν πρόσθετο προσόν το οποίο, με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόσθετο προσόν, πλην όμως το πρόσθετο προσόν του ενός θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανώτερο άλλου. Στη δική μας όμως περίπτωση, τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ότι ικανοποιούσαν την προϋπόθεση των ακαδημαϊκών προσόντων, ο μεν πρώτος με την κατοχή του διδακτορικού του διπλώματος, ο δε δεύτερος λόγω της υπηρεσίας του στη θέση. Επρόκειτο για δύο ανόμοια προσόντα που δεν μπορούσαν να συγκριθούν μεταξύ τους και όχι για τα ίδια προσόντα στα οποία όμως ο ένας υπερείχε. Ούτε και επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία είτε το διδακτορικό του αιτητή είτε το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους εθεωρείτο ως πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, όπως στη Σωκράτους. Στην παρούσα υπόθεση, το μεν διδακτορικό του αιτητή αξιοποιήθηκε για σκοπούς πλήρωσης απαραίτητης προϋπόθεσης του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ το μεταπτυχιακό του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν κάτι πρόσθετο του απαιτούμενου που δεν θεωρείτο από το Σχέδιο ως πρόσθετο και απλά του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, κάτι που δεν μπορούσε να συμβεί με το προσόν του αιτητή.

Αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν σε συμπέρασμα ότι μεταξύ ενδιαφερόμενου μέρους και εφεσείοντα ήταν ορθή η προσέγγιση της μη σύγκρισης μεταξύ του κατεχόμενου από τον πρώτο μεταπτυχιακού προσόντος Master και του κατεχόμενου από το δεύτερο διδακτορικού, και, συνακόλουθα, ήταν ορθή και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ίδιο θέμα. Το ζήτημα του πως προσέγγισε το θέμα τούτο η καθ’ ης η αίτηση μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και των άλλων υποψηφίων υπαλλήλων, δεν πιστεύουμε ότι είναι ζήτημα που θα έπρεπε εδώ να απασχολήσει, με την έννοια ότι, εάν εσφαλμένα δόθηκε η εικόνα υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι άλλων υποψηφίων λόγω κατοχής εκείνου του προσόντος, δε θα έπρεπε αυτό να οδηγήσει και σε ανεπίτρεπτη σύγκριση του με το προσόν του εφεσείοντα. Εκείνο όμως που αναδεικνύεται από την ανάγνωση του σχετικού αποσπάσματος της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση είναι ότι δόθηκαν άλλοι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι των άλλων υποψηφίων και όχι λόγω της υπεροχής του από την κατοχή του μεταπτυχιακού διπλώματος, ενώ στην κατοχή από τον εφεσείοντα και του διδακτορικού, γίνεται απλά μνεία, ορθά αποφευγομένης σύγκρισης μεταξύ των δύο προσόντων.

[*52]Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

6ος λόγος έφεσης – Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του εφεσείοντα περί απόδοσης υπέρμετρης βαρύτητας στην αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη.

Όπως υποστηρίζει ο εφεσείων κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, η όποια υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την προφορική συνέντευξη, δεν ήταν δυνατό να εξουδετερώσει το κριτήριο των προσόντων. Η εντύπωση από μη ολιγόλεπτη προφορική εξέταση δεν ήταν δυνατό να εξουδετερώσει το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν κάτοχος διδακτορικού διπλώματος κατόπιν φοίτησης 3½ ετών, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν κάτοχος Master μονοετούς φοίτησης.

Όσο και αν ακούγεται ορθή η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, εν τούτοις δε φαίνεται να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, με την έννοια ότι ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους τελικά προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του ιδίου, δεν ήταν αποτέλεσμα σύγκρισης ή μη σύγκρισης ακαδημαϊκών προσόντων. Ως προς τη δυνατότητα απόδοσης προβαδίσματος στον εφεσείοντα λόγω της κατοχής από αυτόν του διδακτορικού τίτλου, καθ’ ην στιγμή αυτό το προσόν λήφθηκε υπόψη έτσι ώστε να ικανοποιείται το απαραίτητο προαπαιτούμενο του Σχεδίου Υπηρεσίας, έχουμε ήδη αποφανθεί προηγουμένως. Ως προς το θέμα της αποδοθείσας βαρύτητας της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αναφερόμενο στο σκεπτικό της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ως ακολούθως:

       “Αναφορικά με τη βαρύτητα των συνεντεύξεων, η συγκριτική εικόνα των διαδίκων ως προς τα λοιπά κριτήρια (προσόντα, αρχαιότητα και αξία) όπως αυτή αναδεικνύεται από το περιεχόμενο των φακέλων και των αιτήσεων που υπέβαλαν για την επίδικη θέση δεν τεκμηριώνει γενικότερη υπεροχή του αιτητή, παρά μόνο στο κριτήριο των προσόντων. Η διαφορά στην αξιολογική διαβάθμιση της απόδοσης τους στις συνεντεύξεις ήταν σημαντική και δεόντως αιτιολογημένη. Δεδομένου ότι η θέση είναι διευθυντική και ψηλά στην ιεραρχία, η Ε.Δ.Υ. ορθά έκρινε ότι η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στις συνεντεύξεις σε συνδυασμό με τη σύσταση έκλιναν την πλάστιγγα υπέρ του. Η Ε.Δ.Υ. εξάλλου αναφέρθηκε επικουρικά προς την αιτιολογία για την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που υποστηρίζει την πάγια πλέον αρχή ότι σε τέτοιες θέσεις οι συνεντεύξεις έχουν ιδιαίτερη βαρύνουσα [*53]σημασία. (Χατζηλούκα ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 643, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, 54).”

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αυτή ήταν η ορθή προσέγγιση του θέματος υπό τις περιστάσεις και, χωρίς να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο, κρίνουμε ότι ούτε αυτός, ο τελευταίος λόγος έφεσης στοιχειοθετείται.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων. 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο