Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χρίστου Ιωσηφίδη (2013) 3 ΑΑΔ 59

(2013) 3 ΑΑΔ 59

[*59]13 Φεβρουαρίου, 2013

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Εφεσείοντα,

ν.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 117/11)

 

Συντάξεις ― Συντάξιμη θέση ― Η έννοια του όρου σύμφωνα με την ερμηνεία του στο Άρθρο 2 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 (Ν.97(Ι)/97), σε συνδυασμό και με την ερμηνεία των όρων «συντάξιμος υπάλληλος» και «συντάξιμη υπηρεσία» ― Ειδικά το ζήτημα που δημιουργείται, όταν μετά την παροχή πραγματικής υπηρεσίας, ακολουθήσει ακύρωση του αντίστοιχου διορισμού από το Ανώτατο Δικαστήριο ― Διαφοροποίηση όμως της κατάληξης σε σχέση με τον έκτακτο διορισμό που έπεται της δικαστικής ακύρωσης.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Αποκλεισμός της εξέτασης κατ’ έφεση νομικού σημείου, που δεν είχε καν εξειδικευθεί στο δικόγραφο της προσφυγής.

Η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχαν αναγνωριστεί συνταξιοδοτικά δικαιώματα στον εφεσίβλητο για συγκεκριμένη περίοδο υπηρεσίας του ως μονίμου δημοσίου υπαλλήλου. Ο εφεσίβλητος με αντέφεση, επεδίωξε την επέκταση της αναγνώρισης και για την περίοδο που είχε υπηρετήσει ως έκτακτος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Κατά την ακρόαση της έφεσης, οι εφεσείοντες επανέλαβαν την ίδια [*60]θέση που προώθησαν πρωτοδίκως, ότι δηλαδή, η ακύρωση του διορισμού του εφεσίβλητου από το Ανώτατο Δικαστήριο, επέφερε την εξ υπαρχής εξαφάνιση της ιδιότητάς του ως «συντάξιμου υπαλλήλου», στην έννοια του νόμου, και ενόψει τούτου, να μη καλύπτεται από τις πρόνοιες του επαγγελματικού σχεδίου συνταξιοδότησης των κρατικών υπαλλήλων για παραχώρηση εφάπαξ φιλοδωρήματος και σύνταξης. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνεται λανθασμένη η παραπάνω θέση της Δημοκρατίας, σύμφωνα και με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν. 97(1)/1997. Από την 1.7.1989 που άρχισε ο αναδρομικός διορισμός του εφεσίβλητου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας μέχρι την 31.1.2001 που ακυρώθηκε ο εν λόγω διορισμός από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος κατείχε «συντάξιμη θέση» στην κρατική υπηρεσία και με την ιδιότητα του «συντάξιμου υπαλλήλου» πρόσφερε καλή τη πίστη για όλο αυτό το χρονικό διάστημα υπηρεσία στο κράτος και λάμβανε μισθό για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η ακύρωση του διορισμού του εφεσίβλητου από το Ανώτατο Δικαστήριο επέφερε την παύση του ως μέλους της υπαλληλικής ιεραρχίας καθώς και την απώλεια της ιδιότητας του «κρατικού υπαλλήλου» στην έννοια του Άρθρου 2 του περί Συντάξεων Νόμου. Ωστόσο, ο χρόνος της υπηρεσίας του στη συγκεκριμένη συντάξιμη θέση, δεν παύει να υπολογίζεται ως συντάξιμος χρόνος, καθότι πρόκειται για πραγματική υπηρεσία και υπό αυτές τις περιστάσεις οπωσδήποτε υπερισχύει το γεγονός της προσφερθείσας υπηρεσίας. Η Χατζησάββας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 883/2004, ημερ. 19.4.2006 που επικαλέστηκε η Δημοκρατία, διακρίνεται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα.

2.  Η ακύρωση όμως του διορισμού του εφεσίβλητου από το Ανώτατο Δικαστήριο επέφερε τη διακοπή της σχέσης. Ο εφεσίβλητος διορίστηκε ως έκτακτος κάτω από άλλους όρους πρόσληψης και εργασίας και υπό εντελώς διαφορετικούς όρους παροχής φιλοδωρήματος κατά την αφυπηρέτηση. Και εφόσον η θέση δεν ήταν μόνιμη, οπότε θα μπορούσε να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 μόνο οι Όροι Υπηρεσίας Εκτάκτων Υπαλλήλων έπρεπε να τύχουν εν προκειμένω εφαρμογής.

3.  Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος επικαλέσθηκε για πρώτη φορά τις πρόνοιες του Άρθρου 14(γ) του Νόμου προς υποστήριξη των θέσεών του. Δεν θα εξεταστεί το θέμα, εφόσον πρόκειται περί νομικού σημείου το οποίο δεν έχει καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικεύεται στο δικόγραφο και αυτό βεβαίως, κατ’ αντίθεση προς ό,τι ρητά επιτάσσει ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

[*61]Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Ο κάθε διάδικος να επωμισθεί τα δικά του έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Χατζησάββας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 883/2004, ημερ. 19.4.2006.

Έφεση.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Αρ.          328/09), ημερ. 20/7/2011.

Λ. Ουστά, για τον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσίβλητος προσωπικά.

Cur. adv.vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 5.10.1994, πρόσφερε στον εφεσίβλητο αναδρομικό διορισμό στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας από 1.7.1989. Στην επιστολή της Ε.Δ.Υ. με την οποία προσφέρθηκε ο αναδρομικός διορισμός, αναφερόταν ότι ο εφεσίβλητος θα δικαιούτο να λάβει ως αποζημίωση για την περίοδο από την έναρξη του αναδρομικού διορισμού του μέχρι την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του, τη διαφορά, αν υπήρχε, μεταξύ των απολαβών του από άλλη απασχόληση και του μισθού της εν λόγω θέσης.

Ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε το διορισμό και ανέλαβε καθήκοντα στις 16.1.1996 με απόσπαση στη Νομική Υπηρεσία για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων.

Ο εφεσίβλητος με επιστολές του προς την Ε.Δ.Υ. και το Γενικό Λογιστή, ζήτησε να του καταβληθεί το σύνολο των απολαβών στην εν λόγω θέση για την περίοδο από 1.11.1991 μέχρι 15.1.1996 καθότι οι απολαβές από την επαγγελματική απασχόληση του κατά τη χρονική αυτή περίοδο ήταν χαμηλότερες από τα επαγγελματικά [*62]του έξοδα. Για την περίοδο μέχρι 31.10.1991 ο εφεσίβλητος δεν ζήτησε αποζημίωση.

Υπήρξε καθυστέρηση στη διεκπεραίωση του αιτήματος του εφεσίβλητου και ο τελευταίος, καταχώρησε αγωγή εναντίον της Δημοκρατίας. Κατόπιν εισήγησης του Γενικού Εισαγγελέα ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε να του καταβληθεί το 60% των συνολικών απολαβών του και την εκ μέρους του δέσμευση ότι δεν θα προχωρούσε δικαστικώς για το υπόλοιπο μέχρι την τελική έκβαση των προσφυγών που είχαν καταχωρηθεί εναντίον του διορισμού του. Το συμφωνηθέν ποσό καταβλήθηκε στον εφεσίβλητο.

Τελικά, ο διορισμός του εφεσίβλητου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 31.1.2001. Ωστόσο, ο εφεσίβλητος συνέχισε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα εφόσον διορίστηκε με σύμβαση ως Έκτακτος Πρώτος Λειτουργός Πολεοδομίας από 1.2.2001 μέχρι 21.1.2004 που αφυπηρέτησε.

Στο μεταξύ ο εφεσίβλητος διεκδίκησε συνταξιοδοτικά δικαιώματα για την υπηρεσία του από 1.7.1989 μέχρι 21.1.2004 καθώς και την καταβολή του υπόλοιπου 40% της εκκρεμούσης απαίτησής του για απώλεια απολαβών από 1.11.1991 μέχρι 15.1.1996.

Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ της δικηγόρου του εφεσίβλητου, του Γενικού Λογιστή και της Νομικής Υπηρεσίας που κυρίως αφορούσε στη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών, αναγκαίων για την εξέταση των διεκδικήσεων του εφεσίβλητου.

Η θέση που τελικά υιοθέτησε η Διοίκηση ήταν ότι εφόσον ο διορισμός του εφεσίβλητου ακυρώθηκε αυτός δεν ήταν «Συντάξιμος Υπάλληλος» δηλαδή, υπάλληλος που κατείχε συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 κατά την περίοδο από 1.7.1989 μέχρι 31.1.2001, ενώ, όσον αφορά την περίοδο από 1.2.2001 μέχρι 21.1.2004 δεν δικαιούτο στην καταβολή του φιλοδωρήματος που προβλέπεται για έκτακτους καθότι δεν είχε συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας. Καθόσον αφορά το υπόλοιπο 40% που είχε συμφωνηθεί ότι θα καταβαλλόταν στον εφεσίβλητο με την τελική εκδίκαση των προσφυγών που ασκήθηκαν εναντίον του διορισμού του, η διοίκηση αρνήθηκε την καταβολή του με τη δικαιολογία ότι η ακύρωση του διορισμού του επέφερε και την εξάλειψη της υποχρέωσης για καταβολή οποιουδήποτε ποσού.

Η πιο πάνω απόφαση της διοίκησης εμπεριέχεται σε επιστολή [*63]του Γενικού Λογιστηρίου προς τον εφεσίβλητο ημερομηνίας 12.1.2009. Ο εφεσίβλητος άσκησε προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης επιδιώκοντας την ακύρωσή της.

Ο αδελφός Χατζηχαμπής, Δ., που εκδίκασε την προσφυγή, αποδέχθηκε εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η απόφαση της διοίκησης στην έκταση που αυτή αφορούσε στο υπόλοιπο 40% της απαίτησης του εφεσίβλητου, στερείται εκτελεστότητας ως εμπίπτουσα στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου. Σε σχέση με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης ο συνάδελφος μας σημείωσε, «Είναι όμως ορθή η εισήγηση της Δημοκρατίας ως προς το υπόλοιπο 40% αφού αυτό συναρτάται προς συμφωνία των μερών, και μάλιστα κατά τις διευκρινίσεις ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε ότι το κύριο θέμα της προσφυγής είναι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του και ότι το θέμα του υπόλοιπου 40% ετέθη ώστε η Δημοκρατία να τοποθετηθεί ως προς τη διαδικασία διεκδίκησης του, καταλήγοντας ότι και ο ίδιος ουσιαστικά συμφωνεί ότι είναι θέμα ιδιωτικού δικαίου ώστε δικαιοδοσία να έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο.»

Μετά την πιο πάνω κατάληξη, ο δικαστικός έλεγχος στα πλαίσια της προσφυγής, περιορίστηκε στο θέμα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του εφεσίβλητου το οποίο, καθώς κρίθηκε, είχε δύο πτυχές ήτοι,

(α)   συνταξιοδοτικά δικαιώματα αφορώντα στην περίοδο από 1.7.1989 μέχρι 31.1.2001 που ο εφεσείων υπηρετούσε σε μόνιμη θέση.

(β)   συνταξιοδοτικά δικαιώματα αφορώντα στην περίοδο από 1.2.2001 μέχρι 21.4.2001 που ο εφεσείων υπηρετούσε ως Έκτακτος.

Ως προς την πρώτη πτυχή υπό (α) ανωτέρω, κρίθηκε ότι ο εφεσείων υπηρέτησε καλή τη πίστη ως κρατικός υπάλληλος για 12 σχεδόν χρόνια σε «συντάξιμη θέση» δηλαδή σε μόνιμη θέση, λαμβάνοντας μισθό για εκτέλεση καθηκόντων. Η εν λόγω υπηρεσία, ήταν, όσο διαρκούσε, «συντάξιμη υπηρεσία», και τούτο δεν μπορούσε να αναιρεθεί με την εκ των υστέρων ακύρωση του διορισμού του ο οποίος, όπως και η ακύρωση, δεν συναρτάτο προς δική του ενέργεια. Καταλήγοντας επ’ αυτού, ο συνάδελφος μας ανέφερε, «Η κρίση επί της ιδιότητας της υπηρεσίας ως συντάξιμης αφορά στο χρόνο κατά τον οποίο η υπηρεσία εκτελείτο, εφ’ όσον τότε ήταν υπηρεσία σε «συντάξιμη θέση» και όχι στην εκ των υστέρων κρίση επί της νομιμότη[*64]τας του διορισμού. Αυτή η αντίληψη συνάδει προς τις εύλογες προσδοκίες των μερών κατά την ανάληψη των καθηκόντων του αιτητή και την εκτέλεση τους στη συνέχεια, προς την ευρύτερη αρχή της αναλογικότητος αλλά και προς την αρχή της καλής πίστης.».

Σχετικά με τη δεύτερη πτυχή του θέματος που αφορά στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του εφεσίβλητου για την περίοδο από 1.2.2001 μέχρι 21.1.2004 που υπηρέτησε ως έκτακτος, ο Χατζηχαμπής, Δ., έκρινε ότι εδώ τα πράγματα τίθενται πάνω σε άλλη βάση εφόσον η θέση που κατείχε ο εφεσίβλητος κατά την περίοδο από 1.2.2001 μέχρι 21.1.2004 δεν ήταν μόνιμη ώστε να ισχύουν οι πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 και ότι η μόνη πρόνοια πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί η απαίτηση του εφεσίβλητου είναι οι Όροι Υπηρεσίας Εκτάκτων Υπαλλήλων στους οποίους παραπέμπει η Δημοκρατία όπου ο όρος 13(2) προνοεί ότι,

«Σε έκτακτο υπάλληλο ο οποίος υπηρέτησε για τρία έτη ή περισσότερα, χορηγείται μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας του σύμφωνα με την υποπαράγραφο (1) φιλοδώρημα με βάση το 1/24 των τελευταίων αυτού μηνιαίων απολαβών για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.»

Με αναφορά στα πιο πάνω, κρίθηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να θεμελιώσει οποιοδήποτε δικαίωμα δυνάμει των προνοιών του προαναφερόμενου όρου εφόσον υπολείπονταν δέκα μέρες για τη συμπλήρωση τριών ετών υπηρεσίας.

Ενόψει των πιο πάνω, η προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση της διοίκησης ακυρώθηκε κατά το μέρος που αυτή αφορούσε στη μη καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στον εφεσίβλητο για την περίοδο από 1.7.1989 μέχρι 31.1.2001 ενώ ως προς τα υπόλοιπα, η απόφαση της διοίκησης επικυρώθηκε.

Με την υπό κρίση έφεση η Δημοκρατία αμφισβητεί την ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο ακυρώθηκε η απόφαση της διοίκησης για μη καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στον εφεσίβλητο. Ο εφεσίβλητος με αντέφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην έκταση που αυτή αφορά στην επικύρωση της απόφασης της διοίκησης ως προς τα υπόλοιπα.

Κατά την ακρόαση της έφεσης οι εφεσείοντες επανέλαβαν την ίδια θέση που προώθησαν πρωτοδίκως, ότι δηλαδή, η ακύρωση του διορισμού του εφεσίβλητου από το Ανώτατο Δικαστήριο, επέφερε [*65]την εξ υπαρχής εξαφάνιση της ιδιότητας του ως «συντάξιμου υπαλλήλου», στην έννοια του νόμου, και ενόψει τούτου, να μη καλύπτεται από τις πρόνοιες του επαγγελματικού σχεδίου συνταξιοδότησης των κρατικών υπαλλήλων για παραχώρηση εφάπαξ φιλοδωρήματος και σύνταξης.

Σε συμφωνία με τον Χατζηχαμπή, Δ., θεωρούμε λανθασμένη την πάρα πάνω θέση της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν.97(1)/1997,

« «Συντάξιμη θέση» σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία.»

« «Συντάξιμος υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία με μόνιμη ιδιότητα.»

« «Συντάξιμη υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλων ωφελημάτων δυνάμει του Νόμου. Για τον υπολογισμό της ολικής συντάξιμης υπηρεσίας υπαλλήλου, χρονική περίοδος μέχρι 15 ημερών αγνοείται και πάνω από 15 ημερών λογίζεται ως πλήρης μήνας.»

« «Υπηρεσία» είναι η περίοδος από την ημερομηνία που ο υπάλληλος αρχίζει να λαμβάνει μισθό για εκτέλεση καθηκόντων σε κρατική θέση μέχρι την ημερομηνία που εγκαταλείπει την κρατική υπηρεσία, …»

Από την 1.7.1989 που άρχισε ο αναδρομικός διορισμός του εφεσίβλητου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας μέχρι την 31.1.2001 που ακυρώθηκε ο εν λόγω διορισμός από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος κατείχε «συντάξιμη θέση» στην κρατική υπηρεσία και με την ιδιότητα του «συντάξιμου υπαλλήλου» πρόσφερε καλή τη πίστη για όλο αυτό το χρονικό διάστημα υπηρεσία στο κράτος και λάμβανε μισθό για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Η ακύρωση του διορισμού του εφεσίβλητου από το Ανώτατο Δικαστήριο επέφερε την παύση του ως μέλους της υπαλληλικής ιεραρχίας καθώς και την απώλεια της ιδιότητας του «κρατικού υπαλλήλου» στην έννοια του Άρθρου 2 του περί Συντάξεων Νόμου. Ωστόσο, ο χρόνος της υπηρεσίας του στη συγκεκριμένη συντάξιμη θέση, δεν παύει να υπολογίζεται ως συντάξιμος χρόνος καθότι πρόκειται για πραγματική υπηρεσία και υπό αυτές τις περι[*66]στάσεις οπωσδήποτε υπερισχύει το γεγονός της προσφερθείσας υπηρεσίας. Σχετική επί του προκειμένου είναι η πιο κάτω περικοπή από το σύγγραμμα της Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως Εναντι της Διοικήσεως», εκδ. 1988, σελ. 271.

«αα. Επί ακυρώσεως διορισμού. Εάν ηκυρώθη διορισμός, ο υπάλληλος παύει ν’ αποτελή όργανον της πολιτείας και μέλος της διοικητικής ιεραρχίας. Ο χρόνος της υπηρεσίας του κατά την περίοδον που ίσχυσεν ο ακυρωθείς διορισμός δεν υπολογίζεται διά την αρχαιότητά του εις περίπτωσιν νομίμου επαναδιορισμού του. Αλλ’ υπολογίζεται ως συντάξιμος χρόνος, διότι πρόκειται περί πραγματικής υπηρεσίας. Υπερισχύει, εν προκειμένω, το γεγονός της προσφερθείσης υπηρεσίας.»

Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση συνάδει πλήρως επί του προκειμένου προς ό,τι η παραπάνω αυθεντία υποστηρίζει. Το σκεπτικό της εκφράζει την ορθή νομική θέση που η διοίκηση όφειλε υπό τις περιστάσεις να υιοθετήσει. Η πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει σύμφωνους και συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος, απορρίπτεται.

Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η Χατζησάββας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 883/2004, ημερ. 19.4.2006 που επικαλέστηκε η κα Ουστά διακρίνεται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Σε εκείνη, επρόκειτο περί μείωσης της μηνιαίας σύνταξης του αιτητή η αναδρομική προαγωγή του οποίου, είχε ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο μετά την αφυπηρέτησή του με προφανή συνέπεια αυτός να επανέλθει πίσω στη θέση που κατείχε προηγουμένως.

Η αντέφεση στρέφεται κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που αναφέρεται στην απουσία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αφορούν στην περίοδο από 1.2.1989 μέχρι 21.1.2004 που η υπηρεσία του εφεσίβλητου, ως έκτακτου υπαλλήλου, τερματίστηκε αναγκαστικά λόγω συμπλήρωσης του ορίου αφυπηρέτησης στην ηλικία των 60 ετών. Η θέση του εφεσίβλητου σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι ότι η πάρα πάνω περίοδος κατά την οποία υπηρέτησε ως έκτακτος υπάλληλος, αποτέλεσε συνέχεια και χωρίς διακοπή αναπόσπαστο μέρος της υπηρεσίας του ως δημόσιου υπαλλήλου σε μόνιμη θέση.

Η πιο πάνω θέση του εφεσίβλητου στερείται ερείσματος. Η ακύρωση του διορισμού του από το Ανώτατο Δικαστήριο επέφερε τη διακοπή της σχέσης. Ο εφεσίβλητος διορίστηκε ως έκτακτος κάτω από άλλους όρους πρόσληψης και εργασίας και υπό εντελώς δια[*67]φορετικούς όρους παροχής φιλοδωρήματος κατά την αφυπηρέτηση. Και εφόσον η θέση δεν ήταν μόνιμη οπότε θα μπορούσε να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου του 1997 θεωρούμε πως μόνο οι Όροι Υπηρεσίας Εκτάκτων Υπαλλήλων  έπρεπε να τύχουν εν προκειμένω εφαρμογής. Ο Όρος 13(2) των εν λόγω Όρων προνοεί:

«Σε έκτακτο υπάλληλο ο οποίος υπηρέτησε για τρία έτη ή περισσότερα, χορηγείται μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας του σύμφωνα με την υποπαράγραφο (1) φιλοδώρημα με βάση το 1/24 των τελευταίων αυτού μηνιαίων απολαβών για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.»

Ωστόσο ο εφεσίβλητος, όπως ορθά διαπιστώθηκε πρωτοδίκως δεν πρόλαβε να συμπληρώσει τη χρονική περίοδο των τριών χρόνων για να δικαιούται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σχετικό όρο, στη χορήγηση φιλοδωρήματος. Ενόψει τούτου ο σχετικός λόγος αντέφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ενώπιόν μας ο εφεσίβλητος επικαλέσθηκε για πρώτη φορά τις πρόνοιες του Άρθρου 14(γ) του Νόμου προς υποστήριξη των θέσεών του. Δεν θα ασχοληθούμε με το θέμα εφόσον πρόκειται περί νομικού σημείου το οποίο δεν έχει καν εκτεθεί στην προσφυγή ούτε και εξειδικεύεται στο δικόγραφο και αυτό βεβαίως, κατ’ αντίθεση προς ό,τι ρητά επιτάσσει ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Ο κάθε διάδικος να επωμισθεί τα δικά του έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο