Χατζηγεωργίου Σωτήρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 108

(2013) 3 ΑΑΔ 108

[*108]26 Φεβρουαρίου, 2013 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

            Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 132/2009)

 

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή για παραχώρηση υποτροφίας, να προσβάλει την απόρριψη του αιτήματος, παρόλο που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της σχετικής ανακοίνωσης ― Ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας εξετάζονται μόνον εφόσον προηγουμένως έχει στοιχειοθετηθεί έννομο συμφέρον προσφυγής ― Στερείται εννόμου συμφέροντος.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Το δόγμα της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία – Αλυσιτελής προσφυγή ― Δεν μπορεί να επιτύχει προσφυγή, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν δύναται να ωφελήσει τον προσφεύγοντα με οποιονδήποτε τρόπο.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της απόφασης του Ι.Κ.Υ. να απορρίψει αίτημά του για παραχώρηση υποτροφίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Έχοντας εξετάσει όλα τα δεδομένα της υπό κρίση έφεσης, καθίσταται πρόδηλο ότι αυτή δεν μπορεί να επιτύχει. Σαφώς ο εφεσείων θα πρέπει να προσβάλλει τη διοικητική πράξη μετ’ εννόμου συμφέροντος. Το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής, στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγμα[*109]τος. Και όχι μόνο η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αφορά στην ίδια την προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος. Και βεβαίως το έννομο συμφέρον αποτελεί το εφαλτήριο πάνω στο οποίο ο εφεσείων πρέπει να τοποθετήσει τον εαυτό του, για να δικαιούται να θέσει ζήτημα αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

2.  Η θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο τίτλος για τον οποίο ενδιαφέρθηκε ο εφεσείων ήταν διδακτορικού επιπέδου ήταν εύλογη. Ο εφεσείων εισηγείται ακόμη ότι κακώς το Ι.Κ.Υ. στη σχετική Ανακοίνωση Αρ. 263 (και Αρ. 264), περιέλαβε το MPhil. Δεν μπορεί όμως ο εφεσείων να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα. Και ούτε είναι δυνατόν να θεωρεί ότι έχει έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση της υποτροφίας, όταν ο ίδιος δεν πληροί τους όρους της Ανακοίνωσης.

3.  Ο εφεσείων, περαιτέρω, δεν πληρούσε εν πάση περιπτώσει και την έτερη προϋπόθεση στη βάση της σχετικής Ανακοίνωσης Αρ. 263, εφόσον ήταν ήδη κάτοχος δύο προηγούμενων μεταπτυχιακών τίτλων επιπέδου Master. Η αίτησή του λοιπόν προσέκρουε και σ’ αυτό το πρόβλημα και επομένως τυχόν επιτυχία του στην προσφυγή, θα ήταν αλυσιτελής, μη δυνάμενη να ωφελήσει τον εφεσείοντα με οποιονδήποτε τρόπο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζησωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524,

Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389.

 

Έφεση.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ηλιάδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1176/07), ημερ. 14/7/2009.

Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

[*110]ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων υπέβαλε στις 11.7.2007, συμπληρώνοντας το σχετικό έντυπο για δικαιούχους παθόντες, αίτηση στο Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών Κύπρου, (εφεξής «το Ι.Κ.Υ.»), για διεκδίκηση υποτροφίας για το επίπεδο σπουδών, όπως ο ίδιος σημείωσε στο αντίστοιχο Μέρος 4, «MPhil→PhD». Καθόρισε επίσης ότι το έτος έναρξης σπουδών που επιθυμούσε για Postgraduate Research ήταν το 2007, και η διάρκεια σπουδών τέσσερα έτη. Ο τίτλος σπουδών προσφερόταν από το Teesside University της Αγγλίας.  Στα συμπληρωθέντα στοιχεία ο εφεσείων ανέφερε επίσης ότι ήταν ήδη κάτοχος από το 2002 του τίτλου Msc από το Sheffield Hallam University, καθώς και άλλου Msc το 2005, από το ίδιο πανεπιστήμιο. Το πρώτο εκ των Msc, αφορούσε σπουδές στο Hospitality Management και αποκτήθηκε με υποτροφία που του είχε χορηγηθεί από το Ι.Κ.Υ.

Το Ι.Κ.Υ., αφού εξέτασε τη σχετική αίτηση του εφεσείοντος, απάντησε στις 18.7.2007 ότι υπό το φως του γεγονότος ότι ο εφεσείων θα παρακολουθούσε σπουδές που οδηγούσαν στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου PhD, δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των δικαιούχων παθόντων εφόσον οι σχετικές υποτροφίες αφορούσαν μόνο προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές επιπέδου Master. Του επεστράφησαν λοιπόν τα σχετικά πιστοποιητικά που υπέβαλε με την αίτηση του, πληροφορώντας τον όμως ταυτόχρονα πως όσοι δικαιούχοι παθόντες επιθυμούσαν την παρακολούθηση σπουδών διδακτορικού επιπέδου, δικαιούνταν να υποβάλουν αίτηση, η οποία όμως θα αξιολογείτο στη βάση των αντιστοίχων κριτηρίων. Επισύναψαν αντίγραφο της Ανακοίνωσης Αρ. 259 και του σχετικού Εντύπου Αρ. 25, προς ενημέρωση.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την απόφαση του Ι.Κ.Υ. με σχετική προσφυγή, μέσω δικηγόρου, όπου και ανέπτυξε όλα τα σχετικά επιχειρήματα του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, όμως, την προσφυγή, αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση του Ι.Κ.Υ., ότι ο εφεσείων στερείτο εννόμου συμφέροντος ενόψει του γεγονότος ότι η Ανακοίνωση με βάση την οποία είχε υποβάλει την αίτηση του, αφορούσε την παροχή υποτροφιών για μεταπτυχιακό τίτλο επιπέδου «MA/M.Sc./M.Phil» και δεν κάλυπτε διδακτορικό τίτλο PhD.  Ο επιδιωκόμενος από τον εφεσείοντα τίτλος σπουδών ήταν, κατά το Δικαστήριο, φανερό ότι αφορούσε τίτλο διδακτορικού επιπέδου γι’ αυτό και η διάρκεια του καθοριζόταν σε τέσσερα έτη, ενώ η σχετική Ανακοίνωση Αρ. 263 του Ι.Κ.Υ., στη βάση της οποίας ο εφε[*111]σείων υπέβαλε την αίτηση του, αφορούσε μεταπτυχιακά διετούς διάρκειας. Επομένως το Δικαστήριο έκρινε ότι ορθώς απεκλείσθη από τον κατάλογο των υποψηφίων, ενώ ταυτόχρονα θεώρησε ότι και αν ακόμη η προσφυγή του επιτύγχανε και πάλι δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί το αίτημα του εφόσον ήταν ήδη κάτοχος προηγούμενων μεταπτυχιακών και, ούτως ή άλλως, στη βάση των προϋποθέσεων της σχετικής Ανακοίνωσης, αποκλειόταν. 

Ο εφεσείων προσβάλλει ενώπιον της Ολομέλειας την πρωτόδικη κρίση και χειριζόμενος τώρα προσωπικά την έφεση, ανέπτυξε σωρεία λόγων προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Με ανάλογα εκτεταμένο περίγραμμα, εισηγήθηκε ότι ως δικαιούχος παθών έπρεπε να τύχει ίσης μεταχείρισης με όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους, ιδιαιτέρως διότι η ζητηθείσα εκ μέρους του υποτροφία δεν αφορούσε την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, αλλά την απόκτηση τίτλου MPhil, («Master of Philosophy»), ο οποίος υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόκτηση PhD. Ο εφεσείων εστίασε την προσοχή του ακριβώς στην κατ’ ισχυρισμόν πλάνη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η αίτηση του αφορούσε τίτλο PhD ή ακόμη και MPhil, ο οποίος όμως δεν είναι στην ουσία Master εφόσον οδηγεί σε ερευνητική εργασία παρόμοια με PhD και επομένως, λόγω αυτής της ουσιώδους πλάνης, θα πρέπει η πρωτόδικη κρίση να ακυρωθεί. Περαιτέρω, εισηγήθηκε, όπως και πρωτοδίκως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Ι.Κ.Υ. ήταν παράνομη διότι λήφθηκε και υπεγράφη από αναρμόδιο όργανο, δηλαδή, τη γραμματέα του Ι.Κ.Υ. και όχι από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο του. 

Αντίθετα, η συνήγορος της Δημοκρατίας για το Ι.Κ.Υ. υπεστήριξε την πρωτόδικη απόφαση εισηγούμενη ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας του οργάνου που παρήγαγε την προσβαλλόμενη πράξη, έπεται της κρίσης ότι ο εφεσείων έχει εν πάση περιπτώσει έννομο συμφέρον να την προσβάλει. 

Έχοντας εξετάσει όλα τα δεδομένα της υπό κρίση έφεσης, καθίσταται πρόδηλο ότι αυτή δεν μπορεί να επιτύχει. Σαφώς ο εφεσείων θα πρέπει να προσβάλλει τη διοικητική πράξη μετ’ εννόμου συμφέροντος. Το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, (Χατζησωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524). Και όχι μόνο η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αφορά στην ίδια την προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος, (Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Και βεβαίως το έννο[*112]μο συμφέρον αποτελεί το εφαλτήριο πάνω στο οποίο ο εφεσείων πρέπει να τοποθετήσει τον εαυτό του για να δικαιούται να θέσει ζήτημα αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η Ανακοίνωση υπ’ αρ. 263 του Ι.Κ.Υ., ρητώς αφορούσε υποτροφίες για μεταπτυχιακές σπουδές τίτλου MA/MSc/MPhil, σύμφωνα με την παρ. 2 αυτής, και μάλιστα διάρκειας όχι μεγαλύτερης των δύο ετών. Περαιτέρω, η παρ. 3 καθόριζε ότι δεν θα παρεχόταν υποτροφία ή επίδομα σπουδών «….. για απόκτηση δεύτερου μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου ΜΑ/MSc/MPhil ανεξαρτήτως του τρόπου που αποκτήθηκαν τα προηγούμενα προσόντα.». Πρόσθετα, η παρ. 7(α) της Ανακοίνωσης απέκλειε άτομα ως υποψηφίους για υποτροφία που ήδη κατείχαν μεταπτυχιακό τίτλο Master και υποβάλλουν αίτηση για διεκδίκηση υποτροφίας για μεταπτυχιακές σπουδές Master.

Η αίτηση του εφεσείοντος που συμπληρώθηκε από τον ίδιο και υποβλήθηκε στο Ι.Κ.Υ., αφορούσε σαφώς την απόκτηση PhD και αυτή ήταν η έννοια της συμπλήρωσης του Μέρους 4, με την ένδειξη MPhil→PhD, με καθορισθείσα «κανονική διάρκεια σπουδών σε έτη», τα τέσσερα έτη. Επομένως, η θεώρηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο τίτλος για τον οποίο ενδιαφέρθηκε ο εφεσείων ήταν διδακτορικού επιπέδου ήταν εύλογη, έχοντας υπόψη, όπως εύστοχα υπεδείχθη πρωτοδίκως, ότι πριν την υποβολή της αίτησης, ο εφεσείων απηύθυνε την 1.5.2007 επιστολή στο Ι.Κ.Υ., με την πληροφόρηση ότι είχε εξασφαλίσει θέση σε επίπεδο διδακτορικού τίτλου σε αγγλικό πανεπιστήμιο, διερωτώμενος, ζητώντας γραπτή και λεπτομερή ενημέρωση, αν με τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία και κατέγραψε, ήταν δυνατό να διεκδικήσει υποτροφία επιπέδου PhD. Το Ι.Κ.Υ. του απάντησε συναφώς στις 16.5.2007, πληροφορώντας τον ότι η σχετική Ανακοίνωση για υποτροφίες για διδακτορικές σπουδές για το 2007, θα δημοσιευόταν το συντομότερο δυνατό.

Ο εφεσείων παρέθεσε προς υποστήριξη της θέσεως του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε, ηλεκτρονική απάντηση από το Teesside University ως προς το επίπεδο σπουδών που καλύπτει το MPhil, όπου αναφέρεται ότι το MPhil degree είναι ερευνητικού επιπέδου σπουδές, παρόμοιες με PhD, με τη διαφορά ότι (όπως πρόσθετα αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου), η διάρκεια σπουδών για το MPhil είναι διετής επί πλήρους φοίτησης, ενώ το PhD λαμβάνεται σε περίοδο τεσσάρων ετών.

[*113]Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, ο εφεσείων εισηγείται ακόμη ότι κακώς το Ι.Κ.Υ. στη σχετική Ανακοίνωση Αρ. 263 (και Αρ. 264), περιέλαβε το MPhil. Δεν μπορεί όμως ο εφεσείων να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα. Και ούτε είναι δυνατόν να θεωρεί ότι έχει έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση της υποτροφίας όταν ο ίδιος δεν πληροί τους όρους της Ανακοίνωσης. Και παρατηρείται πρόσθετα από την επιστολή του University of Teesside, ημερ. 21.12.2006, που ο εφεσείων επισύναψε στο περίγραμμα του, ότι η προσφερθείσα σ’ αυτόν θέση ήταν για MPhil, με τη δυνατότητα μεταφοράς σε PhD, «on the basis of part-time distance learning study».  Όμως στην επιστολή του ημερ. 16.5.2007, προς τον εφεσείοντα, το Ι.Κ.Υ. σαφώς του ανέφερε (παρ. 4(α)(ii)), ότι δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν υποτροφία πρόσωπα που παρακολουθούν προγράμματα εξ αποστάσεως, ή, προγράμματα μερικής φοίτησης.

Ο εφεσείων, περαιτέρω, δεν πληρούσε εν πάση περιπτώσει και την έτερη προϋπόθεση στη βάση της σχετικής Ανακοίνωσης Αρ. 263, εφόσον ήταν ήδη κάτοχος δύο προηγούμενων μεταπτυχιακών τίτλων επιπέδου Master. Η αίτηση του λοιπόν προσέκρουε και σ’ αυτό το πρόβλημα και επομένως τυχόν επιτυχία του στην προσφυγή, θα ήταν αλυσιτελής, μη δυνάμενη να ωφελήσει τον εφεσείοντα με οποιονδήποτε τρόπο.

Η έφεση για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο