LSE Lifestyle Enterprises Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 193

(2013) 3 ΑΑΔ 193

[*193]8 Απριλίου, 2013

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

LSE LIFESTYLE ENTERPRISES LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσίβλητοι.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 120/2009)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση μετά από εφαρμογή του Άρθρου 34(5) του Ν. 246/90 ― Η προνοούμενη προθεσμία και οι περιστάσεις τήρησής της στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τον Έφορο Φ.Π.Α..

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ελλιπείς ή λανθασμένες φορολογικές δηλώσεις και ενεργοποίηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου για βεβαίωση ― Η άσκηση της κρίσης του Εφόρου κρίθηκε άμεμπτη και η επίδικη βεβαίωση αιτιολογημένη ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή τους κατά της σε βάρος τους βεβαίωσης φορολογίας προστιθέμενης αξίας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου νέα στοιχεία, τα οποία του έδιναν το δικαίωμα έκδοσης βεβαίωσης εντός ενός έτους από τη μέρα που περιήλθαν εις γνώση του τα νέα στοιχεία, σύμφωνα με το Άρθρο 34(5)(β) του Ν. 246/90. Έστω και αν η αρχική βεβαίωση η οποία στη συνέχεια ανακλήθηκε από τους [*194]εφεσίβλητους είχε γίνει μετά την παρέλευση της περιόδου των δύο ετών που προνοείται από το Άρθρο 34(5)(α), αναφορικά με τα πρώτα χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου, η υποβολή νέων στοιχείων από τους εφεσίβλητους ενεργοποίησε την πρόνοια του Άρθρου 34(5)(β) και επομένως η νέα βεβαίωση της 13.1.2006 ήταν εντός της προθεσμίας του Νόμου.

2.  Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα και ακόμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως ενήργησαν ανέντιμα, κακόπιστα ή με παραγνώριση των ενώπιον τους στοιχείων. Οι ελλείψεις και τα σφάλματα, που περιέχονται στη δήλωση των εφεσειόντων, παρείχαν την εξουσία στους εφεσίβλητους να προβούν στην προσβαλλόμενη βεβαίωση.

3.  Είναι θεμελιωμένο, ότι όταν τα βιβλία και τα αρχεία ενός νομικού ή φυσικού προσώπου που υπόκειται σε Φ.Π.Α. είναι ελλιπή και εσφαλμένα, όπως στην προκείμενη περίπτωση συμβαίνει με τους εφεσείοντες, ο Έφορος έχει την εξουσία να επιβάλει φορολογία με βάση την έρευνα του και ασκώντας την κρίση του. Εάν ο φορολογούμενος ισχυρίζεται πλάνη, τότε αυτός έχει το βάρος της απόδειξης της πλάνης. Έχοντας υπόψη τις ελάχιστες υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων, όπως προκύπτουν από τη νομολογία, για εντιμότητα, καλοπιστία και κρίση με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία, θεωρούμε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν, με στοιχεία, ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν οποιανδήποτε από τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις τους ή ότι ενήργησαν με πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή έξω από τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, εάν αυτή ιδωθεί μαζί με την απόφαση για την προηγούμενη βεβαίωση, φαίνονται σαφώς και ευκρινώς όλοι οι λόγοι για τους οποίους οι εφεσίβλητοι πήραν την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ανδρέας Μονογιού Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448,

MA-STRO LTD v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 226/98, ημερ. 22.10.99,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 236,

Van Boeckel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E.R. 505,

[*195]Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις «Οκαπί» Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 48.

Έφεση

Έφεση από τους Εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1414/06), ημερ. 24/7/2009.

Αρ. Γεωργίου με Γ. Ρούσου (κα.), για τους Εφεσείοντες.

Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και έχουν ως εμπορική δραστηριότητα την εισαγωγή και πώληση γυναικείων, ανδρικών και παιδικών ενδυμάτων, υποδημάτων και αξεσουάρ.

Ο Έφορος Φ.Π.Α. (ο Έφορος), ασκώντας τις εξουσίες του, με βάση τους περί Προστιθέμενης Αξίας, σχετικούς Νόμους, όπως τροποποιήθηκαν, διενήργησε έλεγχο στα βιβλία και αρχεία των εφεσειόντων. Ο έλεγχος άρχισε στις 13.5.2004 και ολοκληρώθηκε, μετά από αρχική βεβαίωση και ένσταση των εφεσειόντων, στις 13.1.2006. Η περίοδος στην οποία αφορούσε η έρευνα ήταν από 1.5.1997 μέχρι 31.7.2004.

Από την έρευνα ο Έφορος διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες είχαν δηλώσει λιγότερο οφειλόμενο φόρο στις φορολογικές τους δηλώσεις, από το φόρο που καταχωρήθηκε στο λογαριασμό τους για Φ.Π.Α.. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπήρχε αριθμητική και χρονολογική συνέπεια στα τιμολόγια πώλησης και κάποια τιμολόγια δεν είχαν καταχωρηθεί καθόλου. Κάποιος φόρος εκροών υπολογίστηκε ή αποδόθηκε λανθασμένα ή και καθόλου. Σε ορισμένες περιπτώσεις στο λογαριασμό Φ.Π.Α. εκροών, καταχωρούνταν, λανθασμένα, και έξοδα των εφεσειόντων. Σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν διορθώσεις πάνω σε αντίγραφα τιμολογίων χωρίς να διορθώνονται και τα πρωτότυπα. Οι εφεσείοντες δεν προέβησαν σε πλήρη απογραφή των αποθεμάτων τους σε είδη θετικού συντελεστή [*196]κατά παράβαση του σχετικού κανονισμού των περί Φ.Π.Α. (Γενικών Κανονισμών) του 2001 (Κανονισμός 22(1)(α)(ιν)), Κ.Δ.Π. 314/2001. Οι εφεσείοντες απέτυχαν και στον έλεγχο αξιοπιστίας που τους είχε γίνει με τη μέθοδο του μεσοσταθμικού περιθωρίου κέρδους, επί του κόστους πωληθέντων αγαθών θετικού συντελεστή. 

Ενόψει των προαναφερομένων σφαλμάτων και παραλείψεων οι φορολογικές δηλώσεις των εφεσειόντων θεωρήθηκαν ελλιπείς και λανθασμένες και ως εκ τούτου, ο Έφορος στις 29.3.2005 πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι το ποσό των £110.147,83 σεντ βεβαιώθηκε ως φόρος εκροών δυνάμει του Άρθρου 34(1) του Ν. 246/90 και του Άρθρου 49(1), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 95(Ι)/2000.

Οι εφεσείοντες με επιστολή τους, ημερ. 26.5.2005, υπέβαλαν ένσταση στην προαναφερόμενη βεβαίωση φόρου, ημερ. 29.3.2005, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς και προσκομίζοντας στοιχεία. Η Υπηρεσία Φ.Π.Α., αφού έλαβε υπόψη της τα νέα στοιχεία, ανακάλεσε την αρχική βεβαίωση φόρου, ημερ. 29.3.2005, και εξέδωσε νέα βεβαίωση φόρου στις 13.1.2006. Με βάση τη νέα βεβαίωση φόρου οι εφεσείοντες όφειλαν να καταβάλουν το ποσό των £118.637,49 σεντ. Το ποσό αυτό προέκυψε αφού λήφθηκαν υπόψη συγκεκριμένα στοιχεία που είχαν δώσει οι εφεσείοντες και αφού ο Έφορος προέβη σε νέο υπολογισμό των αναμενόμενων εκροών θετικού συντελεστή για την περίοδο 1.5.1997 μέχρι 31.7.2004.

Οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 7.3.2006 υπέβαλαν νέα ένσταση για τη νέα βεβαίωση φόρου προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς τους οποίους όμως ο Έφορος απέρριψε. Αυτοί προσέβαλαν, με προσφυγή, την αναθεωρημένη βεβαίωση Φ.Π.Α. ημερ. 13.1.2006.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και τους τέσσερις λόγους ακυρώσεως που προώθησαν οι αιτητές. Ο πρώτος λόγος αφορούσε, κατ’ ισχυρισμό, κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου σύμφωνα με το Άρθρο 34(5) του Ν. 246/90. Το άρθρο εκείνο προβλέπει ότι οποιαδήποτε βεβαίωση, με βάση τα εδάφια (1), (2) και (3) του εν λόγω άρθρου, για το ποσό του φόρου που οφείλεται αναφορικά με οποιαδήποτε φορολογική περίοδο πρέπει να γίνεται το αργότερο: (α) δύο χρόνια μετά το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου ή (β) ένα χρόνο αφότου περιήλθαν εις γνώση του Εφόρου στοιχεία αποδεικτικά των γεγονότων και ικανοποιητικά, κατά την κρίση του, ώστε να δικαιολογείται η πράξη της βεβαίωσης. Ο Έφορος επίσης μπορεί, εάν περιέλθουν εις γνώση του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, μετά την πιο πάνω βεβαίωση του φό[*197]ρου, να προβεί σε επιπρόσθετη βεβαίωση το αργότερο μέσα σε ένα χρόνο από την ημέρα που περιέρχονται εις γνώση του τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

Ο ευπαίδευτος Δικαστής που χειρίστηκε την προσφυγή, απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως. Έκρινε ότι οι ίδιοι οι εφεσείοντες, με την αρχική ένσταση τους ημερ. 26.5.2005 αλλά και αργότερα με τη δεύτερη ένσταση τους, ημερ. 7.3.2006, στην αναθεωρημένη βεβαίωση φορολογίας ημερ. 13.1.2006, έθεσαν ενώπιον του Εφόρου νέα στοιχεία και ως εκ τούτου ο χρόνος που είχε σημασία ήταν ο ένας χρόνος αφότου περιήλθαν εις γνώση του Εφόρου αυτά τα νέα στοιχεία, όπως προνοείται στο προαναφερόμενο Άρθρο 34(5)(β).  Στην προκείμενη περίπτωση, μεταξύ 26.5.2005 και 13.1.2006, δεν μεσολαβεί ένας χρόνος και επομένως η δεύτερη βεβαίωση του Εφόρου, ημερ. 13.1.2006, ήταν μέσα στα χρονικά πλαίσια του προαναφερόμενου ενός χρόνου.

Η απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρότητας από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι και η ουσία του πρώτου λόγου έφεσης. Κατά τους εφεσείοντες, όταν οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση επέβαλαν φορολογία 9 χρόνια μετά την αρχή της εξεταζόμενης περιόδου (1.5.1997 μέχρι 31.7.2004) παραβίαζαν τη χρονική περίοδο των 2 ετών που προνοείται στο Άρθρο 34(5)(α). Η επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι, εν πάση περιπτώσει, ο Ν. 246/90 δεν μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση για την έκδοση της βεβαίωσης, αναφορικά με τα τελευταία χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου, επειδή είχε αντικατασταθεί από το Ν. 95(Ι)/2000, αποσύρθηκε μετά από υπόδειξη του δικαστηρίου ότι αυτό το ζήτημα δεν είχε προωθηθεί πρωτόδικα.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι στην προκείμενη περίπτωση τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου νέα στοιχεία τα οποία του έδιναν το δικαίωμα έκδοσης βεβαίωσης εντός ενός έτους από τη μέρα που περιήλθαν εις γνώση του τα νέα στοιχεία, σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 34(5)(β). Έστω και αν η αρχική βεβαίωση η οποία στη συνέχεια ανακλήθηκε από τους εφεσίβλητους είχε γίνει μετά την παρέλευση της περιόδου των δύο ετών  που προνοείται από το Άρθρο 34(5)(α), αναφορικά με τα πρώτα χρόνια της εξεταζόμενης περιόδου, η υποβολή νέων στοιχείων από τους εφεσίβλητους ενεργοποίησε την πρόνοια του Άρθρου 34(5)(β) και επομένως η νέα βεβαίωση της 13.1.2006 ήταν εντός της προθεσμίας του Νόμου. Σχετικές αποφάσεις είναι οι Ανδρέας Μονογιού Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3448, MA-STRO LTD v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 226/98, ημερ. 22.10.99 (μη δημοσιευθείσα) και [*198]Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 236. Από τις προαναφερόμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου φαίνεται ότι, έστω και αν παρήλθε η αρχική περίοδος των δύο ετών, από τη στιγμή που περιέλθουν σε γνώση του Εφόρου νέα σχετικά στοιχεία, ενεργοποιείται η περίοδος του ενός έτους του εδαφίου (β) του Άρθρου 34(5) και επομένως ο Έφορος έχει περαιτέρω χρόνο ενός έτους, από τη λήψη των νέων στοιχείων, για να προβεί σε σχετική βεβαίωση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το δεύτερο λόγο ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο η απόφαση του Εφόρου ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα. Οι αιτητές-εφεσείοντες είχαν ισχυριστεί ότι, λανθασμένα, οι καθ’ ων η αίτηση-εφεσίβλητοι θεώρησαν ότι αυτοί (οι εφεσείοντες) δεν τηρούσαν ορθά τα σχετικά βιβλία τους, ότι υπήρχε αριθμητική και χρονολογική ασυνέπεια στα τιμολόγια τους, ότι υπήρχαν παρατυπίες, παραλείψεις και λάθη από μέρους των εφεσειόντων, ότι υπήρχε παράλειψη καταχώρισης τεσσάρων τιμολογίων, ότι καταχωρήθηκαν έξοδα στο λογαριασμό εκροών Φ.Π.Α. που δεν θα έπρεπε να καταχωρηθούν, ότι δεν αποδόθηκε ο ορθός φόρος εκροών και ότι κάποια αντίγραφα ήταν διορθωμένα ενώ τα πρωτότυπα όχι. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Έφορος ενήργησε σύμφωνα με το Νόμο και με βάση όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και τα οποία είχε συλλέξει η υπηρεσία του τη δεδομένη στιγμή.

Αυτό το σκέλος της απόφασης προσβάλλεται με το δεύτερο λόγο έφεσης. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τους εφεσείοντες ούτε και επ’ αυτού του σημείου, για τους λόγους που εξηγούνται στη συνέχεια. Πριν εξηγήσουμε όμως τους λόγους της διαφωνίας μας με τους εφεσείοντες θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στην αγγλική καθοδηγητική απόφαση Van Boeckel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E.R. 505. Στην υπόθεση εκείνη απασχόλησε το δικαστήριο η ερμηνεία του Άρθρου 31(1) της Αγγλικής Finance Act του 1952 που είναι παρόμοιο στα ουσιώδη σημεία με το Άρθρο 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90, όπως τροποποιήθηκε). Παρατηρήθηκε στην υπόθεση εκείνη ότι ο Νόμος παρέχει δραστική εξουσία στον Έφορο, βεβαίωσης του ποσού του οφειλόμενου φόρου, χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του. Όμως η εξουσία αυτή τίθεται υπό προϋποθέσεις. Και οι προϋποθέσεις αυτές είναι: (α) ότι ο φορολογούμενος παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με το νόμο, (β) ότι ο φορολογούμενος δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών του δηλώσεων και (γ) ότι ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς [*199]ή ότι περιέχουν σφάλματα. Όπως επεξήγησε το αγγλικό δικαστήριο στην υπόθεση εκείνη, οι φορολογικές αρχές έχουν, ως ελάχιστη υποχρέωση, να επιδείξουν εντιμότητα, καλοπιστία και να ενεργήσουν με βάση τα στοιχεία που έχουν ενώπιον τους.

Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι ενήργησαν στη βάση των ελλείψεων και των σφαλμάτων που παρουσίαζε η δήλωση των εφεσειόντων. Χωρίς να μπαίνουμε σε μεγάλη λεπτομέρεια στα τεχνικά φορολογικά θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση, παρατηρούμε ότι στην επιστολή-ένταση των εφεσειόντων ημερ. 7.3.2006 γίνονται, ουσιαστικά, παραδεκτά κάποια σφάλματα αλλά και ελλείψεις στην αρχική τους φορολογική δήλωση. Παραδέχονται, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες, αναφορικά με την αριθμητική και χρονολογική ασυνέπεια στα τιμολόγια πώλησης τους, ότι πράγματι τέσσερα τιμολόγια (με Αρ. 2112-2115) είχαν εκδοθεί χωρίς ημερομηνία επειδή κατά τον ισχυρισμό τους αφορούσαν υπαλλήλους της εφεσείουσας εταιρείας. Αναφορικά με τα τιμολόγια πώλησης στα οποία ο φόρος εκροών υπολογίστηκε λανθασμένα ή δεν αποδόθηκε, οι εφεσείοντες παραδέχονται ότι υπάρχει λανθασμένη καταχώριση φόρου εκροών η οποία όμως κατά τη θέση τους δεν ξεπερνά τις £41.- Αναφορικά με λανθασμένο υπολογισμό εξόδων της εφεσείουσας εταιρείας ώστε να μειώνεται ο φόρος εκροών αντί να αυξάνεται ο φόρος εισροών και πάλι οι εφεσείοντες παραδέχονται ότι η θέση των εφεσιβλήτων είναι ορθή αλλά το ποσό του πληρωτέου Φ.Π.Α., κατά τον ισχυρισμό τους, δεν διαφοροποιείται. Σε σχέση με τις διορθώσεις στα αντίγραφα των τιμολογίων, και πάλι οι εφεσείοντες παραδέχονται ότι κάτι τέτοιο συνέβηκε, χωρίς να γίνεται διόρθωση και του πρωτοτύπου, αλλά αυτό «οφείλεται στο επίπεδο γνώσεων των πωλητριών». Σε σχέση με τον έλεγχο αξιοπιστίας και το περιθώριο κέρδους οι εφεσείοντες λέγουν ότι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν ούτε να επιβεβαιώσουν το ποσοστό που υπολόγισαν οι εφεσίβλητοι, που είναι 133,93% ενώ το ποσό που οι ίδιοι είχαν δηλώσει ανέρχεται, σύμφωνα με τους δικούς τους υπολογισμούς, σε 124,7%. Τέλος όσον αφορά την καταγραφή των αποθεμάτων των εφεσειόντων αυτοί παραδέχονται, στην προαναφερόμενη απάντηση τους, ότι τουλάχιστον 23.576 τεμάχια εκτελωνίστηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2003 και δεν περιλήφθηκαν στους σχετικούς πίνακες των εφεσειόντων.

Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρούμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δεν ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα και ακόμα προσθέτουμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί πως ενήργησαν ανέντιμα, κακόπιστα ή με παραγνώριση των ενώπιον τους στοιχείων. Κατά την εκτίμηση μας οι ελλείψεις και τα σφάλματα, που περιέχονται στη δήλωση των εφε[*200]σειόντων, παρείχαν την εξουσία στους εφεσίβλητους να προβούν στην προσβαλλόμενη βεβαίωση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και τον τρίτο λόγο ακύρωσης που ήταν η κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη μέθοδος υπολογισμού που ακολούθησε ο Έφορος για να επιβάλει τη φορολογία. Και εδώ το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι ο λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί και ότι ο Έφορος προχώρησε σύμφωνα με τα ενώπιον του στοιχεία και το Νόμο, ενώ οι εφεσείοντες φαίνεται να μην τηρούσαν ορθά τα βιβλία και τα αρχεία τους, όπως όφειλαν, σύμφωνα με το Νόμο.

Αυτό το μέρος της απόφασης προσβάλλεται με τον τρίτο λόγο έφεσης. Εξηγήσαμε ήδη τους λόγους για τους οποίους συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες-αιτητές δεν τηρούσαν τα αρχεία και τα βιβλία τους ορθά, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με το Νόμο. Επομένως οι εφεσίβλητοι είχαν την εξουσία να προβούν σε βεβαίωση χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση τους και τηρώντας τις προαναφερόμενες ελάχιστες υποχρεώσεις. Θεωρούμε ότι οι εφεσίβλητοι βασίστηκαν στην απογραφή αποθεμάτων που οι εφεσείοντες είχαν κάμει, λαμβανομένων υπόψιν των αγορών και πωλήσεων της περιόδου 1.8.2004 μέχρι 26.5.2005 και αποδεχόμενοι ότι τα αποθέματα των εφεσειόντων την 31.7.2004 ανέρχονταν στο ποσό των £1.190.217.-, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο κέρδους για τα πωληθέντα αγαθά ανέρχεται σε 226% και όχι σε 133,93% όπως είχε υπολογιστεί στην προηγούμενη, ανακληθείσα, βεβαίωση φόρου. Οι εφεσίβλητοι στον Πίνακα 1 που συνοδεύει την βεβαίωση τους ημερ. 13.1.2006 εξηγούν γιατί, σύμφωνα με το νέο υπολογισμό τους, οι ορθές δηλωθείσες πωλήσεις των εφεσειόντων για την υπό εξέταση περίοδο είναι £2.581.372.- και όχι £2.654.037.-, όπως είχε αναγραφεί στην προηγούμενη βεβαίωση φόρου. 

Είναι γεγονός ότι οι δύο  πλευρές πρόβαλαν τα δικά τους στοιχεία για να αποδείξουν ότι η δική τους μέθοδος υπολογισμού του μεσοσταθμικού περιθωρίου κέρδους είναι η ορθή. Είναι επίσης γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι κατά την προηγούμενη τους βεβαίωση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο κέρδους για τα πωληθέντα αγαθά των εφεσειόντων ήταν 133,93% ενώ με την τελευταία βεβαίωση τους κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο κέρδους ανερχόταν σε 226%. Είναι θεμελιωμένο ότι όταν τα βιβλία και τα αρχεία ενός νομικού ή φυσικού προσώπου που υπόκειται σε Φ.Π.Α. είναι ελλιπή και εσφαλμένα, όπως στην προκείμενη περίπτωση συμβαίνει με τους εφεσείοντες, ο Έφορος έχει την εξουσία να επιβάλει φορολογία με βάση την έρευνα του και ασκώντας την κρίση του. [*201]Εάν ο φορολογούμενος ισχυρίζεται πλάνη τότε αυτός έχει το βάρος της απόδειξης της πλάνης (Δέστε: Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις «Οκαπί» Λτδ ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 48).

Στην προκείμενη περίπτωση ο ακριβής τρόπος υπολογισμού του περιθωρίου κέρδους που ανέρχεται σε 226%, αλλά και ο ακριβής υπολογισμός του φόρου που βεβαιώθηκε με τη δεύτερη βεβαίωση και ανέρχεται σε £118.637,49.-, επεξηγούνται λεπτομερώς στο Παράρτημα 1 της γραπτής αγόρευσης των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση, στην προσφυγή. Έχοντας υπόψη τις ελάχιστες υποχρεώσεις των εφεσιβλήτων όπως προκύπτουν από τη νομολογία, για εντιμότητα, καλοπιστία και κρίση με βάση τα ενώπιον τους στοιχεία, θεωρούμε πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να δείξουν, με στοιχεία, ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν οποιανδήποτε από τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις τους ή ότι ενήργησαν με πλάνη  περί τα πράγματα ή το νόμο ή έξω από τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής τους ευχέρειας.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη αποδοχή, από το πρωτόδικο δικαστήριο, της θέσης των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταχωρήσουν τα προαναφερόμενα τέσσερα τιμολόγια. Δόθηκε πράγματι μια εξήγηση από τους εφεσείοντες, πλην όμως αυτοί παραδέχονται ουσιαστικά ότι τέσσερα τιμολόγια ήταν χωρίς ημερομηνία και δεν είχαν καταχωρηθεί. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου και σ’ αυτό το ζήτημα.

Ο τέταρτος λόγος ακύρωσης τον οποίο απέρριψε επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη. Αυτός είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και αυτό το λόγο. Θεωρούμε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, εάν αυτή ιδωθεί μαζί με την απόφαση για την προηγούμενη βεβαίωση, φαίνονται σαφώς και ευκρινώς όλοι οι λόγοι για τους οποίους οι εφεσίβλητοι πήραν την προσβαλλόμενη απόφαση και στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο