Σταύρου Πολυξένη ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2013) 3 ΑΑΔ 231

(2013) 3 ΑΑΔ 231

[*231]12 Απριλίου, 2013

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2009)

 

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση ― Νομοθετικό και κανονιστικό καθεστώς ― Όλες οι πτυχές της επίδικης απόρριψης της αίτησης ελέγχθηκαν έγκυρες ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της κατά της απόρριψης αίτησής της για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Οι λόγοι που αφορούν στην αιτιολογία γενικώς και όπως επί μέρους αναπτύχθηκαν, δεν ευσταθούν και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εναντίον της εφεσείουσας. Είναι πρωταρχικά καίριας σημασίας να τονιστεί ιδιαιτέρως, ότι η υποβληθείσα εκ μέρους της εφεσείουσας αίτηση, αφορούσε την χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση και, επομένως, το όλο ζήτημα εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου Αρ. 90/1972, όπως τροποποιήθηκε. Δυνάμει του άρθρου αυτού, το οποίο νομιμοποιεί την παρέκκλιση όταν συντρέχουν έκτακτες και δικαιολογημένες για το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις, εκδόθηκαν οι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμοί του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99. Σημειώνεται πρωτίστως ότι δεν διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, και ορθά, να συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος δη[*232]μοσίου συμφέροντος που να καθιστούσε επιβεβλημένη τη χορήγηση της άδειας. Δεν παρίσταται ανάγκη αιτιολόγησης της άρνησης έγκρισης άδειας κατά παρέκκλιση, ενώ το βάρος απόδειξης ότι η περίπτωση δικαιολογεί την κάλυψή της από το δημόσιο συμφέρον, είναι επί των ώμων του αιτητή και όχι επί των καθ’ ων η αίτηση/εφεσιβλήτων να αιτιολογήσουν το αντίθετο. Και στην παρούσα υπόθεση, όπως το Δικαστήριο ανέφερε, ουδείς λόγος κατατείνων προς το δημόσιο συμφέρον προωθήθηκε είτε επί της αιτήσεως της εφεσείουσας, είτε επί των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή.

2.  Κατά τα άλλα, η οικοδομή η οποία ανεγέρθη από την εφεσείουσα αποτελείται από προκατασκευασμένη ξύλινη κατοικία 100 τ.μ. και δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να ανεγερθεί διότι, όπως αναφέρεται στο εν λόγω πρακτικό, το τεμάχιο αγοράσθηκε στις 17.5.1996, όταν ίσχυε η Δήλωση Πολιτικής, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει και κατά την απόφαση του Συμβουλίου, η οποία και δεν έδιδε το δικαίωμα οικοδόμησης και, επομένως, η εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τους περιορισμούς ανάπτυξης σ’ αυτό. Περαιτέρω, το Συμβούλιο στο εν λόγω πρακτικό σημείωσε ότι το τεμάχιο βρισκόταν σε μια ευαίσθητη περιβαλλοντικά περιοχή, μακριά από οικιστικές περιοχές, σε ζώνη προστασίας, εφάπτεται σε ποταμό και γειτνιάζει με κρατικό δάσος με όλες τις πιθανές αρνητικές συνέπειες που ενδεχομένως να επιφέρει στην περιοχή η όποια ανθρώπινη δραστηριότητα. Τα πιο πάνω αποτέλεσαν τους λόγους που το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεως ομόφωνα εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης και επομένως υπήρχε πλήρης αιτιολογία, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, δεν είναι αναγκαία η αιτιολόγηση σε περίπτωση άρνησης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, η οποία και συνιστά την εξαίρεση στον κανόνα.

3.  Η θέση της εφεσείουσας ότι δεν απαντάται ρητή αιτιολογία στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά παράβαση της πρόνοιας του ιδίου του Καν. 19(1), όπου αναφέρεται γενικώς ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τεκμηριώνεται και αιτιολογείται, παραγνωρίζει ότι δεν παρίσταται ανάγκη «ενσωμάτωσης», όπως ορθά αποφασίστηκε πρωτοδίκως, της αιτιολογίας στην ίδια την απορριπτική απόφαση.

4.  Το περαιτέρω επιχείρημα ότι, εφόσον ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων υπήρχαν οι θετικές απόψεις των άλλων αρμοδίων οργάνων, η απόκλιση απ’ αυτές έχρηζε αιτιολογίας και μάλιστα ειδικής, είναι εξίσου αβάσιμο. Δυνάμει του Καν. 15 της Κ.Δ.Π. 309/99, το Συμβούλιο κατά τη μελέτη της αίτησης καθηκό[*233]ντως λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των διαφόρων φορέων, όπως της οικείας Πολεοδομικής Αρχής, της οικείας τοπικής Αρχής, του οικείου Επάρχου και άλλων, τις οποίες και οφείλει να εξετάσει, αλλά όχι και να τις ακολουθήσει. Το Συμβούλιο έχοντας ενώπιον του όλες τις απόψεις των διαφόρων φορέων, τις επεξεργάστηκε και, σταθμίζοντας τα διάφορα δεδομένα, αποφάσισε εντός της διακριτικής του ευχέρειας και για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω, να καταλήξει σε διαφορετική εκτίμηση παρά τις θετικές προς το αντίθετο απόψεις. Εφόσον το Συμβούλιο αποφάσισε έχοντας τα πλήρη δεδομένα ενώπιον του δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης.

5.  Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στη θετική άποψη που εξέφρασε προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, θεώρησε ότι η περίπτωση της εφεσείουσας θα μπορούσε να τεκμηριωθεί και αιτιολογηθεί με βάση το κριτήριο (στ) του Καν. 19(1), το οποίο σχετίζεται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης οικογένειας σε αποδεκτά επίπεδα. Εκτός του ότι η θετική αυτή εισήγηση συνοδευόταν και από κατάλληλους όρους που θα τίθεντο από την Πολεοδομική Αρχή, περιλαμβανομένου και όρου για χώρο πρασίνου, η εισήγηση τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου, το οποίο και δεν την αποδέχθηκε. Και δεν παρίστατο βεβαίως ανάγκη να αιτιολογηθεί με αναφορά σε ένα έκαστο των κριτηρίων αυτών, ο λόγος που η αίτηση δεν ενέπιπτε σε οποιοδήποτε από αυτά.

6.  Καθίσταται φανερό από τα πιο πάνω, ότι ούτε οι λόγοι περί ανεπάρκειας ή μη δέουσας έρευνας ισχύουν διότι ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων υπήρχαν όλα τα δεδομένα, ενώ σημειώνεται ότι οι εφεσίβλητοι κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης ζήτησαν και πρόσθετα στοιχεία από την εφεσείουσα όπως εύστοχα αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση.

7.  Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς και μη αντιφατικής συμπεριφοράς από τη διοίκηση, παρατηρείται ότι οι εφεσίβλητοι εξέτασαν την αίτηση της εφεσείουσας εντός των ορθών παραμέτρων, με πλήρη διερεύνηση όλων των στοιχείων και δεν διαπιστώνεται παραβίαση οποιασδήποτε αρχής του διοικητικού δικαίου, έχοντας υπόψη ότι η αρχή της καλής πίστης δεν υπερακοντίζει την αρχή της νομιμότητας και των αρχών δικαίου που διέπουν τη σύννομη άσκηση εξουσίας από ένα διοικητικό όργανο.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*234]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ioannis Georghiou Piggery Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 316,

Χατζήκυριακου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1558/07, ημερ. 10.2.2010,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 91,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589,

Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418,

Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,

Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725,

Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835,

Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191.

Έφεση

Έφεση από την Εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1603/07), ημερ. 7/9/2009.

Διομήδους για Κ. Καλλή & Δ. Καλλή, για την Εφεσείουσα.

Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ναθαναήλ.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση αφορά την απορριπτική πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ορθή η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29.8.2007, να μην χορηγήσει στην εφεσείουσα πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής για ανέγερση κατοικίας στο Μιτσερό.

Η αίτηση υπεβλήθη στις 7.11.2005 και αφορούσε την ανέγερση κατοικίας σε τεμάχιο της εφεσείουσας, το οποίο δεν εφαπτόταν δη[*235]μοσίου δρόμου, αλλά διέθετε δικαίωμα διάβασης πλάτους 3,66 μέτρων πάνω από δημόσιο αργάκι, που κατέληγε σε δημόσιο μονοπάτι, επί τόπου διευρυθέν. Το τεμάχιο αγοράσθηκε από την εφεσείουσα το 1996, ώστε να είναι κοντά στους υπερήλικες γονείς του συζύγου της, μετακομίζοντας για το σκοπό αυτό στο Μιτσερό από τη Λευκωσία, όπου αρχικά διέμενε με την οικογένεια της. Ανήγειρε εκεί οικία, η οικοδόμηση της οποίας άρχισε το 2003 και τελείωσε το 2005. Στις 7.11.2005 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας στην Πολεοδομική Αρχή.

Το τεμάχιο με εμβαδόν 7.358 τ.μ., εμπίπτει στη Ζώνη Προστασίας Ζ1, η οποία έχει συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0,06:1, με αριθμό ορόφων 2 και μέγιστο ύψος 8,30 μ. Προέκυψε από ενοποίηση και διαχωρισμό άλλων τεμαχίων μετά την 1.12.1990, και διέθετε προς όφελος του δικαίωμα διάβασης που καταλήγει σε διευρυμένο επί τόπου δημόσιο μονοπάτι για το οποίο υπάρχει σε εξέλιξη διαδικασία εγγραφής του σε δημόσιο δρόμο.

Η αίτηση εξετάστηκε από την Πολεοδομική Αρχή, η οποία υπέβαλε έκθεση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, εισηγούμενη τη χορήγηση της άδειας εφόσον πληρούνταν ορισμένοι όροι, περιλαμβανομένου και όρου για παραχώρηση πρασίνου κατά μήκος του ποταμού. Η Πολεοδομική Αρχή έλαβε τις θετικές για έγκριση της άδειας απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Επάρχου Λευκωσίας και τη μη ένσταση του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Μιτσερού ως Τοπικής Αρχής.

Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση θεωρώντας ότι δεν ενέπιπτε σε οποιοδήποτε από τα κριτήρια των Καν. 19(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99. Στη συνέχεια και στη βάση της σχετικής πρότασης που το Συμβούλιο υπέβαλε προς αυτό, το Υπουργικό Συμβούλιο επίσης απέρριψε την αίτηση στη συνεδρία του ημερ. 29.8.2007, ενημερώνοντας προς τούτο την εφεσείουσα στις 3.10.2007. Στη σχετική απόφαση του το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε την εισήγηση του Συμβουλίου.

Οι ίδιοι λόγοι που ώθησαν την εφεσείουσα να αιτηθεί πρωτοδίκως την ακύρωση της ως άνω απόφασης, επαναφέρονται στο σύνολο τους και κατ’ έφεση. Ταξινομούνται σε οκτώ λόγους, οι οποίοι στην ουσία σχετίζονται με την ανάγκη καταγραφής της δέουσας αιτιολογίας στο σώμα της απόφασης, της ορθότητας της αιτιολογίας εν μέσω αντιφατικών στο φάκελο στοιχείων, του γεγονότος [*236]ότι η έλλειψη δημοσίου συμφέροντος συνιστά και επαρκή αιτιολογία, την γενική έλλειψη αιτιολογίας με αναφορά στα κριτήρια του Καν. 19, την έλλειψη και ανεπάρκεια δέουσας έρευνας και την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς και μη αντιφατικής συμπεριφοράς.

Αντιθέτως, η εφεσίβλητη Δημοκρατία υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης επί όλων των σημείων. Εστιάζει την προσοχή της στην κατά παρέκκλιση επιδίωξη της λήψης της πολεοδομικής άδειας και στη νομολογία που έχει καθιερωθεί στο ζήτημα, ότι επί αρνήσεως χορηγήσεως άδειας κατά παρέκκλιση δεν είναι αναγκαία η τεκμηρίωση των λόγων αρνήσεως εφόσον πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο, σ’ αντίθεση με την ανάγκη επαρκούς αιτιολόγησης όπου χορηγείται η κατά παρέκκλιση άδεια. Σε κάθε όμως περίπτωση, η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται ότι η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο Παρεκκλίσεων είναι πλήρης, η υιοθέτηση δε της απορριπτικής εισήγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι ωσαύτως επαρκώς αιτιολογημένη. Η κα Ζερβού παραπέμπει και στο αυθαίρετο της υπάρχουσας οικοδομής της εφεσείουσας, κατά τρόπο που να μην παρέχεται η ευκαιρία για λήψη προληπτικών μέτρων για προστασία του περιβάλλοντος. Ούτε δημόσιο συμφέρον υπάρχει στη χορήγηση άδειας κατά παρέκκλιση, ενώ η απόφαση είναι προϊόν δέουσας έρευνας, ορθής και εύλογης άσκησης διακριτικής ευχέρειας και σύννομης, εκ μέρους της διοίκησης, συμπεριφοράς.

Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Οι λόγοι που αφορούν στην αιτιολογία γενικώς και όπως επί μέρους αναπτύχθηκαν, δεν ευσταθούν και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εναντίον της εφεσείουσας. Είναι πρωταρχικά καίριας σημασίας να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι η υποβληθείσα εκ μέρους της εφεσείουσας αίτηση αφορούσε την χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση και,  επομένως, το όλο ζήτημα εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου Αρ. 90/1972, όπως τροποποιήθηκε. Δυνάμει του άρθρου αυτού, το οποίο νομιμοποιεί  την παρέκκλιση όταν συντρέχουν έκτακτες και δικαιολογημένες για το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις, εκδόθηκαν οι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμοί του 1999, Κ.Δ.Π. 309/99.

Σημειώνεται πρωτίστως ότι δεν διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, και ορθά, να συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστούσε επιβεβλημένη τη χορήγηση της άδειας και το γεγονός αυτό συμπλέκεται και με τα όσα επί των δεδομένων της αί[*237]τησης ισχύουν επί πραγματικών γεγονότων. Όπως υποδείχθηκε στην Ioannis Georghiou Piggery Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 316, δεν παρίσταται ανάγκη αιτιολόγησης της άρνησης έγκρισης άδειας κατά παρέκκλιση, ενώ το βάρος απόδειξης ότι η περίπτωση δικαιολογεί την κάλυψη της από το δημόσιο συμφέρον, είναι επί των ώμων του αιτητή και όχι επί των καθ’ ων η αίτηση/εφεσιβλήτων να αιτιολογήσουν το αντίθετο. Και στην παρούσα υπόθεση, όπως το Δικαστήριο ανέφερε, ουδείς λόγος κατατείνων προς το δημόσιο συμφέρον προωθήθηκε είτε επί της αιτήσεως της εφεσείουσας, είτε επί των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή.

Η κα Ζερβού παραπέμπει περαιτέρω στο περίγραμμα της στα λεχθέντα στην απόφαση Χατζήκυριακου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1558/07, ημερ. 10.2.2010, (η οποία δεν εφεσιβλήθη), αναφορικά με τη λαμβανόμενη νομολογία επί αιτήσεων για κατά παρέκκλιση χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Μεταφέρονται από την εν λόγω απόφαση τα εξής:

«Εκείνο το οποίο διαφεύγει του αιτητή είναι ότι σε διαδικασίες παρέκκλισης, ο αιτητής δεν έχει «…… έννομη δυνατότητα διεκδίκησης παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο» για λήψη πολεοδομικής άδειας (Σιμιλλίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 571/96, ημερ. 6.2.98). Στη Σιμιλλίδης τονίστηκε ακριβώς ότι η εκεί ενδεχόμενη εισήγηση της πολεοδομικής αρχής για παρέκκλιση νομιμοποιείται στην ουσία όταν συντρέχουν «οι έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις» κατά το Άρθρο 26 του Νόμου. Η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος» έχει επεξηγηθεί και μάλιστα στα πλαίσια του πολεοδομικού σχεδιασμού και του Νόμου στη Hawaii Hotels Limited v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2835. Δεν υπάρχει προσδοκία στην κατ’ ανάγκην ευόδωση μιας αίτησης κατά παρέκκλιση, ακριβώς διότι επιδιώκεται άδεια έξω από το νομίμως καθοριζόμενο πλαίσιο του πολεοδομικού σχεδιασμού. Η όλη φιλοσοφία που διέπει τη χορήγηση πολεοδομικών αδειών είναι η στοχευμένη και ομοιόμορφη ανάπτυξη με βάση τη γενική στρατηγική του σχεδίου αναπτύξεως και επομένως η κατά παρέκκλιση δυνατότητα χορήγησης πολεοδομικής άδειας αποτελεί όχι απλώς την εξαίρεση, αλλά δείχνει και τη φειδώ με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται τέτοια αιτήματα από τις αρμόδιες αρχές (δέστε A. Chacholis Developers Ltd & A.J.S. Efstathiou Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 119/08, ημερ. 25.6.09).»

Σημειώνεται συναφώς ότι η εφεσείουσα αιτιολόγησε την αναγκαιότητα παρέκκλισης με τα όσα κατέγραψε στην παρ. 6 της σχε[*238]τικής αίτησης, (Παράρτημα Ι στην ένσταση πρωτοδίκως), λέγοντας απλώς ότι διέμενε με την οικογένεια της για χρόνια σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα, του οποίου την ανάκτηση επιθυμούσε ο ιδιοκτήτης για ιδιοκατοίκηση και έτσι αναγκάστηκε να προβεί στην ανέγερση κατοικίας στο μόνο τεμάχιο που διέθετε στο Μιτσερό ώστε να εξοικονομηθεί το ενοίκιο. Πέραν του ότι σαφώς αυτός ο λόγος εστιάζεται σε ατομικό και όχι δημόσιο συμφέρον, όπως λανθασμένα εισηγείται στο περίγραμμα της η εφεσείουσα, το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων στο σχετικό πρακτικό του ημερ. 14.5.2007, (Παράρτημα VI στην πρωτόδικη ένσταση), σημείωσε ότι ο σύζυγος της εφεσείουσας κατέχει δύο οικόπεδα στο Καϊμακλί και στο χωριό Ανάγυια και ένα χωράφι στον Άγιο Επιφάνειο που παρέχουν τις δυνατότητες αξιοποίησης για επίλυση των στεγαστικών αναγκών της οικογένειας.

Κατά τα άλλα, η οικοδομή η οποία ανεγέρθη από την εφεσείουσα αποτελείται από προκατασκευασμένη ξύλινη κατοικία 100 τ.μ. και δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει να ανεγερθεί διότι, όπως αναφέρεται στο εν λόγω πρακτικό, το τεμάχιο αγοράσθηκε στις 17.5.1996, όταν ίσχυε η Δήλωση Πολιτικής, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει και κατά την απόφαση του Συμβουλίου, η οποία και δεν έδιδε το δικαίωμα οικοδόμησης και, επομένως, η εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τους περιορισμούς ανάπτυξης σ’ αυτό.  Περαιτέρω, το Συμβούλιο στο εν λόγω πρακτικό σημείωσε ότι το τεμάχιο βρισκόταν σε μια ευαίσθητη περιβαλλοντικά περιοχή, μακριά από οικιστικές περιοχές, σε ζώνη προστασίας, εφάπτεται σε ποταμό και γειτνιάζει με κρατικό δάσος με όλες τις πιθανές αρνητικές συνέπειες που ενδεχομένως να επιφέρει στην περιοχή η  όποια ανθρώπινη δραστηριότητα.

Τα πιο πάνω αποτέλεσαν τους λόγους που το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεως ομόφωνα εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης και επομένως υπήρχε πλήρης αιτιολογία, παρά το γεγονός ότι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, δεν είναι αναγκαία η αιτιολόγηση σε περίπτωση άρνησης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, η οποία και συνιστά την εξαίρεση στον κανόνα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επομένως ορθά σημείωσε ότι, παρά την μη αναγκαιότητα αιτιολόγησης της άρνησης στην κατά παρέκκλιση επιδίωξη χορήγησης πολεοδομικής άδειας, εν τούτοις διαπιστώθηκε και η ύπαρξη επαρκούς αιτιολογίας. Και ορθά περαιτέρω αποφάσισε ότι αιτιολογημένη ήταν και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο υιοθέτησε την αιτιολογημένη εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων. Παρατηρείται συναφώς ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. [*239]29.8.2007, απορρίπτει την αίτηση της εφεσείουσας  «….. σύμφωνα με την εισήγηση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων».

Η θέση της εφεσείουσας ότι δεν απαντάται ρητή αιτιολογία στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά παράβαση της πρόνοιας του ιδίου του Καν. 19(1), όπου αναφέρεται γενικώς ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τεκμηριώνεται και αιτιολογείται, παραγνωρίζει ότι δεν παρίσταται ανάγκη «ενσωμάτωσης», όπως ορθά αποφασίστηκε πρωτοδίκως, της αιτιολογίας στην ίδια την απορριπτική απόφαση. Συμφώνως της νομολογίας, απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θεωρείται επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον υιοθετεί την τεκμηριωμένη πρόταση του αρμοδίου οργάνου, εδώ του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, ιδιαιτέρως όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου ή τους Κανονισμούς ιδιαίτερη αιτιολογία, (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589). Συναφώς παρατηρείται ότι ο Καν. 17(1) που απαντάται στο «Μέρος VI – Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου» των Κανονισμών, προνοεί τη λήψη απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς ρητή ή ειδική αιτιολογία, η οποία επιβάλλεται μόνο, δυνάμει του Καν. 17(2), όταν το Υπουργικό Συμβούλιο αναπέμπει στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων το εξεταζόμενο, κατά περίπτωση, ζήτημα, διαφωνώντας μ’ αυτό, καταγράφοντας και τους λόγους διαφωνίας. 

Το περαιτέρω επιχείρημα ότι, εφόσον ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων υπήρχαν οι θετικές απόψεις των άλλων αρμοδίων οργάνων, η απόκλιση απ’ αυτές έχρηζε αιτιολογίας και μάλιστα ειδικής, είναι εξίσου αβάσιμο. Δυνάμει του Καν. 15 της Κ.Δ.Π. 309/99, το Συμβούλιο κατά τη μελέτη της αίτησης καθηκόντως λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των διαφόρων φορέων, όπως της οικείας Πολεοδομικής Αρχής, της οικείας τοπικής Αρχής, του οικείου Επάρχου και άλλων, τις οποίες και οφείλει να εξετάσει, αλλά όχι και να τις ακολουθήσει. Το Συμβούλιο έχοντας ενώπιον του όλες τις απόψεις των διαφόρων φορέων, τις επεξεργάστηκε και, σταθμίζοντας τα διάφορα δεδομένα, αποφάσισε εντός της διακριτικής του ευχέρειας και για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω, να καταλήξει σε διαφορετική εκτίμηση παρά τις θετικές προς το αντίθετο απόψεις. Εφόσον το Συμβούλιο αποφάσισε έχοντας τα πλήρη δεδομένα ενώπιον του δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης. Και πάλι η δικηγόρος της Δημοκρατίας παραπέμπει στα όσα σχετικά εξηγήθηκαν στη Χατζηκυριάκου ν. Δημοκρατίας – ανωτέρω – από όπου το ακόλουθο απόσπασμα:

«Το Συμβούλιο αποφασίζει την αίτηση με βάση τα κριτήρια του [*240]Καν. 19, αλλά και τα όσα προδιαγράφονται στον Καν. 15. Η εκτίμηση όμως του Συμβουλίου δύναται να είναι διάφορη, από τις θετικές έστω απόψεις διαφόρων φορέων, οι οποίες και δεν είναι δεσμευτικές. Δεν αναμένεται βέβαια να καταγράφεται ειδική αιτιολογία από το Συμβούλιο όταν δεν ακολουθεί τις αντίθετες απόψεις των φορέων που με βάση τον Καν. 15 οφείλει να λάβει υπόψη, αλλά όχι και να ακολουθήσει. Ούτε επάγεται ότι οι θετικές απόψεις που δεν υπερίσχυσαν, δεν μελετήθηκαν. Εναπόκειτο στο Συμβούλιο να επεξεργαστεί και συνθέσει τις διάφορες απόψεις. Εφόσον το έχει πράξει με τα πλήρη δεδομένα ενώπιον του, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης. Παρόμοια επιχειρήματα απορρίφθησαν στην Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1606/07, ημερ. 26.5.09

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης ορθή τη θέση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων επί της ουσίας, όπως και ρητά το ανέφερε στη σχετική πρόταση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, επισυνάπτοντας προς τούτο και την αιτιολογημένη εισήγηση του, (Παράρτημα VIII στην ένσταση πρωτοδίκως), ότι η επιδιωκόμενη πολεοδομική άδεια δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια που απαριθμούνται στις παρ. (α)-(ιβ) του εδαφίου (1), του Καν. 19. Πρωτοδίκως σημειώθηκε εύστοχα ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να εξηγήσει ποια από τα κριτήρια του Καν. 19(1), έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη. Η αναφορά των δικηγόρων της εφεσείουσας στον έκτο λόγο έφεσης ότι στην απαντητική αγόρευση είχε λεχθεί εκ μέρους της ότι το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων αγνόησε πλήρως όλα τα κριτήρια του Καν. 19(1), δεν καλύπτει το κενό που επισημάνθηκε.

Σημειώνεται πρόσθετα ότι, όπως απορρέει από τον πρωτόδικο φάκελο, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στη θετική άποψη που εξέφρασε προς το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, θεώρησε ότι η περίπτωση της εφεσείουσας θα μπορούσε να τεκμηριωθεί και αιτιολογηθεί με βάση το κριτήριο (στ) του Καν. 19(1), το οποίο σχετίζεται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης οικογένειας σε αποδεκτά επίπεδα. Εκτός του ότι η θετική αυτή εισήγηση συνοδευόταν και από κατάλληλους όρους που θα τίθεντο από την Πολεοδομική Αρχή, περιλαμβανομένου και όρου για χώρο πρασίνου, η εισήγηση τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου, το οποίο και δεν την αποδέχθηκε. Και δεν παρίστατο βεβαίως ανάγκη να αιτιολογηθεί με αναφορά σε ένα έκαστο των κριτηρίων αυτών, ο λόγος που η αίτηση δεν ενέπιπτε σε οποιοδήποτε από αυτά.

Η υπόθεση Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 418, στην [*241]οποία παραπέμπει η εφεσείουσα, πέραν της γενικής επανάληψης της αρχής περί της ανάγκης αιτιολόγησης των διοικητικών πράξεων, δεν έχει εφαρμογή στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης η οποία σχετίζεται με πολεοδομική άδεια και μάλιστα κατά παρέκκλιση.

Καθίσταται φανερό από τα πιο πάνω ότι ούτε οι λόγοι περί ανεπάρκειας ή μη δέουσας έρευνας ισχύουν διότι ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων υπήρχαν όλα τα δεδομένα, ενώ σημειώνεται ότι οι εφεσίβλητοι κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης ζήτησαν και πρόσθετα στοιχεία από την εφεσείουσα όπως εύστοχα αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση. Δέουσα έρευνα, ως είναι γνωστό, είναι η διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447), ενώ το ζητούμενο από το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν είναι η ιδία διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά η διαπίστωση ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν όντως επαρκής, (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της συνεπούς και μη αντιφατικής συμπεριφοράς από τη διοίκηση, παρατηρείται ότι οι εφεσίβλητοι εξέτασαν την αίτηση της εφεσείουσας εντός των ορθών παραμέτρων, με πλήρη διερεύνηση όλων των στοιχείων και δεν διαπιστώνεται παραβίαση οποιασδήποτε αρχής του διοικητικού δικαίου, έχοντας υπόψη ότι η αρχή της καλής πίστης δεν υπερακοντίζει την αρχή της νομιμότητας και των αρχών δικαίου που διέπουν τη σύννομη άσκηση εξουσίας από ένα διοικητικό όργανο. Ούτε και νομιμοποιείται η προσδοκία για έγκριση αιτήσεως, η οποία κατά τα άλλα δεν πληροί τα κατ’ εξαίρεση κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Σημειώνεται ότι η χορήγηση δικαιώματος διάβασης και ο σχετικός ισχυρισμός ότι το δημόσιο αργάκι δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη δεν ήταν αντικείμενο της αίτησης για παρέκκλιση και της συνακόλουθης προσφυγής και ορθά πρωτοδίκως θεωρήθηκαν ότι δεν σχετίζονταν με την προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο