Lavar Shipping Co Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 260

(2013) 3 ΑΑΔ 260

[*260]14 Mαΐου, 2013

[AΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

LAVAR SHIPPING CO LTD,

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.       ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.       ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσίβλητοι - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 83/09)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ζητημάτων δημοσίας τάξεως ― Επιτρέπεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και στο στάδιο της αγόρευσης του εφεσίβλητου ενώπιον του Εφετείου, όπως στην υπό κρίση περίπτωση.

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πράξη στερούμενη εκτελεστότητας ― Επί διαδοχικών αποφάσεων ένα κριτήριο της εκτελεστότητας της μεταγενέστερης απόφασης είναι το κατά πόσο μεσολάβησε νέα έρευνα ― Νομολογιακά πορίσματα επί του πότε στοιχειοθετείται νέα έρευνα και εφαρμογή τους στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Η εφεσείουσα εταιρεία επεχείρησε με την έφεση να ανατρέψει την πρωτόδικη δικαστική απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της κατά της σε βάρος της βεβαίωσης φορολογίας ύψους Λ.Κ. 24.461 πλέον επιβάρυνση και τόκος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Οι λόγοι έφεσης θα πρέπει να προσδιορίζονται στο εφετήριο, χωρίς ταυτοχρόνως να παρέχεται η δυνατότητα προώθησης άλλων λόγων. Εξαίρεση στον πιο πάνω κανόνα αποτελεί η έγερση θεμάτων δημοσίας τάξεως. Η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης [*261]αποτελεί την προϋπόθεση άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξέταση του θέματος αυτού μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο, μετά από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως. Η εξέταση του εγερθέντος θέματος της εκτελεστότητας της υπό εξέταση διοικητικής απόφασης, μπορεί και είναι εφικτό να εγερθεί από τους εφεσίβλητους και σ’ αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε, δηλαδή το στάδιο της έφεσης.

2.  Το θέμα της ύπαρξης νέας έρευνας είναι ζήτημα πραγματικό. Θεωρείται νέα έρευνα όταν υποβάλλονται ή εξετάζονται νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία πριν την έκδοση της μεταγενέστερης απόφασης. Αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης να προχωρήσει στην έκδοση νέας απόφασης, εφόσον τεθούν ενώπιον της νέα στοιχεία. Η συμπερίληψη στην επιστολή των δικηγόρων της εφεσείουσας του νέου στοιχείου καταγραφής των ποσοτήτων που έγινε από Επιμετρητή και τέθηκε στη διάθεση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, μετά τη λήψη της πρώτης απόφασης ημερ. 2 Μαΐου 2007 και οδήγησε στη λήψη νέας απόφασης ημερ. 20 Αυγούστου 2007, καταδεικνύει ότι υπήρξε νέα έρευνα, βασιζόμενη σε νέα στοιχεία.  Η ταυτότητα γεγονότων και στοιχείων, που επικαλέστηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας, δεν είναι απόλυτος, γιατί προσμετρά και προστίθεται το νέο στοιχείο που έχει αναλυθεί. Ενόψει της νέας απόφασης ημερ. 20 Αυγούστου 2007 η απόφαση ημερ. 2 Μαΐου 2007 που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας έχει απολέσει την εκτελεστότητά της ενόψει της νέας απόφασης ημερ. 20 Αυγούστου 2007.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255,

Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. της Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 31,

Δημοκρατία ν. Θεοχαρίδης (2008) 3 Α.Α.Δ. 488,

Στεφανίδης κ.ά. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49,

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,

Ζίττη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,

[*262]IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296,

Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507,

Chrikar Trading Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3(B) A.A. 541,

Ζαντής κ.ά. ν. Ζένιου κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 139.

Έφεση.

Έφεση από την Εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 978/07), ημερ. 27/4/09 .

Γ. Σεραφείμ, για την Εφεσείουσα.

Μ. Θεοκλήτου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Κατά το στάδιο της εκφόρτωσης, στο λιμάνι της Λάρνακας φωτιστικού πετρελαίου από το πλοίο Vale D. Castiglia, προερχόμενο από τη Σαουδική Αραβία, που έγινε στις 25 Αυγούστου, 2006, διαπιστώθηκε ότι παραλήφθηκε μικρότερη ποσότητα και υπήρχε σχετική απώλεια ποσοστού 0,34%, που υπερέβαινε το επιτρεπόμενο με βάση τον Καν. 2(2) της Κ.Δ.Π. 181/2006 και των περί τον Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 2004, (Ν. 91(Ι)/2004), που ήταν 0,06%.

Ως αποτέλεσμα τούτου, ο αρμόδιος τελωνειακός λειτουργός εξέδωσε σχετικό πιστοποιητικό (ships outturn report and discrepancies list), σύμφωνα με το οποίο το τμήμα τελωνείων θεώρησε ότι θα έπρεπε να διεκδικηθούν, οι αναλογούντες φόροι, επί της ποσότητας που έλειπε και έτσι προχώρησε στην έκδοση ανάλογης βεβαίωσης φόρου, πλέον χρηματικής επιβάρυνσης 10%. Με επιστολή ημερ. 2 Μαΐου, 2007, οι εφεσίβλητοι επέβαλαν στην εφεσείουσα φόρο Λ.Κ.24.461,00 πλέον Λ.Κ.2.446,00 επιβάρυνση και τόκο 9%. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η εφεσείουσα καταχώρισε προσφυγή η οποία απερρίφθη και καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

[*263]Προτού επιληφθούμε των θεμάτων που εγείρονται με την έφεση, για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων, θεωρούμε απαραίτητο να σημειώσουμε ότι η εφεσείουσα, με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 24 Μαΐου, 2007, υπέβαλε αίτημα αναθεώρησης της πιο πάνω απόφασης. Στο πλαίσιο της εν λόγω επιστολής, είχαν τεθεί, ενώπιον των εφεσιβλήτων, στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το πιο πάνω διαπιστωθέν έλλειμμα, με βάση επιμέτρηση της εταιρείας Intertek Testing Services, προήλθε από το λιμάνι αναχώρησης και ανεφοδιασμού. Οι εφεσίβλητοι τελικώς με επιστολή τους ημερ. 20 Αυγούστου, 2007 απέρριψαν το αίτημα για αναθεώρηση.

Η καταχωρηθείσα έφεση έχει ως βάση τρεις λόγους. Πρώτον, ότι υπήρχε λανθασμένη ερμηνεία του νόμου, που οδήγησε σε δυσμενή διάκριση σε βάρος της εφεσείουσας, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Δεύτερον, ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των εφεσιβλήτων, έγινε κατά παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να απολαμβάνει. Και τρίτον, υπήρξε ανεπαρκής έρευνα αναφορικά με τα στοιχεία που οδήγησαν στην επιβολή της φορολογίας.

Στο πλαίσιο της αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι, λαμβανομένης υπόψη της επανεξέτασης που έγινε από τους εφεσίβλητους, μετά από την επιστολή του συνηγόρου της εφεσείουσας, που τελικώς οδήγησε στην έκδοση της απόφασης των εφεσίβλητων ημερ. 20 Αυγούστου, 2007, η αρχικώς εκδοθείσα απόφαση ημερ. 2 Μαΐου, 2007 έχασε την εκτελεστότητα της.

Η αποδεκτή, από πλευράς της εφεσείουσας θέση, ότι προσκομίστηκαν νέα στοιχεία στους εφεσίβλητους, τα οποία δεν ήταν εν γνώσει του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων όταν εξέδιδε την αρχική του απόφαση ημερ. 2 Μαΐου, 2007, καθιστά, όπως εισηγήθηκε η συνήγορος, τη δεύτερη απόφαση ως τη μόνη εκτελεστή, αφού έχει, ουσιαστικώς, ενσωματώσει την πρώτη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι υπάρχει αδυναμία προώθησης αυτού του επιχειρήματος στο στάδιο που βρισκόμαστε. Ο κ. Σεραφείμ αποδέχτηκε ότι, με βάση τη νομολογία, το θέμα της εκτελεστότητας μιας διοικητικής πράξης αποτελεί θέμα δημοσίας τάξεως δυνάμενο να εγερθεί σε οποιονδήποτε στάδιο, αλλά, όμως, όπως σημείωσε, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφοροποιούνται από το γενικό κανόνα. Στο πλαίσιο της ένστασης που καταχωρήθηκε πρωτοδίκως, οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση, το αντικείμε[*264]νο της προσφυγής, ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα. Επί τούτου, προβλήθηκε η επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, και το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα απορρίπτοντας την ένσταση κατέληξε δε ότι η συγκεκριμένη απόφαση, ημερ. 2 Μαΐου, 2007, ήταν πράξη εκτελεστή, υποκείμενη σε προσφυγή. Αυτό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου δεν έχει, όπως πρόβαλε ο συνήγορος, αμφισβητηθεί με έφεση, ούτε κατατέθηκε οποιασδήποτε μορφής γνωστοποίηση πρόθεσης προβολής τέτοιου θέματος προγενέστερα, είτε με υπόμνημα ή άλλως πως, παρά μόνο στο στάδιο της αγόρευσης των εφεσιβλήτων.

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων υπεραμύνθηκε της δυνατότητας που υπάρχει, με βάση τη νομολογία, να εξεταστεί ως πρωταρχικό στοιχείο η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης, στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Αναφορικά με την ουσία της έφεσης, ο συνήγορος της εφεσείουσας αποδέχτηκε ότι με βάση το Άρθρο 5(2)(α)(ιιι) του Νόμου 91(Ι)/2004, ο Διευθυντής του Τελωνείου μπορεί να θεωρήσει ως υπεύθυνο για την πληρωμή φόρου κατανάλωσης τον πλοιοκτήτη, το μεταφορέα, τον αντιπρόσωπο ή τον παραλήπτη. Έπρεπε, όμως, κατά την εισήγηση του κ. Σεραφείμ, να καταδειχθεί με επαρκή αιτιολόγηση γιατί είχε επιλεγεί η εφεσείουσα, έτσι ώστε να ικανοποιείται το καθήκον της διοίκησης για ίση μεταχείριση, των υποκειμένων δικαίου που κατά την εισήγηση του, επηρεάζεται από τον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση επί του προκειμένου.

Για το δεύτερο λόγο έφεσης ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι σε άλλες περιπτώσεις παρόμοιας φύσεως, το τελωνείο απευθυνόταν, ως επί το πλείστον για την πληρωμή φόρου λόγω ελλειμματικού φορτίου, στον αγοραστή. Αυτό καταδεικνύει, κατά την εισήγηση του, απουσία εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις του υποκείμενου δικαίου με τη διοίκηση.

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα πρόβαλε ότι υπήρξε μια ελλειμματική έρευνα, αφού είχε στο μεταξύ παραδοθεί και δεύτερη έκθεση αναφορικά με το δημιουργηθέν έλλειμμα.

Όπως καταφαίνεται το πρώτιστο θέμα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι η προβληθείσα από τους εφεσίβλητους ένσταση αναφορικά με την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Αποτελεί νομολογιακή αρχή και αναφερόμαστε στην υπόθεση [*265]Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255, υπόθεση στην οποία έγινε αναφορά και από τη Δημοκρατία, ότι οι λόγοι έφεσης θα πρέπει να προσδιορίζονται στο εφετήριο, χωρίς ταυτοχρόνως να παρέχεται η δυνατότητα προώθησης άλλων λόγων. Τονίστηκε στην εν λόγω απόφαση ότι εξαίρεση στον πιο πάνω κανόνα αποτελεί η έγερση θεμάτων δημοσίας τάξεως. Στο στάδιο της έφεσης, αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου εξακολουθεί να είναι η νομιμότητα της εκδοθείσας διοικητικής πράξεως. Βλ. Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 31. Ακόμη και αν θέματα δημοσίας τάξεως όπως η έλλειψη εννόμου συμφέροντος είναι δυνατό να εξεταστούν από την Ολομέλεια, έστω και αν ακόμα, κάτι τέτοιο δεν είχε τεθεί από οποιαδήποτε πλευρά, ούτε και εξετάστηκε πρωτοδίκως. Βλ. Δημοκρατία ν. Θεοχαρίδης (2008) 3 Α.Α.Δ. 488.

Η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την προϋπόθεση άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Εξέταση του θέματος αυτού μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο μετά από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως. Βλ. Στεφανίδης κ.ά. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49 και Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314.

Έχοντας συναφώς στο μυαλό μας τις πιο πάνω αρχές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εξέταση του εγερθέντος θέματος της εκτελεστότητας της υπό εξέταση διοικητικής απόφασης, μπορεί και είναι εφικτό να εγερθεί από τους εφεσίβλητους και σ’ αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε, δηλαδή το στάδιο της έφεσης. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι πρωτοδίκως, ήγειραν θέμα βεβαιωτικής πράξεως, χωρίς να εγείρουν θέμα εκτελεστότητας, όπως προσδιορίζεται τώρα, δηλαδή ότι ενόψει της έκδοσης δεύτερης απόφασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων με ημερομηνία 20 Αυγούστου, 2007 έχει απολέσει η αρχική απόφαση ημερ. 2 Μαΐου, 2007 την εκτελεστότητα της, δεν επηρεάζει και δεν εμποδίζει τους εφεσίβλητους να το εγείρουν.

Προτού εξετάσουμε το επόμενο θέμα που εγείρεται, πρέπει να αναφερθούμε στα εξής γεγονότα.

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, ότι οι εφεσίβλητοι με την προσβαλλόμενη απόφαση, ζήτησαν από την εφεσείουσα την καταβολή του ποσού των £24.461 και £2.446 ως χρηματική επιβάρυνση πλέον τόκο, αναφορικά με τη διαπιστωθείσα διαφορά και απώλεια κατά την εκφόρτωση φωτιστικού πετρελαίου στο λιμάνι της Λάρνακας, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω.

[*266]Στις 24 Μαΐου, 2007 οι τότε δικηγόροι της εφεσείουσας με σχετική επιστολή τους διαμαρτυρήθηκαν για την επιβληθείσα βεβαίωση τελωνειακής και άλλης οφειλής, όπως προσδιορίστηκε πιο πάνω. Στην εν λόγω επιστολή οι δικηγόροι αναφέρουν το εξής:

«…………..

3.  Περαιτέρω, θεωρούμε ότι δεν τίθεται θέμα ελλείμματος καθώς κατά την επιμέτρηση των ποσοτήτων πετρελαίου στο λιμάνι αναχώρησης και ανεφοδιασμού (port load), στην Yanbu, τις 22.8.2006 κατεγράφησαν από πλευράς του επιμετρητή ως 33950.009, κυβικοί τόνοι. Προς τούτο επισυνάπτεται σχετικό πιστοποιητικό ως Παράρτημα Α το οποίο περιήλθε στην κατοχή των πελατών μας μετά την έγερση του παρόντος ζητήματος.

4.  Επιπλέον, να σημειωθεί ότι καμία εκφόρτωση (discharging) δεν ήταν δυνατό να λάβει χώραν πέραν από των δύο εκφορτώσεων προς τους κ.κ. B.P. και Exxonmobil. Συνακόλουθα η ακριβής ποσότητα πετρελαιοειδών θα μπορούσε μετ’ ευκολίας να υπολογιστεί με την απλή προσθήκη των εκφορτωθεισομένων ποσοτήτων με την εναπομείνασα.

5.  Σύμφωνα με τις επιμετρήσεις σε σχέση με τις εκφορτώσεις των Β.P. και Exxonmobil στις 25.5.2006, αντιστοιχούν 9700,81 για την B.P. και 2930.146 για την Exxonmobil. Το δε υπόλοιπο επί του πλοίου ήταν 29.268.091. Τα σχετικά πιστοποιητικά επισυνάπτονται ως Παράρτημα Β.

6.  Από τα πιο πάνω στοιχεία είναι φανερό ότι ουδέποτε υπήρξαν επί του πλοίου πετρελαιοειδή πέραν των αναφερομένων ποσοτήτων ώστε η αναφορά σας στην επιστολή σας 2.5.2006 σε 34091.740 να είναι πεπλανημένη και λανθασμένη.»

Ως απάντηση στην πιο πάνω επιστολή οι εφεσίβλητοι με επιστολή τους ημερ. 20 Αυγούστου, 2007, αφού αναφέρονται αρχικώς στο νομοθετικό πλαίσιο επί του οποίου είχε γίνει ο έλεγχος και καθορίστηκε η επιβάρυνση, η οποία καταλήγει ως εξής:

«Με βάση το σύνολο των περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης συμπεριλαμβανομένου και του περιεχομένου του Πιστοποιητικού «letter of exceptions” ημερ. 22.8.2006 που έχετε επισυνάψει στην επιστολή σας ημερ. 24.5.2007 και το νομικό πλαίσιο που αναλύεται πιο πάνω προκύπτει ότι ο τελωνειακός λει[*267]τουργός έχει ορθά προχωρήσει στην επιστολή της εκ των υστέρων βεβαίωσης της τελωνειακής οφειλής προς τους πελάτες σας και ορθά υπολογίσει τους αναλογούντες επί του ελλείμματος ΕΦΚ και Φ.Π.Α. δεδομένου ότι …………………….»

Αυτό το πραγματικό πλαίσιο υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, δεν αποτελεί νέα έρευνα, αλλά αποτελεί μια επιβεβαίωση των προϋπαρχόντων στοιχείων τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι εφεσίβλητοι από το αρχικό στάδιο της διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης. Ο κ. Σεραφείμ έκαμε αναφορά στην υπόθεση Ζίττη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, στην οποία γίνεται ευρεία αναφορά στην εξέταση θεμάτων που άπτονται της «νέας έρευνας». Όπως επιβεβαιώνεται στην εν λόγω απόφαση το θέμα της ύπαρξης νέας έρευνας είναι ζήτημα πραγματικό. Θεωρείται νέα έρευνα όταν υποβάλλονται ή εξετάζονται νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία πριν την έκδοση της μεταγενέστερης απόφασης.

Αυτό το οποίο καλούμαστε να αποφασίσουμε είναι εάν υπάρχουν γεγονότα που οδηγούν στη βεβαίωση ύπαρξης νέας ουσιαστικής έρευνας της υπόθεσης.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η ίδια η εφεσείουσα, μέσω του δικηγόρου της, με την επιστολή ημερ. 24 Μαΐου, 2007 έθεσε ένα καινούργιο στοιχείο, σχετικό πιστοποιητικό το οποίο περιήλθε όπως η ίδια παραδέχτηκε στην κατοχή της μετά την έγερση του υπό εξέταση θέματος. Περαιτέρω γίνεται και ανάλυση των αριθμών που αναλογούν στους κυβικούς τόνους που υπήρχαν στο πλοίο και εκφορτώθηκαν στηριζόμενη στα εν λόγω πιστοποιητικά. Με βάση αυτά τα πιστοποιητικά η εφεσίβλητη αίτηση εξέδωσε τη μεταγενέστερη τους απόφαση ημερ. 20 Αυγούστου, 2007.

Αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης να προχωρήσει στην έκδοση νέας απόφασης εφόσον τεθούν ενώπιον της νέα στοιχεία, όπως τονίστηκε στην IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296. Ταυτοχρόνως, η απλή επιβεβαίωση προγενέστερης απόφασης χωρίς καμία έρευνα ή η απλή επανάληψη του περιεχόμενου της προηγούμενης απόφασης με διευρυμένη αιτιολογία δεν αποτελεί νέα εκτελεστή πράξη αλλά βεβαιωτική. Βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507.

Το θέμα της απώλειας της εκτελεστότητας μιας πράξης ενόψει της έκδοσης μεταγενέστερης έτυχε ευρείας ανάλυσης πρόσφατα [*268]στη Chrikar Trading Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3(B) A.A. 541. Στην υπόθεση αυτή, που εκδόθηκε από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Υπουργείο Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού υλοποιώντας Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε ζητήσει από τους αιτητές να απομακρύνουν ποσότητα ζάχαρης που τους καταλογίστηκε ως πλεονάζουσα. Η εν λόγω απόφαση είχε ληφθεί στις 2 Αυγούστου, 2005. Λόγω της μη υλοποίησης των οδηγιών για απομάκρυνση της πλεονάζουσας ποσότητας ζαχάρεως εντός της προθεσμίας που είχε δοθεί, το Υπουργείο προχώρησε με επιστολή του ημερ. 2 Αυγούστου, 2006 σε επιβολή διοικητικού προστίμου σε όσους εκ των αιτητών δεν προσκόμισαν απόδειξη απομάκρυνσης της πλεονάζουσας ποσότητας ζαχάρεως. Σε απάντηση προδικαστικού θέματος αναφορικά με την απώλεια της εκτελεστότητας της πρώτης απόφασης ενόψει της δευτέρας αναφέρθησαν τα εξής:

«Ενόψει νομολογίας και συγγραμμάτων με βάση τα οποία σε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια και αν ακόμα η κάθε μια εκ των συναρμολογουσών πράξεων διατηρεί τον εκτελεστό αυτής χαρακτήρα και μπορεί να προσβληθεί, από τη στιγμή που αυτή απορροφηθεί από την περατωθείσα διοικητική ενέργεια χάνει τον εκτελεστό της χαρακτήρα, κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε στις παρούσες υποθέσεις αν η απόφαση της 2/8/2005 αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη ή όχι. Τούτο γιατί και αν ακόμα η επιστολή της 2/8/2005 αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή, από τη στιγμή που αυτή ενσωματώθηκε στην τελική απόφαση της 21/8/2006 έχασε τον εκτελεστό της χαρακτήρα.

Η πιο πάνω νομική αρχή ότι από τη στιγμή που μια εκτελεστή διοικητική πράξη απορροφηθεί από νέα διοικητική πράξη χάνει την εκτελεστότητα της, εφαρμόστηκε στις υποθέσεις Κοινοπραξία Cyprus Airports Group v. Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 1 και Hewlett Packard Hellas E.P.E. v.  Δημοκρατίας (2007) 4 Α.Α.Δ. 14, η οποία ουσιαστικά ακολούθησε την πρώτη».

Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης αυτής έτυχε υιοθέτησης και στην υπόθεση Ζαντής κ.ά. ν. Ζένιου κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 139.

Επανερχόμενοι τώρα στα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης θεωρούμε ότι η συμπερίληψη στην επιστολή των δικηγόρων της εφεσείουσας του νέου στοιχείου καταγραφής των ποσοτήτων που έγινε από Επιμετρητή και τέθηκε στη διάθεση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, μετά τη λήψη της πρώτης απόφασης ημερ. 2 Μαΐου, 2007 [*269]και οδήγησε στη λήψη νέας απόφασης ημερ. 20 Αυγούστου, 2007, καταδεικνύει ότι υπήρξε νέα έρευνα βασιζόμενη σε νέα στοιχεία. Όπως καταφαίνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης η αρχική βεβαίωση τελωνειακής οφειλής έγινε με βάση την καταμέτρηση της ποσότητας φωτιστικού πετρελαίου που εκφορτώθηκε και αυτής που παρέμεινε στο πλοίο τη συγκεκριμένη ημέρα. Η νέα απόφαση ημερ. 20 Αυγούστου, 2007 έλαβε υπόψη της και το νέο στοιχείο της επιμέτρησης που έγινε από τρίτους στο λιμάνι αναχώρησης και ανεφοδιασμού, κάτι το οποίο δεν υπήρχε προγενέστερα και αφού λήφθηκε υπόψη από τους εφεσίβλητους κατέληξαν στην απόφαση τους με την οποία απέρριψαν το αίτημα για αναθεώρηση της αρχικής βεβαίωσης τελωνειακής οφειλής. Η ταυτότητα γεγονότων και στοιχείων που επικαλέστηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας δεν είναι απόλυτος γιατί προσμετρά και προστίθεται το νέο στοιχείο που έχουμε ήδη αναλύσει.

Ενόψει της νέας απόφασης ημερ. 20 Αυγούστου, 2007 θεωρούμε ότι η απόφαση ημερ. 2 Μαΐου, 2007 που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας έχει απολέσει την εκτελεστότητα της ενόψει της νέας απόφασης ημερ. 20 Αυγούστου, 2007.

Συνακόλουθα, το εγερθέν από τους εφεσίβλητους προδικαστικό θέμα, γίνεται δεκτό, και η έφεση απορρίπτεται, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε την ουσία των υπολοίπων λόγων έφεσης. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο