Χατζηχάννας Βραχίμης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2013) 3 ΑΑΔ 284

(2013) 3 ΑΑΔ 284

[*284]17 Μαΐου, 2013

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων - Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (Αρ. 2),

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 185/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Η επίδραση αναδρομικών προαγωγών που ήταν το αποτέλεσμα επανεξετάσεων επί της αρχαιότητας του εφεσείοντος υπέρ του ― Η αναδρομική προαγωγή μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα, αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία επιδρά στη νομιμότητα απόφασης, της οποίας η νομιμότητα ακόμα εξετάζεται, έστω κι αν τότε που λήφθηκε τα δεδομένα ενώπιον της διοίκησης ήταν άλλα ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για πλήρωση της θέσης Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Τίθεται ως πρώτο ζήτημα για εξέταση, το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. ενήργησε υπό πλάνη ως προς την αρχαιότητα του εφεσείοντα. Στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373, η Ολομέλεια, ενώπιον της οποίας ηγέρθη ακριβώς το ίδιο ζήτημα, επαναβεβαίωσε την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας μας, με αναφορά στις υποθέσεις Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70 και Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 322.

[*285]Επομένως το ερώτημα που εγείρεται, είναι το κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση, η καθυστέρηση στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής αρχαιότητας του εφεσείοντα, εξαφανίζει το υπέρ του ωφέλημα της αρχαιότητας, ως στοιχείο κρίσης στην υπό αναφορά διαδικασία. Η θέση του εφεσείοντα είναι ορθή. Όπως και στην υπόθεση Χατζηχάννας του 2007 (πιο πάνω), έτσι και στην κρινόμενη περίπτωση, η αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα ανέτρεψε, άρδην τη σειρά αρχαιότητας των υποψηφίων με συνέπεια τη δραστική μεταβολή των ουσιαστικών δεδομένων, με αποτέλεσμα η Επιτροπή, όταν κατέληγε στην απόφαση της, να βασιστεί, έστω και εν αγνοία της, σε μη ακριβή στοιχεία.

Η έφεση πέτυχε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373,

Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70,

Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 322.

Έφεση.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υποθέσεις Αρ.1573/05. 1574/05), ημερ. 15/10/07.

Εφεσείων παρών προσωπικά.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.

Γ. Βαλιαντής εκ μέρους του Λ. Παπαφιλίππου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γ. Χρ. Θεοδώρου.

Γ. Χατζημιχαήλ-Κορακοβούνη (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αφρ. Κοφτερού.

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27/10/2005, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), προήξε στη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, από τις 5/10/2005, μεταξύ άλλων και τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του εφεσείοντα.

Αντιδρώντας ο εφεσείων καταχώρισε τις προσφυγές Αρ. 1573/2005 και 1574/2005, οι οποίες πρωτόδικα συνεκδικάστηκαν. Η πρώτη στρεφόταν εναντίον της προαγωγής τεσσάρων από τα επτά συνολικά ενδιαφερόμενα μέρη*, ενώ η δεύτερη εναντίον των υπόλοιπων τριών** .

Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι θέσεις ήταν συνολικά εννιά. Αρχικά είχαν προκηρυχθεί οι δύο και ακολούθως οι άλλες επτά, επειδή δε αφορούσαν θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, του διορισμού προηγήθηκαν δημοσιεύσεις στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Αναφορικά με τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή Αρ. 1573/2005 και το ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή Αρ. 1574/2005***, η απόφαση για δημοσίευση είχε ληφθεί στις 9/1/2004 και αφορούσε τις επτά από τις εννιά θέσεις, ενώ αναφορικά με τα υπόλοιπα δύο ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή Αρ. 1574/2005****, η απόφαση για δημοσίευση είχε ληφθεί νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 18/9/2003 και αφορούσε τις άλλες δύο θέσεις.

Με την εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση του ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε τις προσφυγές πρωτόδικα, τις απέρριψε. Σημειώνεται ότι η προσφυγή Αρ. 1573/2005, στο βαθμό και την έκταση που στρεφόταν εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 3, Μ. Νικολαΐδου, όπως και η προσφυγή Αρ. 1574/2005, στο βαθμό και την έκταση που στρεφόταν εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 3, Α. Λουκά, αποσύρθηκαν.

Εναντίον της απορριπτικής απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση η οποία όμως στρέφεται εναντίον μόνο του μέρους εκείνου της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο οι προσφυγές απορρίφθηκαν και επικυρώθηκε η προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών που είχαν απομείνει μετά την απόσυρση των προσφυγών εναντίον των Μ. Νικολαΐδου και Α. Λουκά, στα οποία η παρούσα έφεση, ούτως ή άλλως, δεν επιδόθηκε.

Η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης αρχικά αμφισβητείτο με σειρά λόγων έφεσης. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, με σχετική δήλωση του ο εφεσείων, ο οποίος ας σημειωθεί είναι δικηγόρος, και τόσο την προσφυγή πρωτόδικα, όσο και την παρούσα έφεση, χειρίστηκε προσωπικά, περιόρισε την έφεση του σε τέσσερις λόγους έφεσης, ανάμεσα στους οποίους, κυρίαρχη θέση κατέχει ο λόγος έφεσης 3, τον οποίο παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω μαζί με την αιτιολογία του:

“Λόγος Έφεσης 3.

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, επειδή έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή/εφεσείοντα για πλάνη, ως προς την αρχαιότητα του, δεν ευσταθούν.

Αιτιολογία

Τούτο γιατί η πραγματική ημερομηνία προαγωγής μου είναι η 1.2.1998 κι ΟΧΙ η 15.11.2001* όπως λανθασμένα έλαβε υπόψη της η ΣΕ και η Ε.Δ.Υ.. Λόγω επιτυχών μου προσφυγών προάχθηκα δύο φορές, αναδρομικά και ΟΥΤΕ που έλαβαν υπόψη, τη δεύτερη αναδρομική προαγωγή μου, δηλ. αγνόησαν τη δεύτερη αναδρομική προαγωγή (την από 1.2.98, στη θέση Ανώτερου Λ/ργού).

Η πλάνη τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και της Ε.Δ.Υ., σχετικά με την αρχαιότητα μου είναι δεδομένη κι αδιαμφισβήτητη. Με την αναδρομική μου προαγωγή είχα έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., στην αρχαιότητα και πείρα.

Υπερέχω κατά τριάντα (30) περίπου χρόνια στην αρχαιότητα (συνολικά) των Ε.Μ. δηλ. πάντοτε ήταν αρχαιότερός τους (από την πρώτη ημέρα διορισμού μας στη Δ.Υ.) και μάλιστα βρισκόμουν σε ανώτερη κλίμακα την Α12+2, ενώ τα Ε.Μ. στην Α11.

[*288]Στην τελευταία θέση δηλ. του Ανώτερου Λ/ργού και πάλιν υπερέχω σημαντικά, π.χ. του Ε.Μ. Χ"Βασιλείου κατά πεντέμιση (5½) χρόνια, του Ε.Μ. Ιωσηφίδου κατά πέντε και (5+) χρόνια, και του Ε.Μ. Θεοδώρου κατά δυόμιση (2½) χρόνια. Είμαι μεγαλύτερος και στην ηλικία και πρόσθετα υπερέχω σημαντικά και στη συνολική υπηρεσία στη Δημόσια Υπηρεσία, άρα και στην πείρα.

Είναι πάγια νομολογιακή αρχή ότι, όταν εμφιλοχωρήσει πλάνη σε μια διοικητική πράξη (όπως η παρούσα) η πράξη ακυρώνεται, λόγω πλάνης. Αυτό ακριβώς το θέμα της πλάνης έθεσα και στην Έφεση μου Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373, όπου το Ανώτατο αποδέχθηκε την Έφεσή μου.”

Στο στόχαστρο του λόγου έφεσης 3, η εξέταση του οποίου, κατά τη γνώμη μας προέχει, βρίσκεται η πιο κάτω κρίση του αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος εκδίκασε τις δύο προσφυγές, πρωτόδικα:

“Ακόμη προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί όπως ισχυρίζεται υπήρξε πλάνη ως προς την ημερομηνία προαγωγής του στην αμέσως προηγούμενη από την επίδικη θέση. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι λήφθηκε υπόψη ως ημερομηνία προαγωγής του στην αμέσως προηγούμενη με την επίδικη θέση, η 1.5.01 και όχι η 1.2.1998 που πέτυχε κατόπιν προσφυγής του. Εδώ κατά την άποψη μου, και θα συμφωνήσω με τη συνήγορο των καθ’ ων, η αναδρομική του προαγωγή δεν επηρεάζει την επίδικη διαδικασία γιατί τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων για την επίδικη θέση ήταν η 27.10.03, χρόνο κατά τον οποίο ο αιτητής κατείχε την θέση του Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού από 1.5.01. Ενώ την αναδρομική του προαγωγή, την πέτυχε κατόπιν προσφυγής, από 1.2.1998 με απόφαση ημερ. 19.4.04. Περαιτέρω λόγω του ότι η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία, πολύ μικρή σημασία έχει και θα πρέπει να προσμετρήσει με τα υπόλοιπα στοιχεία εφόσον στα υπόλοιπα αξιολογικά κριτήρια υπάρχει ισοδυναμία.”

Τίθεται ως πρώτο ζήτημα για εξέταση το κατά πόσο η Αρχή ενήργησε υπό πλάνη ως προς την αρχαιότητα του εφεσείοντα. Κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, η Ε.Δ.Υ. είχε υπόψη της ότι ο εφεσείων είχε διοριστεί στην προηγούμενη της επίδικης θέσης την 1/5/2001, ενώ τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Α. Κοφτερού την 1/12/1997, Ε. Γερεουδάκη στις 15/12/1997, Α. Λουκά στις 3/3/1998, Γ. Θεοδώρου στις 15/7/2000, Χ. Χατζηβασιλείου την 1/7/2003 και Ε. Ιωσηφίδου την 1/2/2003. Ο εφεσείων [*289]όμως, ως αποτέλεσμα επιτυχουσών προσφυγών του, είχε αρχικά με απόφαση ημερομηνίας 19/3/2004, πριν δηλαδή τη λήψη της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης, προαχθεί αναδρομικά στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης από 1/2/1998 και ακολούθως, με δεύτερη απόφαση (βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 9/9/2011, αρ. 4556) προαχθεί αναδρομικά στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού από 15/12/1990.

Στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373, η Ολομέλεια ενώπιον της οποίας ηγέρθη ακριβώς το ίδιο ζήτημα, επαναβεβαίωσε την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας μας, με αναφορά στις υποθέσεις Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70 και Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 322, ως εξής:

“Ως προς την αρχαιότητα η Επιτροπή είχε υπ’ όψιν της ότι ο εφεσείων είχε διοριστεί στην προηγούμενη της επίδικης θέσης στις 15.11.2001, ενώ τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Αντωνίου και Χαραλάμπους την 1.11.1999 και το Ενδιαφερόμενο Μέρος Φωτίου στις 15.6.2002. Επιλέγοντας τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη έλαβε υπ’ όψιν ότι λόγω του ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και ψηλά στην ιεραρχία του τμήματος, η αρχαιότητα είχε περιορισμένη σημασία.

Όμως, η αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα ανέτρεψε άρδην τη σειρά αρχαιότητας. Λόγω αυτής της δραστικής αλλαγής μεταβλήθηκαν τα ουσιαστικά δεδομένα.

Όπως έχει λεχθεί (Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70) ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση (βλέπε ακόμα Θεοφυλάκτου ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 322.

Παρ’ όλον ότι η αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα έλαβε χώρα μετά την ουσιώδη συνεδρία κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παύει να καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής πλημμελή. Στην ουσία η Επιτροπή, όταν κατέληγε στην απόφαση της βασίστηκε, έστω και εν αγνοία της, σε μη ακριβή στοιχεία.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της πρωτόδικης διαδικασίας ο εφεσείων υποστήριξε ότι προηγείτο σε αρχαιότητα κατά έξι [*290]περίπου μήνες. Μόνο στο στάδιο των διευκρινίσεων αναφέρτηκε στην αναδρομική προαγωγή του από το 1998, χωρίς όμως να επισύρει την προσοχή του δικαστηρίου στην αλλαγή της τοποθέτησής του. Ως αποτέλεσμα το δικαστήριο παρέμεινε με τη λανθασμένη εντύπωση της μικρής διαφοράς στην αρχαιότητα μεταξύ των υποψηφίων.

Έχουμε επισημάνει το γεγονός ότι η Επιτροπή κατά την αναφορά της στο κριτήριο της αρχαιότητας, σημείωσε ότι λόγω του ότι είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και ψηλά στην ιεραρχία, η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία, αλλά, εν όψει των μη ακριβών στοιχείων τα οποία διέθετε κατά το χρόνο της απόφασης, δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο επηρεασμού από την πλάνη. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η άποψη της Επιτροπής αν είχε υπ’ όψιν της τα δεδομένα.”

Επομένως το ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση, η καθυστέρηση στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής αρχαιότητας του εφεσείοντα εξαφανίζει το υπέρ του ωφέλημα της αρχαιότητας, ως στοιχείο κρίσης στην υπό αναφορά διαδικασία. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η θέση του εφεσείοντα είναι πως η εκ των υστέρων ανάδειξη της πραγματικότητας, επέβαλλε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω πλάνης που εμφιλοχώρησε στον τρόπο με τον οποίο το διοικητικό όργανο λειτούργησε, θέση η οποία απορρίπτεται από τις άλλες πλευρές, οι οποίες στην ουσία υποστηρίζουν πως το γεγονός των μετέπειτα αναδρομικών προαγωγών του εφεσείοντα ουδόλως ισοδυναμούσε με πλάνη δυνάμενη να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Έχουμε την άποψη πως η θέση του εφεσείοντα είναι ορθή.  Όπως και στην υπόθεση Χατζηχάννας του 2007 (πιο πάνω), της οποίας τα γεγονότα, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρουν, βρίσκουμε ότι είναι τα ίδια, έτσι και στην κρινόμενη περίπτωση, η αναδρομική προαγωγή του εφεσείοντα ανέτρεψε, κατά τη γνώμη μας, άρδην τη σειρά αρχαιότητας των υποψηφίων με συνέπεια τη δραστική μεταβολή των ουσιαστικών δεδομένων, με αποτέλεσμα η Επιτροπή, όταν κατέληγε στην απόφαση της, να βασιστεί, έστω και εν αγνοία της, σε μη ακριβή στοιχεία.

Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ως και η σχετική διαταγή για τα έξοδα. Η προσβαλλόμενη με τις προσφυγές απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Δεδομένου ότι ο εφεσείων [*291]χειρίστηκε προσωπικά τόσο τις προσφυγές πρωτόδικα, όσο και την έφεση, επιδικάζουμε στον εφεσείοντα ως έξοδα το κατ’ αποκοπή ποσό των €750.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο