Ραμόν Ντίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 292

(2013) 3 ΑΑΔ 292

[*292]23 Mαΐου, 2013

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

ΝΤΙΝΟΣ ΡΑΜΟΝ,

Εφεσείων - Αιτητής,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 134/2009)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Απαγορεύεται να δημιουργούνται αυθαίρετες, τυχαίες ή συμπτωματικές διακρίσεις, σε περιπτώσεις που είναι μεταξύ τους όμοιες ― Δεν στοιχειοθετήθηκε τέτοια διάκριση, διότι οι επίδικες περιπτώσεις ήταν ανόμοιες μεταξύ τους.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής του απαλλοτριωθέντος σε περίπτωση όπου ο σκοπός της απαλλοτρίωσης καθίσταται ανέφικτος ― Η σχετική νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή της στα επίδικα γεγονότα.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Άρθρο 23 του Συντάγματος και Ν. 15/62 ― Πότε επιτρέπεται στέρηση του δικαιώματος ακίνητης ιδιοκτησίας ― Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Διάταγμα όσον αφορά τα έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθείται το αποτέλεσμα της δίκης.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της μη επιστροφής σε αυτόν της ιδιοκτησίας που είχε απαλλοτριωθεί από το 1991.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*293]1.      Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ορθά αναφέρθηκε σε τεμάχια που ευρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες και πολύ ορθά και ευνοϊκά για τον εφεσείοντα αναφέρθηκε σε γείτονες σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του τεμαχίου 1. Όσον αφορά την ισχυριζόμενη διάκριση μεταξύ του εφεσείοντα και του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 1 για το οποίο επιτράπηκε υπό όρους, η ανάπτυξη, παρατηρείται ότι ο εφεσείων με την προσφυγή του αξίωνε την ακύρωση απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 29/3/07 με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για ανάκληση της απαλλοτρίωσης και επιστροφή ακίνητης περιουσίας ιδιοκτησίας του. Υπενθυμίζεται ότι τόσο η δημοσίευση όσο και το διάταγμα απαλλοτρίωσης δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα. Το τεμάχιο 1, για το οποίο παραπονείται ο εφεσείων ουδέποτε απαλλοτριώθηκε και συνεπώς ουδέποτε έγινε αίτημα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης όπως έπραξε ο εφεσείων. Συνεπώς ο τελευταίος αναφέρεται σε δυο ανόμοιες καταστάσεις πραγμάτων.

2.  Το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπομένων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος, με τη διοίκηση να υποχρεούται να έχει προβεί σε ενέργειες, αναλόγως της περίπτωσης, οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Ο πρώην ιδιοκτήτης (εδώ ο εφεσείων) βαρύνεται ν’ αποδείξει όχι ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.

3.  Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου. Η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση. Η απαλλοτρίωση στην παρούσα υπόθεση έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμο του 1962, (Ν. 15/62 (Άρθρο 3) όπως τροποποιήθηκε. Ο τελευταίος κρίθηκε ότι δεν είναι αντίθετος προς το Άρθρο 23. Ο ιδιοκτήτης (εφεσείων εδώ) δικαιούται σε «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση καθορισμένη σε περίπτωση διαφωνίας στο πολιτικό Δικαστήριο. Όπως είναι παραδεκτό, ο εφεσείων εισέπραξε την άνω αποζημίωση. Τα πιο πάνω απαντούν σ’ όλες τις εισηγήσεις του εφεσείοντα που αφορούν τον ισχυρισμό του για στέρηση της περιουσίας του κατά παράβαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων. Κατά το μέρος που συμπλέκει αυτή την παράβαση με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και συναρτά αυτό με το αποτέλεσμα της δί[*294]κης ήτοι την υπό έφεση απόφαση δεν μπορεί να λεχθεί παρά ότι είναι εντελώς αβάσιμος. Η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, ως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

4.  Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τα έξοδα που επιδικάστηκαν πρωτόδικα. Αυτά ακολούθησαν το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης και δεν βλέπουμε κανένα λόγο επέμβασής μας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γιώρκας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 348,

Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,

Holy See of Kitium ν. Municipal Council Limassol R.S.C.C. 15,

Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

Aspri ν. Republic 4 R.S.C.C. 57,

Νικολαΐδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 453.

Έφεση

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 764/07), ημερ. 22/7/09.

Αχ. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv .vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λ. Παρπαρίνος.

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ: Ο εφεσείων, ιδιοκτήτης δυο τεμαχίων με στοιχεία Φ/Σχ.LV/20.E.2 τεμ. 19 και 21, τοποθεσία «Κοκκινόγια» στο χωριό Καλαβασός, Λάρνακας με την προσφυγή του επιζητούσε την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 29/3/07, με την οποία απέρριψαν αίτημα του για ανάκληση απαλλοτρίωσης [*295]των άνω τεμαχίων του και επιστροφή τους. Το αίτημα του στηριζόταν στο ότι η άνω περιουσία του απαλλοτριώθηκε για αρχαιολογικούς σκοπούς αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε μέσα στα καθορισμένα από το Σύνταγμα και νόμο χρονικά περιθώρια. Επίσης ότι η άνω απόφαση είναι προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας και/ή εφαρμογής του Νόμου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 22/7/09 απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η υπό εξέταση έφεση. Ο εφεσείων προβάλλει πέντε λόγους έφεσης και συγκεκριμένα ότι:

«(1)  Η επίδικη απόφαση πάσχει διότι βασίστηκε σε λανθασμένα γεγονότα και/ή χωρίς να λάβει υπ’ όψη τα ορθά γεγονότα.

(2)    Η επίδικη απόφαση λανθασμένα αποφάσισε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί παρόλο ότι έχει παρέλθει ο καθοριζόμενος από το Σύνταγμα χρόνος.

(3)    Η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας αυτού, το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, για προστασία της περιουσίας του, το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματική θεραπεία καθώς και την προστασία του από δυσμενή διάκριση.

(4)    Η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας αυτού, το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, για προστασία της περιουσίας του, το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματική θεραπεία καθώς και την προστασία του από δυσμενή διάκριση.

(5)    Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε έξοδα εναντίον του αιτητή.»

 

(Οι ως άνω λόγοι έφεσης παρατίθενται αυτούσιοι).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον μας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δέκτηκε ότι τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια του εφεσείοντα και το γειτονικό τεμάχιο 1, ευρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες ενώ είναι όμορα. Επίσης ότι δεν έχει δοθεί καμιά εξήγηση γιατί έτυχε ο εφεσείων διαφο[*296]ρετικής μεταχείρισης ως ιδιοκτήτης των επίδικων τεμαχίων από τον ιδιοκτήτη του τεμαχίου 1. Η Απαλλοτριώνουσα Αρχή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την διαφοροποίηση των ως άνω όμορων ακινήτων και το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να προβεί σε έλεγχο της νομιμότητας της κρίσης της Διοίκησης.

Λανθασμένη επίσης θεωρεί την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί, στηριζόμενο σε μελέτη του 1940, του Πορφυρίου Δικαίου που κάνει αδιάκριτη αναφορά στην αρχαιολογική αξία των ευρημάτων στην περιοχή Καλαβασού και χωρίς να εκπονηθεί μελέτη που να οδηγήσει στο επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Η Διοίκηση σύμφωνα με την εισήγηση παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης εκτός της προστασίας της στρωματογραφίας του χώρου μέσα σε εύλογο χρόνο που τίθεται ώστε να διατηρείται και η αναγκαία ισορροπία που προϋποθέτει η αρχή της αναλογικότητας.

Ήταν περαιτέρω η εισήγηση του ότι η πρωτόδικη απόφαση επηρέαζε δυσμενώς την περιουσία του εφεσείοντα κατ’ αντίθεση του Συντάγματος (Άρθρο 23) και του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962, Ν. 15/62 (Άρθρο 14 και 15) και συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος του εφεσείοντα κατά παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος που επιβάλλει ισότητα ενώπιον του Νόμου, της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης. Αυτό γίνεται σύμφωνα με την εισήγηση διότι τόσο η αίτηση όσο και το Δικαστήριο θεώρησαν ότι ο σκοπός της στρωματογραφίας επιτυγχάνεται περιοριζόμενος στο ακίνητο του εφεσείοντα χωρίς να επεκτείνεται στο εφαπτόμενο τεμάχιο 1. Τέλος ήταν η εισήγηση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτητή για δίκαιη δίκη, προστασία της περιουσίας του, το δικαίωμα πρόσβασης σε αποτελεσματική θεραπεία και προστασία από δυσμενή διάκριση.

Σε απάντηση των πιο πάνω η ευπαίδευτη συνήγορος για τους εφεσίβλητους υποστήριξε ότι δεν προσφέρθηκε από τον αιτητή μαρτυρία για απόδειξη του ισχυρισμού του για άνιση μεταχείριση.  Εν πάση περιπτώσει ήταν η θέση της ότι τα τεμάχια υπ’ αρ. 19 και 21 του αιτητή δεν γειτνιάζουν με το συγκρινόμενο υπό του αιτητή τεμάχιο 1. Το τεμ. 438/1 είχε κηρυχθεί σε αρχαίο μνημείο Β΄Πίνακα με την Κ.Δ.Π. 205/77 όπου είχαν εντοπιστεί τα κατάλοιπα αρχαίου οικισμού. Σε μεταγενέστερο στάδιο το τεμ. 438/1 διαχωρίστηκε σε δυο νέα τεμάχια υπ’ αρ. 1 και 2. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων μετά από περαιτέρω έρευνα και επιτόπια επισκόπηση εξαίρεσε το [*297]βόρειο μέρος του τεμ. 438/1, νέο τεμάχιο 1, από την αναγκαστική απαλλοτρίωση με τον όρο ότι λειτουργός του Τμήματος Αρχαιοτήτων θα επέβλεπε τις χωματουργικές εργασίες και σε περίπτωση εντοπισμού αρχαιοτήτων ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων θ’ αποφάσιζε για το μέλλον του τεμαχίου. Αυτό έγινε εντός των πλαισίων των Άρθρων 8 και 11(2) του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, Κεφ. 31. Σε αντίθεση με το τεμάχιο 1, τα τεμάχια 19 και 21 του αιτητή εμπίπτουν εντός ενός πολύ σημαντικού αρχαιολογικού χώρου της λίθινης εποχής στην τοποθεσία «Κοκκινόγια» ο οποίος ανασκάφτηκε και δημοσιοποιήθηκε από τον Πορφύριο Δίκαιο. Συνεπώς ο ισχυρισμός του αιτητή για ανισότητα δεν ευσταθεί αλλά περαιτέρω δεν θα μπορούσε να ευσταθήσει έστω και αν υπήρχε διαφορετική μεταχείριση σε τρίτο καθ’ ότι «ισότητα στην παρανομία δεν νοείται». Περαιτέρω υπέβαλε ότι ο χειρισμός τεχνικών ζητημάτων δεν εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου του ακυρωτικού δικαστηρίου. 

Πρόσθετα ήταν η θέση της ότι ο ισχυρισμός του αιτητή περί άνισης μεταχείρισης δεν επιτεύχθη καθ’ ότι τα γεγονότα και στοιχεία που συνθέτουν την περίπτωση του γειτονικού τεμαχίου 1, το οποίο τελικά δεν απαλλοτριώθηκε, δεν είναι όμοια με αυτό των τεμαχίων του αιτητή.

Όσον αφορά την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση με αναφορά και στην Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης όπου αναφέρετο ότι οι λόγοι ήταν μεταξύ άλλων η «συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στο χώρο…..» Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα με τη συνήγορο, το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης είναι «σημαντικές αρχαιότητες της Νεολιθικής εποχής ο οποίες βρίσκονται εντός των απαλλοτριωθέντων ακινήτων. Αυτό το γεγονός και μόνο του δηλώνει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει κατ’ ουδένα τρόπο εγκαταλειφθεί με διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων και της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου, είναι σκοποί αυθύπαρκτοι που δεν απαιτούν οποιαδήποτε περαιτέρω έργα για να θεωρείται ότι υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Αυτός έχει υλοποιηθεί μόνο και μόνο με τη διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου».

Σε σχέση με τις άλλες εισηγήσεις του αιτητή ήταν η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι αυτές δεν είναι βάσιμες και εκφεύγουν του πλαισίου της αναθεωρητικής διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Θ’ αρχίσουμε με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης του υπό [*298]αναφορά τεμαχίου η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8/3/91. Σύμφωνα με αυτή «σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν οι αρχαιολογικές ανασκαφές, η συντήρηση και αξιοποίηση αρχαίων μνημείων ή αρχαιοτήτων και η ανάπτυξη των γύρω χώρων, καθώς και η διατήρηση της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου». Όπως είναι παραδεκτό δεν υποβλήθηκε ένσταση και ως αποτέλεσμα στις 19/7/91 δημοσιεύτηκε το σχετικό διάταγμα απαλλοτρίωσης. Σύμφωνα με το τοπογραφικό της περιοχής που είναι μέρους του Παραρτήματος 5 της ένστασης και επί του οποίου στηρίζεται και ο αιτητής μικρό μέρος του στο βορειανατολικό σύνορο του εφάπτεται του τεμαχίου 19. Ξεκάθαρα όμως, όπως φαίνεται από το σχέδιο το μεν τεμάχιο 1 ευρίσκεται στην τοποθεσία «Παμπούλας» ενώ τα τεμάχια 19 και 20 στην τοποθεσία «Κοκκινόγια». Αντίθετα, η κατάσταση πραγμάτων διαφοροποιείται εντελώς προς το χειρότερο για τον εφεσείοντα εάν ληφθεί υπόψη το τοπογραφικό σχέδιο που ο ίδιος παρουσίασε στην αίτηση του, Παραρτήματα Β και Ε και τα οποία φαίνεται ότι είναι νεώτερα αυτού που παρουσιάστηκε από τους εφεσίβλητους. Σύμφωνα με αυτά πλην του ότι τα άνω ακίνητα ευρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, περαιτέρω δεν εφάπτονται και δεν είναι όμορα όπως λανθασμένα το έθεσε ο συνήγορος του εφεσείοντα. Τα τεμάχια διαχωρίζονται από δρόμο και το τεμάχιο 1 ευρίσκεται σε κάποια απόσταση από τα τεμάχια 19 και 21. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ορθά αναφέρθηκε σε τεμάχια που ευρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες και πολύ ορθά και ευνοϊκά για τον εφεσείοντα αναφέρθηκε σε γείτονες σε σχέση με τον ιδιοκτήτη του τεμαχίου 1.  Όσον αφορά την ισχυριζόμενη διάκριση μεταξύ του εφεσείοντα και του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 1 για το οποίο επιτράπηκε υπό όρους, η ανάπτυξη, παρατηρούμε ότι ο εφεσείων με την προσφυγή του αξίωνε την ακύρωση απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερ. 29/3/07 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του για ανάκληση της απαλλοτριωσης και επιστροφή ακίνητης περιουσίας ιδιοκτησίας του.  Υπενθυμίζεται ότι τόσο η δημοσίευση όσο και το διάταγμα απαλλοτρίωσης δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα. Το τεμάχιο 1, για το οποίο παραπονείται ο εφεσείων ουδέποτε απαλλοτριώθηκε και συνεπώς ουδέποτε έγινε αίτημα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης όπως έπραξε ο εφεσείων. Συνεπώς ο τελευταίος αναφέρεται σε δυο ανόμοιες καταστάσεις πραγμάτων. Στη Γιώρκας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 348, 352, λέχθηκαν τ’ ακόλουθα αναφορικά με την αρχή της ισότητας:

«Η αρχή της ισότητας των πολιτών κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας έχει καθήκον ίσης και ομοιόμορφης [*299]μεταχείρισης των πολιτών οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Η ομοιογένεια ή η ανομοιογένεια πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση να είναι ουσιαστική ώστε να δικαιολογείται είτε η όμοια μεταχείριση είτε η διάκριση μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου. Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, Νικολαΐδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 7.

Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται όταν δημιουργούνται αυθαίρετες τυχαίες ή συμπτωματικές διακρίσεις…….»

Αυτό επισήμανε και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του, ότι δηλαδή πρόκειται περί ανόμοιων πραγμάτων. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο έφεσης σχετική είναι η υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 από την οποία άντλησε καθοδήγηση και το πρωτόδικο δικαστήριο.  Σ’ αυτή ανασκοπήθηκε η νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικά για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπομένων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος, με τη διοίκηση να υποχρεούται να έχει προβεί σε ενέργειες, αναλόγως της περίπτωσης, οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Ο πρώην ιδιοκτήτης (εδώ ο εφεσείων) βαρύνεται ν’ αποδείξει όχι ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο πολύ ορθά αναφέρει σε σχέση με το εξεταζόμενο θέμα:

«Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται περί σημαντικών αρχαιοτήτων της Νεολιθικής Εποχής οι οποίες βρίσκονται εντός του απαλλοτριωθέντος ακινήτου. Αυτό το γεγονός από μόνο του δηλώνει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει κατ’ ουδένα τρόπο εγκαταλειφθεί. Η διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων και της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου είναι σκοποί αυθύπαρκτοι που δεν απαιτούν οποιαδήποτε περαιτέρω έργα για να θεωρείται ότι υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει υλοποιηθεί [*300]μόνο και μόνο με τη διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου. Ακύρωση της απαλλοτρίωσης θα αντιστοιχούσε σε παραβίαση των νόμων για την προστασία των αρχαιοτήτων.»

Τα ίδια πιο πάνω απάντησε και ο Διευθυντής Τμήματος Αρχαιοτήτων με επιστολή του ημερ. 29/3/07 σε αίτημα του εφεσείοντα για επιστροφή των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων.

Συμφωνούμε πλήρως με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Αναφορικά με τον τρίτο και τέταρτο λόγο έφεσης όπου γίνεται ισχυρισμός για παραβίαση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων του εφεσείοντα παρατηρούμε τ’ ακόλουθα:

Το δικαίωμα ιδιοκτησίας, κινητής και ακίνητης, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (Άρθρο 23.1). Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, που αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου ως αποτέλεσμα του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμου του 1962 (Ν. 39/62) δεν επεκτείνουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, ούτε επαυξάνουν το περιεχόμενο του. Οι σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται στην ουσία, με εκείνες του Άρθρου 23.1 του Συντάγματος. (Βλ. Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62). Το δικαίωμα ιδιοκτησίας υπόκειται, τόσο σε περιορισμούς, όσο και στέρηση, σύμφωνα με και για τους λόγους που προβλέπονται στις παραγρ. 3 και 4 του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Στέρηση της ιδιοκτησίας μπορεί να συντελεστεί μόνο με την απαλλοτρίωση γης, διαδικασία η οποία προϋποθέτει, όπως ορίζεται στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, την αποζημίωση του ιδιοκτήτη πριν την αποξένωση της περιουσίας του. (Βλ. Holy See of Kitium ν. Municipal Council Limassol R.S.C.C. 15).

Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου. Η οικοδομική ανάπτυξη αποτελεί κοινοτική υπόθεση (Βλ. Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85). Η απαλλοτρίωση στην παρούσα υπόθεση έγινε σύμφωνα με το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμο του 1962, (Ν. 15/62 (Άρθρο 3) όπως τροποποιήθηκε. Ο τελευταίος κρίθηκε ότι δεν είναι αντίθετος προς το Άρθρο 23 (Βλ. Aspri ν. Republic 4 R.S.C.C. 57). Ο [*301]ιδιοκτήτης (εφεσείων εδώ) δικαιούται σε «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση καθορισμένη σε περίπτωση διαφωνίας στο πολιτικό Δικαστήριο. Όπως είναι παραδεκτό, ο εφεσείων εισέπραξε την άνω αποζημίωση.

Τα πιο πάνω απαντούν σ’ όλες τις εισηγήσεις του εφεσείοντα που αφορούν τον ισχυρισμό του για στέρηση της περιουσίας του κατά παράβαση των συνταγματικών του δικαιωμάτων. Κατά το μέρος που συμπλέκει αυτή την παράβαση με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και συναρτά αυτό με το αποτέλεσμα της δίκης ήτοι την υπό έφεση απόφαση δεν μπορεί να λεχθεί παρά ότι είναι εντελώς αβάσιμος. Η πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη ως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Ως αποτέλεσμα οι λόγοι έφεσης 3 και 4 δεν ευσταθούν.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τα έξοδα που επιδικάστηκαν πρωτόδικα. Αυτά ακολούθησαν το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης και δεν βλέπουμε κανένα λόγο επέμβασης μας.

Προτού τελειώσουμε θα θέλαμε ν’ αναφέρουμε ότι τα όσα έχουν αναφερθεί από το συνήγορο του αιτητή για να αμφισβητήσει το σκοπό της απαλλοτρίωσης δεν μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε σημασία ενόψει του ότι ο αιτητής δεν προσέβαλε με προσφυγή το διάταγμα απαλλοτρίωσης των δυο ως άνω τεμαχίων του. Αντίθετα εισέπραξε την προσφερθείσα αποζημίωση και η ιδιοκτησία περιήλθε στην κυριότητα της Δημοκρατίας. Συνεπώς η υπό εξέταση απαλλοτρίωση ήταν απρόσβλητη με βάση τα πιο πάνω. (Βλ. Νικολαΐδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 453).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο