Cypra Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 305

(2013) 3 ΑΑΔ 305

[*305]5 Ιουνίου, 2013

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

CYPRA LIMITED,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.            ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ

   ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,

2.            ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΩΝ                               ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,

Εφεσίβλητων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 78/2009)

 

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε.) ― Η προβληματική της παραπομπής και οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε επιβεβλημένη στην κριθείσα περίπτωση ― Το Άρθρο 267 (πρώην Άρθρο 234) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η υπαγωγή στην ρύθμισή του ζητήματος που ανακύπτει από την εφαρμογή του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ όπως τροποποιήθηκε από την 1791/2006/ΕΚ.

Στο στάδιο της εκδίκασης της έφεσης υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες αίτηση για παραπομπή συγκεκριμένων ερωτημάτων στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διατάσσοντας την παραπομπή, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 267 (πρώην άρθρο 234) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δ.Ε.Ε. την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο, δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Ε. ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι [*306]του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του. Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι’ αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις, όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Ε. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους. Σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει, σ’ αυτές τις ίδιες τις Συστάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν τέτοιες παραπομπές

2.  Ο λόγος για τον οποίο η προσφυγή απορρίφθηκε πρωτόδικα και μάλιστα σε προκαταρκτικό στάδιο είναι γιατί, ερμηνεύοντας τον Κανονισμό το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε ότι η άρνηση των εφεσιβλήτων να ανταποκριθούν θετικά στο αίτημα των εφεσειόντων για διορισμό επίσημου κτηνίατρου για σκοπούς διενέργειας ελέγχου της συγκεκριμένης σφαγής «δεν έγινε κατόπιν οφειλόμενης ενέργειας των εφεσειόντων δυνάμει νομοθετικής υποχρέωσης», αλλά μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Η ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστή να προβεί, στα πλαίσια εξέτασης της προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων, σε ερμηνεία του Κανονισμού, δεν εφεσιβάλλεται. Όμως, η ορθότητα της ερμηνείας που έδωσε στον Κανονισμό αμφισβητείται με τον πρώτο λόγο έφεσης και συνακόλουθα αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης στην οποία οδηγήθηκε ως αποτέλεσμα της εν λόγω ερμηνείας. Ως εκ τούτου, προέχει η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, καθότι αποτυχία του θα σφραγίσει και τη μοίρα της έφεσης. Ενόψει των πιο πάνω, είναι προφανές ότι υπέχει σημασίας, καθοριστικής η ορθή ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου όπως αυτό εκφράζεται μέσω του Κανονισμού.

3.  Επομένως, το θέμα που εγείρεται φαίνεται πως δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε προφανές, έτσι ώστε να μπορεί να επιδιωχθεί επίλυση του στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, αλλά για την επίλυση του επιβάλλεται η συνδρομή του Δ.Ε.Ε. στο οποίο θα πρέπει να παραπεμφθεί το θέμα της ορθής ερμηνείας του Κανονισμού. Πρόκειται για θέμα που όχι απλά άπτεται ερμηνείας συγκεκριμένου Ευρωπαϊκού Κανονισμού, αλλά και αφορά ερμηνευτικά [*307]ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία συμβάλλουν στην εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου σε όλη την Επικράτεια της Ένωσης.

4.  Προτού εκδοθεί η σχετική Διαταγή παραπομπής των ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε., κρίνεται σκόπιμο, όπως σημειωθεί ότι η Ολομέλεια έχει διεξέλθει τα ερωτήματα όπως έχουν συνταχθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων. Κρίνεται ότι το τρίτο ερώτημα δεν εμπίπτει εντός των επιτρεπομένων ή αναγκαίων ερωτημάτων που παραπέμπονται για απάντηση στο Δ.Ε.Ε., εφόσον δεν αφορά θέμα που άπτεται ερμηνείας Κοινοτικού Δικαίου, αλλά ούτε θέμα το οποίο εμπίπτει εντός του Άρθρου 267.

Αναφορικά με τα άλλα δύο ερωτήματα (1ο και 2ο ερώτημα), τα οποία θα πρέπει να παραπεμφθούν, κρίνεται ότι αυτά θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν.

Το 1ο και 2ο ερώτημα παραπέμφθηκαν στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Rheinműhlen-Dusseldorf v. EVGF, Υπόθ. Αρ. 166/73 [1974] ECR 33,

Duringello v. INPS, Case C-186/90,

Matteucci v. Communauté Française de Belgique, Υπόθ. Αρ. 235/87 [1988] CMLR 357,

R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. [1987] C.M.L.R. (2), p. 1, 4.

Αίτηση.

Θ. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Μ. Χατζηγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π. Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

[*308]ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την πιο πάνω έφεση οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομερή σύνθεση απέρριψε την προσφυγή που είχαν καταχωρίσει εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να αρνηθούν να στείλουν κτηνιατρικούς λειτουργούς στο σφαγείο τους για επίβλεψη της σφαγής σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες, ως ήταν το αίτημα τους. Λεπτομέρειες του αιτήματος περιείχοντο σε επιστολή των εφεσειόντων προς τον Επαρχιακό Διευθυντή Λευκωσίας Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, ημερομηνίας 5/3/2007.

Σ’ αυτό το στάδιο κάμνουμε μια παρένθεση για να διευκρινίσουμε ότι οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες σφαγείου χοίρων και αιγοπροβάτων στην επαρχία Λευκωσίας, το οποίο και λειτουργούν οι ίδιοι για δικό τους λογαριασμό.

Με την επιστολή τους ημερομηνίας 5/3/2007 οι εφεσείοντες, αφού κοινοποίησαν στους εφεσιβλήτους το πρόγραμμα σφαγής για τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2007, ζήτησαν από τους τελευταίους όπως διευθετηθεί η επίβλεψη της σφαγής κατά τις ημέρες και ώρες που παρέθεταν στην επιστολή τους, λόγω βασικά της αναγκαιότητας της σφαγής τις Κυριακές, ενόψει συμφωνιών που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ των ιδίων και τρίτων για εξαγωγή χοιρινού κρέατος στην Ελλάδα. Το συγκεκριμένο αίτημα των εφεσειόντων, το οποίο επαναλήφθηκε με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 9/3/2007, απορρίφθηκε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά και στις πρόνοιες του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ημερομηνίας 29/4/94, όπως τροποποιήθηκε από την 1791/2006/ΕΚ, ημερομηνίας 20/12/2006 (εν τοις εφεξής «ο Κανονισμός»), απέρριψε την προσφυγή αποδεχόμενο βασικά προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ότι η άρνηση τους να αντιμετωπίσουν θετικά το αίτημα των εφεσειόντων, «δεν αποτελεί παράλειψη εκ του νόμου επιβαλλόμενης υποχρέωσης, αλλά παράλειψη ενέργειας ως αποτέλεσμα διακριτικής εξουσίας» και συνεπώς δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε προσφυγή δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσείοντες αμφισβητούν με τον πρώτο λόγο έφεσης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και την ουσία των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, τους οποίους επίσης απέρριψε.

[*309]Ευθύς μετά τη συμπλήρωση των περιγραμμάτων οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την παραπομπή στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) των πιο κάτω ερωτημάτων:

ΕΡΩΤΗΜΑ 1:

Κατά πόσο, οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας ως η «αρμόδια αρχή» κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που είναι αρμόδια για το διορισμό «επίσημων κτηνιάτρων» για τη διενέργεια των καθορισμένων, κατά τον Κανονισμό, κτηνιατρικών ελέγχων σφαγής ζώων, μπορούν να επιβάλουν ωράριο λειτουργίας σε νόμιμο σφαγείο, καθορίζοντας οι ίδιες οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες πότε μπορεί να λειτουργήσει και να προβεί σε σφαγή το νόμιμο σφαγείο;

ΕΡΩΤΗΜΑ 2:

Κατά πόσο, οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας ως η «αρμόδια αρχή» κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που είναι αρμόδια για το διορισμό «επίσημων κτηνιάτρων» για τη διενέργεια των καθορισμένων, κατά τον Κανονισμό, κτηνιατρικών ελέγχων σφαγής ζώων, μπορούν να αρνηθούν να αποστείλουν «επίσημο κτηνίατρο» σε νόμιμο σφαγείο που ζητά την παρουσία «επίσημου κτηνίατρου» σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες;

ΕΡΩΤΗΜΑ 3:

Κατά πόσο, η έλλειψη δυνατότητας νόμιμου σφαγείου να λειτουργήσει και να προβεί σε οποιαδήποτε σφαγή ζώων κατά τις ώρες και ημέρες και ώρες που το ίδιο επιλέγει, ενόψει μη παρουσίας «επίσημου κτηνιάτρου» κατά τη σφαγή, διότι η «αρμόδια αρχή» αρνείται να αποστείλει «επίσημο κτηνίατρο» κατά τις ώρες και ημέρες που το σφαγείο αιτείται προς την «αρμόδια αρχή» και/ή διότι επιβάλλει στο σφαγείο συγκεκριμένο ωράριο λειτουργίας, αποτελεί αποστέρηση και/ή περιορισμό του δικαιώματος της «επιχειρηματικής ελευθερίας» όπως διασφαλίζεται και κατοχυρώνεται από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;”

[*310]Οι εφεσείοντες, επισημαίνοντας το βασικό λόγο για τον οποίο η προσφυγή τους απορρίφθηκε πρωτόδικα, υποστήριξαν, παραπέμποντας επί τούτου στους λόγους έφεσης και ιδιαίτερα στον πρώτο λόγο έφεσης, όπως και στην αιτιολογία του, ότι η αμφισβήτηση της ορθότητας της επί του προκειμένου πρωτόδικης κρίσης, καθιστά επίδικο θέμα αυτή καθαυτή την ερμηνεία των προνοιών του Κανονισμού, επί των οποίων το πρωτόδικο δικαστήριο βάσισε την κατάληξη του ότι η άρνηση των εφεσιβλήτων να αντιμετωπίσουν θετικά το αίτημα των εφεσειόντων για αποστολή επίσημων κτηνίατρων για σκοπούς επίβλεψης της σφαγής, δεν αποτελούσε παράλειψη από πλευράς των πρώτων να συμμορφωθούν με επιβαλλόμενη από το Νόμο υποχρέωση, αλλά ότι αυτοί είχαν τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθούν. Τα συγκεκριμένα ερωτήματα «άπτονται και αφορούν», σύμφωνα με τους εφεσείοντες, «ξεκάθαρα σε ερμηνεία του αναφερόμενου Ευρωπαϊκού Κανονισμού (854/2004) και σε σχέση μάλιστα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., σε βαθμό που η απάντηση τους θετική ή αρνητική θα καθορίσει και το αποτέλεσμα της παρούσας υπόθεσης». Παραθέτουμε τον πρώτο λόγο έφεσης μαζί με την αιτιολογία του:

“Λόγος Έφεσης 1.

Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η άρνηση των Καθ’ ων η Αίτηση να αποστείλουν «Επίσημους Κτηνίατρους» κατά τις ώρες και ημέρες που αιτήθηκαν οι Αιτητές δεν αποτελεί παράλειψη εκ του Νόμου επιβαλλόμενης υποχρέωσης αλλά ότι είχαν διακριτική εξουσία και ευχέρεια να αρνηθούν.

Αιτιολογία

1.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε όλα τα νομικά σημεία της Αίτησης και τα ξεκάθαρα νομικά επιχειρήματα των Αιτητών όπως προβάλλονται στην Αίτηση / Προσφυγή και αναπτύσσονται στις γραπτές τους αγορεύσεις, τα οποία υποστηρίζουν με ξεκάθαρο τρόπο ότι εκ των πραγμάτων, εκ της λογικής και νομικά δεν έχουν και δεν θα μπορούσαν να έχουν τέτοια διακριτική εξουσία και ευχέρεια οι Καθ’ ων η Αίτηση.

2.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε και/ή δεν αντιλήφθηκε ορθώς τις πρόνοιες των σχετικών Νόμων [Ν. 150(Ι)/03 και 239(Ι)/02] καθώς και τις πρόνοιες του Κανονισμού ΕΚ/854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, πρόνοιες οι οποίες δεν παρέχουν τέτοια [*311]διακριτική εξουσία και ευχέρεια στους Καθ’ ων η Αίτηση.

3.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ορθώς τα αποτελέσματα που επιφέρει η απόφαση των Καθ’ ων και ότι η άρνηση διορισμού και αποστολής «Επίσημου Κτηνίατρου» στο σφαγείο των Αιτητών εκ των πραγμάτων καθιστά αδύνατη την ίδια την σφαγή και συνεπώς ότι εκ των πραγμάτων, εκ της λογικής και νομικά το μόνο εντεταλμένο πρόσωπο δυνάμει των Νόμων και Ευρωπαϊκών Κανονισμών που ασκεί διακριτική εξουσία είναι ο διορισμένος «Επίσημος Κτηνίατρος» ο οποίος ασκεί τους καθορισμένους επί τόπου ελέγχους πριν και μετά την σφαγή για να αποφασίσει περί της καταλληλότητας των κρεάτων.

4.  Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αντιλήφθηκε ότι εκ των πραγμάτων, εκ της λογικής και νομικά οι Καθ’ ων η Αίτηση δε θα μπορούσαν εκ προοιμίου, με υποθέσεις, εικασίες και αοριστίες να ασκούν διακριτική εξουσία και να θεωρούν ότι η ενδεχόμενη αύξηση του «ωραρίου σφαγής» θα επιφέρει ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των ζωών που σφάζονται πέραν του ορίου και ενδεχομένως να είναι εις βάρος της ασφάλειας και της υγιεινής των κρεάτων και να το προβάλλουν ως λόγο άρνησης αποστολής «Επίσημου Κτηνίατρου», λαμβάνοντας υπόψη ότι εκ της διαδικασίας που καθορίζει ο Νόμος και ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός είναι ο «Επίσημος Κτηνίατρος» που αποφασίζει για την καταλληλότητα ή όχι των κρεάτων μέσα από τους επί τόπου ελέγχους που διενεργεί πριν και μετά την σφαγή.

5.  Όλοι οι λόγοι που προβάλλουν οι Καθ’ ων η Αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση τους όπως (i) ωράριο λειτουργίας, (ii) έλλειψη προσωπικού, (iii) διαθέσιμα κονδύλια σύμφωνα με τον προϋπολογισμό και (iv) δυνατότητες του σφαγείου είναι λόγοι οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες, το πνεύμα και το σκοπό των σχετικών Νόμων [Ν. 150(Ι)/03 και 239(Ι)/02] καθώς και του Κανονισμού ΕΚ/854/2004.”

Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση των εφεσιβλήτων, η ουσία της επιχειρηματολογίας των οποίων περιστρέφεται γύρω από τη θέση, πρώτον ότι οι διατάξεις του Κανονισμού είναι σαφείς και δεν χρειάζονται ερμηνεία και δεύτερον ότι η απάντηση επί των ζητημάτων των οποίων η παραπομπή επιδιώκεται, δεν [*312]είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασης του Εφετείου στην παρούσα έφεση, όπως και τη θέση ότι το προτεινόμενο προς παραπομπή ζήτημα, σχετίζεται με λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν αφορά εκτελεστή διοικητική πράξη.

Το Άρθρο 267 (πρώην Άρθρο 234) της Συνθήκης, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δ.Ε.Ε. την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Ε. ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του είναι “essential for the preservation of the Community character of law established by the Treaty and has the object of ensuring that in all circumstances this law is the same in all States of the Community” (είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Κοινότητας) (Rheinmuhlen-Dusseldorf v. EVGF, Υπόθεση Αρ. 166/73 [1974] ECR 33).

Το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του Εθνικού Δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Ε. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του (Duringello v. INPS, Case C-186/90). Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι’ αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Ε. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους. ( Matteucci v. Communauté Française de Belgique, Υπόθεση Aρ. 235/87 [1988] C.M.L.R. 357). Χρήσιμη περίληψη των λόγων που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. περιέχεται στην απόφαση του Δικαστή MacPherson στην υπόθεση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. [1987] C.M.L.R. (2), p. 1, 4. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

I do not refer the case simply because a serious point of Com[*313]munity law arises, but I do so for the following reasons:

1.  The relevant facts are not in dispute. The case before me in its written form and the documents before me set out the facts which are substantially, if not wholly, agreed.

2.  The point raised will in my judgment be substantially determinative of the case.

3.  There is no Community authority precisely or indeed in my judgment closely in point.

4.  The point raised and indeed the case itself are both put forward in good faith and without any adverse motive ...

5.  I am convinced that at some stage in its life the case will be or will have to be referred to Europe.

6.  I do not find the point free from doubt.

Σε μετάφραση,

“Δεν παραπέμπω την υπόθεση απλά γιατί σοβαρό σημείο του Κοινοτικού Δικαίου εγείρεται, αλλά την παραπέμπω για τους πιο κάτω λόγους:

1.  Τα σχετικά γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Η υπόθεση ενώπιον μου στην έγγραφη μορφή της και τα ενώπιον μου έγγραφα παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία, αν όχι στην ολότητά τους, στην ουσία είναι συμφωνημένα.

2.  Το νομικό σημείο που ηγέρθη, κατά την κρίση μου, θα είναι καθοριστικό για την επίλυση τελεσίδικα της επίδικης διαφοράς.

3.  Δεν υπάρχει Κοινοτική αυθεντία ακριβώς στο σημείο ή πραγματικά κατά την κρίση μου, παραπλήσια του.

4.  Το εγερθέν σημείο και πραγματικά αυτή η ίδια η υπόθεση προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.

5.  Είμαι πεπεισμένος ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η υπόθεση θα παραπεμφθεί ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

[*314]6.      Δεν βρίσκω ότι το σημείο είναι απαλλαγμένο αμφιβολίας.”

Σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει, σ’ αυτές τις ίδιες τις Συστάσεις του Δικαστηρίου που αφορούν τέτοιες παραπομπές (Information Note on references from National Courts for a Preliminary Ruling (2012/C338/01) και ιδιαίτερα στην υπό στοιχείο 13 Σύσταση, την οποία και παραθέτουμε:

“13. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνει, ιδίως αν θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Εντούτοις, η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη όταν πρόκειται για νέο ερμηνευτικό ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος που συμβάλλει στην ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν προκύπτει ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πρωτοεμφανιζόμενο πλαίσιο μιας υποθέσεως.”

            (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Εξετάσαμε προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και εισηγήσεις. Διαφωνούμε με αυτές της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσιβλήτων.

Ο λόγος για τον οποίο η προσφυγή απορρίφθηκε πρωτόδικα και μάλιστα σε προκαταρκτικό στάδιο είναι γιατί, ερμηνεύοντας τον Κανονισμό το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε ότι η άρνηση των εφεσιβλήτων να ανταποκριθούν θετικά στο αίτημα των εφεσειόντων για διορισμό επίσημου κτηνίατρου για σκοπούς διενέργειας ελέγχου της συγκεκριμένης σφαγής «δεν έγινε κατόπιν οφειλόμενης ενέργειας των εφεσειόντων δυνάμει νομοθετικής υποχρέωσης», αλλά μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

Η ενέργεια του αδελφού Δικαστή να προβεί, στα πλαίσια εξέτασης της προδικαστικής ένστασης των εφεσιβλήτων, σε ερμηνεία του Κανονισμού, δεν εφεσιβάλλεται, γι’ αυτό και δε θα μας απασχολήσει. Όμως, η ορθότητα της ερμηνείας που έδωσε στον Κανονισμό αμφισβητείται με τον πρώτο λόγο έφεσης και συνακόλουθα αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης στην οποία οδηγήθηκε ως αποτέλεσμα της εν λόγω ερμηνείας. Ως εκ τούτου, προέχει κατά τη γνώμη μας, η εξέταση του πρώτου λόγου έφε[*315]σης, καθότι αποτυχία του θα σφραγίσει και τη μοίρα της έφεσης.

Ενόψει των πιο πάνω, είναι προφανές ότι υπέχει σημασίας, καθοριστικής θα λέγαμε, η ορθή ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου όπως αυτό εκφράζεται μέσω του Κανονισμού. Όπως δε και το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, «Πουθενά στον Κανονισμό ή στο Νόμο δεν προνοείται ότι η διενέργεια της σφαγής και η επιθεώρηση προ και μετά τη σφαγή από τον επίσημο κτηνίατρο θα γίνεται σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ώρα ή ημέρα».

Επομένως, το θέμα που εγείρεται φαίνεται πως δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε προφανές, έτσι ώστε να μπορεί να επιδιωχθεί επίλυση του στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, αλλά για την επίλυση του επιβάλλεται η συνδρομή του Δ.Ε.Ε. στο οποίο θα πρέπει να παραπεμφθεί το θέμα της ορθής ερμηνείας του Κανονισμού. Πρόκειται για θέμα που όχι απλά άπτεται ερμηνείας συγκεκριμένου Ευρωπαϊκού Κανονισμού, αλλά και αφορά ερμηνευτικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, τα οποία συμβάλλουν στην εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου σε όλη την Επικράτεια της Ένωσης.

Προτού όμως προχωρήσουμε στην έκδοση σχετικής Διαταγής παραπομπής των ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε., κρίνουμε σκόπιμο όπως σημειώσουμε ότι έχουμε διεξέλθει τα ερωτήματα όπως έχουν συνταχθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων. Κρίνουμε ότι το τρίτο ερώτημα δεν εμπίπτει εντός των επιτρεπομένων ή αναγκαίων ερωτημάτων που παραπέμπονται για απάντηση στο Δ.Ε.Ε., εφόσον δεν αφορά θέμα που άπτεται ερμηνείας Κοινοτικού Δικαίου, αλλά ούτε θέμα το οποίο εμπίπτει εντός του Άρθρου 267.

Αναφορικά με τα άλλα δύο ερωτήματα (1ο και 2ο ερώτημα), τα οποία θεωρούμε ότι θα πρέπει να παραπεμφθούν, κρίνουμε ότι αυτά θα πρέπει να επαναδιατυπωθούν ως πιο κάτω:

Ερώτημα 1.

Κατά πόσο οι πρόνοιες του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ, παρέχουν στην αρμόδια Αρχή διακριτική ευχέρεια να καθορίσει το χρόνο συγκεκριμένης σφαγής ζώων, ενόψει της υποχρέωσης της να διορίζει επίσημο κτηνίατρο για σκοπούς διενέργειας ελέγχου σε σχέση με σφαγή ζώων, ή υποχρεούται στο διορισμό τέτοιου κτηνιάτρου κατά το χρόνο που θα λάβει χώρα η σφαγή, όπως το καθόρισε ο σφαγέας.

[*316]Ερώτημα 2.

Κατά πόσο οι πρόνοιες του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ παρέχουν στην αρμόδια Αρχή διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να διορίσει επίσημο κτηνίατρο για διενέργεια κτηνιατρικού ελέγχου νενομισμένης σφαγής ζώων, όταν πληροφορηθεί ότι σε συγκεκριμένο χρόνο θα λάβει χώρα σφαγή ζώων, σε αδειούχο σφαγείο.

Ενόψει όλων των πιο πάνω διατάσσεται η παραπομπή των ερωτημάτων που διατυπώνονται στο επισυναπτόμενο Παράρτημα για έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Δ.Ε.Ε. επί των θεμάτων που εγείρονται στα ερωτήματα.

Για ολοκλήρωση της διαδικασίας έχουμε ετοιμάσει ξεχωριστή Διαταγή, την οποία επισυνάπτουμε, με την οποία θα γίνει σχετική παραπομπή.

Η παρούσα διαδικασία αναστέλλεται μέχρι την έκδοση της απόφασης από το Δ.Ε.Ε.

ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αιτούν Δικαστήριο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία.

Οι διάδικοι.

Οι Εφεσείοντες είναι η Cypra Limited.

Οι Εφεσίβλητοι είναι οι Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του 1. Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, 2. Διευθυντή Τμήματος Κτηνιατρικών Υπηρεσιών.

Οι δικηγόροι των διαδίκων.

Θ. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Χατζηγεωργίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

Α. Η θεραπεία που ζητείται.

1.  Οι Εφεσείοντες έχουν ζητήσει όπως εκδοθεί διάταγμα δυνά[*317]μει του Άρθρου 267 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των πιο κάτω ερωτημάτων:-

“ΕΡΩΤΗΜΑ 1:

Κατά πόσο, οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας ως η «αρμόδια αρχή» κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που είναι αρμόδια για το διορισμό «επίσημων κτηνιάτρων» για τη διενέργεια των καθορισμένων, κατά τον Κανονισμό, κτηνιατρικών ελέγχων σφαγής ζώων, μπορούν να επιβάλουν ωράριο λειτουργίας σε νόμιμο σφαγείο, καθορίζοντας οι ίδιες οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες πότε μπορεί να λειτουργήσει και να προβεί σε σφαγή το νόμιμο σφαγείο;

ΕΡΩΤΗΜΑ 2:

Κατά πόσο, οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας ως η «αρμόδια αρχή» κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που είναι αρμόδια για το διορισμό «επίσημων κτηνιάτρων» για τη διενέργεια των καθορισμένων, κατά τον Κανονισμό, κτηνιατρικών ελέγχων σφαγής ζώων, μπορούν να αρνηθούν να αποστείλουν «επίσημο κτηνίατρο» σε νόμιμο σφαγείο που ζητά την παρουσία «επίσημου κτηνίατρου» σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες;

ΕΡΩΤΗΜΑ 3:

Κατά πόσο, η έλλειψη δυνατότητας νόμιμου σφαγείου να λειτουργήσει και να προβεί σε οποιαδήποτε σφαγή ζώων κατά τις ώρες και ημέρες και ώρες που το ίδιο επιλέγει, ενόψει μη παρουσίας «επίσημου κτηνιάτρου» κατά τη σφαγή, διότι η «αρμόδια αρχή» αρνείται να αποστείλει «επίσημο κτηνίατρο» κατά τις ώρες και ημέρες που το σφαγείο αιτείται προς την «αρμόδια αρχή» και/ή διότι επιβάλλει στο σφαγείο συγκεκριμένο ωράριο λειτουργίας, αποτελεί αποστέρηση και/ή περιορισμό του δικαιώματος της «επιχειρηματικής ελευθερίας» όπως διασφαλίζεται και κατοχυρώνεται από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;”

2.  Οι εφεσίβλητοι έχουν φέρει ένσταση στην παραπομπή των πιο [*318]πάνω ερωτημάτων για γνωμάτευση από το Δ.Ε.Ε.

Β. Τα πραγματικά γεγονότα και η εφαρμογή τους σύμφωνα με τις αρχές του Εθνικού και Κοινοτικού Δικαίου.

3.  Η CYPRA LIMITED, οι οποίοι είναι οι εφεσείοντες, είναι νομικό πρόσωπο και συγκεκριμένα ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, δυνάμει των προνοιών του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

4.  Οι εφεσίβλητοι 1 είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ οι εφεσίβλητοι 2 είναι το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο οποίο υπάγεται το Τμήμα Κτηνιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας, του οποίου προΐσταται ο εφεσίβλητος 3.

5.  Οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας είναι, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Υγιεινής Παραγωγής Τροφίμων Ζωϊκής Προέλευσης και Διάθεσης Αγοράς Καθώς και Άλλα Συναφή Θέματα, Νόμου, Ν. 150(Ι)/03, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, εν τοις εφεξής «ο Νόμος», η «Αρμόδια Αρχή». Ο συγκεκριμένος Νόμος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με Οδηγίες και Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και ο Κανονισμός 854/2004/ΕΚ, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον 1791/2006/ΕΚ. Πανομοιότυπη πρόνοια περιέχεται και στο Άρθρο 2 του περί Κτηνιατρικών Τελών Νόμου, Ν. 239(Ι)/2002, του οποίου οι πρόνοιες εφαρμόζονται για την εξασφάλιση της ανεξάρτητης χρηματοδότησης των επιθεωρήσεων και ελέγχων των ζώων ή/και προϊόντων ζωϊκής προέλευσης. Σχετική αναφορά γίνεται στα Παραρτήματα I, II και III του εν λόγω Νόμου.

6.  Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου, οι εφεσίβλητοι 3, ως Αρμόδια Αρχή ενεργούν δια του Διευθυντή τους ή άλλου Λειτουργού τους, δεόντως εξουσιοδοτημένου από το Διευθυντή. Πανομοιότυπη πρόνοια περιλαμβάνεται στο Άρθρο 2 του Νόμου 239(Ι)/2002.

7.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (β) και (γ) του Άρθρου 8 του Νόμου, ο Διευθυντής των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, δηλαδή της αρμόδιας, σύμφωνα με το Νόμο, Αρχής, έχει εξουσία, μεταξύ άλλων, να εξουσιοδοτεί και να διορίζει «επίσημους κτηνίατρους» και «επίσημους βοηθούς», με σκοπό την εκτέλεση [*319]των καθορισμένων κτηνιατρικών ελέγχων και γενικά να ασκούν (οι επίσημοι κτηνίατροι) οποιαδήποτε από τις εξουσίες που τους παρέχει ο συγκεκριμένος Νόμος και οι Κοινοτικοί Κανονισμοί και/ή Κοινοτικές αποφάσεις.

8. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, δηλαδή το Άρθρο 2 του Νόμου:

(α)   ««επίσημος κτηνίατρος» σημαίνει κτηνίατρο που υπηρετεί στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και περιλαμβάνει εντεταλμένο κτηνίατρο, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος από το Διευθυντή δυνάμει του Άρθρου 8, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.» Πανομοιότυπη πρόνοια υπάρχει και στο Νόμο 239(Ι)/2002.

(β)   ««κτηνίατρος» σημαίνει εγγεγραμμένο κτηνίατρο δυνάμει των προνοιών των περί της Ασκήσεως της Κτηνιατρικής και της Εγγραφής Κτηνιάτρων Νόμων του 1990 μέχρι 2002.» Πανομοιότυπη πρόνοια υπάρχει και στο Νόμο 239(Ι)/2002.

(γ)   ««εντεταλμένος κτηνίατρος» σημαίνει ιδιώτη κτηνίατρο, στον οποίο εγγράφως έχει ανατεθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 8, από το Διευθυντή, η διενέργεια οποιωνδήποτε καθορισμένων κτηνιατρικών ελέγχων και ο οποίος, κατά την άσκηση των εν λόγω ελέγχων, θα θεωρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ως επίσημος κτηνίατρος».

9.  Ούτε ο Νόμος 150(Ι)/2003, αλλά ούτε και ο Νόμος 239(Ι)/2002 περιέχουν οποιεσδήποτε πρόνοιες αναφορικά με το ωράριο λειτουργίας των «επίσημων κτηνιάτρων» και κατ’ επέκταση των σφαγείων.

10.(α)  Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Κεφ. ΙΙ του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 854/2004/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1791/2006/ΕΚ, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι «επίσημοι κτηνίατροι» και οι «επίσημοι βοηθοί» να διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα και να καταρτίζονται σύμφωνα με το Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙΙ, Κεφ. IV, ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Κεφ. ΙΙ του εν λόγω Κανονισμού, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίσουν ότι διενεργούνται οι επίσημοι έλεγχοι, σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του Κανονισμού.

(β)    Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Παραρτήματος Ι του Τμήματος Ι των Κεφ. I, II, III, του Κανονισμού, οι έλεγχοι πριν και μετά τη σφαγή, καθώς και η σήμανση καταλληλότητας διεξάγο[*320]νται μόνο από τους επίσημους κτηνιάτρους στο χώρο της σφαγής, δηλαδή στα σφαγεία.

(γ)    Τα επαγγελματικά προσόντα και η κατάρτιση των «επίσημων κτηνιάτρων» καθορίζονται στο Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙΙ, Κεφ. IV του Κανονισμού.

Στον Κανονισμό 854/2004/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 1791/2006/ΕΚ, δεν περιέχονται οποιεσδήποτε πρόνοιες είτε αναφορικά με το ωράριο λειτουργίας των «επίσημων κτηνιάτρων», είτε πρόνοιες που να περιορίζουν τους «επίσημους κτηνίατρους» αποκλειστικά σε κτηνίατρους του δημοσίου.

11.       Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες σφαγείου ερυθρών κρεάτων το οποίο λειτουργούν στην επαρχία Λευκωσίας, δυνάμει άδειας η οποία τους χορηγήθηκε από την Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1) του Νόμου.

12.       Στις 5/3/2007, οι εφεσείοντες με επιστολή τους στον Επαρχιακό Κτηνιατρικό Λειτουργό Λευκωσίας ζήτησαν να γίνουν διευθετήσεις για την επίβλεψη της σφαγής από Κτηνιατρικούς Λειτουργούς στο ωράριο και το πρόγραμμα εργασίας που καθόρισαν στην επιστολή τους, επικαλούμενοι ότι από τις αρχές Ιανουαρίου του 2007, εξήγαγαν στην Ελλάδα ένα με δύο φορτία των 350 χοίρων ανά εβδομάδα, ενώ είχαν κλείσει και νέα συμφωνία που θα τους επέτρεπε να εξαγάγουν μέχρι και πέντε φορτία την εβδομάδα. Το αίτημα αφορούσε την επίβλεψη της σφαγής, αρχίζοντας από την ίδια κιόλας ημέρα της επιστολής τους, μεταξύ των ωρών 6.00–24.00 τη Δευτέρα, μεταξύ των ωρών 7.00–21.00 την Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή και μεταξύ των 8.00–13.00 την Κυριακή. Ζητήθηκε η συνεργασία των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών για τα πιο πάνω, ιδιαίτερα δε για τη σφαγή τις Κυριακές, τουλάχιστον, για το Μάρτιο και Απρίλιο του 2007. Η επιστολή των εφεσειόντων 5/3/2007, επισυνάπτεται.

13.       Στις 9/3/2007, οι συνήγοροι των εφεσειόντων απέστειλαν στους εφεσιβλήτους επείγον τηλεομοιότυπο καθότι η επιστολή των εφεσειόντων 5/3/2007 δεν είχε μέχρι τότε τύχει απάντησης. Με το εν λόγω τηλεoμοιότυπο, οι συνήγοροι των εφεσειόντων ζητούσαν επίσης για την Κυριακή 11/3/2007 και για τις ώρες 8.00 π.μ. – 1.00 μ.μ., την αποστολή Κτηνιατρικών Λειτουργών για την επίβλεψη της σφαγής. Το τηλεομοιότυπο των συνηγόρων των εφεσειόντων ημερομηνίας 9/3/2007, επισυνάπτεται.

[*321]14.        Οι εφεσείοντες απάντησαν αρνητικά τόσο στο τηλεoμοιότυπο των συνηγόρων των εφεσειόντων, όσο και στην επιστολή των εφεσειόντων την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 9/3/2007. Συγκεκριμένα:

(α)   Στους συνηγόρους των εφεσειόντων, οι εφεσίβλητοι απάντησαν αρνητικά στη βάση του ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αποφασίζουν από μόνοι τους το ωράριο λειτουργίας του σφαγείου, ενόψει του ότι οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες διαθέτουν προσωπικό για τη διενέργεια μόνο των προβλεπόμενων από το Νόμο αναγκαίων ελέγχων, προσωπικό το οποίο εργάζεται με εξαντλητικό ωράριο προς εξυπηρέτηση όλων των σφαγείων. Αναφέρουν επίσης ότι οι υπηρεσίες «…… δεν έχουν εφεδρικό προσωπικό για να εξυπηρετούν στιγμιαίες και μονομερείς αποφάσεις εμπορευομένων», ο προγραμματισμός δε της σφαγής ζώων γίνεται από τους υπεύθυνους των σφαγείων σε συνεννόηση με την Αρμοδία Αρχή. Η απάντηση των εφεσιβλήτων επισυνάπτεται.

(β)   Με την απαντητική προς τους εφεσείοντες επιστολή τους, οι εφεσίβλητοι πληροφορούσαν τους τελευταίους ότι οι κτηνιατρικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε επιπλέον ώρες λειτουργίας και ότι ο προϋπολογισμός για τις υπερωρίες που είχε εγκριθεί δεν κάλυπτε περαιτέρω αύξηση των ωρών λειτουργίας των σφαγείων. Παράλληλα, τονίστηκε στους εφεσείοντες ότι με βάση την άδεια που τους είχε χορηγηθεί και με βάση τους όρους της οποίας το σφαγείο λειτουργούσε, οι δυνατότητες του σφαγείου που ήταν συγκεκριμένες, με το σύστημα εργασίας όμως του σφαγείου να βρίσκεται στα όρια του, οποιαδήποτε αύξηση του ωραρίου λειτουργίας του με συνακόλουθη την αύξηση του αριθμού των ζώων προς σφαγή, θα απέβαινε σε βάρος της ασφάλειας και της υγιεινής των κρεάτων. Η απάντηση των εφεσιβλήτων επισυνάπτεται.

15.       Αντιδρώντας οι εφεσείοντες στην άρνηση των εφεσιβλήτων να ικανοποιήσουν το αίτημα τους, προσέφυγαν στο Δικαστήριο καταχωρώντας την Προσφυγή Αρ. 464/2007 με την οποία επιδίωξαν, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, την ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων, η οποία περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 9/3/2007 και με την οποία οι τελευταίοι αρνούντο να αποστείλουν Κτηνιατρικούς Λειτουργούς στο σφαγείο τους για επίβλεψη της σφαγής σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες, ως το αίτημα των εφεσειόντων σύμφωνα με την επιστολή τους ημερομηνίας 5/3/2007.

[*322]16.        Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήγοντας στο συμπέρασμα μετά από αναφορά στον επίδικο Κανονισμό 854/2004/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29/4/2004 και αναπόφευκτα στην ερμηνεία του, ότι η άρνηση και παράλειψη των Καθ’ ων να αποστείλουν «επίσημους κτηνίατρους» δεν αποτελεί παράλειψη επιβαλλόμενης υποχρέωσης, αλλά είχαν διακριτική εξουσία και ευχέρεια να αρνηθούν, απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων.

17. Με την έφεση που ασκήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Λόγος έφεσης 1), οι εφεσείοντες επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι οι πρόνοιες των Νόμων 150(Ι)/2003 και 239(Ι)/2002, όπως και οι πρόνοιες του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ, δεν παρέχουν στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες ως η «αρμόδια αρχή» τη διακριτική ευχέρεια και/ή την εξουσία να αρνηθούν να διορίσουν «επίσημους κτηνίατρους» για σκοπούς διενέργειας κτηνιατρικού ελέγχου στα πλαίσια νενομισμένης σφαγής ζώων σε χρόνο και ώρα που θα καθορίσουν οι ιδιοκτήτες του σφαγείου, στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες, θέτοντας έτσι κατά τρόπο άμεσο θέμα ερμηνείας του συγκεκριμένου Κανονισμού.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται βασικά τα εξής:

Η άρνηση των εφεσιβλήτων να προβούν σε διορισμό «επίσημου κτηνίατρου» στο σφαγείο των εφεσειόντων, εκ των πραγμάτων καθιστά αδύνατη την ίδια τη σφαγή. Συνεπώς, το μόνο εντεταλμένο πρόσωπο δυνάμει των Νόμων 150(Ι)/2003 και 239(Ι)/2002, όπως και του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 854/2004/ΕΚ, που ασκεί διακριτική εξουσία είναι ο διορισμένος «επίσημος κτηνίατρος» ο οποίος ασκεί τους καθορισμένους επί τόπου ελέγχους πριν και μετά τη σφαγή για να αποφασίσει περί της καταλληλότητας των κρεάτων.

Επομένως, οι εφεσίβλητοι δε θα μπορούσαν, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, εκ προοιμίου, με υποθέσεις, εικασίες και αοριστίες να ασκούν διακριτική εξουσία και να θεωρούν ότι η ενδεχόμενη αύξηση του «ωραρίου σφαγής» θα επιφέρει ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των ζώων που σφάζονται πέραν του ορίου και ενδεχομένως να είναι εις βάρος της ασφάλειας και της υγιεινής των κρεάτων και να το προβάλλουν ως λόγο άρνησης αποστολής «επίσημου κτηνίατρου». Ο μόνος αρμόδιος για να αποφασίσει για την καταλληλότητα ή όχι των κρεάτων, είναι, σύμφωνα με τους Νόμους 150(Ι)/2003 και 239(Ι)/2002, όπως και τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 854/2004/ΕΚ, ο «επίσημος κτηνίατρος» ο οποίος διαμορφώνει [*323]γνώμη μέσα από τους επί τόπου ελέγχους που διενεργεί πριν και μετά τη σφαγή.

Τέλος, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι λόγοι για τους οποίους οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να αντικρύσουν θετικά το αίτημα τους, ήτοι, (i) ωράριο λειτουργίας, (ii) έλλειψη προσωπικού, (iii) διαθέσιμα κονδύλια σύμφωνα με τον προϋπολογισμό και (iv) δυνατότητες του σφαγείου, συνιστούν λόγους οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες, το πνεύμα και το σκοπό των σχετικών Νόμων [Ν. 150(Ι)/2003 και 239(Ι)/2002] καθώς και του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ.

Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι παρόλο που οι πρόνοιες των συγκεκριμένων Νόμων, όπως και του συγκεκριμένου Ευρωπαϊκού Κανονισμού, δημιουργούν υποχρέωση επίβλεψης της σφαγής από τον επίσημο κτηνίατρο, δεν υποχρεώνουν τους εφεσίβλητους να αποστέλλουν επίσημους κτηνίατρους σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες. Η άσκηση των επί του προκειμένου δικαιωμάτων των εφεσειόντων, όπως και των εφεσιβλήτων, όπως και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις τους, υπόκεινται «σε προηγούμενη συνεννόηση για μια αμοιβαίως αποδεκτή χρονική στιγμή».

Είναι προφανές ότι επιτυχία των θέσεων που οι εφεσείοντες υποστηρίζουν, θα επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση της έφεσης οδηγώντας σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης των θέσεων που οι εφεσείοντες εγείρουν στα πλαίσια των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

Αμφότεροι οι πιο πάνω Νόμοι, επισυνάπτονται.

Γ. Η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

18.       Το θέμα που εγείρεται φαίνεται πως δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε προφανές, έτσι ώστε να μπορεί να επιδιωχθεί επίλυση του στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, χωρίς τη συνδρομή του Δ.Ε.Ε. στο οποίο θα πρέπει να παραπεμφθεί το θέμα της ορθής ερμηνείας του Κανονισμού. Στην απόφαση μας για παραπομπή του θέματος στο Δ.Ε.Ε. υπό μορφή ερωτήματος, λάβαμε υπόψη ότι το εγειρόμενο θέμα δεν άπτεται μόνο της ερμηνείας του συγκεκριμένου Κανονισμού, αλλά και αφορά ερμηνευτικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος τα οποία συμβάλλουν στην ενιαία εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου σε όλη την επικράτεια της Ένωσης και η υφιστάμενη νομολογία δεν τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.

[*324]Δ. Τα ερωτήματα.

19.       Έχουμε διεξέλθει τα ερωτήματα όπως έχουν συνταχθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων. Κρίνουμε ότι το τρίτο ερώτημα δεν εμπίπτει εντός των επιτρεπομένων ή αναγκαίων ερωτημάτων που παραπέμπονται για γνωμοδότηση στο Δ.Ε.Ε., εφόσον δεν αφορά θέμα που άπτεται ερμηνείας Κοινοτικού Δικαίου, αλλά ούτε θέμα το οποίο εμπίπτει εντός του Άρθρου 267.

20.       Αναφορικά με τα άλλα δύο ερωτήματα τα οποία θεωρούμε ότι θα πρέπει να παραπεμφθούν, κρίνουμε ότι αυτά θα πρέπει να διατυπωθούν ως εξής:

           

“Ερώτημα 1.

Κατά πόσο οι πρόνοιες του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ, παρέχουν στην αρμόδια Αρχή διακριτική ευχέρεια να καθορίσει το χρόνο συγκεκριμένης σφαγής ζώων, ενόψει της υποχρέωσης της να διορίζει επίσημο κτηνίατρο για σκοπούς διενέργειας ελέγχου σε σχέση με σφαγή ζώων, ή υποχρεούται στο διορισμό τέτοιου κτηνιάτρου κατά το χρόνο που θα λάβει χώρα η σφαγή, όπως το καθόρισε ο σφαγέας.

Ερώτημα 2.

Κατά πόσο οι πρόνοιες του Κανονισμού 854/2004/ΕΚ παρέχουν στην αρμόδια Αρχή διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να διορίσει επίσημο κτηνίατρο για διενέργεια κτηνιατρικού ελέγχου νενομισμένης σφαγής ζώων, όταν πληροφορηθεί ότι σε συγκεκριμένο χρόνο θα λάβει χώρα σφαγή ζώων, σε αδειούχο σφαγείο.”

21.       Με χωριστή απόφαση μας στα πλαίσια της έφεσης, έχουμε εγκρίνει το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Δ.Ε.Ε. επί του προδικαστικού ερωτήματος. Με την ίδια απόφαση έχουν επιφυλαχθεί τα έξοδα της παραπομπής.

Η ΔΙΑΤΑΓΗ.

(Αίτηση για έκδοση προδικαστικής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 267 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ) και τον περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διαδικαστικό Κανονισμό του 2008).

[*325]Το Ανώτατο Δικαστήριο στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, αφού μελέτησε την αίτηση και αφού άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων Θ. Ανδρέου για τους εφεσείοντες και τη Μ. Χατζηγεωργίου για τους εφεσιβλήτους, αποφάσισε σήμερα, 5/6/2013, ότι είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των νομικών σημείων που φαίνονται στο Παράρτημα της παρούσας Διαταγής, ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο αυτό να αποφασίσει για την υπόθεση που βρίσκεται ενώπιον του, δηλαδή την υπόθεση 78/09, μεταξύ CYPRA LIMITED και ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ 1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ και 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Γι’ αυτό διατάσσεται η παραπομπή των ερωτημάτων που διατυπώνονται στο επισυναπτόμενο Παράρτημα, για έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των θεμάτων που εγείρονται στα ερωτήματα.

Περαιτέρω διατάσσεται η αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα έξοδα της διαδικασίας παραπομπής επιφυλάσσονται.

Δυνάμει του Κανονισμού 4 των περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διαδικαστικών Κανονισμών (Αρ. 1) του 2008, εντέλλεται ο Αρχιπρωτοκολλητής όπως διαβιβάσει την παρούσα Διαταγή μετά του Παραρτήματος και λοιπών εγγράφων, στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το 1ο και 2ο ερώτημα παραπέμπονται στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο