(2013) 3 ΑΑΔ 387
[*387]6 Ιουνίου, 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 189/2012)
ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΥΜΠΑΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η Αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 195/2012)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΗ,
Εφεσίβλητου - Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 196/2012)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
[*388]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η Αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 189/2012, 195/2012 και 196/2012)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης ― Το προαπαιτούμενο της έκδηλης παρανομίας ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά η εξέταση των νομολογηθέντων, στην υπόθεση Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2012) 3 Α.Α.Δ. 357.
Σε τρεις διαφορετικές διαδικασίες εκδίκασης προσφυγών, εκδόθηκαν αντιτιθέμενες μεταξύ τους ενδιάμεσες αποφάσεις ως προς το κατά πόσο μπορούσε να γίνει λόγος στην παρούσα περίπτωση για έκδηλη παρανομία, η οποία όφειλε να οδηγήσει στην έκδοση προσωρινού διατάγματος του Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιλύοντας την διχογνωμία που ανέκυψε πρωτοδίκως, αποφάσισε ότι:
Το καίριας σημασίας ζήτημα το οποίο εγείρεται ενώπιόν της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς απόφανση, έγκειται ουσιαστικά στο ερώτημα, κατά πόσο το γεγονός ότι στις υπό εξέταση εδώ Εφέσεις, το πρόσωπο του Αρχηγού Αστυνομίας στα δύο στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας δεν ήταν το ίδιο και συνακόλουθα το γεγονός ότι η ανάληψη των δύο αυτών ρόλων έγινε από διαφορετικό πρόσωπο, συνιστά υπό το φως της απόφασης της Ολομέλειας στη Νικολάου (ανωτέρω), όχι απλά παρανομία, αλλά έκδηλη παρανομία, η οποία θα δικαιολογούσε την εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος στο πρωταρχικό στάδιο στο οποίο ευρίσκοντο οι προσφυγές και, συνακόλουθα, θα δικαιολογούσε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία να αναστέλλεται η εκτέλεση των προσβαλλόμενων πρωτόδικα αποφάσεων.
Προέχει, επομένως, η διάγνωση περί ύπαρξης ή μη έκδηλης παρανομίας στις υπό εξέταση περιπτώσεις.
Ο όρος “έκδηλη παρανομία” ή “προφανής παρανομία” (flagrant [*389]illegality) έχει τύχει ερμηνείας σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) δεν κήρυξε τους σχετικούς Κανονισμούς των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 ως αντισυνταγματικούς, ούτε και ζητήθηκε κάτι τέτοιο στην υπόθεση εκείνη ή στις παρούσες Εφέσεις.
Η συμμετοχή του Αρχηγού της Αστυνομίας στα δύο στάδια της διαδικασίας, είτε στην περίπτωση κατά την οποία αυτός είναι το ίδιο πρόσωπο ή διαφορετικό, δεν είναι κάτι το οποίο απαγορεύεται ή αντίκειται σε νόμο ή σε κανονισμό, αλλ’ αντίθετα προβλέπεται από κανονισμό. Επομένως, ένας τέτοιος διπλός ρόλος δε συνιστά κατευθείαν παρανομία, με την έννοια ότι αντιβαίνει προς νομοθετική πρόνοια πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας. Επομένως, δε διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία στην υπό εξέταση περίπτωση, με αυτή την έννοια.
Άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο διαπιστώνεται εδώ προφανής, έκδηλη παρανομία λόγω του ότι η επίδικη κατάσταση πραγμάτων καλύπτεται καθαρά από δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία, κάτω από τα ίδια περιστατικά, έχει διαγνωστεί ύπαρξη παρανομίας. Κάτι που και πάλι δεν μπορεί να λεχθεί ότι διαπιστώνεται στην υπό εξέταση περίπτωση.
Με τα πιο πάνω δεδομένα και τις πιο πάνω διαπιστώσεις, συμφωνούμε με τη διάγνωση στην οποία είχε προβεί ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής στην Προσφυγή Αρ. 1299/2012, σύμφωνα με την οποία, δεν μπορεί να λεχθεί ότι για τους σκοπούς έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος διαπιστώνεται η ύπαρξη “έκδηλης παρανομίας”, ενώ το θέμα της διαπίστωσης ή μη παρανομίας θα πρέπει να εξετασθεί και αποφασισθεί κατά την ακρόαση της ουσίας των προσφυγών. Και τούτο, προσθέτουμε, γιατί υπό τέτοιες συνθήκες οποιαδήποτε παρανομία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “έκδηλη” ή “προφανής” ή “εξόφθαλμη”, αλλά θα είναι το αποτέλεσμα κατάλληλης συζήτησης και επιχειρηματολογίας, καθώς και ερμηνείας, όχι απλά εφαρμογής, της νομολογίας και ίσως αποτέλεσμα διεύρυνσής της. Ένα τέτοιο εγχείρημα, όμως, δεν προσφέρεται στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταλήγει ότι η Έφεση Αρ. 195/2012 θα πρέπει να επιτύχει, ενώ οι Εφέσεις με Αρ. 189/2012 και 196/2012 θα πρέπει να αποτύχουν.
Διαταγή ως ανωτέρω.
[*390]Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2012) 3 Α.Α.Δ. 357,
Τούμπα ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1260/2012, ημερ. 21.9.2012,
Παναγή ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, Υπόθ. Αρ. 1226/2012, ημερ. 28.9.2012,
Ευσταθίου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Αστυνομίας Κύπρου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1299/2012, ημερ. 2.10.2012,
Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1857,
Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203,
Frangos a.ο. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53,
Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837,
Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345,
Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199,
Miltiadous v. Republic (1972) 3 C.L.R. 341.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους Εφεσείοντες εναντίον των αποφάσεων Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ. Ναθαναήλ, Δ. και Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 1260/12, 1226/2012 και 1299/2012), ημερ. 21/9/2012, 28/9/2012 και 2/10/2012 αντίστοιχα.
Π. Πολυβίου με Α. Ταλιαδώρο και Δ. Καλλή, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 189/2012.
Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Καθ’ ης η αίτηση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 189/2012 και 196/2012 και για την Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 195/2012.
Σ. Α. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 195/2012.
[*391]Λ. Δήμου για Μ. Γεωργίου και Συνεργάτες, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 196/2012.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές στις Προσφυγές Αρ. 1226/2012, 1260/2012 και 1299/2012, ως μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, είχαν συμμετάσχει στο γνωστό επεισόδιο που έλαβε χώρα στη Λευκωσία κατά την 20.12.2005, κατά το οποίο το αυτοκίνητο δύο φοιτητών ανακόπηκε από αστυνομικούς και τελικά οι ίδιοι υπέστησαν άγριο ξυλοδαρμό. Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, κατόπιν μακράς δίκης, αθώωσε και απάλλαξε τους αιτητές κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης από διάφορες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπισαν. Όμως, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία εξεδίκασε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της αθωωτικής απόφασης, αποδέχθηκε την έφεση, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε ληφθεί δια πλειοψηφίας και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τελικά, το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, με άλλη σύνθεση, επέβαλε στους αιτητές διάφορες ποινές. Μετά τη λήξη της δικαστικής διαδικασίας, επανάρχισε αστυνομική διαδικασία ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, η οποία είχε αδρανοποιηθεί, και με την περάτωσή της επιβλήθηκαν στους αιτητές και άλλους εμπλεκόμενους στο επεισόδιο, διάφορες χρηματικής φύσεως ποινές. Ο Βοηθός Αρχηγός της Αστυνομίας όμως, θεωρώντας τις επιβληθείσες ποινές ανεπαρκείς, υπέβαλε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων. Το Συμβούλιο Εφέσεων, κατόπιν ακρόασης, ακύρωσε την επιβληθείσα στους αιτητές ποινή και επέβαλε σ’ αυτούς την ποινή του εξαναγκασμού σε παραίτηση, με απόφασή του ημερομηνίας 3.8.2012. Μετά την εξέλιξη αυτή, οι αιτητές καταχώρησαν τις προαναφερθείσες τρεις προσφυγές με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση της ποινής η οποία τους είχε επιβληθεί από το Συμβούλιο Εφέσεων. Ταυτόχρονα, κάθε ένας από τους αιτητές, στο πλαίσιο της δικής του προσφυγής, ζήτησε με αίτησή του προς το εκδικάζον Δικαστήριο, την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης για εξαναγκασμό του σε παραίτηση, μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής του.
Οι τρεις αιτήσεις εκδικάστηκαν από τρεις διαφορετικούς Δικαστές. Το αποτέλεσμά τους ήταν το ακόλουθο:
Στην Προσφυγή Αρ. 1260/2012, στην οποία η ενδιάμεση από[*392]φαση εκδόθηκε πρώτα, αδελφός μας Δικαστής ο οποίος την εξεδίκασε, επιλήφθηκε του κύριου παραπόνου του αιτητή περί έκδηλης παρανομίας, η οποία συνίστατο στο γεγονός ότι, στην υπό κρίση διαδικασία, ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε αναλάβει διαδοχικούς και διαφορετικούς ρόλους, οι οποίοι συνίσταντο σε ρόλο κατηγόρου και σε ρόλο κριτή-δικαστή. Εφόσον δηλαδή, σύμφωνα με τον Κανονισμό 20 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89 όπως τροποποιήθηκε), ο Αρχηγός Αστυνομίας αξιολόγησε την υπόθεση και έκρινε ότι η κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε ο αιτητής ήταν τόσο σοβαρή ώστε να παραπεμφθεί ενώπιον Πειθαρχικής Επιτροπής και όχι ενώπιον Προεδρεύοντος Αξιωματικού, δεν μπορούσε νόμιμα να συμμετάσχει ο Αρχηγός στην εξέταση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων, προεδρεύοντας του οργάνου το οποίο επέβαλε στον αιτητή την αυστηρότερη ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Σύμφωνα με την πλευρά του αιτητή, αυτή η ανάμειξη ρόλων συνιστούσε καταστρατήγηση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα του αξιώματος nemo judex in causa sua potest. Ιδιαίτερη αναφορά και ενασχόληση έγινε από τους διαδίκους και το Δικαστήριο, στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2012) 3 Α.Α.Δ. 357. Στην υπόθεση εκείνη, η Ολομέλεια, υπό παρόμοια περιστατικά, έκρινε ότι η συμμετοχή του Αρχηγού Αστυνομίας στο Συμβούλιο Εφέσεων, μετά που είχε ο ίδιος αξιολογήσει και κρίνει σε προηγούμενο στάδιο ότι η υπόθεση ήταν αρκούντως σοβαρή ώστε να παραπεμφθεί σε Πειθαρχική Επιτροπή, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα να δικαστεί από αμερόληπτο Δικαστήριο, όπως προνοείται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην ενδιάμεση απόφασή του όμως, ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής έλαβε υπόψη ότι στην ενώπιόν του υπό κρίση διαδικασία, δεν εφαρμοζόταν η απόφαση στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω), καθότι Αρχηγός Αστυνομίας που έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο που συμμετέσχε στο Συμβούλιο Εφέσεων. Συγκεκριμένα, Αρχηγός της Αστυνομίας στην πρώτη περίπτωση ήταν ο κ. Χ. Κουλέντης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση Αρχηγός ήταν ο κ. Μ. Παπαγεωργίου.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εγειρόταν θέμα θεσμικής ή λειτουργικής αμεροληψίας και, συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετείτο έκδηλη παρανομία. Ως αποτέλεσμα, η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, απορρίφθηκε. [Τού[*393]μπα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1260/2012, ημερομηνίας 21.9.2012].
Στην Προσφυγή Αρ. 1226/2012, άλλος αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση, έκρινε ότι κατ’ εφαρμογή της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) ενυπήρχε έκδηλη παρανομία στην προσβαλλόμενη απόφαση [Παναγή ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, Υπόθ. Αρ. 1226/2012, ημερομηνίας 28.9.2012]. Η παρανομία έγκειται σε διαπιστωθείσα παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της φυσικής δικαιοσύνης, επειδή η συμμετοχή του Αρχηγού Αστυνομίας κ. Μ. Παπαγεωργίου, ως ex officio μέλους του Συμβουλίου Εφέσεων, ήταν επιλήψιμη, δεδομένου ότι προηγουμένως ο Αρχηγός Αστυνομίας, ως γνωμοδοτούν όργανο, έκρινε ότι τα αδικήματα ήσαν ιδιαιτέρως σοβαρά, επισύροντας ποινή μεγαλύτερη από εκείνη την οποία θα μπορούσε να επιβάλει Προεδρεύων Αξιωματικός και παρέπεμψε δια τούτο την υπόθεση για εκδίκαση από την Πειθαρχική Επιτροπή, ενώ αργότερα, ο Αρχηγός συμμετέσχε και στο Συμβούλιο Εφέσεων το οποίο επέβαλε την ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Παραβιάστηκε έτσι το εχέγγυο της αμεροληψίας, εφόσον ο Αρχηγός δε θα μπορούσε νόμιμα να ήταν και κατήγορος και κριτής και δικαστής ταυτοχρόνως. Παρά το γεγονός ότι Αρχηγός της Αστυνομίας, ο οποίος αξιολόγησε τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την παρέπεμψε στην Πειθαρχική Επιτροπή, ήταν ο κ. Χ. Κουλέντης, ενώ ο Αρχηγός ο οποίος έλαβε μέρος στο Συμβούλιο Εφέσεων ήταν ο κ. Μ. Παπαγεωργίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο θεσμικός ρόλος εδώ του Αρχηγού δεν είναι διακριτός από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που κατέχουν το αξίωμα και η υπό κρίση υπόθεση ενέπιπτε απόλυτα στο λόγο της Νικολάου (ανωτέρω). Δια τούτο, το Δικαστήριο διαπίστωσε φανερή παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και εξέδωσε το αιτηθέν διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης στην προσφυγή απόφασης, μη συμφωνώντας με το σκεπτικό και την κατάληξη του αδελφού Δικαστή ο οποίος είχε εν τω μεταξύ εκδικάσει και εκδώσει απορριπτική για την αίτηση απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1260/2012.
Ακολούθησε η έκδοση ενδιάμεσης απόφασης στην τρίτη προσφυγή, με αριθμό 1299/2012, από διαφορετικό αδελφό Δικαστή [Ευσταθίου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Αστυνομίας Κύπρου κ.ά, Υπόθ. Αρ. 1299/2012, ημερομηνίας 2.10.2012].
Η ενδιάμεση απόφαση σ’ αυτή την προσφυγή εκδόθηκε μετά από την έκδοση των προαναφερθεισών δύο άλλων ενδιάμεσων αποφάσεων. Όπως διαπιστώνεται από αυτή την απόφαση, ο αδελφός Δι[*394]καστής έκρινε, σε συμφωνία με την απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1260/2012, ότι η υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) διαφοροποιείτο ως προς τα γεγονότα της, αφού εκεί ήταν το ίδιο πρόσωπο που ενήργησε ως Αρχηγός και στις δύο περιπτώσεις, εν αντιθέσει με την ενώπιόν του υπόθεση και, επομένως, δεν στοχειοθετείτο “έκδηλη” παρανομία, αφήνοντας ανοικτό προς εξέταση στην ουσία της προσφυγής το ζήτημα κατά πόσο ενυπήρχε οποιαδήποτε παρανομία.
Εναντίον της ορθότητας και των τριών προαναφερθεισών ενδιάμεσων αποφάσεων καταχωρήθηκαν οι τρεις παρούσες Εφέσεις, οι οποίες, για ευνόητους λόγους, συνεκδικάστηκαν από αυτή την Ολομέλεια. Οι Εφέσεις με Αριθμό 189/2012 και 196/2012 ασκήθηκαν από τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 1260/2012 και 1299/2012 αντίστοιχα, ενώ η Έφεση με αρ. 195/2012 ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση στην Υπόθεση Αρ. 1226/2012.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι συνήγοροι των διαδίκων, τόσο στα περιγράμματα αγορεύσεών τους, όσο και στις ικανές προφορικές παραστάσεις τους ενώπιόν μας, εστιάστηκαν γύρω από το κεντρικό και κοινό νομικό ζήτημα το οποίο εγείρεται προς εξέταση και απόφανση και αφορά στην εφαρμογή ή μη του λόγου της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω).
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων έθεσαν ενώπιόν μας προς υποστήριξη των διαφορετικών θέσεών τους. Παρατηρούμε δε εν προκειμένω τα ακόλουθα:
Η απόφαση της Ολομέλειας στη Νικολάου (ανωτέρω) έκρινε κατ’ έφεση την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα με την οποία επιζητούσε την ακύρωση της επιβληθείσας σ’ αυτόν ποινής της απόλυσης η οποία του είχε επιβληθεί από την Πειθαρχική Επιτροπή και είχε επικυρωθεί από το Συμβούλιο Εφέσεων. Η Ολομέλεια, αφού προέβηκε σε σύγκριση των ποινών τις οποίες θα μπορούσε να επιβάλει Προεδρεύων Αξιωματικός, εάν επιλαμβανόταν της υπόθεσης, με τις ποινές τις οποίες μπορούσε να επιβάλει η Πειθαρχική Επιτροπή και, αφού διαπίστωσε ότι οι δεύτερες ήσαν σαφέστατα αυστηρότερες από τις πρώτες, ανέφερε τα ακόλουθα:
“Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο Αρχηγός, με το να θεωρήσει το διαπραχθέν αδίκημα ως σοβαράς μορφής και να το παραπέμψει στην Επιτροπή για εκδίκαση, ήταν ωσάν να προαποφάσιζε ότι δυνατόν να απαιτούσε η περίπτωση και ποινή σοβα[*395]ρότερη από εκείνες που είχε την εξουσία να επιβάλει ο Προεδρεύων Αξιωματικός. Έτσι, καταλήγουμε πως με αυτό τον τρόπο, δεν υπήρχε εγγύηση εξασφάλισης τεκμηρίου αμεροληψίας, απαραίτητου προσόντος για την άσκηση των καθηκόντων του κριτή στο στάδιο της εκδίκασης και ιδιαίτερα της επιβολής της ποινής. Κρίνουμε πως είχαν παραβιασθεί οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.”
Σε σχέση όμως με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, θα πρέπει να εντοπίσουμε τα ακόλουθα, σημαντικά κατά την άποψή μας, στοιχεία:
α. Η έφεση εκείνη αφορούσε έλεγχο της ορθότητας πρωτόδικης απόφασης η οποία εκδόθηκε κατόπιν πλήρους εξέτασης της ουσίας της προσφυγής του αιτητή και όχι ενδιάμεσης απόφασης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
β. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας στην υπόθεση εκείνη, ο οποίος ενήργησε παραπέμποντας την υπόθεση στην Πειθαρχική Επιτροπή, και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, ο οποίος συμμετέσχε ως προεδρεύων του Συμβουλίου Εφέσεων, ήταν προφανώς το ίδιο πρόσωπο.
Το καίριας σημασίας ζήτημα το οποίο εγείρεται επομένως ενώπιόν μας προς απόφανση, έγκειται ουσιαστικά στο ερώτημα κατά πόσο το γεγονός ότι στις υπό εξέταση εδώ Εφέσεις, το πρόσωπο του Αρχηγού Αστυνομίας στα δύο στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας δεν ήταν το ίδιο και συνακόλουθα το γεγονός ότι η ανάληψη των δύο αυτών ρόλων έγινε από διαφορετικό πρόσωπο, συνιστά υπό το φως της απόφασης της Ολομέλειας στη Νικολάου (ανωτέρω), όχι απλά παρανομία, αλλά έκδηλη παρανομία η οποία θα δικαιολογούσε την εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος στο πρωταρχικό στάδιο στο οποίο ευρίσκοντο οι προσφυγές και, συνακόλουθα, θα δικαιολογούσε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία να αναστέλλεται η εκτέλεση των προσβαλλόμενων πρωτόδικα αποφάσεων.
Προέχει, επομένως, η διάγνωση περί ύπαρξης ή μη έκδηλης παρανομίας στις υπό εξέταση περιπτώσεις.
Ο όρος “έκδηλη παρανομία” ή “προφανής παρανομία” (flagrant illegality) έχει τύχει ερμηνείας σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κροκί[*396]δου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1857, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα (στη σελίδα 1862 του τόμου Αποφάσεων):
“Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης “προφανής παρανομία”. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.ο. (1982) 3 C.L.R. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:
“For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.”
Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου:
“Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law...”
Οι σκέψεις του Δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203:
“For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable.”
Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία…”
Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [Βλ. Μοyο (πιο πάνω), Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53, Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.
Όπως δε τονίστηκε, μεταξύ άλλων, και στη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), απόφανση επί εγειρόμενων θεμάτων με [*397]εκδήλωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αποφεύγεται, έτσι ώστε να μην καθίσταται η εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής μάταιη. Μπορεί βέβαια να εξετάζεται και να διαγιγνώσκεται με περίσκεψη τέτοιου είδους θέμα κατά τη διάγνωση του ζητήματος κατά πόσο έχει καταδειχθεί από τον αιτητή η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας.
Ακόμα όμως και όταν η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη, γιατί διαφορετικά η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταντούσε μάταιη προσπάθεια. [Βλέπε Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199].
Όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Miltiadous v. Republic (1972) 3 C.L.R. 341, ο Κανονισμός 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επίδικων θεμάτων εκκρεμούσας της διαδικασίας.
Επανερχόμενοι στα γεγονότα των υπό κρίση εφέσεων, παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Κατ’ αρχάς, όπως ορθά υπέδειξε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, εφεσειόντων στην Έφεση Αρ. 195/2012, η Ολομέλεια στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) δεν κήρυξε τους σχετικούς Κανονισμούς των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 ως αντισυνταγματικούς, ούτε και ζητήθηκε κάτι τέτοιο στην υπόθεση εκείνη ή στις παρούσες Εφέσεις.
Η συμμετοχή του Αρχηγού της Αστυνομίας στα δύο στάδια της διαδικασίας, είτε στην περίπτωση κατά την οποία αυτός είναι το ίδιο πρόσωπο ή διαφορετικό, δεν είναι κάτι το οποίο απαγορεύεται ή αντίκειται σε νόμο ή σε κανονισμό, αλλ’ αντίθετα προβλέπεται από κανονισμό. Επομένως, ένας τέτοιος διπλός ρόλος δε συνιστά κατευθείαν παρανομία, με την έννοια ότι αντιβαίνει προς νομοθετική πρόνοια πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας. Επομένως, δεν διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία στην υπό εξέταση περίπτωση, με αυτή την έννοια.
Άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο διαπιστώνεται εδώ προφανής, έκδηλη παρανομία λόγω του ότι η επίδικη κατάσταση πραγμάτων καλύπτεται καθαρά από δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία, κάτω από τα ίδια περιστατικά, έχει δια[*398]γνωστεί ύπαρξη παρανομίας. Κάτι που και πάλι δε μπορεί να λεχθεί ότι διαπιστώνεται στην υπό εξέταση περίπτωση. Εδώ, η περίπτωση ανάμειξης ρόλων από τον Αρχηγό Αστυνομίας, διαφέρει από εκείνη στην οποία βασίστηκε η απόφαση της Ολομέλειας στη Νικολάου (ανωτέρω), ως προς το νέο στοιχείο σύμφωνα με το οποίο κατά τους δύο ουσιώδεις χρόνους, τη θέση του Αρχηγού Αστυνομίας κατείχαν διαφορετικά πρόσωπα τα οποία και υποδύθηκαν τους αντίστοιχους ρόλους που προβλέπουν οι Κανονισμοί. Με αυτή επομένως την έννοια, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η υπό εξέταση στις παρούσες Εφέσεις (και πρωτόδικα στις Προσφυγές) περίπτωση, καλύπτεται ξεκάθαρα από τη νομολογία.
Με τα πιο πάνω δεδομένα και τις πιο πάνω διαπιστώσεις, συμφωνούμε με τη διάγνωση στην οποία είχε προβεί ο πρωτόδικος αδελφός Δικαστής στην Προσφυγή Αρ. 1299/2012, σύμφωνα με την οποία, δεν μπορεί να λεχθεί ότι για τους σκοπούς έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος διαπιστώνεται η ύπαρξη “έκδηλης παρανομίας”, ενώ το θέμα της διαπίστωσης ή μη παρανομίας θα πρέπει να εξετασθεί και αποφασισθεί κατά την ακρόαση της ουσίας των προσφυγών. Και τούτο, προσθέτουμε, γιατί υπό τέτοιες συνθήκες οποιαδήποτε παρανομία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “έκδηλη” ή “προφανής” ή “εξόφθαλμη”, αλλά θα είναι το αποτέλεσμα κατάλληλης συζήτησης και επιχειρηματολογίας, καθώς και ερμηνείας, όχι απλά εφαρμογής, της νομολογίας και ίσως αποτέλεσμα διεύρυνσής της. Ένα τέτοιο εγχείρημα, όμως, δεν προσφέρεται στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Καταλήγουμε ότι η Έφεση Αρ. 195/2012 θα πρέπει να επιτύχει, ενώ οι Εφέσεις με Αρ. 189/2012 και 196/2012 θα πρέπει να αποτύχουν.
Συνακόλουθα, στην Έφεση Αρ. 195/2012 η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση παραμερίζεται και το εκδοθέν παρεμπίπτον διάταγμα ακυρούται.
Οι Εφέσεις Αρ. 189/2012 και 196/2012 απορρίπτονται και οι πρωτόδικες ενδιάμεσες αποφάσεις επικυρώνονται.
Ως προς τα έξοδα, δεδομένης της συνεκδίκασης των τριών εφέσεων, αυτά επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 195/2012 και εναντίον του εφεσιβλήτου σ’ αυτήν και των εφεσειόντων στις Εφέσεις Αρ. 189/2012 και 196/2012.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο