Χριστοδούλου Μυρτώ και άλλοι ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και άλλων (2013) 3 ΑΑΔ 427

(2013) 3 ΑΑΔ 427

[*427]7 Ιουνίου 2013

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]

1.     ΜΥΡΤΩ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

2.     ΑΝΤΩΝΙΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

3.     ΜΕΛΑΝΘΩ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτήτριες,

ν.

1.        ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.        ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3.        ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 551/2013)

 

1. ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΚΛΩΚΛΑΣ,

2. ΕΛΕΝΗ ΜΑΚΛΩΚΛΑ,

3. ΟΜΝΙ MEDIKA LTD,

Αιτητές,

ν.

1.        ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.        ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3.        ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 553/2013)

 

YIANNOS DEMETRIOU INVESTMENTS LIMITED,

Αιτήτρια,

[*428]ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 555/2013)

 

LAKELIGHT ENTERPRISES LTD,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 556/2013)

 

REN JIANJUN,

Αιτητής,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ

    ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

    ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

    ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,   

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 557/2013)

 

[*429]1.            Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.,

2. Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ,

Αιτητές,

ν.

1.        ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ

   ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

2.        ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3.        ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,   

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 558/2013)

 

1. Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.,

2. Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ,

Αιτητές,

ν.

1.        ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ

   ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

2.        ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3.        ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,   

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 559/2013)

 

REN JIANJUN,

Αιτητή,

ν.

1.        ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΗΝ

[*430] ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΑΡΧΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

2.        ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3.        ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,   

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 560/2013)

 

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ,

Αιτητής,

ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

           

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 561/2013)

 

FAIRHOPE FINANCE S.A.,

Αιτήτρια,

ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 562/2013)

 

MAINSTREAM INTERNATIONAL LIMITED,

Αιτήτρια,

[*431]ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 563/2013)

 

ΚΥΠΡΟΣ ΚΙΣΣΟΝΕΡΓΗΣ,

Αιτητής,

ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 564/2013)

 

1.     ΜΙΧΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

2.     ΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητές,

ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 565/2013)

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΟΥ,

Αιτητή,

[*432]ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 566/2013)

 

PICABO INTERNATIONAL LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 567/2013)

 

WATLMP CO LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 569/2013)

 

PELECANOS & PELECANOU LLC,

Αιτήτρια,

[*433]ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 570/2013)

 

DAZZLECAST ENTERPRISES LTD,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 571/2013)

 

ΜΑΡΙΝΕΛΛΑΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

Αιτήτριας,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 575/2013)

 

KRYPTO SECURITY (CYPRUS) LTD,

Αιτήτρια,

[*434]ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 581/2013)

 

SLPI SWISS LINE PROPERTY INVESTMENT HOLDING LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 582/2013)

 

VORNESTO HOLDINGS LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 583/2013)

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΖΑΝΟΥ,

Αιτητής,

[*435]ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ

    ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 586/2013)

 

1. ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΑΒΒΑ ΚΑΦΦΑ,

2. ΚΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ ΚΑΦΦΑ,

3. N.P.P. BETOMIX LTD,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 587/2013)

 

1. MIKIS HADJIKKOS PAINTS LTD,

2. ΜΙΚΗΣ ΧΑΤΖΗΚΚΟΣ,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ

    ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 590/2013)

 

[*436]M.I. MARITIME LTD,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 591/2013)

 

PNS HOLDINGS LTD,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

    ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 592/2013)

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΦΦΑ,

Αιτητής,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

    ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

[*437]ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 593/2013)

 

ΑΝΤΡΕΑΣ ΤΣΙΑΚΚΑΡΙΑΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 594/2013)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 595/2013)

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

[*438]3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 596/2013)

 

1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΚΚΑΣ,

2. ΑΝΤΡΙΑ ΟΚΚΑ,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 597/2013)

 

ΧΡΥΣΟΥΛΑ Ν. ΣΙΑΚΟΛΑ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 598/2013)

 

ΕΛΕΝΗ Ν. ΣΙΑΚΟΛΑ,

Αιτήτρια,

ν.

[*439]1.          ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 599/2013)

 

1. IACOVOU-ZEMCO JOINT VENTURE,

2. IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,

3. ZEMCO CONSTRUCTION LTD,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 600/2013)

 

NOBEL TRUST LTD,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ

    ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ

    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 601/2013)

 

[*440]ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ

    ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ

    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 602/2013)

 

ΜΑΡΙΝΑ ΣΙΑΚΟΛΑ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 603/2013)

 

1. SEFA CONTRACTORS JV,

2. ATLASPANTOU CO LTD,

3. CYBARCO PLC,

4. GENERAL CONSTRUCTIONS COMPANY LTD,

5. IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,

6. ZEMCO CONSTRUCTION LTD,

Αιτητές,

ν.

[*441]1.          ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 604/2013)

 

IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 605/2013)

 

ΣΚΥΡΑ ΛΙΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 606/2013)

 

1. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

2. ΙΩΑΝΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτητές,

ν.

[*442]1.           ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 607/2013)

 

1. ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ,

2. ΙΣΜΗΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 609/2013)

 

1. BIOTRONICS LTD,

2. ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΒΑΡΝΑΒΑ ,

3. ΘΕΟΠΙΣΤΗ ΒΑΡΝΑΒΑ ,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 610/2013)

 

[*443]DAINVILLE INVESTMENTS LIMITED,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 611/2013)

 

I.V. EDUCATIONAL MANAGEMENTS SERVICES LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 612/2013)

 

GELADES LTD,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 613/2013)

 

[*444]VYSHNEVSKYY VADYM,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 614/2013)

 

STEELWAY ALLIANCE LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ

    ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ

    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 615/2013)

 

GOODWAY ALLIANCE LIMITED,

Αιτήτρια,

ν.

 

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΩΣ ΑΡΧΗ

    ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

[*445]   ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ

    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 616/2013)

 

1. ΧΟΒΧΑΝΝΕΣ ΤΑΤΑΡΙΑΝ,

2. ΠΑΙΛΑΚ ΤΑΤΑΡΙΑΝ,

3. ΒΤΑΚ ΤΑΤΑΡΙΑΝ,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 617/2013)

 

1. ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΞΙΟΥΡΟΥΠΠΑΣ,

2. ΕΛΕΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΞΙΟΥΡΟΥΠΠΑ,

3. PANTELIS D. XIOUROUPPAS & SONS LIMITED,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 618/2013)

 

[*446]1. ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

4. ΜΑΡΩ ΣΩΤΗΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

5. G & S TELEMACHOU BAKERIES LTD,

Αιτητές,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 619/2013)

 

XΡΙΣΤΙΝΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

    ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 620/2013)

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΗ,

2. ΜΑΡΙΤΣΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτητές,

ν.

1. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

[*447]3.       ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

    ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 670/2013)

(Υπoθέσεις Αρ. 551/2013, 553/2013, 555/2013, 556/2013, 557/2013, 558/2013, 559/2013, 560/2013, 561/2013, 562/2013, 563/2013, 564/2013. 565/2013, 566/2013, 567/2013, 569/2013, 570/2013, 571/2013, 575/2013, 581/2013, 582/2013, 583/2013, 586/2013, 587/2013, 590/2013, 591/2013, 592/2013, 593/2013, 594/2013, 595/2013, 596/2013, 597/2013, 598/2013, 599/2013, 600/2013, 601/2013, 602/2013, 603/2013, 604/2013, 605/2013, 606/2013, 607/2013, 609/2013, 610/2013, 611/2013, 612/2013, 613/2013, 614/2013, 615/2013, 616/2013, 617/2013, 618/2013, 619/2013, 620/2013, 670/2013)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Διαφορές στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μόνον εμπίπτουν στην εμβέλειά της ― Η κρίση περί του ότι τα Διατάγματα εξυγίανσης των δύο μεγαλυτέρων τραπεζών της Δημοκρατίας δημιουργούν διαφορές στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα οι σχετικές προσφυγές να είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.

Οι αιτητές κατεχώρισαν προσφυγές κατά των Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου που αφορούσαν σε κινήσεις εξυγίανσης της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία, απορρίπτοντας τις προσφυγές ως απαράδεκτες, αποφάσισε ότι:

Το επίδικο θέμα εντάσσεται στα συνολικά πλαίσια της ευρύτερης θεώρησης του εννόμου συμφέροντος και της εκτελεστότητας, όπως και της διάκρισης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, όπως ετέθησαν κατά την ακρόαση από το ίδιο το Δικαστήριο. Δεν μπορεί να λησμονείται ότι το Διάταγμα 104 δε ρυθμίζει σχέσεις της Πολιτείας και του πολίτη αλλά σχέσεις αφορώσες τις εργασίες της Λαϊκής και δη τα της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου, πράξη που η ίδια εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο, εξ ου και υλοποιείται μέσω συμφωνίας στην οποία το Διάταγμα παραπέμπει. Είναι λοιπόν την ίδια τη Λαϊκή Τράπεζα που το Διάταγμα αφορά, ως πωλητή, όπως βεβαίως και την Τράπεζα Κύπρου, προς την οποία γίνεται η πώληση, ως αγοραστή, και δεν αφορά τους Αιτητές οι οποίοι μόνο συμβατική σχέση έχουν με τη Λαϊκή Τράπεζα ως πιστωτές καταθέτες, όπως ακριβώς δεν [*448]αφορά τους όποιους άλλους (μη καταθέτες) πιστωτές της Λαϊκής που ευρίσκονται επίσης σε συμβατική σχέση μαζί της. Η ίδια δε η Λαϊκή Τράπεζα δεν έχει καταχωρήσει προσφυγή, αλλά ούτε και η Τράπεζα Κύπρου (και δεν εξετάστηκε κατά πόσο θα μπορούσαν). Τα ίδια ισχύουν ως προς τα Διατάγματα 97 και 105, τα οποία επίσης αφορούν πώληση εργασιών της Λαϊκής προς άλλους αγοραστές (και βεβαίως αντιστοίχως ως προς το Διάταγμα 96 το οποίο αφορά την πώληση εργασιών της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα και το οποίο δεν προσβλήθηκε). Δεν θίγεται λοιπόν ευθέως άμεσο συμφέρον των καταθετών της Λαϊκής, το οποίο να τους δίδει το δικαίωμα προσφυγής κατά της νομιμότητας των Διαταγμάτων, όπως δε θα είχαν δικαίωμα προσφυγής οποιοιδήποτε άλλοι (μη καταθέτες) συμβατικοί πιστωτές της Λαϊκής. Ο όποιος επηρεασμός των καταθετών της Λαϊκής διέρχεται μέσα από τις καταληκτικές ενέργειες της ίδιας της υπό εξυγίανση τράπεζας και απευθύνεται στην ανταπόκρισή της ή όχι στις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των καταθετών. Οι συνέπειες της παρέμβασης της Πολιτείας, μέσω του Διατάγματος, στη σχέση της Λαϊκής με τους καταθέτες της παραπέμπουν σε αιτιάσεις που οι καταθέτες μπορούν να έχουν εναντίον της Πολιτείας σε αστικές διαδικασίες.

Αυτή είναι δε και η ουσία του θέματος, σε συμφωνία με την ορθόδοξη θεώρηση των πραγμάτων. Τα όποια δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής, αν αυτοί επηρεάζονται δυσμενώς από την πώληση των εργασιών της, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω Διαταγμάτων αλλά στα πλαίσια αστικών διαδικασιών εναντίον της ίδιας της Λαϊκής στη βάση της συμβατικής σχέσης ή στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης και κατ’ επέκταση και της Δημοκρατίας ως έχουσας, διά της παρέμβασης της αυτής μέσω της Κεντρικής Τράπεζας στα της Λαϊκής, ενδεχομένως προκαλέσει ζημία στους καταθέτες. Είναι σε εκείνα τα πλαίσια που θα μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα των ενεργειών της Δημοκρατίας δυνάμει των Διαταγμάτων και η όποια ζημία έχει ενδεχομένως προκληθεί στους καταθέτες από τις ενέργειες εκείνες, περιλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τον όποιο επηρεασμό των προτεραιοτήτων και εξασφαλίσεων, τον επηρεασμό ως εκ της ενδεχομένως μη συμφέρουσας αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων (με αναφορά και στα τρία Διατάγματα 97, 105 και 103), τον επηρεασμό ως εκ της ανισότητας μεταχείρισης που μπορεί να προκύπτει ως εκ της επιλεκτικής μεταβίβασης υποχρεώσεων (με ιδιαίτερη αναφορά στις μη μεταβιβαζόμενες υποχρεώσεις δυνάμει του Παραρτήματος ΙΙ) και την πιστότητα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής. Και είναι στα ίδια εκείνα πλαίσια που θα μπορούν να κριθούν οι όποιες άλλες αστικές ευθύνες ήθελαν αποδοθεί από προηγούμενες ενέργειες είτε στη Δημοκρατία είτε στην ίδια τη Λαϊκή, στις οποίες και σε τελευταία ανάλυση παραπέμπουν προ[*449]σφυγές με αναφορά στα γεγονότα στα οποία βασίζονται, περιλαμβανομένης της όποιας προηγηθείσας ευθύνης για την κατάληξη των τραπεζών στην κατάσταση που ευρέθησαν και της όποιας αποτυχίας κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.

Ως προς τούτο δε, είναι σημαντικό να τονισθεί και η θεμελιακή διάσταση του Άρθρου 3(2)(δ) του Νόμου 17(Ι)/2013 ότι οι πιστωτές (και τούτο αναφέρεται σε όλους τους πιστωτές, περιλαμβανομένων των καταθετών) του υποκείμενου σε εξυγίανση ιδρύματος (εδώ της Λαϊκής) «δε βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση». Η πρόνοια αυτή, ουσιαστικά κατοχυρώνοντας και στο Νόμο πάγιες νομικές αρχές όσον αφορά την πρόκληση ζημίας και την απόδειξη και αποτίμηση της έκτασής της, διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταθετών στις αστικές διαδικασίες στις οποίες και παραπέμπονται και καταδεικνύει το ουσιαστικό ζητούμενο, που είναι κατά πόσο ο καταθέτης έχει, ως εκ των συνεπειών των μέτρων εξυγίανσης, ζημιώσει περισσότερο από όσο θα εζημίωνε αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν ελαμβάνοντο. Στα πλαίσια των αστικών διαδικασιών θα μπορούν να αποτιμηθούν όλα τα στοιχεία της μαρτυρίας που ήθελε προσκομισθεί και που θα αφορά την κατάσταση της Λαϊκής κατά την έκδοση των Διαταγμάτων και κατ’ επέκταση και τη θέση των καταθετών της. Το θέμα λοιπόν, όσον αφορά εν πάση περιπτώσει τους καταθέτες, δεν είναι θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου. Η Λαϊκή είναι το νομικό πρόσωπο που τίθεται σε εξυγίανση και είναι οι δικές της εργασίες που πωλούνται. Οι εργασίες αυτές δεν είναι εργασίες των καταθετών (ούτε καν των μετόχων της Λαϊκής), η μόνη σχέση των οποίων είναι εκείνη του πιστωτή της τράπεζας, ώστε η ίδια η φύση του συμφέροντός τους να είναι διαφορετική.

Η σχέση καταθέτη και Λαϊκής είναι εκείνη πιστωτή και οφειλέτη. Ο καταθέτης ουσιαστικά παραδίδει τα χρήματά του στην τράπεζα, τα οποία και απορροφούνται στο όλο ενεργητικό της ως δικά της πλέον περιουσιακά στοιχεία, και η τράπεζα οφείλει στον καταθέτη το ποσό της κατάθεσής του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης. Ο λογαριασμός του με την Τράπεζα δεν του δίδει δικαίωμα σε συγκεκριμένα χρήματα παρά μόνο συνιστά ακριβώς το δούναι και λαβείν του, ως λογαριασμού, με την τράπεζα, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης κατάστασης της συμβατικής τους σχέσης. Η θέση του καταθέτη σε θυρίδα της τράπεζας είναι εντελώς διαφορετική, αφού εκείνος διατηρεί την ιδιοκτησία του στα συγκεκριμένα χρήματα ή άλλα αντικείμενα που ευρίσκονται στη θυρίδα. Ο μέτοχος της τράπεζας διαφέρει [*450]βεβαίως από τον καταθέτη κατά το ότι είναι ιδιοκτήτης αναλόγου μεριδίου της περιουσίας της τράπεζας, ο όποιος δικός του όμως επηρεασμός θα μπορούσε να συναρτάτο μόνο προς επηρεασμό των ίδιων των μετοχών του.

Η περίπτωση του καταθέτη διαφέρει εντελώς από την περίπτωση απαλλοτρίωσης, στην οποία έγινε αναφορά κατά την ακρόαση, αφού εκεί επηρεάζεται ευθέως ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου το οποίο και αποτελεί το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης, εξ ου και έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε προσφυγή εναντίον της ατομικής διοικητικής πράξης που αφορά το ακίνητό του. Σαφώς όμως δεν θα είχε έννομο συμφέρον ο όποιος πιστωτής του ιδιοκτήτη ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται. Το Διάταγμα 103 το οποίο αφορά την Τράπεζα Κύπρου διαφέρει από το Διάταγμα 104 το οποίο αφορά τη Λαϊκή και το οποίο εφαρμόζει το μέτρο της πώλησης εργασιών δυνάμει των Άρθρων 7(1)(β) και 9 του Νόμου, κατά το ότι εφαρμόζει άλλο μέτρο εξυγίανσης, εκείνο της διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει των Άρθρων 7(1)(ε) και 12 του Νόμου προς το σκοπό αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας. Γίνονται προς τούτο πρόνοιες για μετατροπή ποσοστού 37,5% των καταθέσεων πέραν των €100.000 σε μετοχές τάξης Α, δέσμευση ποσοστού 22.5% των καταθέσεων πέραν των €100.000 για σκοπούς ενδεχόμενης μετατροπής του σε μετοχές τάξης Α εντός 90 ημερών, και δέσμευση του υπολοίπου ποσοστού 40% των καταθέσεων πέραν των €100.000 με όρους ως προς επιτόκια, αποπληρωμή σε περίπτωση εκκαθάρισης, προτεραιότητα ως προς άλλες υποχρεώσεις της τράπεζας και μετατροπή σε κατάθεση.

Η εφαρμογή του άλλου αυτού μέτρου εξυγίανσης όμως, δε διαφοροποιεί την κατάσταση ως προς το θέμα του εννόμου συμφέροντος των καταθετών και την εκτελεστότητα της πράξης ως προς αυτούς. Η φύση της σχέσης των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου με την Τράπεζα Κύπρου είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που έχει εξηγηθεί ως προς τη σχέση των καταθετών της Λαϊκής με τη Λαϊκή. Ισχύουν λοιπόν και ως προς τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου όσα ελέχθησαν ως προς τους καταθέτες της Λαϊκής, με τη διαπίστωση ότι ούτε αυτοί έχουν έννομο συμφέρον για σκοπούς προσφυγής και ότι και ως προς αυτούς το θέμα είναι ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου. Ο «επηρεασμός» των καταθέσεών τους από τις πρόνοιες του Διατάγματος ανάγεται στα μέτρα εξυγίανσης, και προς όφελος, της ίδιας της τράπεζας προς την οποία και απευθύνεται το Διάταγμα και διέρχεται επίσης μέσα από τις ενέργειες της τράπεζας και την αποτυχία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της ως εκ των μέτρων εξυγίανσής της. Καθ’ όσον η συμβατική οφειλή της τράπεζας προς τον καταθέτη επηρεάζεται, ο καταθέτης είναι πρωτίστως προς την τράπεζα που θα πρέπει να στραφεί [*451]σε αστική διαδικασία, ως παραβαίνουσα τις συμβατικές υποχρεώσεις της για αποπληρωμή της κατάθεσης, με ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση της αστικής διαδικασίας στη Δημοκρατία, ως προκαλέσασα τον επηρεασμό της συμβατικής οφειλής δια του Διατάγματος. Στα πλαίσια εκείνα τότε είναι που θα κριθεί η νομιμότητα της όποιας παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της τράπεζας, διερχόμενης μέσα από την παρέμβαση δια των ενεργειών της Πολιτείας αλλά και ενδεχομένως ευρύτερα των εμπλεκομένων Ευρωπαϊκών οργάνων και άλλων, με αναφορά και σε συνταγματικές διαστάσεις αλλά και σε διαστάσεις Ευρωπαϊκού δικαίου. Και ο έλεγχος θα περιλαμβάνει όλα όσα έχουν ήδη λεχθεί αναφορικά με τους καταθέτες της Λαϊκής, αλλά και όλα όσα έχουν ιδιαίτερη σημασία (ως εκ της διαφοράς του μέτρου εξυγίανσης) αναφορικά με τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, και δη το υποχρεωτικό της μετατροπής καταθέσεων σε μετοχές, το αιτιολογημένο της έκτασης του και την επάρκεια του ανταλλάγματος, το κατά πόσο ήταν συμφέρουσα η αποξένωση των εργασιών της Ελλάδος (Διάταγμα 96), τις προτεραιότητες και εξασφαλίσεις, το άνισο ως εκ της εξαίρεσης καταθέσεων (με ιδιαίτερη αναφορά στο Παράρτημα Δ), και την πιστότητα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου. Και, ευρύτερα, την όποια προηγηθείσα ευθύνη για την κατάληξη των τραπεζών στην κατάσταση που ευρέθησαν και την όποια αποτυχία κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.

Ουδόλως λοιπόν επηρεάζονται τα ουσιαστικά δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου από τη θεώρηση ότι, ως προς αυτούς εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου και ότι οι αιτιάσεις τους εμπίπτουν όχι στο δημόσιο αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. Απεναντίας, ενώ ο αναθεωρητικός έλεγχος, ως έλεγχος νομιμότητας, έχει αναλόγως περιορισμένη εμβέλεια, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως προς διάγνωση κάθε θέματος που μπορεί να είναι σχετικό και απευθύνονται στην ουσία του πράγματος. Και σαφώς δεν πρέπει να συγχίζεται ο καθορισμός της ορθής δικαιοδοσίας με την ουσία των δικαιωμάτων.

Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το αντικείμενο των αστικών διαδικασιών δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η όποια χρηματική ζημία στους καταθέτες κατέστη προκύπτουσα από ενέργειες των τραπεζών, της Πολιτείας ή των εμπλεκομένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων. Και το ζητούμενο θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που το ίδιο το Άρθρο 3(2)(δ) του Νόμου προνοεί, εκφράζοντας, πάγιες νομικές αρχές – το κατά πόσο η ζημία στους καταθέτες είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα υφίσταντο αν τα διατάγματα δεν είχαν εκ[*452]δοθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους.

Ούτε θα διέφερε καθόλου η κατάληξη αυτή από την κατάληξη που θα είχαν οι προσφυγές, αν το Δικαστήριο ανελάμβανε δικαιοδοσία, σε περίπτωση επιτυχίας τους. Δεδομένου ότι, όπως ετόνισε ιδιαιτέρως ο Γενικός Εισαγγελέας, οι πράξεις που περιέχονται στα Διατάγματα έχουν ήδη εκτελεσθεί, ακόμα και στην περίπτωση εκείνη το μόνο που θα μπορούσαν οι καταθέτες Αιτητές να είχαν ως μέτρο ικανοποίησής τους θα ήταν, σύμφωνα με το Άρθρο 146 και τη νομολογία, το δικαίωμα αγωγής ως προς τη ζημία που θα είχαν υποστεί λόγω των Διαταγμάτων που θα ακυρώνοντο. Και η αποτίμηση της ζημίας αυτής δε θα μπορούσε παρά να αναδείκνυε, ως το ζητούμενο, και πάλι το κατά πόσο, με την έκδοση των Διαταγμάτων, οι καταθέτες Αιτητές ευρέθησαν σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη που θα ευρίσκοντο αν τα Διατάγματα δεν είχαν ακυρωθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους.

Η πρόνοια του Άρθρου 3(2)(δ), η θεμελιακή σημασία της οποίας έχει ήδη τονισθεί, ότι οι πιστωτές της τράπεζας δε θα ευρεθούν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως εκ της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης από ότι θα ευρίσκοντο αν τα μέτρα δεν ελαμβάνοντο, απευθύνεται στην υποχρέωση τόσο των τραπεζών όσο και της Πολιτείας, με συνέπεια την αστική ευθύνη της Πολιτείας προς εφαρμογή του Νόμου. Ούτως εχόντων όμως των πραγμάτων, και εφ’ όσον η αρχή είναι η διασφάλιση της διατήρησης της οικονομικής κατάστασης των καταθετών ως εάν τα μέτρα εξυγίανσης που προνοούνται στα διατάγματα δεν είχαν ληφθεί, ουδεμία πρακτική σημασία θα είχε η απόφανση επί του κατά πόσο τα Διατάγματα συνιστούν κυβερνητική πράξη ή όχι αφού, ακόμα και στην περίπτωση που θα συνιστούσαν, το Άρθρο 3(2)(δ) θα είχε εφαρμογή. Η πρόνοια του Άρθρου 3(2)(δ) λοιπόν υπερβαίνει το όλο θέμα της κυβερνητικής πράξης και καταδεικνύει την ούτως ανεγνωρισμένη ευθύνη των τραπεζών και της Πολιτείας για τις όποιες ζημιογόνες συνέπειες της. Το μόνο θέμα που μπορεί λοιπόν να απασχολήσει σε οποιαδήποτε διαδικασία είναι το ήδη διατυπωθέν, κατά πόσο, και, αν ναι, σε ποία έκταση, ο οποιοσδήποτε καταθέτης έχει ζημιωθεί από τα μέτρα εξυγίανσης περισσότερο από όσο θα εζημίωνε αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν είχαν ληφθεί.

Την απόφαση της πλειοψηφίας εξέδωσε ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής, συμφωνούντων των Δικαστών Ναθαναήλ, Παμπαλλή, Κληρίδη, Πασχαλίδη, Παναγή και Μιχαηλίδου. Διϊστάμενες ξεχωριστές αποφάσεις μειοψηφίας, εξέδωσαν οι Δικαστές Παπαδοπούλου και Ερωτοκρίτου.

Οι προσφυγές απορρίφθηκαν χωρίς έξοδα.

[*453]Προσφυγές.

Κ. Μιχαηλίδου (κα) για Μιχαηλίδη και Κωνσταντίνου, για τους Αιτητές στην 551/2013.

Μ. Ορφανίδης και Χρ. Πουτζουρής με Χρ. Σιακαλλή (κα), για τους Αιτητές στις 553/2013, 581/2013, 596/2013, 597/2013, 607/2013, 609/2013, 610/2013, 617-620/2013.

Α. Δημητρίου με Ε. Μιχαήλ (κα) και Α. Χρίστου (κα), Κ. Καλλής και Στ. Αμερικάνος με Σ. Κώστα, για τους Αιτητές στις 555/2013, 556/2013, 561-566/2013, 582/2013, 583/2013, 598-606/2013, 611-614/2013.

Κ. Χαβιαράς, για τους Αιτητές στην 567/2013.

Λ. Παπαφιλίππου με Χρ. Χριστοφίδη, Γ. Βαλιαντή και Π. Χριστοφίδη, για τους Αιτητές στις 557/2013, 558/2013, 559/2013 και 560/2013.

Α. Πελεκάνος, Χρ. Ιωάννου  και Γ. Πολυχρόνης, για τους Αιτητές στις 569/2013, 570/2013, και 571/2013.

Ρ. Ερωτοκρίτου με Α. Κυπρίζογλου, για τους Αιτητές στη 575/2013.

Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τους Αιτητές στις 586/2013 και 590/2013.

Α. Τσάρκατζης, για τους Αιτητές στις 587/2013, 592/2013 και 593/2013.

Χρ. Κληρίδης με Ξ. Ξενοφώντος, για τους Αιτητές στην 591/2013.

Γ. Ιωάννου, για τους Αιτητές στις 594/2013 και 595/2013.

Στ. Αμερικάνος με Σ. Κώστα, για τους Αιτητές στις 615/2013 και 616/2013.

Π. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην 670/2013.

A. Ευαγγέλου με Μ. Φράγκου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου και για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 στην 591/2013.

[*454]Π. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας, με Κ. Λυκούργο, Ανώτερο Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Μ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας και Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η Αίτηση Κυπριακή Δημοκρατία.

Ε. Ρήγα (κα) για Α. Νεοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 στην 591/2013.

Μ Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Τράπεζα Κύπρου.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Με την απόφαση που θα αναγνώσω συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ, Παμπαλλής, Κληρίδης, Πασχαλίδης, Παναγή και Μιχαηλίδου. Η Δικαστής Παπαδοπούλου θα δώσει τη δική της διϊστάμενη απόφαση. Διϊστάμενη απόφαση έχει ετοιμάσει και ο Δικαστής Ερωτοκρίτου.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Από το Μάϊο του 2011 η Δημοκρατία, μετά από αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, απεκλείσθη από τις διεθνείς αγορές για σκοπούς δανειοδότησης. Τον Οκτώβριο του 2011 επήλθε η απομείωση των ομολόγων της Ελλάδος, η οποία επηρέασε την κεφαλαιακή βάση τόσο της Τράπεζας Κύπρου όσο και της Λαϊκής Τράπεζας, κατάσταση η οποία επεδεινώθη ως εκ της δυσμενούς εξέλιξης των χαρτοφυλακίων τους στην Ελλάδα και μεγάλης εκροής καταθέσεων, αλλά και ως εκ της συνεχούς υποβάθμισης των Ελληνικών και Κυπριακών ομολόγων. Εδόθη μάλιστα και κρατική στήριξη στη Λαϊκή ύψους €1.800.000.000 το Μάϊο του 2012.

Την 25.6.2012 η Δημοκρατία, αντιμετωπίζοντας τα σοβαρότατα προβλήματα τα οποία προέκυψαν το τελευταίο έτος ως εκ της αδυναμίας της να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της και να επιλύσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δη της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου, σε συνδυασμό και με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και των δημοσιονομικών, απεφάσισε και απευθύνθηκε για οικονομική βοήθεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης των χωρών του Ευρώ – Eurogroup - (EFSM&/ESM) και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πολύμηνες διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε προκαταρκτικό Μνημό[*455]νιο Συναντίληψης το Νοέμβριο του 2012. Στην πορεία των πραγμάτων όμως, και εφ’ όσον δεν επήρχετο οριστική κατάληξη, τα προβλήματα συνεχώς επιδεινώνοντο, με αυξημένες ανάγκες και πιέσεις κάλυψης των τρεχουσών υποχρεώσεων ως προς τα κρατικά δάνεια και τα δημοσιονομικά και με σοβαρή επιδείνωση των αφορώντων τις εν λόγω Τράπεζες λόγω μειωμένης ρευστότητας και συνεχιζομένων μεγάλων εκροών καταθέσεων όπως και μεγάλων κεφαλαιακών ελλειμμάτων τα οποία κατεδείχθησαν και σε μελέτη του οίκου PIMCO την 1.2.2013. Η ήδη από καιρού αναληφθείσα προσφυγή στην έκτακτη ρευστότητα που παρέχεται από την Κεντρική Τράπεζα, με τη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο Emergency Liquidity Assistance (ELA) για σκοπούς στήριξης της Λαϊκής Τράπεζας συνεχίσθηκε και επεκτάθηκε το Φεβρουάριο του 2013 και στην Τράπεζα Κύπρου.

Ήταν με το ούτω συνολικά διαμορφωθέν υπόβαθρο, που την 16.3.2013 η Κυβέρνηση κατέληξε σε πολιτική συμφωνία με το Eurogroup στη βάση προγράμματος οικονομικής προσαρμογής που περιλάμβανε, αφ’ ενός την παροχή οικονομικής βοήθειας €10.000.000.000 από το Eurogroup με ενδεχόμενη συνεισφορά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και αφ’ ετέρου τη λήψη μέτρων από τη Δημοκρατία στη βάση ιδίων πόρων και δημοσιονομικών πολιτικών, περιλαμβανομένου ενός one-off stability levy επί όλων των καταθέσεων, ανασφάλιστων όσο και ασφαλισμένων. Νομοσχέδιο όμως, το οποίο η Κυβέρνηση παρουσίασε στη Βουλή προς υλοποίηση της εν λόγω συμφωνίας, απερρίφθη από τη Βουλή την 19.3.2013. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απεφάσισε τότε την 21.3.2013 να διατηρήσει την έκτακτη παροχή ρευστότητας μέσω του ELA μόνο μέχρι την 25.3.2013, εκτός αν ετίθετο σε ισχύ πρόγραμμα της Ε.Ε. και του Δ.Ν.Τ. που θα διασφάλιζε τη φερεγγυότητα των εν λόγω τραπεζών. Να σημειωθεί ότι η Λαϊκή Τράπεζα είχε ήδη αξιοποιήσει όλα τα ενέχυρα της για απορρόφηση έκτακτης ρευστότητας και μάλιστα η Δημοκρατία της παρείχε και συνολική κρατική εγγύηση €1.000.000.000 για έκδοση ομολόγων για το σκοπό αυτό. Η εικόνα που προέκυπτε ήταν λοιπόν εκείνη του βεβαίου κινδύνου άμεσης χρεοκοπίας της Λαϊκής Τράπεζας και κατά συνέπεια και της Δημοκρατίας ως εγγυητού της σε σχέση με τα εν λόγω ομόλογα αλλά και ως υπόχρεας δυνάμει των δικών της κρατικών ομολόγων, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στην Τράπεζα Κύπρου αλλά και σε ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα και το κράτος. Οι επιπτώσεις θα αντανακλούσαν όχι μόνο στις ανασφάλιστες αλλά και στις ασφαλισμένες καταθέσεις, αφού δεν θα υπήρχαν τα διαθέσιμα κρατικά ποσά προς κάλυψη των, δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων.

[*456]Οι εξελίξεις ακολούθησαν αμέσως. Την επομένη 22.3.2013 η Βουλή ψήφισε νόμους που αφορούσαν προσπάθεια διάσωσης της οικονομίας και περιλάμβαναν τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 (Ν. 17(Ι)/2013) (εν τοις εφεξοίς «ο Νόμος»), δημοσιευθέντα την ίδια ημέρα. Την 25.3.2013 επετεύχθη νέα πολιτική συμφωνία της Κυβέρνησης με το Eurogroup στη βάση προγράμματος οικονομικής προσαρμογής που περιλάμβανε, αφ’ ενός την παροχή της ίδιας οικονομικής βοήθειας των €10.000.000.000, και αφ’ ετέρου τη λήψη μέτρων από τη Δημοκρατία στη βάση ίδιων πόρων και πολιτικών, περιλαμβανομένων των ακολούθων, περιεχομένων στο σχετικό εκδοθέν Eurogroup Statement on Cyprus:

“1. Laiki will be resolved immediately – with full contribution of equity shareholders, bond holders and uninsured depositors – based on a decision by the Central Bank of Cyprus, using the newly adopted Bank Resolution Framework.

2.   Laiki will be split into a good bank and a bad bank. The bad bank will be run down over time.

3.   The good bank will be folded into Bank of Cyprus (BoC), using the Bank Resolution Framework, after having heard the Boards of Directors of BoC and Laiki. It will take 9 bn Euros of ELA with it. Only uninsured deposits in BoC will remain frozen until recapitalisation has been effected, and may subsequently be subject to appropriate conditions.

4.   The Governing Council of the ECB will provide liquidity to the BoC in line with applicable rules.

5.   BoC will be recapitalised through a deposit/equity conversion of uninsured deposits with full contribution of equity shareholders and bond holders.

6.   The conversion will be such that a capital ratio of 9% is secured by the end of the programme.

7.   All insured depositors in all banks will be fully protected in accordance with the relevant EU legislation.

8.   The programme money (up to 10bn Euros) will not be used to recapitalize Laiki and Bank of Cyprus.”

Ήταν σε αυτή τη βάση που η Κεντρική Τράπεζα, ως Αρχή Εξυ[*457]γίανσης δυνάμει του Νόμου 17(Ι)/2013, εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:

-    Το περί Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 93/2013, 25.3.2013).

-    Το περί Πώλησης Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 94/2013, 25.3.2013).

-    Το περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 96/2013, 26.3.2013).

-    Το περί Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 97/2013, 26.3.2013).

-    Το περί Διάσωσης με ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 103/2013, 29.3.2013).

-    Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 104/2013, 29.3.2013).

-    Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 (Κ.Δ.Π. 105/2013, 1.4.2013).

Να εξηγηθεί ότι τα Διατάγματα 93 και 94 προνοούν γενικώς ότι εφαρμόζεται το μέτρο της πώλησης εργασιών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας αντιστοίχως. Το Διάταγμα 96 προνοεί για την πώληση των εργασιών της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα προς την Τράπεζα Πειραιώς. Το Διάταγμα 97 προνοεί για την πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Ελλάδα προς την Τράπεζα Πειραιώς. Το Διάταγμα 105 προνοεί για την πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Αγγλία προς την Bank of Cyprus UK Limited. Το Διάταγμα 104 προνοεί για την πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Κύπρο προς την Τράπεζα Κύπρου. Το Διάταγμα 103 προνοεί για την με ίδια μέσα διάσωση της Τράπεζας Κύπρου.

Αμέσως μετά, άρχισε η καταχώρηση προσφυγών καταθετών των [*458]εν λόγω Τραπεζών κατά των εν λόγω διαταγμάτων, στα πλαίσια των οποίων κατεχωρήθησαν και αιτήσεις για ενδιάμεσα διατάγματα. Κρίναμε ορθό, ως εκ της φύσεως του θέματος, να επιληφθούμε αυτών ως Πλήρης Ολομέλεια και, εφ’ όσον υπήρξε συναντίληψη για μη προώθηση των αιτήσεων για ενδιάμεσα διατάγματα, να επισπεύσουμε την ακρόαση των προσφυγών εξετάζοντας κατά πρώτον, ως αρμόζει, προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις αλλά Πράξεις Κυβερνήσεως ώστε να μην υπόκεινται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενώπιον μας ετέθησαν τελικώς οι ήδη καταχωρηθείσες προσφυγές, που εντάσσονται σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία αφορά τα διατάγματα τα οποία συναρτώνται προς τα της Λαϊκής, και δη το Διάταγμα 104. Μερικές από αυτές τις προσφυγές αφορούν και τα Διατάγματα 94 (575/2013, 586/2013, 590/2013, 670/2013), 97 (586/2013, 590/2013, 670/2013) και 105 (590/2013) και την Α.Δ.Π. 197/2013 (586/2013, 590/2013), η οποία αφορά το διορισμό από την Κεντρική Τράπεζα, ως Αρχή Εξυγίανσης, της Άντρης Αντωνιάδου ως Ειδικού Διαχειριστή της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Η άλλη κατηγορία αφορά το Διάταγμα 103 το οποίο συναρτάται προς τα της Τράπεζας Κύπρου. Τα Διατάγματα 93 και 96 τα οποία αφορούν την Τράπεζα Κύπρου δεν προσβάλλονται.

Πριν υπεισέλθουμε στην προδικαστική ένσταση, η οποία τίθεται ως προς όλα τα διατάγματα, να παρατηρήσουμε ότι, ως προς το Διάταγμα 94, το οποίο αναφέρεται στις Προσφυγές Αρ. 575/2013, 586/2013, 590/2013 και 670/2013, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Κεντρική Τράπεζα εισηγήθηκε ότι αυτό εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να προσβάλλεται διότι δεν επηρεάζει ευθέως δικαιώματα καταθετών, καθ’ όσον δεν ρυθμίζει την πώληση εργασιών της Λαϊκής όπως τα Διατάγματα 97, 104 και 105, παρά μόνο θέτει τη Λαϊκή υπό καθεστώς εξυγίανσης δια της εξαγγελίας της εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών της. Αυτό είναι ορθό, αφού, πέραν της πρόνοιας ότι «Δυνάμει του παρόντος Διατάγματος η Αρχή Εξυγίανσης εφαρμόζει το μέτρο της πώλησης εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd», ουδέν εξειδικεύεται το οποίο να μπορούσε να συσχετισθεί προς τον επηρεασμό συγκεκριμένων συμφερόντων των καταθετών, δεν είναι δε τυχαίο που το μεν Διάταγμα 94 αναφέρεται ως «Το περί Πώλησης Εργασιών  …..» δηλαδή γενικώς, ενώ τα Διατάγματα 97, 104 και 105 ως «Το περί  της Πώλησης Εργασιών …,», καταδεικνύοντας έτσι το συγκεκριμένο του πράγματος. Το ίδιο βεβαίως ισχύει ως προς το Διάταγμα 93 το οποίο αφορά αντιστοίχως την Τράπεζα Κύπρου, το οποίο όμως δεν προσβάλλεται σε οποιαδήποτε προσφυγή. Το θέμα όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει περαιτέρω.

[*459]Περαιτέρω προδικαστικές ενστάσεις ως προς τα Διατάγματα 94, 97 και 105, τα οποία αναφέρονται στις Προσφυγές Αρ. 586/2013, 590/2013 και 670/2013, εγείρονται από τη Δημοκρατία στη βάση ότι τα Διατάγματα αυτά δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις ούτε έχουν ως προς τούτα έννομο συμφέρον οι καταθέτες.

Ότι είπαμε σε σχέση με την προδικαστική ένσταση του κ. Ευαγγέλου όσον αφορά το Διάταγμα 94 ισχύει και σε σχέση με την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας όσον αφορά το Διάταγμα 94 αλλά και όσον αφορά την Α.Δ.Π. 197/2013 η οποία περιορίζεται στο διορισμό Ειδικού Διαχειριστή.

Ως προς τα Διατάγματα 97 και 105, η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι τα εν λόγω Διατάγματα δεν αφορούν και δεν επηρεάζουν τους Αιτητές αφού δεν επιφέρουν διαφοροποιήσεις στα δικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η θέση των Αιτητών είναι ότι επηρεάζονται και έχουν έννομο συμφέρον ιδιαιτέρως κατά το ότι, με την πώληση των εργασιών της Λαϊκής στην Ελλάδα και στην Αγγλία, παραβιάζεται η αρχή, η οποία αναγνωρίζεται και στο Άρθρο 3(2)(γ) του Νόμου, ότι οι πιστωτές της Τράπεζας που είναι στην ίδια τάξη, όπως είναι οι καταθέτες, τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης, αφού οι καταθέτες της Ελλάδας και της Αγγλίας τίθενται σε ευνοϊκότερη θέση από ότι οι καταθέτες της Κύπρου, μη υφιστάμενοι τις συνέπειες της εξυγίανσης της Τράπεζας.

Ότι οι Αιτητές μπορεί να επηρεάζονται από την πώληση των εργασιών της Ελλάδας και της Αγγλίας με τον τρόπο που εισηγούνται είναι ορθό. Η πώληση αυτή θέτει σε προνομιακή θέση τους καταθέτες της Ελλάδας και της Αγγλίας, οι οποίοι δε θα υποστούν έτσι τις συνέπειες της εξυγίανσης της Λαϊκής τις οποίες θα υποστούν οι καταθέτες της Κύπρου, με ευθέως ανάλογο επηρεασμό της θέσης τους κατά την εξυγίανση αφού, αν σε αυτή συμμετείχαν και οι καταθέτες της Ελλάδας και της Αγγλίας, ασφαλώς οι συνέπειες για τους καταθέτες της Κύπρου θα ήσαν, κατ’ αναλογία της συνεισφοράς των καταθετών της Ελλάδας και της Αγγλίας, πιο περιορισμένες. Βεβαίως, έναντι αυτού, θα πρέπει να σταθμισθεί το όφελος από το τίμημα της πώλησης και την απαλλαγή της Λαϊκής των υποχρεώσεων της σε σχέση με τις πωλούμενες εργασίες, με το ζητούμενο να είναι κατά πόσο το εν λόγω όφελος είναι τουλάχιστον ίσο με τη συνεισφορά που θα είχαν οι καταθέτες της Ελλάδας και της Αγγλίας αν συμμετείχαν στην εξυγίανση. Δεν είναι όμως αυτή η κατεύθυνση των εν λόγω προσφυγών.

Δε χρειάζεται όμως να επεκταθούμε περαιτέρω, διότι το εγειρόμε[*460]νο θέμα του εννόμου συμφέροντος και της εκτελεστότητας ως προς τα Διατάγματα 97 και 105 δεν μπορεί παρά να αφορά – και  πρωτίστως μάλιστα – και το Διάταγμα 104 (που προσβάλλεται σε όλες τις προσφυγές της Λαϊκής), το οποίο επίσης ρυθμίζει τα της πώλησης εργασιών της Λαϊκής. Το θέμα εντάσσεται έτσι στα συνολικά πλαίσια της ευρύτερης θεώρησης του εννόμου συμφέροντος και της εκτελεστότητας, όπως και της διάκρισης μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, όπως ετέθησαν κατά την ακρόαση από το ίδιο το Δικαστήριο.

Δεν μπορεί να λησμονείται ότι το Διάταγμα 104 δε ρυθμίζει σχέσεις της Πολιτείας και του πολίτη αλλά σχέσεις αφορώσες τις εργασίες της Λαΐκής και δη τα της πώλησης ορισμένων εργασιών της Λαϊκής στην Τράπεζα Κύπρου, πράξη που η ίδια εμπίπτει στο ιδιωτικό δίκαιο, εξ ου και υλοποιείται μέσω συμφωνίας στην οποία το Διάταγμα παραπέμπει. Είναι λοιπόν την ίδια τη Λαϊκή Τράπεζα που το Διάταγμα αφορά, ως πωλητή, όπως βεβαίως και την Τράπεζα Κύπρου, προς την οποία γίνεται η πώληση, ως αγοραστή, και δεν αφορά τους Αιτητές οι οποίοι μόνο συμβατική σχέση έχουν με τη Λαϊκή Τράπεζα ως πιστωτές καταθέτες, όπως ακριβώς δεν αφορά τους όποιους άλλους (μη καταθέτες) πιστωτές της Λαϊκής που ευρίσκονται επίσης σε συμβατική σχέση μαζί της. Η ίδια δε η Λαϊκή Τράπεζα δεν έχει καταχωρήσει προσφυγή, αλλά ούτε και η Τράπεζα Κύπρου (και δεν εξετάζουμε κατά πόσο θα μπορούσαν). Τα ίδια ισχύουν ως προς τα Διατάγματα 97 και 105, τα οποία επίσης αφορούν πώληση εργασιών της Λαϊκής προς άλλους αγοραστές (και βεβαίως αντιστοίχως ως προς το Διάταγμα 96 το οποίο αφορά την πώληση εργασιών της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα και το οποίο δεν προσβάλλεται). Δεν θίγεται λοιπόν ευθέως άμεσο συμφέρον των καταθετών της Λαϊκής το οποίο να τους δίδει το δικαίωμα προσφυγής κατά της νομιμότητας των Διαταγμάτων, όπως δεν θα είχαν δικαίωμα προσφυγής οποιοιδήποτε άλλοι (μη καταθέτες) συμβατικοί πιστωτές της Λαϊκής. Ο όποιος επηρεασμός των καταθετών της Λαϊκής διέρχεται μέσα από τις καταληκτικές ενέργειες της ίδιας της υπό εξυγίανση τράπεζας και απευθύνεται στην ανταπόκριση της ή όχι στις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των καταθετών. Οι συνέπειες της παρέμβασης της Πολιτείας, μέσω του Διατάγματος, στη σχέση της Λαϊκής με τους καταθέτες της παραπέμπουν σε αιτιάσεις που οι καταθέτες μπορούν να έχουν εναντίον της Πολιτείας σε αστικές διαδικασίες.

Αυτή είναι δε και η ουσία του θέματος, σε συμφωνία με την ορθόδοξη θεώρηση των πραγμάτων. Τα όποια δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής, αν αυτοί επηρεάζονται δυσμενώς από την πώληση των εργασιών της, δεν εμπίπτουν στα πλαίσια του αναθεωρητι[*461]κού ελέγχου της νομιμότητας των εν λόγω Διαταγμάτων αλλά στα πλαίσια αστικών διαδικασιών εναντίον της ίδιας της Λαϊκής στη βάση της συμβατικής σχέσης ή στα πλαίσια της διαδικασίας εξυγίανσης και κατ’ επέκταση και της Δημοκρατίας ως έχουσας, δια της παρέμβασης της αυτής μέσω της Κεντρικής Τράπεζας στα της Λαϊκής, ενδεχομένως προκαλέσει ζημία στους καταθέτες. Είναι σε εκείνα τα πλαίσια που θα μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα των ενεργειών της Δημοκρατίας δυνάμει των Διαταγμάτων και η όποια ζημία έχει ενδεχομένως προκληθεί στους καταθέτες από τις ενέργειες εκείνες, περιλαμβανομένων των θεμάτων που αφορούν τον όποιο επηρεασμό των προτεραιοτήτων και εξασφαλίσεων, τον επηρεασμό ως εκ της ενδεχομένως μη συμφέρουσας αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων (με αναφορά και στα τρία Διατάγματα 97, 105 και 103), τον επηρεασμό ως εκ της ανισότητας μεταχείρισης που μπορεί να προκύπτει ως εκ της επιλεκτικής μεταβίβασης υποχρεώσεων (με ιδιαίτερη αναφορά στις μη μεταβιβαζόμενες υποχρεώσεις δυνάμει του Παραρτήματος ΙΙ) και την πιστότητα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής. Και είναι στα ίδια εκείνα πλαίσια που θα μπορούν να κριθούν οι όποιες άλλες αστικές ευθύνες ήθελαν αποδοθεί από προηγούμενες ενέργειες είτε στη Δημοκρατία είτε στην ίδια τη Λαϊκή, στις οποίες και σε τελευταία ανάλυση παραπέμπουν προσφυγές με αναφορά στα γεγονότα στα οποία βασίζονται, περιλαμβανομένης της όποιας προηγηθείσας ευθύνης για την κατάληξη των τραπεζών στην κατάσταση που ευρέθησαν και της όποιας αποτυχίας κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.

Ως προς τούτο δε, είναι σημαντικό να τονισθεί και η θεμελιακή διάσταση του Άρθρου 3(2)(δ) του Νόμου ότι οι πιστωτές (και τούτο αναφέρεται σε όλους τους πιστωτές, περιλαμβανομένων των καταθετών) του υποκείμενου σε εξυγίανση ιδρύματος (εδώ της Λαϊκής) «δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση». Η πρόνοια αυτή, ουσιαστικά κατοχυρώνοντας και στο Νόμο πάγιες νομικές αρχές όσον αφορά την πρόκληση ζημίας και την απόδειξη και αποτίμηση της έκτασής της, διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταθετών στις αστικές διαδικασίες στις οποίες και παραπέμπονται και καταδεικνύει το ουσιαστικό ζητούμενο, που είναι κατά πόσο ο καταθέτης έχει, ως εκ των συνεπειών των μέτρων εξυγίανσης, ζημιώσει περισσότερο από όσο θα εζημίωνε αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν ελαμβάνοντο. Στα πλαίσια των αστικών διαδικασιών θα μπορούν να αποτιμηθούν όλα τα στοιχεία της μαρτυρίας [*462]που ήθελε προσκομισθεί και που θα αφορά την κατάσταση της Λαϊκής κατά την έκδοση των Διαταγμάτων και κατ’ επέκταση και τη θέση των καταθετών της.

Το θέμα λοιπόν, όσον αφορά εν πάση περιπτώσει τους καταθέτες, δεν είναι θέμα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου. Τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας και ο κ. Ευαγγέλου όσο και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι παρουσίασαν τις θέσεις τους στη βάση ότι το Διάταγμα 104 εμπεριέχει τόσες ατομικές διοικητικές πράξεις όσοι είναι και οι καταθέτες της Λαϊκής, ώστε έκαστος να έχει δικαίωμα να καταχωρήσει προσφυγή. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θεώρηση αυτή. Ούτε είναι το θέμα κατά πόσο μία κανονιστική πράξη μπορεί να θεωρηθεί ως ατομική καθ’ όσον στην εφαρμογή της απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως στην αναφερθείσα κατά την ακρόαση περίπτωση Τοπικού Σχεδίου ή ρυμοτομίας, η οποία σαφώς διαφέρει από την προκειμένη αφού εκεί υποκείμενα του Σχεδίου είναι τα ίδια τα ακίνητα προς τα οποία αυτό απευθύνεται. Το Διάταγμα 104, χαρακτηριζόμενο ως Κανονιστική Διοικητική Πράξη, δεν απευθύνεται, όπως είπαμε, ούτε ως προς το ρητώς αναφερόμενο υποκείμενο του πρόσωπο (τη Λαϊκή) ούτε ως προς το αντικείμενο του (την πώληση εργασιών της Λαϊκής), παρά μόνο στη Λαϊκή. Η αντίληψη ότι αναλύεται σε ατομικές πράξεις ως προς τους καταθέτες θα ήταν πλασματική, ως παραγνωρίζουσα ότι οι ίδιοι οι καταθέτες ουδόλως καθίστανται υποκείμενα του Διατάγματος και μόνον εμμέσως «επηρεάζονται» – αν επηρεάζονται δυσμενώς – ως εκ του καθεστώτος εξυγίανσης στο οποίο η Λαϊκή τίθεται και το οποίο η Λαϊκή εφαρμόζει. Η Λαϊκή είναι το νομικό πρόσωπο που τίθεται σε εξυγίανση και είναι οι δικές της εργασίες που πωλούνται. Οι εργασίες αυτές δεν είναι εργασίες των καταθετών (ούτε καν των μετόχων της Λαϊκής), η μόνη σχέση των οποίων είναι εκείνη του πιστωτή της τράπεζας, ώστε η ίδια η φύση του συμφέροντος τους να είναι διαφορετική.

Η σχέση καταθέτη και Λαϊκής είναι εκείνη πιστωτή και οφειλέτη. Ο καταθέτης ουσιαστικά παραδίδει τα χρήματά του στην τράπεζα, τα οποία και απορροφούνται στο όλο ενεργητικό της ως δικά της πλέον περιουσιακά στοιχεία, και η τράπεζα οφείλει στον καταθέτη το ποσό της κατάθεσής του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης κατάθεσης. Ο λογαριασμός του με την Τράπεζα δεν του δίδει δικαίωμα σε συγκεκριμένα χρήματα παρά μόνο συνιστά ακριβώς το δούναι και λαβείν του, ως λογαριασμού, με την τράπεζα, υπό τη μορφή της καταγεγραμμένης κατάστασης της συμβατικής τους σχέσης. Η θέση του καταθέτη σε θυρίδα της τράπεζας είναι εντελώς διαφορετική, αφού εκείνος διατηρεί την ιδιοκτησία του στα συγκεκριμένα χρήματα ή άλλα αντικείμενα που ευρίσκονται στη θυρίδα. Ο μέτοχος της τράπεζας [*463]διαφέρει βεβαίως από τον καταθέτη κατά το ότι είναι ιδιοκτήτης αναλόγου μεριδίου της περιουσίας της τράπεζας, ο όποιος δικός του όμως επηρεασμός θα μπορούσε να συναρτάτο μόνο προς επηρεασμό των ίδιων των μετοχών του.

Η περίπτωση του καταθέτη διαφέρει εντελώς από την περίπτωση απαλλοτρίωσης, στην οποία έγινε αναφορά κατά την ακρόαση, αφού εκεί επηρεάζεται ευθέως ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου το οποίο και αποτελεί το αντικείμενο της απαλλοτρίωσης, εξ ου και έχει άμεσο έννομο συμφέρον σε προσφυγή εναντίον της ατομικής διοικητικής πράξης που αφορά το ακίνητό του. Σαφώς όμως δεν θα είχε έννομο συμφέρον ο όποιος πιστωτής του ιδιοκτήτη ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται, π.χ. ως δανειστής προς τον ιδιοκτήτη σε σχέση με προτιθέμενη επιχείρηση σε αυτό, έστω και αν «επηρεάζεται» δυσμενώς αν η επιχείρηση δεν υλοποιηθεί, ή ο πιστωτής του ιδιοκτήτη εστιατορίου, ως τράπεζα παραχωρήσασα δάνειο, ως προς απόφαση για ανάκληση της άδειας λειτουργίας του, έστω και αν «επηρεάζεται» δυσμενώς από αυτή αν η επιχείρηση καταρρεύσει και το δάνειο δεν μπορεί να αποπληρωθεί.

Ο κ. Χρ. Κληρίδης έχει ιδιαιτέρως απευθυνθεί στο θέμα του επηρεασμού των καταθετών της Λαϊκής από το Διάταγμα 104, υποδεικνύοντας ότι αυτό αφορά τόσο τις προτεραιότητες όσο και τα της ενδεχόμενης διαδικασίας εκκαθάρισης. Οι υποδείξεις του όντως αναδεικνύουν αξιόλογα θέματα, δεν διαφοροποιούν όμως τα πράγματα ως προς το έννομο συμφέρον. Ο επηρεασμός των καταθετών στον οποίο αναφέρεται εμπίπτει στα πλαίσια αστικών σχέσεων και θα υπόκειται σε κρίση στις αστικές διαδικασίες όπου μπορεί να εγερθεί, με αναφορά σε όποια παράμετρο θα διέπει το θέμα. Τα ίδια ισχύουν ως προς παρατηρήσεις για τις προτεραιότητες και διασφαλίσεις καταθετών εκ μέρους και άλλων ευπαιδεύτων συνηγόρων, όπως και ως προς τα εγερθέντα από τον κ. Χατζηϊωάννου σε σχέση με τις επιπτώσεις των πωλήσεων δυνάμει των διαταγμάτων 97 και 105 (ομοίως και του Διατάγματος 96).

Το Διάταγμα 103 το οποίο αφορά την Τράπεζα Κύπρου διαφέρει από το Διάταγμα 104 το οποίο αφορά τη Λαϊκή και το οποίο εφαρμόζει το μέτρο της πώλησης εργασιών δυνάμει των Άρθρων 7(1)(β) και 9 του Νόμου, κατά το ότι εφαρμόζει άλλο μέτρο εξυγίανσης, εκείνο της διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει των Άρθρων 7(1)(ε) και 12 του Νόμου προς το σκοπό αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας. Γίνονται προς τούτο πρόνοιες για μετατροπή ποσοστού 37,5% των καταθέσεων πέραν των €100.000 σε μετοχές τάξης Α, δέσμευση ποσοστού 22,5% των καταθέσεων πέραν των €100.000 για [*464]σκοπούς ενδεχόμενης μετατροπής του σε μετοχές τάξης Α εντός 90 ημερών, και δέσμευση του υπολοίπου ποσοστού 40% των καταθέσεων πέραν των €100.000 με όρους ως προς επιτόκια, αποπληρωμή σε περίπτωση εκκαθάρισης, προτεραιότητα ως προς άλλες υποχρεώσεις της τράπεζας και μετατροπή σε κατάθεση.

Η εφαρμογή του άλλου αυτού μέτρου εξυγίανσης όμως, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση ως προς το θέμα του εννόμου συμφέροντος των καταθετών και την εκτελεστότητα της πράξης ως προς αυτούς. Η φύση της σχέσης των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου με την Τράπεζα Κύπρου είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που έχει εξηγηθεί ως προς τη σχέση των καταθετών της Λαϊκής με τη Λαϊκή.  Ισχύουν λοιπόν και ως προς τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου όσα ελέχθησαν ως προς τους καταθέτες της Λαϊκής, με τη διαπίστωση ότι ούτε αυτοί έχουν έννομο συμφέρον για σκοπούς προσφυγής και ότι και ως προς αυτούς το θέμα είναι ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου. Ο «επηρεασμός» των καταθέσεών τους από τις πρόνοιες του Διατάγματος ανάγεται στα μέτρα εξυγίανσης, και προς όφελος, της ίδιας της τράπεζας προς την οποία και απευθύνεται το Διάταγμα και διέρχεται επίσης μέσα από τις ενέργειες της τράπεζας και την αποτυχία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της ως εκ των μέτρων εξυγίανσής της. Καθ’ όσον η συμβατική οφειλή της τράπεζας προς τον καταθέτη επηρεάζεται, ο καταθέτης είναι πρωτίστως προς την τράπεζα που θα πρέπει να στραφεί σε αστική διαδικασία, ως παραβαίνουσα τις συμβατικές υποχρεώσεις της για αποπληρωμή της κατάθεσης, με ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση της αστικής διαδικασίας στη Δημοκρατία, ως προκαλέσασα τον επηρεασμό της συμβατικής οφειλής δια του Διατάγματος. Στα πλαίσια εκείνα τότε είναι που θα κριθεί η νομιμότητα της όποιας παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της τράπεζας, διερχόμενης μέσα από την παρέμβαση δια των ενεργειών της Πολιτείας αλλά και ενδεχομένως ευρύτερα των εμπλεκομένων Ευρωπαϊκών οργάνων και άλλων, με αναφορά και σε συνταγματικές διαστάσεις αλλά και σε διαστάσεις Ευρωπαϊκού δικαίου. Και ο έλεγχος θα περιλαμβάνει όλα όσα έχουν ήδη λεχθεί αναφορικά με τους καταθέτες της Λαϊκής, αλλά και όλα όσα έχουν ιδιαίτερη σημασία (ως εκ της διαφοράς του μέτρου εξυγίανσης) αναφορικά με τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, και δη το υποχρεωτικό της μετατροπής καταθέσεων σε μετοχές, το αιτιολογημένο της έκτασης του και την επάρκεια του ανταλλάγματος, το κατά πόσο ήταν συμφέρουσα η αποξένωση των εργασιών της Ελλάδος (Διάταγμα 96), τις προτεραιότητες και εξασφαλίσεις, το άνισο ως εκ της εξαίρεσης καταθέσεων (με ιδιαίτερη αναφορά στο Παράρτημα Δ), και την πιστότητα της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας Κύπρου. Και, ευρύτερα, την όποια προηγηθείσα ευθύνη για την κατάληξη των τραπεζών [*465]στην κατάσταση που ευρέθησαν και την όποια αποτυχία κάλυψης των ασφαλισμένων καταθέσεων δυνάμει των σχετικών Σχεδίων Προστασίας Καταθέσεων, που ενδεχομένως να αντανακλούν στην έκταση των μέτρων εξυγίανσης.

Ουδόλως λοιπόν επηρεάζονται τα ουσιαστικά δικαιώματα των καταθετών της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου από τη θεώρηση ότι, ως προς αυτούς εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται έννομο συμφέρον για σκοπούς αναθεωρητικού ελέγχου και ότι οι αιτιάσεις τους εμπίπτουν όχι στο δημόσιο αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. Απεναντίας, ενώ ο αναθεωρητικός έλεγχος, ως έλεγχος νομιμότητας, έχει αναλόγως περιορισμένη εμβέλεια, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως προς διάγνωση κάθε θέματος που μπορεί να είναι σχετικό και απευθύνονται στην ουσία του πράγματος. Και σαφώς δεν πρέπει να συγχίζεται ο καθορισμός της ορθής δικαιοδοσίας με την ουσία των δικαιωμάτων.

Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το αντικείμενο των αστικών διαδικασιών δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η όποια χρηματική ζημία στους καταθέτες κατέστη προκύπτουσα από ενέργειες των τραπεζών, της Πολιτείας ή των εμπλεκομένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων. Και το ζητούμενο θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που το ίδιο το Άρθρο 3(2)(δ) του Νόμου προνοεί, εκφράζοντας, όπως είπαμε, πάγιες νομικές αρχές – το κατά πόσο η ζημία στους καταθέτες είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα υφίσταντο αν τα διατάγματα δεν είχαν εκδοθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους. Δεν θα μπορούσαν δηλαδή οι καταθέτες να ευρίσκονται σε δυσμενέστερη εκείνης θέση, όπως όμως δεν θα μπορούσαν να ευρίσκοντο ποτέ και σε ευνοϊκότερη – και τούτο πρέπει να είναι συνεχώς υπ’ όψη, διότι είναι τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση των τραπεζών κατά το χρόνο των Διαταγμάτων που καθορίζουν και την πραγματική αξία των καταθέσεων κατά το χρόνο εκείνο, με κυρίαρχο στοιχείο ότι οι καταθέτες δεν είναι παρά πιστωτές της τράπεζας.

Ούτε θα διέφερε καθόλου η κατάληξη αυτή από την κατάληξη που θα είχαν οι προσφυγές, αν το Δικαστήριο ανελάμβανε δικαιοδοσία, σε περίπτωση επιτυχίας τους. Δεδομένου ότι, όπως ετόνισε ιδιαιτέρως ο Γενικός Εισαγγελέας, οι πράξεις που περιέχονται στα Διατάγματα έχουν ήδη εκτελεσθεί, ακόμα και στην περίπτωση εκείνη το μόνο που θα μπορούσαν οι καταθέτες Αιτητές να είχαν ως μέτρο ικανοποίησής τους θα ήταν, σύμφωνα με το Άρθρο 146 και τη νομολογία, το δικαίωμα αγωγής ως προς τη ζημία που θα είχαν υποστεί λόγω των Διαταγμάτων που θα ακυρώνοντο. Και η αποτίμηση της ζημίας αυτής δεν θα μπορούσε παρά να αναδείκνυε, ως το ζητούμενο, και πάλι το κατά πόσο, [*466]με την έκδοση των Διαταγμάτων, οι καταθέτες Αιτητές ευρέθησαν σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη που θα ευρίσκοντο αν τα Διατάγματα δεν είχαν ακυρωθεί και οι τράπεζες είχαν αφεθεί στην πορεία τους.

Οι παρατηρήσεις μας έχουν επέκταση και στο θέμα της κυβερνητικής πράξης που κυρίως απασχόλησε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους ως η βάση της προδικαστικής ένστασης της Δημοκρατίας. Πρόδηλο είναι από τα λεχθέντα ότι το θέμα δεν χρειάζεται να αποφασισθεί είτε εδώ είτε στις αστικές διαδικασίες, όχι τόσο διότι δεν είναι αναγκαίο ως εκ της βασικής κατάληξης μας επί του αρμόδιου της δικαιοδοσίας, αλλά πρωτίστως διότι απόφανση επ’ αυτού ουδεμία πρακτική συνέπεια έχει. Η έγερση θέματος κυβερνητικής πράξης θα είχε νόημα μόνον εφ’ όσον ο χαρακτηρισμός πράξης ως κυβερνητικής θα απέκλειε τόσο τον έλεγχο της νομιμότητας της όσο και οποιαδήποτε ευθύνη της πολιτείας για τις συνέπειες της. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ερωτηθείς από το Δικαστήριο κατά πόσον θεωρεί ότι η αποδοχή πράξης ως κυβερνητικής αποκλείει τέτοια ευθύνη, δεν τοποθετήθηκε. Η απάντηση όμως στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη, εφ’ όσον καταδεικνύει και την πρακτική σημασία του θέματος. Και η απάντηση δίδεται από το ίδιο το Νόμο, ο οποίος συνάδει με τη σύγχρονη αντίληψη ότι η Πολιτεία δεν είναι υπεράνω του Νόμου και δεν δικαιούται προνόμια ως προς ζημιογόνες πράξεις της. Η πρόνοια του Άρθρου 3(2)(δ), η θεμελιακή σημασία της οποίας έχει ήδη τονισθεί, ότι οι πιστωτές της τράπεζας δεν θα ευρεθούν σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως εκ της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης από ότι θα ευρίσκοντο αν τα μέτρα δεν ελαμβάνοντο, απευθύνεται στην υποχρέωση τόσο των τραπεζών όσο και της Πολιτείας, με συνέπεια την αστική ευθύνη της Πολιτείας προς εφαρμογή του Νόμου. Ούτως εχόντων όμως των πραγμάτων, και εφ’ όσον η αρχή είναι η διασφάλιση της διατήρησης της οικονομικής κατάστασης των καταθετών ως εάν τα μέτρα εξυγίανσης που προνοούνται στα διατάγματα δεν είχαν ληφθεί, ουδεμία πρακτική σημασία θα είχε η απόφανση επί του κατά πόσο τα Διατάγματα συνιστούν κυβερνητική πράξη ή όχι αφού, ακόμα και στην περίπτωση που θα συνιστούσαν, το Άρθρο 3(2)(δ) θα είχε εφαρμογή. Η πρόνοια του Άρθρου 3(2)(δ) λοιπόν υπερβαίνει το όλο θέμα της κυβερνητικής πράξης και καταδεικνύει την ούτως ανεγνωρισμένη ευθύνη των τραπεζών και της Πολιτείας για τις όποιες ζημιογόνες συνέπειες της. Το μόνο θέμα που μπορεί λοιπόν να απασχολήσει σε οποιαδήποτε διαδικασία είναι το ήδη διατυπωθέν, κατά πόσο, και, αν ναι, σε ποία έκταση, ο οποιοσδήποτε καταθέτης έχει ζημιωθεί από τα μέτρα εξυγίανσης περισσότερο από όσο θα εζημίωνε αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν είχαν ληφθεί.

Οι προσφυγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Ως εκ του πρωτοτύπου του θέματος, δεν θα γίνει διαταγή για έξοδα.

[*467]ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το ιστορικό των υποθέσεων, το οποίο, με λεπτομέρεια, περιγράφεται στην ένσταση και δεν αμφισβητείται από τους αιτητές, συνοψίζεται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Δε θα το επαναλάβω. Θα αναφερθώ μόνο σε σημεία αυτού, που θεωρώ ότι βοηθούν στην ευκολότερη κατανόηση των ζητημάτων με τα οποία, στη συνέχεια, θα ασχοληθώ, για να καταλήξω, όμως, με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

Στις 22/3/2013, η Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο διάσωσης της κυπριακής οικονομίας, ψήφισε σειρά νόμων, περιλαμβανομένου και του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, (Ν. 17(Ι)/2013), (ο «Ν. 17(Ι)/2013») ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την ίδια ημέρα.

Στις 25/3/2013, επιτεύχθηκε, στο Eurogroup, πολιτική συμφωνία με την Κυπριακή Κυβέρνηση για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, προς αποφυγή χρεωκοπίας και των συνεπειών μιας τέτοιας εξέλιξης για την Κύπρο. Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε όπως η Λαϊκή Τράπεζα διαχωριστεί σε καλή και κακή τράπεζα και όπως η καλή τράπεζα, στη συνέχεια, ενταχθεί στην Τράπεζα Κύπρου. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι οι πόροι του προγράμματος οικονομικής βοήθειας προς την Κύπρο μέχρι €10.000.000.000 δε θα χρησιμοποιηθούν για ανακεφαλαίωση της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε όπως, με την καλή Λαϊκή Τράπεζα, μεταφερθούν στην Τράπεζα Κύπρου τα €9.000.000.000 της έκτακτης ρευστότητας που παραχωρήθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, (η «Κεντρική Τράπεζα»), με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είχε παραχωρήσει η Λαϊκή Τράπεζα ως εξασφαλίσεις για την παροχή σ’ αυτή της έκτακτης ρευστότητας και τα οποία μεταβιβάστηκαν, δυνάμει του Διατάγματος της Κ.Δ.Π. 104/2013, στην Τράπεζα Κύπρου, καλύπτουν την υποχρέωση σε σχέση με την έκτακτη ρευστότητα που παραχωρήθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα και μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου.

Με βάση την απόφαση του Eurogroup της 25/3/2013, η Κεντρική Τράπεζα, ως Αρχή Εξυγίανσης, άσκησε τις εξουσίες που της παρέχονται, από το Ν. 17(Ι)/2013. Αφού έλαβε υπόψη της την Έκθεση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε εξυγίανση, το Σχέδιο Εξυγίανσης που ετοιμάστηκε και το ότι συνέτρεχαν οι [*468]προϋποθέσεις του Άρθρου 6(1) του Ν. 17(Ι)/2013 - ((α) ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο, ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο, (β) χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες, που δυνατόν να ληφθούν, δεν επαρκούν, ώστε το ίδρυμα να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας και (γ) το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας) - εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω Διατάγματα:-

(α)   Το περί της Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ. Διάταγμα του 2013, (Κ.Δ.Π. 93/2013), (το «Διάταγμα 93»). Προνοεί, γενικά, ότι εφαρμόζεται το μέτρο της πώλησης των εργασιών της Τράπεζας Κύπρου.

(β)   Το περί της Πώλησης Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Διάταγμα του 2013, (Κ.Δ.Π. 94/2013), (το «Διάταγμα 94»). Προνοεί, γενικά, ότι εφαρμόζεται το μέτρο της πώλησης των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας.

(γ)   Το περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρίας Λτδ Διάταγμα του 2013, (Κ.Δ.Π. 96/2013), (το Διάταγμα 96»). Προνοεί για την πώληση των εργασιών της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα στην Τράπεζα Πειραιώς.

(δ)   Το περί της Πώλησης Εργασιών των εν Ελλάδι Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, (Κ.Δ.Π. 97/2013), (το «Διάταγμα 97»). Προνοεί για την πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Ελλάδα στην Τράπεζα Πειραιώς.

(ε)    Το περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, (Κ.Δ.Π. 103/13), (το «Διάταγμα 103»).

(στ) Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, (Κ.Δ.Π. 104/2013), (το «Διάταγμα 104»). Προνοεί για την πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου.

(ζ)    Το περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd του 2013, (Κ.Δ.Π. 105/2013), (το «Διάταγμα 105»). Προνοεί για την πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Αγγλία στην Τράπεζα Κύπρου στην Αγγλία.

Οι ενώπιόν μας προσφυγές εντάσσονται σε δύο κατηγορίες:  Αφορούν: η μία, τα Διατάγματα σε σχέση με τη Λαϊκή Τράπεζα και, ειδικότερα, το Διάταγμα 104, και, η άλλη, τα Διατάγματα σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου και, ειδικότερα το Διάταγμα 103. Μερικές από τις προσφυγές αμφισβητούν τη νομιμότητα και των Διαταγμάτων 94, 105, ως και την Α.Δ.Π. 197/2013.

Ήταν η θέση του κ. Ευαγγέλου, δικηγόρου της Κεντρικής Τράπεζας και του Διοικητή της, ότι τα Διατάγματα 93 και 94 δεν επηρεάζουν ευθέως δικαιώματα των αιτητών, αφού, με αυτά, δε ρυθμίζεται η πώληση των εργασιών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας, αλλά, απλά, τίθενται οι δύο τράπεζες, αντίστοιχα, υπό καθεστώς εξυγίανσης, διά της εξαγγελίας της εφαρμογής του μέτρου πώλησης των εργασιών τους.

Ανάλογα υποστηρίχθηκαν και από το Γενικό Εισαγγελέα για την Κυπριακή Δημοκρατία ως προς τα Διατάγματα 94, 97 και 105.

Σε σχέση με τα Διατάγματα 93 και 94 συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας, δηλαδή ότι αυτά δε συσχετίζονται με επηρεασμό συγκεκριμένων συμφερόντων των αιτητών, ώστε να είναι δεκτικά προσβολής με αίτηση ακυρώσεως. Σημειώνεται, βέβαια, ότι το Διάταγμα 93 δεν προσβάλλεται. Κατά τα λοιπά, όμως, δε συμφωνώ, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.

Ως προς τα Διατάγματα 97, 104, 105, 96*, 103, (τα «Διατάγματα»), χρήζουν εξέτασης, εκτός από την προδικαστική ένσταση που ηγέρθη από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι, δηλαδή, αυτά δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αλλά είναι «πράξεις κυβερνήσεως», τα ζητήματα που τέθηκαν από το Δικαστήριο· συγκεκριμένα εάν η διαφορά που γεννάται με τα Διατάγματα είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου, ως εκ του γεγονότος ότι η σχέση των αιτητών με τη Λαϊκή Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου και εάν αυτά αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, δεκτικές προσβολής δι’ αιτήσεως ακυρώσεως.

Ως προς τα ζητήματα που έθεσε το Δικαστήριο, ήταν η θέση του Γενικού Εισαγγελέα - και με αυτή συμφωνούν οι δικηγόροι όλων [*470]των αιτητών - ότι τα Διατάγματα αποτελούν ατομικές διοικητικές πράξεις, που αφορούν τόσο τις πιο πάνω τράπεζες όσο και τους μετόχους, τους κατόχους αξιογράφων και τους καταθέτες τους.  Αναγνωρίζοντας ο Γενικός Εισαγγελέας ότι η σχέση μεταξύ των εν λόγω τραπεζών και των αιτητών είναι συμβατική και εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, υποστήριξε ότι, στην παρούσα περίπτωση, υπάρχει παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας και του Υπουργού Οικονομικών, η οποία έγινε για μια φορά μόνο και για πρόσωπα που δεν είναι αόριστα, παρά το μεγάλο αριθμό τους. Η παρέμβαση αυτή έγινε με εξουσίες ξένες προς το ιδιωτικό δίκαιο, οι οποίες δίδονται από το Ν. 17(Ι)/2013 στην Κεντρική Τράπεζα και τον Υπουργό Οικονομικών. Τα Διατάγματα, κατέληξε, αποτελούν γενικές ατομικές διοικητικές πράξεις και, συνεπώς, είναι δεκτικά προσβολής από όλα τα πρόσωπα που είναι σε θέση να αποδείξουν έννομο συμφέρον.

Από τους δικηγόρους των αιτητών, υποστηρίχθηκε, με αναφορά στα  Διατάγματα, ειδικότερα στα Διατάγματα 103 και 104, και το Ν. 17(Ι)/2013, ότι τα συμφέροντα των καταθετών, από τη στιγμή που η τράπεζά τους τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, θίγονται και αυτοί νομιμοποιούνται, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Με το Διάταγμα 103, οι καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου, εφόσον η διάσωσή της γίνεται με ίδια μέσα, στερούνται ένα μεγάλο μέρος των καταθέσεών τους. Ο κ. Χρίστος Κληρίδης, με αναφορά στα Άρθρα 3(1), (2)(β)(δ)(ζ), 4, 7 και 9 του Ν. 17(Ι)/2013, όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι, κατά τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης, οι πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους, εισηγήθηκε ότι, από τη στιγμή που η τράπεζά των πελατών του - (η Λαϊκή Τράπεζα) - τελεί υπό διαδικασία εκκαθάρισης, επηρεάζονται τα συμφέροντά τους. Με το Διάταγμα 104, η Λαϊκή Τράπεζα μεταβιβάζει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της στην Τράπεζα Κύπρου και, όσον αφορά τις υποχρεώσεις της, μεταβιβάζει μέρος αυτών, αλλά αφήνει πίσω τους καταθέτες άνω των €100.000,00· δηλαδή το Διάταγμα χωρίζει τη Λαϊκή Τράπεζα σε καλή και κακή τράπεζα, η πρώτη μεταφέρεται στην Τράπεζα Κύπρου, εκτός από τους καταθέτες άνω των €100.000,00, γεγονός που έχει άμεσο αντίκτυπο στη δυνατότητά τους να εισπράξουν το ποσό που θα τους αναλογούσε, σε περίπτωση εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Στο Άρθρο 3(1) του Ν. 17(Ι)/2003, αναφέρονται οι γενικές αρχές εξυγίανσης, ενώ, στο Άρθρο 3(2) αυτού προβλέπεται ότι, κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, εφαρμόζονται, με[*471]ταξύ άλλων, οι πιο κάτω αρχές:-

«(β)           οι πιστωτές ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων τους δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 4,

       ........................................................................................................

(δ)            οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση,

     ........................................................................................................

(ζ) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,»

Οι προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης ορίζονται στο Άρθρο 6(1) του Ν. 17(1)/2013, το οποίο προβλέπει ότι:-

«6.(1) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, μόνο εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)  το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Αρχής Εξυγίανσης, βάσει της οποίας διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή και να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,

(β)  χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο από το επηρεαζόμενο ίδρυμα ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Αρχής Εξυγίανσης, δεν επαρκούν ούτως ώστε το ίδρυμα να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας, και

(γ)  το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.»

[*472]Το Άρθρο 4(1) του Ν. 17(/)/2013 προβλέπει ότι, σε περίπτωση εκκαθάρισης ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, εφαρμόζονται, κατά προτεραιότητα, τα εδάφια (1) και (2) του Άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

Στο Άρθρο 7 του Ν. 17(Ι)/2013, αναφέρονται τα μέτρα εξυγίανσης, τα οποία η Αρχή Εξυγίανσης έχει εξουσία να απαιτήσει από επηρεαζόμενο ίδρυμα είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό. Μεταξύ των μέτρων αυτών είναι η αύξηση κεφαλαίου, η πώληση εργασιών, η διάσωση με ίδια μέσα, η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Το τελευταίο αυτό μέτρο, όμως, είναι δυνατό να εφαρμοστεί, εφόσον εφαρμοστούν ένα ή περισσότερα από τα προβλεπόμενα μέτρα.

Σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει επί προσφυγής εναντίον αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου, ασκούντων εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Σύμφωνα με το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος:-

«2.  Η προσφυγή ασκείται υπό παντός προσώπου, του οποίου προσεβλήθη ευθέως διά της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον, όπερ κέκτηται τούτο είτε ως άτομον είτε ως μέλος κοινότητός τινος.»

Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη εμπίπτει στη δικαιοδοσία του βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, λαμβάνει, πρωτίστως, υπόψη τη φύση και το χαρακτήρα της συγκεκριμένης πράξης. Λαμβάνει, επίσης, υπόψη την υπόσταση του οργάνου που λαμβάνει την απόφαση και τις περιστάσεις λήψης της, αφού είναι δυνατό το ίδιο όργανο να ενεργεί, άλλοτε, εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου και άλλοτε εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ανάλογα με τη φύση της απόφασης.

Στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 893-894)

«Στην Κύπρο, έχει κατ’ επανάληψη αναγνωριστεί ότι στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και κατ’ ακολουθία στην αποκλειστική του αρμοδιότητα, υπάγονται μόνο εκτελεστές πράξεις δημόσιων αρχών που επενεργούν στον τομέα του δημόσιου δικαίου [βλ. μεταξύ άλλων, HadjiKyriakou v. Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89; Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91]. Εμπειρική υπήρξε η προσέγγιση στην ταξινόμηση των διοικητικών πράξεων [*473]ως προς το πεδίο δικαίου, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος ή η μορφή την οποία λαμβάνει η πράξη, συνιστά το κριτήριο για την κατάταξή τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης. Η διάκριση των δυο τομέων δικαίου και τα κριτήρια για το διαχωρισμό τους, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο ειδικά στην Antoniou a.ο. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342. Ο σκοπός για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση, ή γίνεται πράξη σε συνάρτηση με τις εξουσίες δημόσιας αρχής, αποτελεί το γνώμονα για την ταξινόμησή τους στο ένα ή το άλλο πεδίο του δικαίου. Εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών δημόσιας αρχής ή οργάνου, αυτή επενεργεί στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Δημόσιος σκοπός είναι εκείνος για τον οποίο εξ αντικειμένου το κοινό ή τμήμα του έχουν εκ της φύσεως των πραγμάτων συμφέρον στην ευόδωσή του.»

Μια πράξη, για να είναι δεκτική προσβολής με αίτηση ακυρώσεως, δεν αρκεί να προέρχεται από διοικητικό όργανο· πρέπει και το περιεχόμενό της να είναι διοικητικό.

Κανονιστική διοικητική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες, ως επί το πλείστον κανόνες δικαίου, και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Το νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής διοικητικής πράξης δεν εξαντλείται με μία εφαρμογή, αλλά διατηρεί τη δυνατότητα εφαρμογής σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που θέτει η πράξη. Οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που έχουν νομοθετικό περιεχόμενο δεν προσβάλλονται απευθείας με προσφυγή, η νομιμότητά τους, όμως, ελέγχεται παρεμπιπτόντως στα πλαίσια προσφυγής εναντίον απόφασης που λήφθηκε κατ’ εφαρμογή τους. Σε αντίθεση, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις, εξατομικεύοντας έναν κανόνα δικαίου, τον οποίο εφαρμόζει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και είναι δεκτική απευθείας προσβολής δι’ αιτήσεως ακυρώσεως - (βλ. Papaphilippou ν. Republic 1 R.S.C.C. 62, Kanika Hotels κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169).

Σύμφωνα με το «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», του Π.Δ. Δαγτόγλου, Τετάρτη Αναθεωρημένη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997, σελ. 75-76:-

«Η διάκριση μεταξύ κανονιστικής πράξεως της διοικήσεως και ατομικής διοικητικής πράξεως βασίζεται κατά την κλασσική θεωρία στην διάκριση μεταξύ γενικής και αφηρημένης αφ’ ενός [*474]και ειδικής και συγκεκριμένης αφ’ ετέρου επιταγής.

..............................................................................................................

... Κανόνας δικαίου δεν είναι επίσης ούτε η λεγόμενη γενική         διοικητική πράξη (Allgemeinverfügung), έστω και αν ο αριθμός των προσώπων προς τα οποία απευθύνεται δεν μπορεί να διαπιστωθεί ακριβώς, όπως π.χ. όταν η αστυνομία διατάσσει τους μετέχοντες σε μια παράνομη συγκέντρωση να διαλυθούν. Σημασία έχει ότι η διαταγή αυτή αναφέρεται και περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.»

Στην εργασία του Α.Ι. Τάχου - «Η Διοικητική Πράξη Γενικής Εφαρμογής» - Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας  1929 - 1979, Ι, Έκδοσις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι - Κομοτηνή 1979, σελ. 317, σε σχέση με τη διοικητική πράξη γενικής εφαρμογής ή γενικού περιεχομένου, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 327-329)

«1.  Η διοικητική πράξη γενικής εφαρμογής ή γενικού περιεχομένου είναι γνωστή τόσο στο δίκαιο της Ελλάδος, όσο και των Κρατών με πολιτειακό και οικονομικό-κοινωνικό καθεστώς όμοιο προς το ελληνικό.  ...

Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εννοίας της διοικητικής πράξεως γενικής εφαρμογής είναι ότι εκλαμβάνεται σαν πράξη  ατομική και όχι σαν κανονιστική. Γι’ αυτό το λόγο, ορθότερος κρίνεται ο όρος ‘γενικής εφαρμογής’ αντί του όρου ‘γενικού περιεχομένου’. Η ατομική αυτή διοικητική πράξη φέρει, ειδικώτερα, τα ακόλουθα γνωρίσματα:

α)   Αφορά την εξατομίκευση της εφαρμογής του νόμου σε               πλείονα άτομα και όχι μόνον σ’ ένα συνεπώς αποτελεί διοικητική πράξη που αφορά πλείονες ατομικές                     περιπτώσεις και δεν αποτελεί απλώς ατομική διοικητική πράξη κατά την συνήθη έννοια του όρου.

β)   Αφορά πλείονες ατομικές περιπτώσεις που συνδέονται  μεταξύ τους με το κοινό γνώρισμα της ταυτότητας απολαύσεως δικαιωμάτων ή εκπληρώσεως υποχρεώσεων των οικείων προσώπων.

γ)   Η παραπάνω ταυτότητα οδηγεί στη συσσώρευση ή στο ά θροισμα των ατομικών περιπτώσεων, που δεν συγχωνεύονται, αλλά κατά την εφαρμογή της γενικής διοικητικής [*475]πράξεως αναλύονται, στην ουσία, σε τόσες ατομικές διοικητικές πράξεις όσες είναι και οι αντίστοιχες ατομικές περιπτώσεις.»

Περαιτέρω, στις σελ. 331 - 333 του πιο πάνω Τιμητικού Τόμου, αναφέρονται τα ακόλουθα ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διοικητικής πράξεως γενικής εφαρμογής:-

«α)  Αφορά, εφόσο θεωρείται σαν ατομική πράξη (...), την ρύθμιση πλειόνων ατομικών περιπτώσεων.  ...

  β)  Αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις, δηλ. ορισμένες-προσδιορισμένες αριθμητικώς (ποσοτικώς) και κατά τα γνωρίσματα (ποιοτικώς) περιπτώσεις (πρόσωπα και πράξεις).  ...

  γ) Αποτελεί άθροισμα περιπτώσεων ατομικών και συγκεκριμένων.  ...

  δ)  Εξαντλείται η ισχύς της ένεκα του γεγονότος ότι έγινε εφαρμογή αυτής για τα άτομα που αφορά.  ...»

Ως παραδείγματα διοικητικής πράξεως γενικής εφαρμογής αναφέρονται, μεταξύ άλλων:- (σελ. 328 του εν λόγω Τιμητικού Τόμου)

«α)  Τα Διατάγματα περί εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας, δηλ. περί εγκρίσεως, επεκτάσεως ή τροποποιήσεως σχεδίων πόλεων ή ρυμοτομικών και περί καθορισμού τομέων (ενδεικτικώς ΣΕ 105/1933, 1077, 1215, 2108/1956, 953/1957, 31, 2065/1958, 114, 711, 738/1959, 1804/1960, 810/1963, 2296/1964, 2127/1965, 2135/1966, 3094/1968, 2195/1971, 567/1974, 2952/1975, 3962/1976 κ.ά.). Ορισμένες αποφάσεις του ΣτΕ χαρακτηρίζουν τα παραπάνω Διατάγματα σαν μη κανονιστικά, χωρίς να τους προσδίδουν τον χαρακτήρα των διοικητικών πράξεων γενικής εφαρμογής (ΣΕ 622/1959, 739/1970, 21/1971 κ.ά.). Άλλες αποφάσεις τα χαρακτηρίζουν απλώς σαν ατομικές διοικητικές πράξεις (ΣΕ 753/1964, 295/1970 κ.ά.). Στις περιπτώσεις που τα Διατάγματα θεσπίζουν υποχρεώσεις, όρους, περιορισμούς ή απαγορεύσεις δομήσεως, χαρακτηρίζονται σαν κανονιστικά (ΣΕ 787/1939, 2826/1967, 3248/1971, 571/1974, 2521/1976 κ.ά.).»

«στ)  Υπουργική απόφαση περί χορηγήσεως βοηθήματος και καθορισμού του ύψους του, στους μετόχους Ασφαλιστικού Ταμείου (ΑΠ 826/1973, ΝοΒ, 1974, 332).»

[*476]«θ)            ..., οι αποφάσεις που ρυθμίζουν, κατ’ έτος, την καλλιέργεια καπνού ...»

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρώ ότι τα Διατάγματα αποτελούν κλασσική περίπτωση ατομικής διοικητικής πράξεως/διοικητικής πράξεως γενικής εφαρμογής. Καίτοι η σχέση των τραπεζών με τους αιτητές είναι σχέση ενοχική, με τα Διατάγματα, παρεμβάλλεται διοικητική διαδικασία, η οποία αφορά, εκτός από τις τράπεζες - (σημειώνεται ότι δεν επέλεξαν οι ίδιες την πώληση των εργασιών τους ούτε τη διάσωσή της (η Τράπεζα Κύπρου) με ίδια μέσα) - τους αιτητές που έχουν με αυτές συμβατικές σχέσεις, από τις οποίες έλκουν συμφέροντα, νομιμοποιώντας τους, έτσι, στην αμφισβήτηση των Διαταγμάτων, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έχει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αμφισβητηθεί η σχέση τους ως καταθετών των ισχυριζόμενων ποσών στις τράπεζες στις οποίες αφορούν τα Διατάγματα.

Το γεγονός ότι τα Διατάγματα, τα οποία δε χωρεί αμφιβολία ότι αποσκοπούν στην προώθηση δημόσιου σκοπού - (αποβλέπουν στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος) - εκδόθηκαν ως κανονιστικές διοικητικές πράξεις είναι χωρίς σημασία. Ο χαρακτήρας τους προσδιορίζεται από τη φύση τους και δε μεταβάλλεται με τον αυτοπροσδιορισμό τους.

 

Με την κατάληξή μου, πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω την προδικαστική ένσταση, η οποία αφορά στο χαρακτηρισμό τόσο της απόφασης του Eurogroup, ημερομηνίας 25/3/2013, όσο και των Διαταγμάτων ως «πράξεων κυβερνήσεως» ή «πολιτικών αποφάσεων».

Είναι η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η συμφωνία της 25/3/2013 ήταν συμφωνία πολιτικής φύσεως, άρα «πράξη κυβερνήσεως» και ότι τα Διατάγματα, το περιεχόμενο των οποίων προβλέπεται στην εν λόγω συμφωνία, έχουν την ίδια φύση με αυτή και εκδόθηκαν για σκοπούς υλοποίησής της. Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι τα Διατάγματα εκδόθηκαν, για να καταστεί δυνατή η συνομολόγηση και η υλοποίηση διεθνών συμβάσεων, δηλαδή του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης, τα οποία, έστω και αν δεν αποτελούσαν ακόμη, κατά το χρόνο έκδοσης των Διαταγμάτων, διεθνείς συμβάσεις, τα κείμενά τους ήταν, ήδη, συμφωνημένα και η διαδικασία συνομολόγησής τους βρισκόταν σε τελικό στάδιο. Σημειώνεται εδώ ότι, στις 30/4/2013, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί της Συμφωνίας Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης (Κυρωτικός) Νόμος του 2013, (Ν. 1(ΙΙΙ)/2013), ο οποίος κύρωσε τη Συμφωνία Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και της Κυπριακής Δη[*477]μοκρατίας και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, (η «Συμφωνία»), και περιλαμβάνει τους γενικούς και τους ειδικούς όρους της Συμφωνίας και το Μνημόνιο Συναντίληψης. Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε, με αναφορά στο Άρθρο 26(1) του Ν. 17(Ι)/2013, ότι οι αιτητές δε στερούνται δικαστικής προστασίας. Έχουν δικαίωμα να εγείρουν αγωγή για αποζημιώσεις στα πολιτικά δικαστήρια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, προς υποστήριξη της θέσης ότι η Συμφωνία της 25/3/2013 με το Eurogroup αποτελεί «πράξη κυβερνήσεως», αναφέρθηκε στα κρατούντα τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει, ανέφερε, σταθερό και, γενικά, αποδεκτό κριτήριο, στη βάση του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο μια πράξη είναι «πράξη κυβερνήσεως». Παρέπεμψε δε σχετικά σε διάφορα συγγράμματα διοικητικού δικαίου και σε νομολογία τόσο ελληνική όσο και κυπριακή. Η συνάντηση, ανέφερε της 25/3/2013, στο Eurogroup, δεν ήταν μια άτυπη συνάντηση, όπως ισχυρίστηκαν οι αιτητές, αλλά ήταν μια συμφωνία πολιτική, υψίστης σημασίας για την Κυπριακή Δημοκρατία και το σύνολο της Ευρωζώνης. Καίτοι δέχτηκε ότι το Eurogroup δεν είναι θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά είναι σχηματισμός, στον οποίο συμμετέχουν οι Υπουργοί Οικονομικών των κρατών - μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως το νόμισμά τους, εντούτοις, η συμφωνία που επιτεύχθηκε με αυτό, εισηγήθηκε, ήταν πολιτική, αφού μεταγενέστερα εγκρίθηκε από τα Κοινοβούλια των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο Eurogroup, η Κυπριακή Κυβέρνηση, ασκώντας εξουσία, καθαρά πολιτική, συμφώνησε με τα άλλα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συγκεκριμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής, με σκοπό την αποφυγή της οικονομικής κατάρρευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα μέτρα που αποφασίστηκαν είναι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα Διατάγματα, τα οποία δεν μπορούν να αποσπαστούν, όπως ήταν η εισήγηση των αιτητών, από την πολιτική συμφωνία, από την οποία και προβλέπονταν.

Αναφερόμενος ο Γενικός Εισαγγελέας στη διατύπωση της Δήλωσης του Eurogroup της 25ης Μαρτίου, 2013 - Παράρτημα 12 στην ένσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας - όπου αναφέρεται:  "The Eurogroup has reached an agreement with the Cypriot authorities on the key elements necessary for a future macroeconomic adjustment programme", υποστήριξε τη συνομολόγηση πολιτικής συμφωνίας, η οποία, υπέβαλε, ανάγεται στη διαχείριση πολιτικής εξουσίας. Η πολιτική συμφωνία του Eurogroup, το Μνημόνιο και η Συμφωνία Χρηματοδοτικής Στήριξης, εισηγήθηκε, είναι αλληλένδετα και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της ανάγκης για άμεση κάλυψη των οικο[*478]νομικών αναγκών του Κράτους, καθώς και στη βελτίωση της δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασής του. Τα Διατάγματα εκδόθηκαν, για να καταστεί δυνατή η συνομολόγηση των συμφωνιών και, συνεπώς, δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις.

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση των δικηγόρων των αιτητών, οι οποίοι, χωρίς να διαφωνούν με τις νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται ως προς το χαρακτηρισμό πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως», εισηγήθηκαν ότι τα Διατάγματα, τα οποία επηρεάζουν άμεσα ιδιωτικά δικαιώματα, δικαιώματα ιδιοκτησίας και κατηγοριοποιούν καταθέτες, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «πράξεις κυβερνήσεως». Άλλωστε, κατά την έκδοσή τους, δεν υπήρχε συνομολογημένη οποιαδήποτε συμφωνία, υπό την έννοια «διεθνούς συμφωνίας». Η Διοίκηση, με τα Διατάγματα, τα οποία εκδόθηκαν στη βάση του Ν. 17(Ι)/2013, έχει, κατά τρόπο κυριαρχικό, επέμβει επί περιουσιακών και άλλων δικαιωμάτων των αιτητών. Τα Διατάγματα έχουν άμεσα αποτελέσματα και θίγουν τα συμφέροντα των αιτητών απευθείας. Στην αιτιολογία των Διαταγμάτων, δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στη συμφωνία του Eurogroup, η οποία, εν πάση περιπτώσει, ήταν μια άτυπη πολιτική διακήρυξη και τίποτε άλλο, από την οποία δεν προκύπτει οποιαδήποτε διεθνής νομική υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είναι όλες οι πράξεις που σχετίζονται με διεθνείς σχέσεις, υπέβαλαν, «πράξεις κυβερνήσεως». Υπάρχουν πράξεις, κυρίως στην περίπτωση των διεθνών συμβάσεων, που μπορούν να αποσπαστούν και αυτών εξετάζεται η νομιμότητά τους. Πρόκειται για την κατηγορία των «αποσπαστών πράξεων» - (actes détachables).

Η «κυβερνητική πράξη», στο Ελληνικό Δίκαιο, έχει εισαχθεί με τον ιδρυτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας Νόμο 3713/1928 (περί Συμβουλίου της Επικρατείας - Άρθρο 46, το οποίο κωδικοποιούσε τη γαλλική νομολογία). Η διάταξη του Άρθρου 46 περιλαμβάνεται σήμερα στο Προεδρικό Διάταγμα 18/1989, το οποίο ρητά προβλέπει ότι «δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές που ανάγονται στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας».

Στο σύγγραμμα του Ιωάννου Δ. Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας» Β΄ Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 1994, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 374)

«Διά της ΣτΕ 56/1930 εγκαινιάζεται η νομολογία του Συμβουλίου επί των εν γένει κυβερνητικών πράξεων. Συμφωνίες με την Τουρκία, τη Βουλγαρία και άλλα Κράτη προέβλεπαν τις διαδικασίες και τα μέσα αποζημιώσεως των Ελλήνων πολιτών που εξ αιτίας [*479]των σημαντικών ανακατατάξεων οι οποίες ακολούθησαν τους πολέμους των προηγουμένων ετών ζημιώθηκαν περιουσιακώς. Η ΣτΕ 56/1930, εξεδόθη εξ αφορμής μιας υποθέσεως όπου μια χριστιανή πρόσφυξ από τη Μικρά Ασία ζητούσε από το Υπουργείο των Οικονομικών την, με βάση την ελληνοτουρκική συμφωνία της 7 Δεκ. 1926 και του κυρώσαντος αυτή νόμου 3372, αποκατάστασή της. Εφαρμόζοντας τη θεωρία των κυβερνητικών πράξεων, ως θα έπραττε και το Conseil d’Etat, το Συμβούλιο της Επικρατείας απαντά στην αιτούσα ότι ‘η ενέργεια προς εκτέλεσιν της συμβάσεως, και η περί τούτου βεβαίωσις, ως και η περαιτέρω ενδεχομένη έτι εξέλιξις των συμβατικών όρων και υποχρεώσεων, είναι έργον ουσιωδώς κυβερνητικόν διαφεύγον την αρμοδιότητα του Συμβουλίου’, εξηγώντας όμως ότι δεν υπήρχε επί του προκειμένου περίπτωση δημιουργίας δικαιώματος υπέρ ιδιώτου δεδομένου ότι ‘ούτε εν τη μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμβάσει (...) ούτε εις τον τηρούντα ταύτην (...) νόμον (...) διαλαμβάνεται θετική διάταξις ορίζουσα ότι οι υπ’ αυτών μνημονευόμενοι υπήκοοι Έλληνες ή ομογενείς ων αι κτηματικαί περιουσίαι θα περιήρχοντο εις την κυριότητα της Τουρκικής Κυβερνήσεως θέλουσιν αποζημιωθή εις το ακέραιον’.»

Στο «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», του Βασιλείου Σκουρή, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 57 - 62, αναφέρεται ότι οι «κυβερνητικές πράξεις» αποτελούν περισσότερο θεωρητική κληρονομιά του παρελθόντος και λιγότερο έκφραση της σύγχρονης νομικής πραγματικότητας. Η επιστήμη, όμως, του δημοσίου δικαίου δεν τις αποκηρύσσει ως ξεχωριστή κατηγορία αποφάσεων της Εκτελεστικής Εξουσίας. Σε ένα κράτος, όμως, δικαίου, ο πολιτικός χαρακτήρας ή η πολιτική φύση μιας ενέργειας δε δικαιολογεί είτε την ευμενέστερη είτε τη δυσμενέστερη μεταχείρισή της. Με την προσφυγή σε δυσδιάκριτα πολιτικά ελατήρια ή σε αόριστες πολιτικές σκοπιμότητες δεν επιτυγχάνεται η αποδέσμευση από το νόμο και δεν αποκρούεται ο δικαστικός έλεγχος τηρήσεώς του.

Στο δικό μας σύστημα, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια ότι οι «πράξεις κυβερνήσεως» που ανάγονται στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου, είναι, όμως, νομολογημένο ότι αυτές δεν υπόκεινται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι πράξεις κυβερνήσεως βρίσκονται εκτός και υπεράνω των περιορισμών που επιβάλλουν οι αρχές της νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Μπορούν να ελεγχθούν δικαστικά παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια αγωγής για αποζημιώσεις - (βλ. Λ. Θεοχαροπούλου - «Η Αρχή της Ισότητας στα Δημόσια Βάρη και η Αστική Ευθύνη του Κράτους» και Επαμεινώνδα Σπηλιωτοπούλου - «Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 1, 1993, σελ. 98).

Στη Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352, αναφέρεται:- (σελ. 355-356).

«Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως κυβερνητικές πράξεις θεωρούνται η απόφαση για απονομή ή άρνηση χάριτος (Demetriou v. Republic 3 RSCC 121), ο κατά το Σύνταγμα διορισμός του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Louca v. The President of the Republic (1983) 3 C.L.R. 783)*, ο διορισμός του Αρχηγού ή Υπαρχηγού της Αστυνομίας (Stokkos v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1411), και η άρνηση και/ή παράλειψη εξέτασης και ικανοποίησης αιτήματος για απομάκρυνση πρεσβείας από ορισμένο δρόμο (Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2643). Δεν υπόκειται, επίσης, σε δικαστικό έλεγχο ο διορισμός Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Level Tachexcavans Ltd (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1075). Αντίθετα, όπως κρίθηκε στην Karaliota v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2053, η άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου αλλοδαπού στη Δημοκρατία δεν συνιστά κυβερνητική πράξη. Στην ίδια απόφαση επισημάνθηκε και τονίστηκε η σύγχρονη τάση της νομολογίας του διοικητικού δικαίου για περιορισμό των κυβερνητικών πράξεων.»

Οι «πράξεις κυβερνήσεως» δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένες. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως» ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Αυτό, όμως, δεν είναι πάντοτε εύκολο εγχείρημα, αφού δεν υπάρχει σταθερό και, γενικά, αποδεκτό κριτήριο, στη βάση του οποίου μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο μια πράξη είναι «πράξη κυβερνήσεως». Για το χαρακτηρισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη συνταγματικές και άλλες αρχές, όπως αρχές της νομιμότητας, της διάκρισης των εξουσιών, του κράτους δικαίου και της κατοχύρωσης του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

Ο χαρακτηρισμός διοικητικής πράξεως ως «πράξεως κυβερνήσεως», όπως προκύπτει και από τη νομολογία, γίνεται με φειδώ και αφορά σε περιορισμένη κατηγορία. Αύξηση του αριθμού των «πράξεων κυβερνήσεως» θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ακυρω[*481]τικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, και του δικαιώματος  παροχής δικαστικής προστασίας - (Άρθρο 30 του Συντάγματος και Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων  Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών).

Μελέτη αριθμού αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας αποκαλύπτει ότι, στην κατηγορία των «κυβερνητικών πράξεων»,  ανήκουν, κυρίως, εκείνες που αφορούν: στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως είναι: διάταγμα διάλυσης της βουλής και προκήρυξης εκλογών - (ΣτΕ 250/1930, ΣτΕ 1789/1951, ΣτΕ 1810/1961, ΣτΕ 1299/1986) - αποδοχή παραιτήσεως υπουργού της κυβερνήσεως ή της κυβέρνησης και εντολή σχηματισμού νέας - (ΣτΕ 1467/1967, ΣτΕ 1631/1975) - άσκηση νομοθετικής πρωτοβουλίας εκ μέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας - (ΣτΕ 347/1937 - Η εν λόγω απόφαση αφορούσε αίτηση ακυρώσεως που ασκήθηκε από αξιωματικό εναντίον της παράλειψης εισήγησης από τη διοίκηση νομοθετικής διάταξης, που να επιτρέπει την εκ νέου κρίση της περίπτωσής του), πράξεις που αφορούν στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, όπως είναι η σύναψη και η εκτέλεση διεθνών συμβάσεων - (ΣτΕ 2389/1953, ΣτΕ 1317/1972, ΣτΕ 210/1933, ΣτΕ 678/1939, ΣτΕ 3235/1969). Ως «κυβερνητικές πράξεις» θεωρήθηκαν, επίσης, πράξεις που αφορούν στην εσωτερική και στην εξωτερική ασφάλεια του κράτους, όπως είναι η κήρυξη πολέμου και επιστράτευσης - (ΣτΕ 164/1940) - η απονομή χάριτος ή η απόρριψη τέτοιου αιτήματος - (ΣτΕ 2161-2163/1946) - η απόρριψη παραχώρησης άδειας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εναντίον του ιρακινού δημοσίου, με σκοπό την είσπραξη δικηγορικής αμοιβής - (ΣτΕ 22/2007).

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τη θεμελιώδη αρχή ότι, στη συνταγματική έννομη τάξη μας, αλλά και σε κάθε έννομη τάξη κράτους δικαίου, η δράση όλων των οργάνων, άρα και των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, υπόκειται στο Σύνταγμα, θεμέλιο του οποίου είναι η αρχή της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης, εκτός όπου υπάρχει θέμα καθαρά διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας, θεωρώ ότι τα Διατάγματα δεν αποτελούν «πράξεις κυβερνήσεως». Με τα όσα έχουν αναφερθεί από τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα δεν έχει καταδειχθεί η σύναψη πολιτικής συμφωνίας, όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τη συμφωνία με το Eurogroup. Σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα νομολογία, ό,τι συμφωνήθηκε με το Eurogroup δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πολιτική συμφωνία», αφού το Eurogroup ούτε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, αλλά ούτε και έχει οποιαδήποτε υπόσταση.

[*482]Ανεξάρτητα, όμως, από τα πιο πάνω, και αν ακόμα γινόταν δεκτό ότι η συμφωνία με το Eurogroup της 25/3/2013 μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πράξη κυβερνήσεως», τα Διατάγματα, τα οποία εκδόθηκαν από διοικητικό όργανο, κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, με επιπτώσεις στην άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας - (Άρθρο 23) - θα αποτελούσαν «αποσπαστές πράξεις» και θα μπορούσαν να ελεγχθούν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ειδικότερα, σε περιπτώσεις ατομικών δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύνταγμα αλλά μπορούν να υπαχθούν σε περιορισμούς, όπως το δικαίωμα ιδιοκτησίας, οποιοσδήποτε περιορισμός ή επέμβαση γίνεται σ’ αυτά, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, από διοικητική ενέργεια, πρέπει να ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν ο περιορισμός ή η επέμβαση δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματος και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, θεωρώ ότι η νομιμότητα των Διαταγμάτων, τα οποία εκδόθηκαν μετά από άσκηση διακριτικής εξουσίας της Αρχής Εξυγίανσης, δε θα πρέπει να διαφύγει του αναθεωρητικού ελέγχου, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν υπάρχει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του οργάνου.

Ενόψει των πιο πάνω, θα απέρριπτα την προδικαστική ένσταση και θα εξέταζα τις προσφυγές στην ουσία τους.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:

Οι θεραπείες που ζητούνται.

Με τα γνωστά μέτρα για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και τις προσπάθειες για διάσωση των δύο μεγάλων τραπεζών με ίδια μέσα, καταχωρήθηκε μεγάλος αριθμός προσφυγών στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση των σχετικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν αναφορικά με την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα. Λόγω της σοβαρότητας και της μεγάλης σημασίας που είχαν τα επίδικα θέματα που εγείρονται, τόσο για τον τόπο, όσο και για τους καταθέτες, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε με τη σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων των διαδίκων, να επιληφθεί αμέσως της ουσίας των προσφυγών, παρά των ενδιάμεσων αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα. Επιλέγησαν προς ακρόαση οι πρώτες 57 προσφυγές που είχαν καταχωρηθεί μέχρι την ημέρα που συνεδρίασε η Πλήρης Ολομέλεια. Δόθηκε χρόνος στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στον ευπαίδευτο συνήγορο για την Κεντρική Τράπεζα να καταχωρήσουν τις ενστάσεις τους. Επίσης έγινε έκκληση προς τους δικηγόρους των διαδίκων να ομαδοποιήσουν τις υποθέσεις, ανάλογα με τα θέματα που εγείρονται, ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία. Δυστυχώς μέχρι την ημέρα της ακρόασης αυτό δεν έγινε κατορθωτό, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο μη έχοντας άλλη επιλογή, να επιληφθεί της Προσφυγής Αρ. 553/2013, η οποία ήταν η δεύτερη στον κατάλογο, αφού προηγουμένως η δικηγόρος που εμφανίζετο στην Προσφυγή Αρ. 551/2013 που προηγείτο, παραχώρησε τη σειρά της.

Το Δικαστήριο επιλήφθηκε πρώτα της προδικαστικής ένστασης που ήγειρε ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας. Επειδή η ένσταση ήταν κοινή σε όλες τις προσφυγές, δόθηκε η ευκαιρία σε όλους τους δικηγόρους που αντιπροσώπευαν διαδίκους στις άλλες προσφυγές, να ακουστούν επί του συγκεκριμένου προδικαστικού θέματος.

Το ιστορικό.

Ενόψει της φύσης και της σοβαρότητας της προδικαστικής ένστασης που εγείρεται, καθίσταται αναγκαίο να γίνει εκτενής αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν ώστε να καταγραφεί το όλο σκηνικό που επικρατούσε και που οδήγησε στη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων για τις οποίες γίνεται εισήγηση ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν του δικαστικού ελέγχου.

Η Κύπρος μέχρι το 2008 είχε μια σχετικά σταθερή οικονομία και ένα μικρό δημοσιονομικό πλεόνασμα. Προς το τέλος του 2008, όπως είναι γνωστό, κατέρρευσαν μεγάλες Αμερικανικές Τράπεζες, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει οικονομική κρίση η οποία μεταφέρθηκε στην Ευρώπη*. Παρά τα σημάδια της εποχής, η Κύπρος δεν έλαβε έγκαιρα μέτρα. Ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε, το μικρό πλεόνασμα που υπήρχε το 2008 δεν άργησε να εξανεμιστεί και τα πρώτα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται στον ορίζοντα από το 2009.

Επειδή η οικονομική πολιτική και σχεδιασμός, τόσο του κράτους, όσο και των τραπεζών δεν είχαν αλλάξει, παρά τις συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Κύπρου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, η οικονομία της Κύπρου σταδιακά χειροτέρευε. Τελικά περί τα μέσα του 2011 η Κύπρος είχε αποκλειστεί από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με αποτέλεσμα η χρημα[*484]τοδότηση των αναγκών του κράτους να περιοριστεί δραστικά. Η μόνη πλέον διαθέσιμη πηγή δανεισμού, ήταν η χρηματοδότηση μέσω της εγχώριας αγοράς.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η προηγούμενη κυβέρνηση αναγκάστηκε περί το τέλος του 2011 να ζητήσει εξωτερικό δανεισμό και σ’ αυτά τα πλαίσια εξασφάλισε δάνειο ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ από τη Ρωσία. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να διορθώσει τα κακώς έχοντα στην οικονομία και ιδιαίτερα τα προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα που άρχισαν να αναφύονται πιο έντονα. Τη χαριστική βολή φαίνεται να έδωσε το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων. Ενώ ήταν γνωστό ότι η Ελλάδα από το 2010 ζήτησε διάσωση της οικονομίας της, οι κυπριακές τράπεζες φαίνεται να συνέχισαν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 που αποφασίστηκε η απομείωση των ελληνικών κρατικών ομολόγων, οι δύο μεγάλες τράπεζες της Κύπρου κατείχαν περίπου 5,8 δισεκατομμύρια ευρώ και ως αποτέλεσμα του «κουρέματος» απώλεσαν περίπου το 75% της αξίας των ομολόγων που κατείχαν, ήτοι ποσό περίπου 4,5 δισεκατομμυρίων ευρώ ή γύρω στο 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Κύπρου. Το ποσοστό αυτό ήταν το μεγαλύτερο που υπέστη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ούτε και αυτή η τεράστια απώλεια ήταν αρκετή για να ωθήσει την Κύπρο να λάβει έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα ή να ζητήσει έγκαιρα βοήθεια από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ανυπέρβλητα προβλήματα στη χρηματοδότηση των αναγκών του κράτους και στη συγκέντρωση των αναγκαίων κεφαλαίων για ανακεφαλαιοποίηση των δύο μεγάλων τραπεζών οι οποίες ζητούσαν κρατική στήριξη. Το Μάιο του 2012 είχε ήδη δοθεί στήριξη ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ στη Λαϊκή Τράπεζα, ενώ περί το τέλος Ιουνίου, η Τράπεζα Κύπρου ζήτησε κρατική στήριξη ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ για να καλύψει τα κεφαλαιακά ελλείμματά της. Επειδή η προθεσμία που δόθηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση έληγε τα τέλη Ιουνίου 2012, το κράτος τελικά υπέβαλε στις 25.6.2012 αίτηση για οικονομική βοήθεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (Ε.Μ.Σ.) της Ευρωζώνης και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.). Οι διαπραγματεύσεις με την Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Δ.Ν.Τ.), συνέχισαν μέχρι τον Νοέμβριο του 2012 που υπογράφηκε το Προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης.

Όμως η τελική συμφωνία καθυστέρησε να υπογραφεί, λόγω [*485]διαφωνιών ως προς τα ακριβή ελλείμματα των τραπεζών, με αποτέλεσμα να κληθεί ο οίκος PIMCO για να βοηθήσει. Σύμφωνα με την Ένσταση που καταχώρησε η Δημοκρατία, η όλη καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο ασφυκτικές οι ανάγκες του κράτους και των δύο μεγάλων τραπεζών, οι οποίες αναγκάζονταν να εξασφαλίζουν αυξανόμενη έκτακτη ρευστότητα - «Emergency Liquidity Assistance» - (ELA) από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (Κ.Τ.Κ.), η οποία προϋπόθετε τη μη ένσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.). Λόγω των φημολογιών που άρχισαν να κυκλοφορούν, η κατάσταση των δύο κυπριακών τραπεζών τους πρώτους τρεις μήνες του 2013, άρχισε να επιδεινώνεται σημαντικά λόγω εκροών των καταθέσεων τους, ιδιαίτερα στα καταστήματα τους στην Ελλάδα. Οι δύο τράπεζες κατείχαν μερίδιο της αγοράς στην Κύπρο, της τάξης του 38% του συνόλου των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, στις 28.2.2013 η Τράπεζα Κύπρου κατείχε το 25,35% του συνόλου των καταθέσεων που διατηρούνταν στην Κύπρο, ενώ είχε παραχωρήσει το 22,75% σε χορηγήσεις. Το αντίστοιχο ποσοστό της Λαϊκής Τράπεζας ήταν 12,54% του συνόλου των καταθέσεων και 15,58% σε χορηγήσεις. Ο κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και στάσης πληρωμών εκ μέρους του κράτους το οποίο δεν μπορούσε να βοηθήσει, ήταν πλέον ορατός.

Στις 15.3.2013, περίπου τρεις εβδομάδες μετά την εκλογή νέου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, συγκλήθηκε συνάντηση των χωρών της Ευρωζώνης (Eurogroup) για συζήτηση της σοβαρής κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην Κύπρο. Τις πρωινές ώρες της 16.3.2013 λήφθηκε απόφαση από το Eurogroup για διάσωση της κυπριακής οικονομίας με την παροχή βοήθειας ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η βοήθεια συνδέθηκε με τη λήψη μέτρων για διάρθρωση της οικονομίας στη βάση αποδοχής μνημονιακής σύμβασης. Τέθηκε επίσης όρος ότι το ποσό των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν θα χρησιμοποιείτο για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ως εκ τούτου ζητήθηκε από την Κύπρο όπως εξασφαλίσει με δικά της μέσα πρόσθετο ποσό ύψους περίπου 5,8 δισεκατομμυρίων ευρώ. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε η εισαγωγή μιας εφάπαξ εισφοράς αλληλεγγύης από όλους τους καταθέτες (6,75% για καταθέσεις κάτω των €100.000 και 9,9% για καταθέσεις άνω των €100.000), καθώς και άλλων μέτρων για αναδιάρθρωση της οικονομίας και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Στις 19.3.2013 η Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε το νομοσχέδιο που είχε κατατεθεί για έγκριση της Συμφωνίας που είχε επιτευχθεί με το Eurogroup.

[*486]Tην 21.3.2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να διατηρήσει το μέχρι τότε επίπεδο ρευστότητας, που σήμαινε ότι δεν θα παραχωρείτο περαιτέρω ρευστότητα (ELA), εκτός εάν η Κύπρος δεχόταν το πρόγραμμα διάσωσης που προτείνετο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Δ.Ν.Τ. και το οποίο θα διασφάλιζε τη φερεγγυότητα των κυπριακών τραπεζών και δημόσιου τομέα. Στις 22.3.2013 η εικόνα που προέκυπτε από τα αποθέματα ρευστών διαθέσιμων των δύο τραπεζών, ήταν ότι αυτές δεν θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν τις υποχρεώσεις τους, αν δεν τους παραχωρείτο έκτακτη ρευστότητα.

Σύμφωνα με τους όρους παροχής έκτακτης ρευστότητας από την Κ.Τ.Κ. προς τις τράπεζες, σε περίπτωση διακοπής της παροχής έκτακτης ρευστότητας προς τις τράπεζες, τα ποσά που είχαν παραχωρηθεί μέχρι τότε ως έκτακτη ρευστότητα, καθίσταντο αμέσως πληρωτέα προς την Κ.Τ.Κ.. Να σημειωθεί ότι η κυπριακή κυβέρνηση παραχώρησε στη Λαϊκή Τράπεζα κυβερνητική εγγύηση ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ με αποτέλεσμα με την ενδεχόμενη κατάρρευση της Λαϊκής να δημιουργείται άμεσος κίνδυνος πτώχευσης του κράτους, εφόσον οι κυβερνητικές εγγυήσεις καθίσταντο αμέσως πληρωτέες στους κατόχους τους. Η ενδεχόμενη αδυναμία του κράτους να πληρώσει τις υποχρεώσεις του, θα είχε αλυσιδωτές επιδράσεις στις υποχρεώσεις του κράτους, έναντι των κατόχων κρατικών ομολόγων.

Λόγω του όρου που έθεσε η Ε.Κ.Τ., η επίτευξη συμφωνίας με το Eurogroup ήταν επιτακτική, καθότι ο κίνδυνος άμεσης χρεοκοπίας του κράτους ήταν πλέον ορατός, εφόσον δεν θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν ούτε τα περίπου 35 δισεκατομμύρια καταθέσεων κάτω των €100.000 τα οποία υποτίθεται ότι ήταν εξασφαλισμένα. Σύμφωνα με τη θέση της Δημοκρατίας, η μόνη άλλη διέξοδος θα ήταν η αποχώρηση από το ευρώ και η έκδοση νέου νομίσματος με απρόβλεπτες συνέπειες.

Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η Βουλή ψήφισε στις 22.3.2013, μεταξύ άλλων, τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 (Ν. 17(Ι)/2013), στο εξής «ο Νόμος».

Στις 25.3.2013 συνήλθε εκ νέου το Eurogroup και επιτεύχθηκε νέα συμφωνία με την κυπριακή κυβέρνηση για εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής προς αποφυγή χρεοκοπίας της Κύπρου. Μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ότι το Eurogroup θα παρείχε βοήθεια 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ η Δημοκρατία θα λάμβανε μέτρα για την εξεύρεση πρόσθετου ποσού 5,8 δισεκατομμυρίων ευρώ για εξυγίανση των δύο μεγάλων τραπεζών με ίδια μέσα («bail-in») στη βάση του Νόμου 17(Ι)/2013*.

Στις 25.3.2013 η Ε.Κ.Τ. χαιρέτησε την επίτευξη συμφωνίας και ανακοίνωσε ότι δεν είχε πλέον ένσταση στην παραχώρηση περαιτέρω έκτακτης ρευστότητας. Ενόψει της απόφασης που επιτεύχθηκε με το Eurogroup, η οποία απέκλειε την ανακεφαλαιοποίηση των δύο τραπεζών από το πρόγραμμα χρηματοδότησης που θα λαμβάνετο από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και προ του κινδύνου αποσταθεροποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας, η Κ.Τ.Κ., ως Αρχή Εξυγίανσης, από κοινού με τον Υπουργό Οικονομικών, άσκησε τις εξουσίες της δυνάμει του Άρθρου 3 του Νόμου 17(Ι)/2013 και έλαβε το πρώτο μέτρο εξυγίανσης των δύο μεγάλων τραπεζών. Μεταξύ άλλων εξέδωσε και τα πιο κάτω Διατάγματα:- Κ.Δ.Π. 94/2013, ημερ. 25.3.2013 (Πώληση Εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας), Κ.Δ.Π. 97/2013, ημερ. 26.3.2013 (Πώληση των εν Ελλάδι Εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας), Κ.Δ.Π. 103/2013, ημερ. 29.3.2013 (Διάσωση με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου), Κ.Δ.Π. 104/2013, ημερ. 29.3.2013 (Πώληση ορισμένων Εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας), Κ.Δ.Π. 105/2013, ημερ. 1.4.2013 (Πώληση Ορισμένων Εργασιών στο Ηνωμένο Βασίλειο της Λαϊκής Τράπεζας), Κ.Δ.Π. 107/13, ημερ. 3.4.2013 (Επιβολής Προσωρινών Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης, Τέταρτο Διάταγμα του 2013) και Α.Δ.Π. 197/13, ημερ. 26.3.2013 (Διορισμός Ειδικού Διαχειριστή για τη Cyprus Popular Bank Public Co Ltd δυνάμει του Άρθρου 14).

Όπως ισχυρίζεται η Δημοκρατία και η Κ.Τ.Κ., η λήψη των πιο πάνω μέτρων ήταν επιτακτική ανάγκη ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, να προστατευθούν οι εγγυημένοι καταθέτες κάτω των €100.000, να αποφευχθεί η μετακύλιση του κόστους εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους, να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας των εργαζόμενων στις δύο τράπεζες και η διασφάλιση μέρους των καταθέσεων άνω των €100.000 στην Τράπεζα Κύπρου.

Οι πιο πολλοί Αιτητές προσβάλλουν ευθέως τη νομιμότητα κυρίως των διαταγμάτων Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013, ενώ μερικοί Αιτητές προσβάλλουν επιπρόσθετα και άλλα Διατάγματα.*

Ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με την ένστασή του ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά «πράξη κυβερνήσεως», της οποίας και επιληφθήκαμε πρώτης.**

Η νομική πτυχή.

Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι έναντι των τραπεζών, τα δικαιώματα των Αιτητών ως καταθέτες, είναι δικαιώματα τα οποία βασικά ρυθμίζονται από το δίκαιο των συμβάσεων. Ταυτόχρονα είναι κατοχυρωμένα ως δικαιώματα σε περιουσία όχι μόνο από το Σύνταγμα (Άρθρο 23) αλλά και από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Άρθρο 17) («ο Χάρτης»), όσο και από τη Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης (η «Ε.Σ.Δ.Α.») (Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου). Και στις τρεις περιπτώσεις γίνεται πρόνοια ότι η άσκηση του δικαιώματος δεν μπορεί να υποβληθεί σε όρους παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά του. Βέβαια οι Αιτητές για προστασία των συμφερόντων τους, δεν επικαλούνται το αστικό δίκαιο, αλλά το διοικητικό δίκαιο, εγείροντας προσφυγές προσβάλλοντας τη νομιμότητα των διαφόρων Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων (Κ.Δ.Π.) που αφορούν στην Τράπεζα Κύπρου και στη Λαϊκή Τράπεζα.

Εκείνο που εγείρεται με την προδικαστική ένσταση του Εντίμου Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είναι κατά πόσο η θέσπιση των προαναφερόμενων Κ.Δ.Π., που επηρεάζουν τους μετόχους και καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί ότι η συμφωνία της κυβέρνησης με το Eurogroup και οι μετέπειτα εξελίξεις που τροχιοδρομήθηκαν ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας, συνιστούν «πολιτική απόφαση» της κυβέρνησης, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί. Περαιτέρω θεωρεί ότι η κάθε Κ.Δ.Π. συνιστά «πράξη κυβερνήσεως» και ως τέτοια δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο.

Ο Νόμος 17(Ι)/2013 μπορεί να εισήξε καινοφανείς πρόνοιες και να εξέπληξε όχι μόνο το μέσο κύπριο πολίτη, αλλά και το μέσο ευρωπαίο πολίτη, όμως το σκηνικό που επέφερε ήταν γνωστό ή θα έπρεπε να ήταν γνωστό εδώ και χρόνια στους ειδικούς στον τραπεζικό τομέα. Από το 2009 η ομάδα των G20, ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας της Lehman Brothers και των συστημικών συνεπειών που επέφερε στην παγκόσμια οικονομία *, απηύθυνε έκκληση «να επανεξεταστούν τα καθεστώτα εξυγίανσης και η πτωχευτική νομοθεσία, υπό το πρίσμα των πρόσφατων γεγονότων, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα συντεταγμένης εκκαθάρισης μεγάλων και πολύπλοκων διασυνοριακών ιδρυμάτων».*

Η μεταφορά της οικονομικής κρίσης από την Αμερική στην Ευρώπη και οι συστημικοί κίνδυνοι, ώθησαν διάφορα ευρωπαϊκά όργανα να ξεκινήσουν παρόμοιες συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τον Ιούνιο του 2010 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε Έκθεση με συστάσεις για τον τρόπο διαχείρισης κρίσεων στον τραπεζικό τομέα.** Το Δεκέμβριο του 2010 το ΕCOFIN διατύπωσε οριστικά συμπεράσματα ζητώντας ένα ενωσιακό πλαίσιο για την πρόληψη, διαχείριση και επίλυση οικονομικών κρίσεων.*** Όλα τα πιο πάνω στοιχεία και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, συνοψίζονται στην Αιτιολογική Έκθεση της «Πρότασης-Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου του 2012»**** η οποία φαίνεται να αποτέλεσε τη βάση για τη σύνταξη του Νόμου 17(Ι)/2013.

Η όλη προσπάθεια βέβαια, εντασσόταν στα πλαίσια δημιουργίας εργαλείων αποτροπής της κλιμάκωσης των προβλημάτων, μείωσης των κινδύνων μιας τραπεζικής χρεοκοπίας και ταυτόχρονα της διάσωσης ή απομείωσης χρέους με ίδια μέσα («bail-in»). Στην ουσία έγινε δεκτή η αρχή που έθεσε η ομάδα των G20 ότι τα σχέδια εξυγίανσης θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα να εξυγιαίνεται ένα ίδρυμα με ελαχιστοποίηση της έκθεσης φορολογουμένων σε απώλειες λόγω στήριξης της φερεγγυότητας των τραπεζών από το κράτος, ενώ θα προστατεύονται οι ζωτικές οικονομικές λειτουργίες.***** Σημειώνεται ότι σκοπός της Πρότασης-Οδηγίας είναι να δώσει σε «δημόσιες διοικητικές αρχές» την εξουσία εξυγίανσης. Τα διάφορα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέτασαν τις επιπτώσεις από την υιοθέτηση τέτοιων εναλλακτικών εργαλείων διάσωσης από αυτά που προσφέρουν τα διάφορα εθνικά νομοθετήματα περί αφερεγγυότητας των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η πρόταση περιλαμβάνει πιο λεπτομερείς πρόνοιες απ’ ό,τι ο Νόμος 17(Ι)/2013, στον οποίο φαίνεται να έχουν περιληφθεί μόνο οι κυριότερες πρόνοιες. Θεωρώ σκόπιμο, έστω και αν καταχρώμαι του χώρου, να παραθέσω αυτούσια στα Παραρτήματα «Α» και «Β», σχετικά αποσπάσματα από την Αιτιολογική Έκθεση της Πρότασης-Οδηγίας για να δείξω όχι μόνο τους προβληματισμούς εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σημαντική αλλαγή πολιτικής που είχε εξαγγελθεί, αλλά και τις προετοιμασίες που αναμένετο να γίνουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο πριν την υιοθέτηση της Πρότασης-Οδηγίας, ώστε να αντιμετωπιστούν με ίσο τρόπο οι καταθέτες σε όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης και να ρυθμίζεται η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.*

Στην Πρόταση-Οδηγία γίνεται επίσης αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να τύχει εφαρμογής. Το σχετικό απόσπασμα από την παράγραφο 4(3) της Αιτιολογικής Έκθεσης, το οποίο θεωρώ χρήσιμο, παρατίθεται στο «Παράρτημα Β».

Όπως σημειώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση της Πρότασης-Οδηγίας, το Άρθρο 114(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο εξής «η Σ.Λ.Ε.Ε.», το οποίο θα αποτελούσε τη νομική βάση για θέσπιση της Οδηγίας, παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνονται μέτρα για την «προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών αναφορικά με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ότι η πρόταση αποσκοπεί στο να εναρμονίσει τις εθνικές διατάξεις για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων».

Η Πρόταση-Οδηγία αναμένεται να εισαχθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών μέχρι την 31.12.2014, ήτοι μέσα σε 18 μήνες από τη δημοσίευση της Πρότασης-Οδηγίας στις 6.6.2012. Αξίζει να σημειωθεί ότι αναφορικά με τη διάσωση με ίδια μέσα («bail-in») γίνονται ειδικές ρυθμίσεις. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση:-

«Όσον αφορά τις διατάξεις για το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέ[*492]σα προβλέπεται μεγαλύτερη περίοδος μεταφοράς και εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου, 2018. Με την ημερομηνία αυτή λαμβάνονται υπόψη οι παρατηρούμενοι κύκλοι διάρκειας του υφιστάμενου χρέους, η ανάγκη να αποφευχθεί απομόχλευση και η ανάγκη να εφαρμόσουν τα ιδρύματα νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις έως το 2018.

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, της 28ης Σεπτεμβρίου, 2011, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνοδεύουν την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με πίνακες αντιστοιχίας. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό είναι δικαιολογημένο, λόγω της πολυπλοκότητας της οδηγίας, η οποία καλύπτει διάφορα θέματα και πιθανόν να απαιτήσει πληθώρα μέτρων εφαρμογής, και λόγω του γεγονότος ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη θεσπίσει νομοθεσία με την οποία εφαρμόζεται εν μέρει η παρούσα οδηγία.»

Οι πιο πάνω ρυθμίσεις από πλευράς σχεδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν εύλογες, αφού δεν ήταν δυνατό χωρίς την προαπαιτούμενη προετοιμασία να γίνει μια τόσο μεγάλη μεταστροφή πολιτικής στον χρηματοπιστωτικό τομέα η οποία θα επηρέαζε άμεσα την εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το κυπριακό πλαίσιο εξυγίανσης.

Δυστυχώς η Κύπρος δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου να αναμένει την εναρμόνιση της με την Πρόταση-Οδηγία. Ούτε οι εταίροι μας στo Eurogroup και την Ευρωπαϊκή Ένωση αισθάνθηκαν την ανάγκη να εξετάσουν και υπαλλακτικά μέσα διάσωσης της οικονομίας της Κύπρου με βάση την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει των όσων σχεδίαζαν με την Πρόταση-Οδηγία, της απουσίας νομισματικής ένωσης, καθώς και του ψηλού ποσοστού «κουρέματος» που υπέστησαν οι κυπριακές τράπεζες για να σώσουν άλλη χώρα της Ευρωζώνης. Βέβαια αυτά τα θέματα έχουν σχέση με την ουσία της υπόθεσης. Όμως κατά την εξέταση της προδικαστικής ένστασης κατά πόσον η πράξη θα πρέπει ή όχι να ελεγχθεί δικαστικά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το όλο ιστορικό, αλλά και η δυνατότητα δικαστικού διοικητικού ελέγχου του κύρους τυχόν ενεργειών, παραλείψεων ή αποφάσεων διαφόρων ευρωπαϊκών οργάνων και η δυνατότητα ελέγχου της συμβατότητας των αποφάσεων τους με τις πρόνοιες της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο εξής «η Σ.Ε.Ε.» και της Σ.Λ.Ε.Ε., δυνάμει των νομικών εργαλείων που παρέχει το Άρθρο 267 της Σ.Λ.Ε.Ε..

[*493]Ως εκ του γεγονότος ότι το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί με την αποδοχή του ομοιόμορφου πλαισίου που εισηγείτο η Πρόταση-Οδηγία για εξυγίανση των προβληματικών τραπεζικών οργανισμών, αιωρείται το θέμα κατά πόσον η Κύπρος εδικαιούτο ή όχι να θεσπίσει το Νόμο 17(Ι)/2013 προτού υιοθετηθεί η Πρόταση-Οδηγία, κάτι που θα καθιέρωνε ομοιόμορφη και ίση αντιμετώπιση όλων των καταθετών σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα διασφάλιζε την ομοιόμορφη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, σύμφωνα με το Άρθρο 26 της Σ.Λ.Ε.Ε..  Όμως δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστούν οι λόγοι που ώθησαν την Εκτελεστική Εξουσία να καταθέσει εσπευσμένα νομοσχέδιο και τη Βουλή να το ψηφίσει σε νόμο, καθότι σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, αντικείμενο συζήτησης είναι τα προσβαλλόμενα Διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 5(12) του Νόμου. Μόνο αν κριθεί ότι χωρεί δικαστικός διοικητικός έλεγχος των πράξεων, μπορεί να εξεταστούν ζητήματα που αφορούν στη συμβατότητα του Νόμου, όχι μόνο με το Σύνταγμα, αλλά και με το δίκαιο της Ένωσης και ειδικότερα της Σ.Ε.Ε. και της Σ.Λ.Ε.Ε., ζητήματα τα οποία εγείρουν ορισμένοι από τους Αιτητές στις προσφυγές τους. Όμως επί του παρόντος, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ζητηθεί ένας τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος της συμβατότητας του Νόμου.

 

Οι κύριες πρόνοιες του Νόμου 17(Ι)/2013.

Το Άρθρο 3(1) του Νόμου περιέχει τις γενικές αρχές εξυγίανσης ενώ το εδάφιο (2) διατυπώνει τις γενικές αρχές για τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και ειδικά για το μέτρο της διάσωσης με ίδια μέσα, μέθοδος η οποία έγινε γνωστή ως «bail-in».  Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παρ. (δ) και (ζ) του Άρθρου 3(2) προβλέπουν ότι:-

«(2) Κατά τη λήψη και εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφαρμόζονται οι πιο κάτω γενικές αρχές:

…………………..……………………………………………

(δ) οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση,

………………………………………………………………….

(ζ) η επέμβαση επί των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, δεν υπερβαίνει πρόνοιες του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης [*494]Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,

…………………………………………………………………»

Η Αρχή Εξυγίανσης δύναται δυνάμει του Άρθρου 5(12) να εκδίδει γενικές ή ειδικές οδηγίες ή διατάγματα. Οι προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης προσδιορίζονται στο Άρθρο 6 του Νόμου το οποίο προβλέπει ότι:-

«6(1) Η Αρχή Εξυγίανσης λαμβάνει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, μόνο εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α)   Το επηρεαζόμενο ίδρυμα δεν είναι βιώσιμο ή πιθανόν να καταστεί μη βιώσιμο, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Αρχής Εξυγίανσης, βάση της οποίας διαφαίνεται εύλογος κίνδυνος ότι το επηρεαζόμενο ίδρυμα δυνατό να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ή και να συνεχίσει να λειτουργεί ως δρώσα οικονομική μονάδα,

(β)   χωρίς τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, άλλες ενέργειες που δυνατό να ληφθούν σε εύλογο χρόνο από το επηρεαζόμενο ίδρυμα ή από την αρμόδια εποπτική αρχή, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Αρχής Εξυγίανσης, δεν επαρκούν ούτως ώστε το ίδρυμα να μπορεί να τηρεί τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας ή και ρευστότητας, και

(γ)   το μέτρο εξυγίανσης είναι αναγκαίο για την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.»

Στο Άρθρο 7 απαριθμούνται τα μέτρα εξυγίανσης που η Αρχή έχει εξουσία να απαιτήσει από το επηρεαζόμενο ίδρυμα να εφαρμόσει. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η πώληση εργασιών δυνάμει των Άρθρων 7(1)(β) και 9, καθώς και η διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει των διατάξεων των Άρθρων 7(1)(ε) και 12. Με το Άρθρο 9(1) δίδεται εξουσία στην Αρχή Εξυγίανσης να απαιτεί μέσω της έκδοσης διατάγματος, την πώληση εργασιών του υπό εξυγίανση ιδρύματος.  Σύμφωνα με το εδάφιο (8):-

«9(8) Η διαδικασία που προνοείται στο εδάφιο (7) πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

………………………………………………………………….

(στ) στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων:

[*495]………………………………………………………………».

Το Άρθρο 12 παρέχει εξουσία στην Αρχή Εξυγίανσης να απαιτεί, όποτε η ίδια κρίνει αναγκαίο, μέσω της έκδοσης διατάγματος, την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος με ίδια μέσα.

Τα Άρθρα 22 και 23 προβλέπουν για τη διαδικασία αποτίμησης μεταβιβαζόμενων τίτλων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων και άλλων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, καθώς και για το διορισμό ανεξάρτητου εκτιμητή και για τα προσόντα που θα πρέπει αυτός να διαθέτει.

Πολύ σημαντικό είναι και το Μέρος VII του Νόμου, το οποίο αφορά στα Δικαιώματα Αποκατάστασης τα οποία έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον σχετίζονται άμεσα με τα επίδικα θέματα. Τα Άρθρα 25 και 26 προβλέπουν τα εξής σε σχέση με τα δικαιώματα αποκατάστασης ή διασφάλισης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μετόχων ή πιστωτών και προσδιορίζουν τον τρόπο αμφισβήτησης πράξεων και της διεκδίκησης αποκατάστασης:-

«25.            Σε περίπτωση που το εφαρμοζόμενο μέτρο εξυγίανσης επηρεάζει δικαιώματα ιδιοκτησίας μετόχου, πιστωτή ή άλλου αντισυμβαλλόμενου του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, η Αρχή Εξυγίανσης διασφαλίζει ότι τυχόν απώλεια που υφίσταται το θιγόμενο μέρος δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ετίθετο, στο σύνολό του, απευθείας σε εκκαθάριση:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, υπερισχύει η ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοοικονομικού συστήματος και η διασφάλιση της προαγωγής της δημόσιας ωφέλειας και της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, ως τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 3.

26.(1) Το δικαίωμα δικαστικής αμφισβήτησης της ληφθείσας από την Αρχή Εξυγίανσης απόφασης σχετικά με το προσδιοριζόμενο αντάλλαγμα για το θιγόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα αναζήτησης οικονομικής επανόρθωσης του θιγόμενου προσώπου από τη λήψη μέτρων εξυγίανσης δεν επηρεάζονται.

(2)   Σε περίπτωση που μέτοχος, πιστωτής ή αντισυμβαλλόμενος του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, θεωρεί ότι η οικονομική του θέση έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με αυτή, στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχαν ληφθεί μέτρα εξυγίανσης και το [*496]επηρεαζόμενο ίδρυμα τίθετο απευθείας σε εκκαθάριση, η απαίτηση του οικονομικά θιγόμενου προσώπου περιορίζεται στην απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων για ζημία, την οποία έχει υποστεί δυνάμει της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης.

(3)   Οι απαιτήσεις του εδαφίου (2) δεν δύνανται να στραφούν κατά –

(α) της Αρχής Εξυγίανσης, τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 29,

(β) του προσώπου, προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση, προκειμένου περί απαιτήσεων που απορρέουν από τη λήψη των διαλαμβανόμενων στα Άρθρα 9, 10, 11 και 13 μέτρων εξυγίανσης.»

Στο Νόμο υπάρχει και άλλη περιοριστική πρόνοια σε σχέση με την Αρχή Εξυγίανσης. Το Άρθρο 29 προβλέπει ότι:-

«29.            Η Αρχή Εξυγίανσης δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη, σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της, που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους της.».

Με παρόμοια πρόνοια το Άρθρο 30 του Νόμου περιορίζεται και η ευθύνη του Ειδικού Διαχειριστή.

Τα προσβαλλόμενα διατάγματα.

Οι Αιτητές με τις προσφυγές τους ζητούν να κηρυχθούν παράνομες οι πράξεις που περιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο στα διατάγματα Κ.Δ.Π. 103/2013 και Κ.Δ.Π. 104/2013. Το πρώτο αφορά στην Τράπεζα Κύπρου και σκοπός του διατάγματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3, είναι η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας της Τράπεζας Κύπρου διά του μέτρου της διάσωσης με ίδια μέσα στη βάση του Άρθρου 7(1)(ε) και 12 του Νόμου. Το δεύτερο (Κ.Δ.Π. 104/2013) αφορά στη Λαϊκή Τράπεζα και ο σκοπός του είναι η απαίτηση πώλησης ορισμένων εργασιών της Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 7(1)(β) και 9 του Νόμου και της παρ. 5 του Διατάγματος. Τα άλλα διατάγματα που προσβάλλονται είναι παρεμφερή, αλλά δεν χρειάζεται ειδική ενασχόληση εφόσον τα νομικά σημεία είναι κοινά.

[*497]Η αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.

Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι μια πράξη για να είναι προσβλητή στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, πρέπει να ανάγεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου.

Η ταξινόμηση μιας πράξης στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου δεν είναι πάντα εύκολη. Όπως αναφέρθηκε από την Ολομέλεια στην Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373:-

«Σύμφωνα με καλά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, πράξεις εξουσίας (imperium) οι οποίες ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο, είναι εκείνες που η διοίκηση ασκεί δημόσια εξουσία, δηλαδή εμφανίζεται έναντι των διοικουμένων επί εξουσιαστικής βάσης. Από την άλλη, πράξεις διαχείρισης (fiscus) αφορούν στην προστασία του οικονομικού ή ταμιευτικού συμφέροντος της δημόσιας αρχής. Στην κατηγορία αυτή, η διοίκηση δρα ισότιμα έναντι του διοικουμένου χωρίς να επιβάλλει την εξουσία της σ’ αυτόν. Συνήθης περίπτωση είναι η διαχείριση ή εκμετάλλευση της περιουσίας του κράτους ή άλλες πράξεις οι οποίες μπορεί να συνδέονται με τη λειτουργία δημόσιας αρχής, αλλά έγιναν με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου.»

Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε πρακτικά κριτήρια για την ταξινόμηση των πράξεων. Στην Antoniou a.o. v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623 στη σελίδα 627 θεωρήθηκε ότι εάν η πράξη αποσκοπεί στην προώθηση κατά κύριο λόγο δημόσιου σκοπού, τότε εμπίπτει στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Δημόσιος σκοπός καθορίστηκε εκείνος που το κοινό γενικά έχει συμφέρον στην ευόδωσή του. Αντίθετα, πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου είναι εκείνες που ρυθμίζουν ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης, οπότε και η πράξη παίρνει τη μορφή σύμβασης και ταξινομείται στο ιδιωτικό δίκαιο (βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 882).

Στην προκειμένη περίπτωση οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν πρωταρχικό σκοπό την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και την αποτροπή άτακτης χρεοκοπίας των τραπεζών. Κατά την άποψή μου οι προσβαλλόμενες πράξεις αποσκοπούν στην προώθηση δημόσιου σκοπού για τον οποίον το κοινό έχει έντονο συμφέρον με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.* Μπορεί οι προσβαλλόμενες πράξεις να έχουν και τα στοιχεία της ρύθμισης ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά, όπως και στην περίπτωση διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών κρίθηκε ότι λόγω του σκοπού, της φύσης της πράξης και έντονου δημόσιου συμφέροντος, αυτή ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Όπως κρίθηκε στην Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, ακόμη και ο τερματισμός άδειας κατοχής τουρκοκυπριακής περιουσίας έχει σαν αντικείμενο την προαγωγή δημόσιου σκοπού, ως εκ της αναληφθείσας υποχρέωσης της πολιτείας έναντι των χιλιάδων προσφύγων σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα (βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, 222, Πλάτων κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2042 και Σπύρου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 87).

Σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει επί κάθε προσφυγής κατά αποφάσεως οιουδήποτε οργάνου ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, κατά πόσο αυτή είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, το νόμο ή εγένετο καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Το Άρθρο 146.6 προβλέπει περαιτέρω ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ζημιωθεί από απόφαση ή πράξη η οποία κηρύχθηκε άκυρη από το Ανώτατο Δικαστήριο και η αξίωση του δεν ικανοποιηθεί, δικαιούται να επιδιώξει δικαστική αποζημίωση ή άλλη θεραπεία.

Σύμφωνα με το διοικητικό δίκαιο Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις είναι αυτές που θέτουν κανόνες δικαίου, οι οποίες λόγω του περιεχομένου τους δημιουργούν γενικές και απρόσωπες καταστάσεις, οι οποίες είναι αντικειμενικές σε αντίθεση με τις Ατομικές Διοικητικές Πράξεις που είναι περισσότερο υποκειμενικές. Παραδείγματα Κανονιστικών Πράξεων είναι ο καθορισμός των πληρωτέων τελών για τη λειτουργία αποθηκών αποταμίευσης παγκυπρίως** και ο καθορισμός γεωργικών προϊόντων, τα οποία υπόκεινται σε υποχρεωτική ασφάλεια.*** Τέτοιες πράξεις δεν προσβάλλονται ευθέως στο δικαστήριο με προσφυγή. Όμως η νομιμότητά τους μπορεί να εξεταστεί παρεμπιπτόντως κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Ευθέως μπορούν να προσβληθούν μόνο Aτομικές Διοικητικές Πράξεις.

Παρά ταύτα, ορισμένες Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις μπορούν να προσβληθούν ευθέως. Για παράδειγμα πράξεις που αν και Κανονιστικές, απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό ατόμων και οι οποίες θεωρούνται ότι στην ουσία είναι Ατομικές, εφόσον δεν πληρούν το κριτήριο της γενικότητας, το οποίο βέβαια είναι περισσότερο εννοιολογικό παρά αριθμητικό.* Τέτοιες πράξεις γενικού περιεχομένου, έχουν χαρακτηριστεί οι πράξεις καθορισμού πολεοδομικών ζωνών σε συγκεκριμένη περιοχή,** ο καθορισμός ετήσιων τελών Σ.Α.Λ.Α. για συγκεκριμένη περιοχή *** και άλλες.

Στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη που αφορά στην Κ.Δ.Π. 103/2013, αν και εκδόθηκε ως Κανονιστική, εντούτοις μπορεί, κατά την κρίση μου, να προσβληθεί ευθέως, εφόσον στην ουσία πρόκειται, λόγω της φύσης και του περιεχομένου της, για σύνολο ατομικών διοικητικών πράξεων. Κατά την άποψή μου η προσβαλλόμενη πράξη δεν πληροί το κριτήριο της γενικότητας που απαιτείται για να χαρακτηριστεί ως Κανονιστική. Αντίθετα, πληροί το κριτήριο της ατομικότητας που απαιτείται στην περίπτωση ατομικών πράξεων. Ούτε η δεύτερη πράξη (Κ.Δ.Π. 104/2013) η οποία αφορά στην πώληση ορισμένων εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας, ικανοποιεί όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί ως Κανονιστική Πράξη. Μπορεί να προέρχεται από όργανο της διοίκησης που έχει την εξουσία να εκδίδει κανονιστικές πράξεις, αλλά δεν πληροί το κριτήριο της γενικότητας, αφού η πράξη δεν θέτει κανόνες δικαίου και ούτε δημιουργεί γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές καταστάσεις. Πρόκειται στην ουσία για Ατομική Πράξη η οποία δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις που αφορούν ένα συγκεκριμένο οργανισμό και όλα τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται σ’ αυτόν και στα οποία γίνεται αναφορά στα Διατάγματα. Πέραν τούτου η πράξη έχει εξαντληθεί με την πώληση των εργασιών της Λαϊκής, χωρίς να αφήνει οποιαδήποτε κατάλοιπα για εφαρμογή στο μέλλον, όπως συνήθως συμβαίνει με τις Κανονιστικές Πράξεις.* Στην ουσία πρόκειται για Ατομική Διοικητική Πράξη γενικού περιεχομένου. Οι δύο πράξεις κατά την άποψή μου φέρουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα Ατομικών εκτελεστών διοικητικών πράξεων και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, εκτός αν χαρακτηριστούν «πράξεις κυβερνήσεως» ή το αποτέλεσμα «πολιτικής απόφασης». Αυτή ήταν και η θέση που εξέφρασε και ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στην Απαντητική του αγόρευση. Δεν μπορώ να δεχθώ την εισήγηση ότι οι Αιτητές οι οποίοι προσβάλλουν το Διάταγμα που αφορά στη Λαϊκή Τράπεζα δεν έχουν έννομο συμφέρον, όπως εισηγούνται οι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση. Από την πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας και την όλη διαδικασία που προβλέπεται στο σχετικό Διάταγμα, κατά την άποψή μου επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντά τους ως καταθετών, εφόσον η πώληση των εργασιών διενεργήθηκε χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να διακόψουν τη συμβατική τους σχέση, αν επιθυμούσαν, ή να εκφράσουν άποψη στην περίπτωση μετόχων.** Εξάλλου το ίδιο το Διάταγμα Κ.Δ.Π. 104/2013, με την παράγραφο 5(3) προβλέπει ότι η μεταβίβαση των εργασιών θα ετίθετο σε ισχύ, θα παρήγαγε «έννομα αποτελέσματα» και θα ίσχυε έναντι τρίτων «από την Ημερομηνία Μεταβίβασης» η οποία καθορίστηκε η 29η Μαρτίου, 2013 και ώρα 6.10 πμ. Υπό αυτές τις περιστάσεις, ούτε η μια, ούτε η άλλη πράξη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν διαφορετικά, εφόσον και ο ίδιος ο Νόμος διά του Άρθρου 26 φαίνεται να αφήνει ανεπηρέαστο το δικαίωμα κάθε προσώπου να προσφύγει στο δικαστήριο για να αμφισβητήσει τις πράξεις στο βαθμό που αυτές επηρεάζουν τα προσδιοριζόμενα ανταλλάγματα για το θιγόμενο δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα αναζήτησης οικονομικής επανόρθωσης.

Ενόψει του τρόπου που είναι συνταγμένο το Άρθρο 26(1) του Νόμου, υπήρξε εισήγηση ότι το δικαίωμα αυτό αφορά μόνο στο θέμα του «ανταλλάγματος» και επομένως είναι θέμα αποζημιώσεων που εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αναμφίβολα το δικαίωμα έγερσης αγωγής για σκοπούς αποζημιώσεων αναγνωρίζεται από το Νόμο, όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί το δικαίωμα προσώπου [*501]να αμφισβητήσει ως παράνομο το συγκεκριμένο περιορισμό, στο βαθμό που του περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο για ακύρωση αυτής ταύτης της πράξης, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής προστασίας, εφόσον η εκτελεστική εξουσία παρενέβη και με πράξεις της διαμόρφωσε τα δικαιώματα των καταθετών και μετόχων. Τα συγκεκριμένα δικαιώματα, κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α., το Χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέραν τούτου, τα Διατάγματα εκδόθηκαν δυνάμει του Άρθρου 6 του Νόμου 17(Ι)/2013, το οποίο περιέχει διάφορες πρόνοιες και θέτει προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων από την Αρχή Εξυγίανσης. Οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις όπως και αυτές του Άρθρου 9(8), στα πλαίσια ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων, θα πρέπει να ελεγχθούν από αρμόδιο δικαστήριο που δεν είναι άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν στο διοικητικό δίκαιο. Το ίδιο ισχύει και για τον έλεγχο του ευλόγου των μέτρων που λήφθηκαν, με βάση την αρχή της αναλογικότητας.

Δε θα εξετάσω επί μέρους θέματα που έχουν εγερθεί σε σχέση με συγκεκριμένα διατάγματα αφού η εξέταση τους καθίσταται θεωρητική, ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο καταλήγει η απόφαση της πλειοψηφίας.

Κατά την κρίση μου, ο έλεγχος της νομιμότητας των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκτός αν κριθεί ότι ευσταθεί η προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας.

Πράξη Κυβερνήσεως/Πολιτική απόφαση.

Θα εξετάσω στη συνέχεια κατά πόσο οι επίδικες πράξεις μπορούν να χαρακτηριστούν «κυβερνητικές πράξεις» ή «πολιτικές αποφάσεις» και ως τέτοιες να εξαιρεθούν του δικαστικού διοικητικού ελέγχου. Ο έντιμος Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε ότι:- (α) η συμφωνία του Eurogroup της 25.3.2013 ήταν συμφωνία πολιτικής φύσης και άρα τα δύο διατάγματα που εκδόθηκαν για υλοποίηση της απόφασης, μπορεί να χαρακτηριστούν ως πράξεις κυβερνήσεως και (β) ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν για να καταστεί δυνατή η συνομολόγηση και η υλοποίηση διεθνών συμβάσεων, ήτοι του Μνημονίου και της Δανειακής Σύμβασης, οι οποίες έστω και αν δεν είχαν μέχρι τότε συνομολογηθεί, τα κείμενά τους είχαν συμφωνηθεί και η διαδικασία συνομολόγησης βρισκόταν στα τελικά στάδια.

Σύμφωνα με καλά εδραιωμένη νομολογία η οποία τυγχάνει εφαρμογής σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και της αμερικανικής ηπείρου, εξαιρούνται είτε διά νόμου είτε με νομολογιακή αρχή ορισμένες πράξεις είτε του αρχηγού του κράτους, είτε της κυβερνήσεως, οι οποίες αν και έχουν όλα τα εξωτερικά στοιχεία μιας διοικητικής πράξης, εντούτοις εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου.  Οι πράξεις αυτές στο γαλλικό διοικητικό δίκαιο ονομάζονται «actes de gouvernment», ενώ στο ελληνικό δίκαιο έχει καθιερωθεί ο όρος «κυβερνητική πράξη» ή «πράξη κυβερνήσεως» ή «πολιτική απόφαση». Στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο καλύπτονται από τους νομικούς όρους «act of state» ή «state immunity» ή «act of government». Αρχικά η νομολογία προσπάθησε να εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αποφάσεις της κυβερνήσεως οι οποίες είχαν έντονο το στοιχείο της άσκησης πολιτικής εξουσίας. Κλασσικές περιπτώσεις πράξεων που θεωρήθηκαν κυβερνητικές ή πολιτικής φύσεως, είναι η πράξη κήρυξης πολέμου,* επιστράτευσης, οι πράξεις απονομής χάριτος ** ή η κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο, ο αντίστοιχος όρος «act of state» αντιμετωπίζεται περισσότερο ως θέμα διάκρισης των εξουσιών, παρά ως δικαιοδοτικός περιορισμός. Ανεξάρτητα από τις ακαδημαϊκές διαφορές, κοινός σκοπός της εξαίρεσης είναι να επιτρέπεται ιδιαίτερα στην εκτελεστική εξουσία, να ασκεί ελεύθερα την πολιτική της, σε τομείς ευαίσθητους για τη λειτουργία και ασφάλεια του κράτους π.χ. οι πράξεις που σχετίζονται με τις διεθνείς σχέσεις του κράτους ή η απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας για εισαγωγή του πυραυλικού συστήματος S300 στην Κύπρο που σχετίζεται με την ασφάλεια του κράτους.*** Άλλοι τομείς στους οποίους εφαρμόζεται η εξαίρεση αφορά στις άλλες δύο εξουσίες του κράτους. Για παράδειγμα εξαιρούνται από δικαστικό έλεγχο οι πράξεις που θεωρούνται δικαστικές ή νομοθετικές.

Οι δύο μεγαλύτερες ομάδες πράξεων της κυβέρνησης, οι οποίες κρίθηκαν «πολιτικές» και ως τέτοιες νομολογιακά εξαιρέθηκαν του δικαστικού ελέγχου, αφορούν στον τομέα των διεθνών σχέσεων ενός κράτους και της πολιτικής που ασκείται από την εκτελεστική εξουσία. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι οι πράξεις αυτής της φύσης, είναι τόσο σημαντικές για τη διατήρηση της πολιτείας, της ασφάλειας του κράτους και του κοινωνικού ιστού, ώστε κατ’ εξαίρεση να μην υπόκεινται σε νομικούς περιορισμούς και στον αυστηρό έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων. Η εξαίρεση σε αυτούς τους δύο τομείς δεν είναι άσχετη με την έλλειψη μεθόδων ελέγχου από πλευράς δικαστηρίων, είτε της εκτελεστικής εξουσίας είτε ξένων κυβερνήσεων που ενδεχομένως να εμπλέκονται ή να επικαλούνται και οι ίδιες ότι μια δική τους πράξη είναι πράξη κυβερνήσεως και δεν θα πρέπει να ελεγχθεί από τη δικαιοσύνη.

Η νομολογία μας, ελλείψει σταθερών συνταγματικών ή γενικά αποδεκτών κριτηρίων, φαίνεται να αποδέχεται ως κυβερνητικές πράξεις εκείνες που περιέχονται στον Κατάλογο, όπως αυτός διαμορφώθηκε σταδιακά από την ευρωπαϊκή νομολογία και ιδιαίτερα το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 352, 355). Στην Αγγλία, στην υπόθεση Council of Civil Service Unions v. Minister for the Civil Service (1984) 3 All E.R. 935 (HL) το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων, όπως ονομαζόταν τότε, ανέτρεψε την απόφαση του Court of Appeal, κρίνοντας ότι πράξεις που προηγουμένως καλύπτοντο από το «Royal Prerogative», εκτός εκείνων που αφορούν στην εθνική ασφάλεια της χώρας, μπορούν να τύχουν διοικητικού ελέγχου από το δικαστήριο.

Έχει λεχθεί ότι σήμερα ο Κατάλογος πράξεων που έχουν νομολογιακά εξαιρεθεί του δικαστικού ελέγχου, δεν διευρύνεται με την ίδια ένταση που γινόταν στο παρελθόν. Αρκετοί ακαδημαϊκοί συγγραφείς πιστεύουν ότι το δόγμα της πράξης κυβερνήσεως έχει περιοριστεί σημαντικά και η τάση είναι για περαιτέρω περιορισμό. Αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στην εδραίωση του κράτους δικαίου και στην αντίθεσή του στην επέκταση του δόγματος της μη ελεγχόμενης πράξης εκτελεστικού ή διοικητικού οργάνου.* Βέβαια τα δικαστήρια έχουν πάντα επίγνωση του συνταγματικού τους ρόλου και αποφεύγουν να εμπλακούν στον έλεγχο «πράξεων κυβερνήσεως» ή «πολιτικών αποφάσεων», ώστε ποτέ να μην καταστούν «κυβερνώντα δικαστήρια». Τα δικαστήρια ανέκαθεν απέφευγαν και για καλούς λόγους να εμποδίσουν την εκτελεστική εξουσία από του να δραστηριοποιηθεί με τον τρόπο που η ίδια έκρινε καλύτερο στη διεθνή πολιτική, όπου ορισμένες φορές αναμένεται να λαμβάνονται ευαίσθητες αποφάσεις πολύ γρήγορα.

Ένας από τους τρόπους που το δόγμα της μη ελεγχόμενης «πράξης κυβερνήσεως» ή «πολιτικής απόφασης» έτυχε περαιτέρω περιορισμού, είναι η υιοθέτηση κυρίως από το γαλλικό διοικητικό δίκαιο της αρχής του «actes détachables» με βάση την οποία το διοικητικό δικαστήριο διαχωρίζει μια κατά τα άλλα διοικητική πράξη σε δύο σκέλη:- Το πρώτο αφορά στο μέρος εκείνο της πράξης που χαρακτηρίζεται ως αμιγώς κυβερνητική ή πολιτική πράξη και η οποία δεν ελέγχεται από το διοικητικό δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και οι οποίοι έντονα περιέχουν το στοιχείο του δημόσιου συμφέροντος. Το δεύτερο σκέλος, το οποίο αφορά στο μέρος εκείνο της πράξης που θεωρείται ότι μπορεί να ελεγχθεί, είτε από το ίδιο το διοικητικό δικαστήριο, είτε από δικαστήριο που ασκεί αστική δικαιοδοσία. Συνήθως το σκέλος των πράξεων που αφήνονται να ελεγχθούν δικαστικά, αφορούν τα αποτελέσματα ή τις επιπτώσεις μιας πράξης κυβερνήσεως. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση που το πρώτο σκέλος της πράξης, π.χ. που αφορά στην κήρυξη πολέμου, δεν ελέγχεται από το διοικητικό δικαστήριο, αλλά το δεύτερο σκέλος, π.χ. το οποίο αφορά στη διεκδίκηση αποζημιώσεων ως αποτέλεσμα ζημιάς που προκλήθηκε εξαιτίας του πολέμου, αφήνεται να επιλυθεί από δικαστήρια αστικής δικαιοδοσίας. Συνήθως ο διαχωρισμός γίνεται από την ίδια την πράξη, αλλά όπου αυτό δεν γίνεται, τα διοικητικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να διαχωρίζουν τα ίδια την πράξη.* Σήμερα ένας τέτοιος διαχωρισμός επιβάλλεται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνονται παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδιαίτερα όπου αυτές είναι κατάφωρες και το αποτέλεσμα σκόπιμων ενεργειών ή παραλείψεων εκ μέρους του κράτους.

Tα συμπεράσματα.

Με την προσχώρηση μας σε διεθνείς Συνθήκες όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Με την ευρωπαϊκή ενοποίηση δημιουργήθηκε κοινός νομικός χώρος, όχι όμως και ομοιόμορφος, καθότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών. Κάθε δικαστήριο κράτους-μέλους είναι και ευρωπαϊκό δικαστήριο και ως εκ τούτου έχει υποχρέωση να ελέγχει την πιστή εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου στο εθνικό του σύστημα. Σ’ αυτό το ρόλο έρχεται αρωγός το Δ.Ε.Ε. (μέσω του Άρθρου 267 της Σ.Λ.Ε.Ε.) και το Γενικό Δικαστήριο, τα οποία είναι τα μόνα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία μπορούν να ερμηνεύσουν το ευρωπαϊκό δίκαιο. Στην υπόθεση Van Gend en Loos, Συλλογή, Τόμος 1954-1964, σελ. 861, κρίθηκε ότι η τότε Κοινότητα (και σήμερα η Ένωση) «αποτελεί νέα έννομη τάξη διεθνούς δικαίου, υπέρ της οποίας τα κράτη περιόρισαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, σε περιορισμένους έστω τομείς, και της οποίας υποκείμενα είναι όχι μόνο τα κράτη μέλη, αλλά επίσης και οι υπήκοοι τους».

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκτελεστική εξουσία ή άλλα όργανα, δεν μπορούν, κατά την άποψή μου, με το πρόσχημα της άσκησης «κυβερνητικής πολιτικής» ή της λήψης «πράξης κυβερνήσεως» να παρακάμπτουν το δικαστικό έλεγχο αναφορικά με βασικά ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α., το Χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε είναι δυνατό να παρακάμπτεται ο δικαστικός διοικητικός έλεγχος σε περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι εξουδετερώνονται οι γενικές αρχές επί των οποίων στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτές ρυθμίζονται από τη Σ.Ε.Ε. και τη Σ.Λ.Ε.Ε.. Αυτό θα οδηγούσε σε αυθαιρεσίες, θα έθετε σε κίνδυνο τη Δημοκρατία και το κράτος δικαίου όπως το γνωρίζουμε σήμερα στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Brasserie du Pêcheur, C-46/93 και Factοrtame, C-48/93 επιβεβαιώθηκε η υπεροχή και το άμεσο αποτέλεσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δυνατότητας των πολιτών να απαιτούν από τα κρατικά όργανα και των τριών εξουσιών την τήρηση και εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις υποθέσεις αυτές έγινε αποδεχτή η ύπαρξη γενικής ευθύνης, η οποία καλύπτει όλες τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται στο κράτος.* Ακόμα και τα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού, κατ’ εξαίρεση μπορεί να υπέχουν ευθύνη για έκδοση δυσμενούς απόφασης για πολίτη, χωρίς να ληφθεί υπόψη το δίκαιο της Ένωσης που ήταν καθοριστικό για την κρίση του. Σχετική είναι η απόφαση Köbler ν. Austria ** στην οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα αποζημίωσης πολίτη της Ένωσης, ως εκ της εσφαλμένης απόφασης δικαστηρίου σε τελευταίο βαθμό να μην παραπέμψει προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Κ.. Ιδιαίτερα στην Coëme a.ο. v. Belgium * και John v. Germany ** το Ε.Δ.Α.Δ. επιβεβαίωσε την αρχή ότι άρνηση παραπομπής υπόθεσης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για προδικαστικό ερώτημα, ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι επηρεάζει τη δίκαιη δίκη, ιδιαίτερα αν κριθεί ότι η άρνηση ήταν αυθαίρετη.

Τα πρόσφατα γεγονότα στον ευρωπαϊκό χώρο λόγω της οικονομικής κρίσης και τα μέτρα που λήφθηκαν, δίδουν την εντύπωση ότι όχι μόνο το διεθνές δίκαιο, αλλά και το ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο φαίνεται να ξαναγράφονται. Είναι επομένως αδήριτη ανάγκη για διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων τα οποία απορρέουν από την Σ.Ε.Ε., όπως δοθεί η ευκαιρία στα εθνικά διοικητικά δικαστήρια να ελέγξουν όχι μόνο τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, αλλά και τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης των διαφόρων εθνικών νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες οδήγησαν στις προσβαλλόμενες πράξεις. Όπου διαπιστωθεί σύγκρουση και δεν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια, εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο υπερισχύει και έχει άμεση εφαρμογή. Όπου διαπιστωθεί σύγκρουση, αλλά δεν υπάρχει η απαιτούμενη σαφήνεια ως προς το περιεχόμενο και το κύρος των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, τότε το εθνικό δικαστήριο έχει την ευχέρεια, δυνάμει του Άρθρου 267 της Σ.Λ.Ε.Ε. να απευθυνθεί με προδικαστικό ερώτημα στο Δ.Ε.Ε., καλώντας το είτε να ερμηνεύσει συγκεκριμένες πρόνοιες του δικαίου της Ένωσης, π.χ. ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων (Άρθρο 63 Σ.Ε.Ε.), είτε να αποφανθεί επί του κύρους συγκεκριμένων νομικών πράξεων οργάνων της Ένωσης. Με τη βοήθεια αυτή το εθνικό δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει πλέον στην εξέταση της συμβατότητας του εθνικού του δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης.

Η εθνική κυριαρχία αναμφίβολα έχει υποχωρήσει μπροστά στην υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου και ορθώς θα έλεγα. Όμως φαίνεται ότι η περαιτέρω διάβρωση της και η παράλληλη διάβρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πολλές φορές με άτυπες διαδικασίες, θα πρέπει σε κάποιο στάδιο να ελεγχθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έστω και εμμέσως διά του Άρθρου 267, κατά πόσον είναι συμβατή με το πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο ευρωπαϊκό δικαϊκό σύστημα η υπεροχή του κράτους δικαίου και η έννομη προστασία, τα οποία αποτελούν θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι άρρηκτα συνυφασμένα με τη Δημοκρατία, δεν [*507]είναι δυνατό να εξουδετερωθούν με τη δημιουργία εξαιρέσεων από δικαστικό διοικητικό έλεγχο, κάθε φορά που για διάφορους λόγους εθνικές κυβερνήσεις βρίσκονται σε δύσκολη θέση και λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από την έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικά από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Οι νομικοί περιορισμοί που θέτει το Σύνταγμα στην άσκηση κρατικής εξουσίας θα πρέπει να διατηρηθούν, ώστε ακόμα και σε κρίσιμες και δύσκολες συνθήκες, όπως υπάρχουν σήμερα, να διασφαλίζεται η υπεροχή του κράτους δικαίου και η αρχή της νομιμότητας.

Βεβαίως στην προκειμένη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής σε αστικό δικαστήριο για διεκδίκηση αποζημιώσεων. Η δυνατότητα διεκδίκησης αποζημιώσεων για τυχόν παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια του νομικο-οικονομικού μας συστήματος, οπωσδήποτε μετριάζει σημαντικά την παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικής προστασίας κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Όμως, δεν εξαλείφει την ανάγκη για δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων και ιδιαίτερα το ενδεχόμενο παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας με τη λήψη των προσβαλλόμενων πράξεων. Το εύλογο των μέτρων που λήφθηκαν, μόνο με δικαστικό διοικητικό έλεγχο μπορεί να κριθεί. Στον ίδιο το Νόμο τίθενται προϋποθέσεις για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης. Από τη στιγμή που κριθεί ότι η διοικητική πράξη ως «πράξη κυβερνήσεως» ή ως «πολιτική απόφαση» εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τότε δεν παρέχεται άλλη ευκαιρία κατά την εξέταση του θέματος των αποζημιώσεων στο αστικό δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν, για παράδειγμα, τα Άρθρα 6 και 9 του Νόμου. Ίσως πιο επιτακτική ανάγκη για δικαστικό διοικητικό έλεγχο είναι, όπως έχω ήδη αναφέρει, ο έλεγχος κατά πόσο ο Νόμος ή τα προσβαλλόμενα Διατάγματα αντιβαίνουν πρόνοιες της Σ.Ε.Ε., της Σ.Λ.Ε.Ε. και άλλων νομοθετημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας τέτοιος έλεγχος συμβατότητας μπορεί να γίνει από εθνικό δικαστήριο με την άμεση εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Όπου υπάρχει ασάφεια ως προς αυτό, μπορεί να παραπεμφθούν στο Δ.Ε.Ε. προδικαστικά ερωτήματα, με απώτερο στόχο την ερμηνεία Συνθηκών ή τον έλεγχο του κύρους πράξεων θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Όμως ο συγκεκριμένος παρεμπίπτων έλεγχος δεν θα μπορεί να γίνει από αστικό δικαστήριο στα πλαίσια της διεκδίκησης αποζημιώσεων, αν η πράξη θα έχει στο μεταξύ κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ως «πράξη κυβερνήσεως» ή ως «πολιτική απόφαση» με αποτέλεσμα να εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου. Ο μόνος παρεμπίπτων έλεγχος που θα μπορούσε πλέον να ασκηθεί από δικαστήριο αστικής δικαιοδοσίας, είναι για θέματα αποζημιώσεων για τα οποία βεβαίως μπορεί και πάλιν να ακολουθηθεί η διαδικασία του Άρθρου 267 της Σ.Λ.Ε.Ε..

Σε περίπτωση που τα διατάγματα εξαιρεθούν του δικαστικού διοικητικού ελέγχου, το κράτος δικαίου και η αρχή της νομιμότητας, τίθενται υπό σοβαρή αμφισβήτηση.* Χωρίς τη δυνατότητα δικαστικού διοικητικού ελέγχου, εθνικές κυβερνήσεις υπό την πίεση ή υπό την ανοχή ευρωπαϊκών και άλλων διεθνών οργάνων, ορισμένα από τα οποία μάλιστα φαίνεται να ενεργούν άτυπα και χωρίς πλήρη διαφάνεια, θα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα τα οποία θεωρούν, κατά τη δική τους και μόνο κρίση, ότι εξυπηρετούν τους σκοπούς του κράτους, ανεξάρτητα αν μέσα σε μια νύχτα ενδεχομένως να διαμορφώνουν τις οικονομίες και τα οικονομικά μοντέλα των κρατών-μελών, με ενδεχόμενο να παραβιάζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο με το πρόσχημα της «πολιτικής απόφασης» ή της «πράξης κυβερνήσεως». Σε ποιο βαθμό το συμφέρον των πολλών ή το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, αυτό θα πρέπει να καθορίζεται στα πλαίσια του Συντάγματος, των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του δικαστικού διοικητικού ελέγχου και όχι εκτός αυτού.

Με απόλυτο σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, θα απέρριπτα τις προδικαστικές ενστάσεις, ώστε να προχωρήσει η εξέταση της ουσίας των προσφυγών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “Α”.

Απόσπασμα από την Πρόταση-Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την Ανάκαμψη και την Εξυγίανση Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων Επενδύσεων [COM(2012)280 final].

«Προετοιμασία και πρόληψη, έγκαιρη παρέμβαση και εξυγίανση.

Για το σκοπό αυτόν, το φάσμα εξουσιών που θα έχουν στη διάθεσή τους οι σχετικές αρχές θα πρέπει να περιλαμβάνει τρία στοιχεία: i) προπαρασκευαστικά στάδια και σχέδια για την ελα[*509]χιστοποίηση των κινδύνων εμφάνισης ενδεχόμενων προβλημάτων (προετοιμασία και πρόληψη)· ii) σε περίπτωση εμφάνισης αρχικών προβλημάτων, εξουσίες για την αναχαίτιση της επιδεινούμενης κατάστασης μιας τράπεζας σε αρχικό στάδιο, ούτως ώστε να αποφευχθεί η αφερεγγυότητα (έγκαιρη παρέμβαση)· και iii) εάν η αφερεγγυότητα ενός ιδρύματος αποτελεί λόγο ανησυχίας ως προς το γενικό δημόσιο συμφέρον (όπως ορίζεται στα Άρθρα 27 και 28), ένα σαφές μέσο για την αναδιοργάνωση ή την εκκαθάριση της τράπεζας με συντεταγμένο τρόπο, διατηρώντας ταυτόχρονα τις κρίσιμες λειτουργίες της και περιορίζοντας, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, κάθε έκθεση των φορολογουμένων σε απώλειες σε περίπτωση αφερεγγυότητας (εξυγίανση). Από κοινού, οι εν λόγω εξουσίες αποτελούν ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την ανάκαμψη και, αναλόγως με την περίπτωση, την εξυγίανση των ιδρυμάτων. Εφόσον ο κίνδυνος τον οποίο παρουσιάζει κάθε μεμονωμένη τράπεζα για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν μπορεί να εξακριβωθεί πλήρως εκ των προτέρων, οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες στις σχετικές αρχές όσον αφορά οποιαδήποτε τράπεζα, ανεξάρτητα από το μέγεθός της ή την έκταση των δραστηριοτήτων της.

Εξυγίανση – ένα ειδικό καθεστώς αφερεγγυότητας για τα ιδρύματα.

Στις περισσότερες χώρες, οι τραπεζικές και μη τραπεζικές εταιρείες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες υπόκεινται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι εν λόγω διαδικασίες επιτρέπουν είτε την αναδιοργάνωση της εταιρείας (πράγμα το οποίο συνεπάγεται ελάφρυνση, με τη συμφωνία των πιστωτών, του βάρους του χρέους της) ή την εκκαθάρισή της και τον επιμερισμό των ζημιών στους πιστωτές, ή και τα δύο. Σε κάθε περίπτωση, οι πιστωτές και οι μέτοχοι δεν εξοφλούνται εξ ολοκλήρου. Ωστόσο, η πείρα από τις διάφορες τραπεζικές κρίσεις δείχνει ότι οι νόμοι περί αφερεγγυότητας δεν είναι πάντοτε κατάλληλοι για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πτώχευσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον δεν λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ανάγκη να αποφευχθούν διαταραχές της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, να διατηρηθούν οι βασικές υπηρεσίες ή να προστατευθούν οι καταθέτες. Συν τοις άλλοις, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι μακροσκελείς και, στην περίπτωση αναδιοργάνωσης, απαιτούν πολύπλοκες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες με τους πιστωτές, με ορισμένες ενδεχόμενες επιβλαβείς επιπτώσεις για τους οφειλέτες και τους πιστωτές από άποψη καθυστέρησης, κόστους και αποτελέσματος. 

[*510]Η εξυγίανση αποτελεί εναλλακτική λύση έναντι των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας και παρέχει ένα μέσο για την αναδιάρθρωση ή την εκκαθάριση μιας τράπεζας που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης και της οποίας η πτώχευση θα προκαλούσε ανησυχίες όσον αφορά το γενικό δημόσιο συμφέρον (απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών μιας τράπεζας και/ή την ασφάλεια των καταθέσεων, των περιουσιακών στοιχείων των πελατών και των δημοσίων πόρων). Επομένως, με την εξυγίανση θα πρέπει να επιτυγχάνονται, για τα ιδρύματα, παρόμοια αποτελέσματα με εκείνα των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, από άποψη επιμερισμού των ζημιών στους μετόχους και τους πιστωτές, με παράλληλη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και του περιορισμού της έκθεσης των φορολογουμένων σε απώλειες που προκύπτουν από τη στήριξη της φερεγγυότητας. Η όλη διαδικασία, αναμένεται επίσης να κατοχυρώσει την ασφάλεια δικαίου, τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα όσον αφορά τη μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών των τραπεζών και να διατηρήσει αξία η οποία θα μπορούσε να καταστραφεί σε περίπτωση χρεωκοπίας. Εξάλλου, με την εξάλειψη της σιωπηρής βεβαιότητας για διάσωση των ιδρυμάτων με δημόσιους πόρους, η επιλογή της εξυγίανσης αναμένεται να ενθαρρύνει τους ανασφάλιστους πιστωτές να εκτιμούν καλύτερα τον κίνδυνο που συνδέεται με τις επενδύσεις τους. Επιπλέον, με τον σχεδιασμό των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων για την εξυγίανση σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, θα διασφαλιστεί η δυνατότητα να επιτευχθούν οι συνολικοί στόχοι του πλαισίου εξυγίανσης.

Ισορροπία μεταξύ της προβλεψιμότητας για τους επενδυτές και της διακριτικής ευχέρειας για τις αρχές.

Προκειμένου να διασφαλιστούν τα υφιστάμενα δικαιώματα ιδιοκτησίας, μια τράπεζα θα πρέπει να τίθεται υπό εξυγίανση σε ένα σημείο πολύ κοντινό με την κατάσταση αφερεγγυότητας, δηλ. όταν είναι στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Ωστόσο, η απόφαση σχετικά με το σημείο έναρξης της εξυγίανσης μπορεί να εξαρτάται από διάφορες μεταβλητές και παράγοντες που συνδέονται με τις επικρατούσες συνθήκες στην αγορά ή ιδιάζοντα ζητήματα ρευστότητας ή φερεγγυότητας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται την ανάγκη για έναν βαθμό διακριτικής ευχέρειας της αρχής εξυγίανσης. Ομοίως, οι συγκεκριμένες δράσεις που πρόκειται να αναλαμβάνονται κατά την εξυγίανση δεν θα πρέπει να είναι προ[*511]καθορισμένες ως προς οποιαδήποτε τράπεζα, αλλά θα πρέπει να αναλαμβάνονται με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

Ένα πλαίσιο της Ένωσης με παρόμοια εργαλεία, αρχές και διαδικασίες είναι αναγκαίο προκειμένου να παρέχει επαρκή σύγκλιση ως προς τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουν την εξυγίανση οι εθνικές αρχές. Στη διαμόρφωση αυτού του πλαισίου, πρέπει να βρεθεί ισορροπία μεταξύ της αναγκαίας διακριτικής ευχέρειας των εποπτικών αρχών, ώστε να αντικατοπτρίζονται οι ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, και της ανάγκης να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να διατηρηθεί η ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς. Στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (Ε.Α.Τ.) θα πρέπει να ανατεθεί σαφής ρόλος να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και τεχνικά πρότυπα, προκειμένου να διασφαλίζεται συνεπής εφαρμογή των εξουσιών εξυγίανσης, να συμμετέχει στο σχεδιασμό της εξυγίανσης όσον αφορά όλα τα διασυνοριακά ιδρύματα και να προβαίνει σε δεσμευτική διαμεσολάβηση μεταξύ των εθνικών αρχών, σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου.

Τέλος, για την επιτυχία της εξυγίανσης απαιτούνται επαρκείς πόροι, παραδείγματος χάριν, για την έκδοση εγγυήσεων ή την παροχή βραχυπρόθεσμων δανείων, ώστε να βοηθηθούν τα κρίσιμα μέρη της εξυγιανθείσας οντότητας να ανακτήσουν τη βιωσιμότητά τους. Οι πόροι αυτοί θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να παρέχονται από τον τραπεζικό τομέα με δίκαιο και αναλογικό τρόπο και, κατά το μέτρο του δυνατού (λαμβανομένου υπόψη του οικονομικού κόστους), να έχουν καταβληθεί εκ των προτέρων. Όλα μαζί, αυτά τα μέτρα εγγυώνται ότι, ανεξάρτητα από την ανάληψη της κατάλληλης δράσης εξυγίανσης, το κόστος της το αναλαμβάνουν, κατά κύριο λόγο, τα ίδια τα ιδρύματα, οι ιδιοκτήτες τους και οι επενδυτές.»

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “Β”.

Απόσπασμα από την Πρόταση-Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την Ανάκαμψη και την Εξυγίανση Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επιχειρήσεων Επενδύσεων [COM(2012)280 final].

«4.3. Αναλογικότητα.

Βάσει της αρχής της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν [*512]τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών.

Κατ’ αρχήν, μια χρεωκοπημένη τράπεζα θα πρέπει να υπόκειται σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, όπως κάθε άλλη επιχείρηση. Ο τραπεζικός τομέας, όμως, είναι διαφορετικός από τους περισσότερους άλλους επιχειρηματικούς τομείς, εφόσον επιτελεί κρίσιμες λειτουργίες στην οικονομία και είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε συστημικές κρίσεις. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, η εκκαθάριση μιας τράπεζας μπορεί να έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες από την αποχώρηση άλλων επιχειρήσεων από την αγορά. Το γεγονός αυτό μπορεί να δικαιολογεί προσφυγή σε ειδικούς κανόνες και διαδικασίες, στην περίπτωση τραπεζικής κρίσης.

Καθώς η συστημική σημασία της πτώχευσης μιας τράπεζας δεν μπορεί να προσδιοριστεί με πλήρη βεβαιότητα εκ των προτέρων, το προτεινόμενο πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων θα πρέπει να ισχύει, κατ’ αρχήν, για όλα τα τραπεζικά ιδρύματα, ανεξάρτητα από το μέγεθος και την πολυπλοκότητά τους. Αν είναι βέβαιο ότι η πτώχευση ενός ιδρύματος παγκόσμιου μεγέθους, εμβέλειας αγοράς και παγκόσμιων διασυνδέσεων θα προκαλούσε σημαντική διαταραχή στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις σε μια σειρά χωρών, είναι επίσης σαφές ότι η ταυτόχρονη πτώχευση, σε μια εκτεταμένη κρίση, πολλών μικρών ιδρυμάτων, που αποτελούν σημαντικό μέρος του τραπεζικού τομέα σε μια χώρα, ενδέχεται να έχει εξίσου καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία. Επομένως, με το πλαίσιο διασφαλίζεται ότι οι αρχές εποπτείας και εξυγίανσης έχουν στη διάθεσή τους ειδικούς κανόνες και διαδικασίες, για να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την πτώχευση ή παρ’ ολίγον πτώχευση οποιασδήποτε τράπεζας, σε περιστάσεις συστημικού κινδύνου. Ωστόσο, ο κίνδυνος, το μέγεθος και οι διασυνδέσεις μιας τράπεζας θα λαμβάνονται υπόψη από τις εθνικές αρχές, στο πλαίσιο των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και όταν χρησιμοποιούν τα διάφορα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, διασφαλίζοντας ότι το καθεστώς εφαρμόζεται κατά τον δέοντα τρόπο.

Επομένως, οι διατάξεις είναι αναλογικές με τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων. Εξάλλου, οι περιορισμοί στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, τους οποίους ενδέχεται να συνεπάγεται η άσκηση των προτεινόμενων εξουσιών, πρέπει να είναι συνεπείς με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ [*513]αυτόν ακριβώς τον λόγο, το σημείο έναρξης της εξυγίανσης θα πρέπει να βρίσκεται όσο το δυνατόν εγγυτέρα στην αφερεγγυότητα, η δε χρήση των εξουσιών εξυγίανσης θα πρέπει να περιορίζεται στα αναγκαία όρια προκειμένου να επιτευχθεί στόχος γενικού συμφέροντος, και συγκεκριμένα η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ένωση.»

Οι Προσφυγές απορρίπτονται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο