Κυριακίδης Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 629

(2013) 3 ΑΑΔ 629

[*629]19 Ιουλίου, 2013

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

 ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ & ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ & ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 173/2009)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Συνέπειες ― Ειδικά η υποχρέωση επανεξέτασης και αποκατάστασης ― Νομολογιακά και επιστημονικά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

Δεδικασμένο ― Όροι δημιουργίας ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Η διάκριση μεταξύ δεσμευτικού και μη δεσμευτικού μέρους της δικαστικής αποφάσεως.

Ο εφεσείων προσέφυγε και πάλι στο Ανώτατο Δικαστήριο, όταν για τρίτη φορά απορρίφθηκε (μετά από αλλεπάλληλες ακυρώσεις και επανεξετάσεις) η αίτησή του για άδεια ελλιμενισμού του σκάφους του στο αλιευτικό καταφύγιο της Αγίας Νάπας. Η απορριπτική πρωτόδικη απόφαση της τρίτης αυτής προσφυγής εφεσιβλήθηκε με την παρούσα έφεση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σε κάθε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, αποτελεί καθήκον της Διοίκησης να προβαίνει σε επανεξέταση – ή, όταν διαπιστώνεται λόγος, σε επαναδιερεύνηση για αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας, όπως αυτή διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση. Πρόκειται για καθήκον που τονίζεται από διαχρο[*630]νικά σταθερή και σαφή νομολογία, το οποίο η νομολογία δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ότι υποχωρεί ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να γίνει φυσική (in natura) αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση. Η Διοίκηση εν προκειμένω καθηκόντως και όχι καταχρηστικώς, όπως είναι η θέση του εφεσείοντα, προχώρησε σε επανεξέταση και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

2.  Το διατακτικό της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 702/06, ήταν ότι η προσβληθείσα απόφαση δεν λήφθηκε από αρμόδιο όργανο και όσα στη συνέχεια αναφέρθηκαν δεν ήταν μέρος του διατακτικού αλλά παρατηρήσεις (obiter) - ή, όπως θα μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί, παραινέσεις προς τη διοίκηση - οι οποίες δεν ήταν δεσμευτικές. Οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο είναι οι ίδιες, τόσο στο διοικητικό όσο και στο αστικό δίκαιο και η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει τελεσίδικη κρίση, ταύτιση διαδίκων ως και ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Υπό τα περιστατικά όμως της παρούσας υπόθεσης, οι εισηγήσεις του εφεσείοντα για ύπαρξη δεδικασμένου έκδηλα δεν βρίσκουν έρεισμα στον προαναφερθείσα απόφαση, η οποία αναντίλεκτα ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση λόγω αναρμοδιότητας του υπογράφοντος υπαλλήλου και σ’ αυτό περιορίζεται το δεδικασμένο και όχι στα όσα στη συνέχεια καταγράφονται στην απόφαση, υπό μορφή παρατηρήσεων ή παραινέσεων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 911,

Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 697,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 342,

Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,

Vnukovo Airlines (V.A.) κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 969,

Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462,

Pieris v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1054,

[*631]Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625.

Έφεση.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 206/07), ημερ. 22/9/2009 .

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Λοττίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η (τρίτη) προσφυγή του, προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) λανθασμένα απόρριψε τον ισχυρισμό του ότι η επανεξέταση έγινε κατά κατάχρηση εξουσίας, (β) λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν παραβιάστηκε το Δικαστικό Δεδικασμένο και ότι η επίδικη επανεξέταση ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και (γ) λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του εφεσείοντα.

Οι πιο πάνω τρεις λόγοι έφεσης αποτέλεσαν αντικείμενο επιχειρηματολογίας εκατέρωθεν, την οποία θα εξετάσουμε αφού πρώτα παραθέσουμε το ιστορικό και τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση. Έχουν ως ακολούθως:

Ο εφεσείοντας ήταν για δεκατέσσερα συνεχή χρόνια κάτοχος άδειας ελλιμενισμού του σκάφους του με το όνομα «ΑΝΤΡΙΑΝΑ» στο αλιευτικό καταφύγιο της Αγίας Νάπας, πλην όμως το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (στο εξής το «Τμήμα») απόρριψε αίτηση του ημερ. 25.11.2005 για ανανέωση της άδειας και για το 2006 με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια.

Η αντίδραση του εφεσείοντα στην απόρριψη της αίτησής του ήταν η καταχώρηση της προσφυγής υπ’ αρ. 83/2006, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης του Τμή[*632]ματος ως αναιτιολόγητης (Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13.3.06). Ακολούθησε επανεξέταση και νέα απορριπτική απόφαση, η οποία όμως ακυρώθηκε μετά από προσφυγή - την υπ’ αρ. 702/06 - για λόγους που αφορούσαν την αρμοδιότητα του υπογράφοντος λειτουργού (Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 911), με αποτέλεσμα να διενεργηθεί νέα επανεξέταση και τρίτη απορριπτική απόφαση με το αιτιολογικό που καταγράφεται στην επιστολή ημερ. 24.11.06 που στάληκε από το Τμήμα στον εφεσείοντα.

Με τη λήψη της πιο πάνω επιστολής, ο εφεσείοντας καταχώρησε τρίτη προσφυγή - την υπ’ αρ. 206/07, η ορθότητα της απόφασης της οποίας προσβάλλεται με την παρούσα αναθεωρητική έφεση - με κύριο παράπονο ότι η (δεύτερη) επανεξέταση διενεργήθηκε καταχρηστικά καθότι δεν μπορούσε να του χορηγηθεί άδεια αναδρομικά και, επομένως, η μόνη οδός για ενεργό συμμόρφωση που είχε η διοίκηση ήταν η καταβολή αποζημίωσης όπως προβλέπεται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο όμως Δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη, όπως διαφορετική ήταν η άποψή του και  για άλλες δύο θέσεις που προώθησε ο εφεσείοντας ενώπιον του οι οποίες αφορούσαν κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Δικαστικού Δεδικασμένου ως και του δικαιώματος που είχε ο εφεσείοντας για ακρόαση. Πρόκειται για τα τρία θέματα στα οποία αντιστοιχούν οι τρεις λόγοι έφεσης και σε σχέση με το πρώτο παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο φαίνεται να αποτελεί και τον κύριο στόχο της έφεσης. Έχει ως ακολούθως: 

«Η διοίκηση, μετά από ακυρωτική απόφαση, είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος, σε ενεργό συμμόρφωση με αυτή, η οποία συνίσταται πρώτα στην αποκατάσταση των πραγμάτων στη θέση που αυτά ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης και, στη συνέχεια, στην επανεξέταση της υπόθεσης, με πλήρη συμμόρφωση προς το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης - (βλ. Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 697). Είναι νομολογημένο ότι, κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου για την ύπαρξη νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης, στις οποίες στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης - (Άρθρο 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99)), χωρίς βέβαια, όπως αναφέρεται στην Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601, να αμφισβητείται η δυνατότητα:- (σελ. 613)

[*633]«... που νομολογιακά αναγνωρίζεται στο διορίζον όργανο να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος. Αυτή όμως η δυνατότητα είναι ενταγμένη στην αρχή της καλής πίστης - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ. - και δεν είναι απεριόριστης εμβέλειας. Εξαρτάται από τις περιστάσεις.»

Η Δήμητρα Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου, στο σύγγραμμά της «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως», (ανατύπωση), 1988, σελ. 233, σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα, αναφέρει ότι η έννοια της αποκατάστασης είναι διαφορετική από την έννοια της αποζημίωσης για ζημιά που έχει προέλθει ως αποτέλεσμα της ακυρωθείσας απόφασης και, στη σελ. 235, καταλήγει ως εξής:-

«Συνεπώς δεν δύναται να υπάρξη εκ μόνης της ακυρώσεως υποχρέωσις προς αποζημίωσιν, ως ενέργεια αποκαταστάσεως, ούτε κατ’ αρχήν, ούτε κατ’ έκτασιν. Εις την έννοιαν της αποκαταστάσεως, ακόμη και υπό την δυναμικήν της μορφήν, δεν περιλαμβάνεται η ανόρθωσις της περιουσιακής ζημίας εκ της ακυρωθείσης πράξεως.»

Σε σχέση με το ίδιο θέμα βλ., επίσης, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 342.»

Ο εφεσείοντας, σ’ ότι αφορά το πιο πάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου, δεν διαφωνεί ότι η Διοίκηση, μετά από ακυρωτική απόφαση, οφείλει να προβαίνει σε επανεξέταση. Προβάλλει όμως ότι στις περιπτώσεις όπου η φυσική (in natura) αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα τους θέση είναι αδύνατη, η επανεξέταση είναι αχρείαστη και σε τέτοιες περιπτώσεις η αποκατάσταση θα πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική αποζημίωση. Παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα της Δήμητρας Θεοχαροπούλου-Κοντόγιωργα «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως», σελ. 285, όπου η συγγραφέας παρατηρεί ότι:

«Οσάκις υπάρχει η ως άνω αντικειμενική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως in natura, η έννοια της αποκαταστάσεως θα πρέπει να περιορίζεται εις χρηματικήν αποζημίωσιν, όταν όμως υπάρξη ζημιά και εφ΄ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν. Ο χαρακτήρας της αποζημιώσεως αυτής είναι επανορθωτικός υπό την έννοιαν ότι αυτή ισοδυναμεί με [*634]αποκατάστασιν (retroactivite par equivalence) και αντιδιαστέλλεται της αποζημιώσεως ως κυρώσεων διά την μη εκτέλεσιν της ακυρωτικής αποφάσεως. Πάντως και εν προκειμένω, η υποχρέωσις προς αποζημίωσιν δεν είναι αυτόματος και αυτοδικαία, διότι είναι δυνατόν π.χ. η Διοίκησις να υποστηρίξη ότι ουδεμία ζημία επροξενήθη από την ακυρωθείσαν πράξιν.»

Και αυτό για να εισηγηθεί ότι, ενόψει του γεγονότος ότι η άδεια αφορούσε το έτος 2006, το οποίο είχε παρέλθει, υπήρχε αντικειμενική αδυναμία εκτέλεσης (ενδεχόμενης θετικής) απόφασης in natura και κατά συνέπεια η μόνη οδός που είχε η Διοίκηση για ενεργό συμμόρφωση ήταν η παραδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος ως δεσμευτικού και η καταβολή στον εφεσείοντα αποζημίωσης σύμφωνα με το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Αντ’ αυτού, όμως, η Διοίκηση προέβη σε επανεξέταση, ενέργεια, που όπως υπόβαλε, αποτελεί κατάχρηση εξουσίας εν τη εννοία του Άρθρου 48 του Ν. 158(1)/99 και επομένως συντρέχει λόγος ακύρωσης.

Οι εφεσίβλητοι, αφού διατύπωσαν ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα της θέσης του εφεσείοντα ότι η (δεύτερη) επανεξέταση ήταν αχρείαστη τη στιγμή που τέτοια θέση δεν προβλήθηκε και σε σχέση με την πρώτη, υποστήριξαν πλήρως την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης επί του θέματος, παραπέμποντας προς τούτο σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου τονίστηκε ότι η επανεξέταση δεν εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, αλλά αποτελεί γι’ αυτήν επιτακτικό καθήκον. Χωρίς επανεξέταση, τόνισε η κα Λοττίδη, είναι αδύνατη η αποκατάσταση της τρωθείσας νομιμότητας και το καθήκον για επανεξέταση δεν εξαλείφεται ακόμη και στις περιπτώσεις αντικειμενικής αδυναμίας αποκατάστασης των πραγμάτων στην προτέρα τους θέση, καθότι η υποχρέωση για αποζημίωση δεν είναι αυτόματη.

Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα και καταλήξαμε πως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Επί του προκειμένου, και σε συμφωνία με το σχετικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης το οποίο παραθέτουμε πιο πάνω, θεωρούμε ότι σε κάθε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης αποτελεί καθήκον της Διοίκησης να προβαίνει σε επανεξέταση – ή, όταν διαπιστώνεται λόγος, σε επαναδιερεύνηση (βλ. Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38) - για αποκατάσταση  της τρωθείσας νομιμότητας, όπως αυτή διαπιστώνεται στην αναθεωρητική ακυρωτική απόφαση. Πρόκειται, κατά την άποψή μας, για καθήκον που τονίζεται από διαχρονικά σταθερή και σαφή νομολογία (βλ. Εγγλεζάκη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1(A) Α.Α.Δ. 697, η οποία παραπέμπει στην προγενέστερη [*635]επί του θέματος νομολογία, καθώς και στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 342), το οποίο η νομολογία δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ότι υποχωρεί ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να γίνει φυσική (in natura) αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση. Σε σχέση δε με την αναφορά στην οποία προέβη ο κ. Αγγελίδης από το σύγγραμμα της κας Θεοχαροπούλου-Κοντόγιωργα, την οποία παραθέσαμε αυτούσια πιο πάνω, παρατηρούμε ότι από τη μελέτη της εν λόγω αναφοράς δεν φαίνεται να προκύπτει ότι η συγγραφέας υποστηρίζει τη θέση ότι οποτεδήποτε υπάρχει αντικειμενική αδυναμία εκτέλεσης της απόφασης in natura η Διοίκηση δεν προχωρεί σε επανεξέταση, αλλά σ’ αυτό που φαίνεται να αποβλέπει είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές ο ζημιωθείς δικαιούται σε αποζημίωση επανορθωτικού χαρακτήρα η οποία αντιδιαστέλλεται της αποζημίωσης ως κυρώσεως για τη μη εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης, διαφοροποίηση που δεν γίνεται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος το οποίο προνοεί για δίκαιη και εύλογη αποζημίωση σε κάθε περίπτωση που προκλήθηκε ζημιά από απόφαση, πράξη ή παράλειψη που κηρύχθηκε άκυρη. (Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, Vnukovo Airlines (V.A.) κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 969, Frangoulides v. The Republic (1982) 1 C.L.R. 462 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (ανωτέρω).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι η Διοίκηση καθηκόντως και όχι καταχρηστικώς, όπως είναι η θέση του εφεσείοντα, προχώρησε σε επανεξέταση και κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος της έφεσης απορρίπτεται. Ακολουθεί η εξέταση των επόμενων δύο λόγων, οι οποίοι αφορούν το πιο κάτω μέρος από την πρωτόδικη απόφαση.

«Προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 702/06 ότι ο λόγος ακύρωσης και, κατά συνέπεια, το διατακτικό της απόφασης δεν ήταν άλλο από το ότι η απόφαση δε λήφθηκε από το αρμόδιο όργανο. Τα όσα, στη συνέχεια, αναφέρθηκαν δεν αποτελούν μέρος του διατακτικού αλλά παρατηρήσεις (obiter), τα οποία, χωρίς βέβαια να είναι δεσμευτικά, είναι βοηθητικά για τη διοίκηση. Εν όψει των πιο πάνω, ο λόγος σε σχέση με την παραβίαση του δεδικασμένου και την υπέρβαση εξουσίας δεν ευσταθεί.

Οι καθ’ ων η αίτηση, κατά την επανεξέταση και στα πλαίσια ελέγχου της ορθότητας του ισχυρισμού του αιτητή στην επιστολή του ημερομηνίας 12/12/2005, ότι «Από τον μήνα Ιούνιον [*636]15/6 - 7/7 που ήσαν εν ισχύι οι άδειες μεταφοράς επιβατών και ελλιμενισμού έκαμα 12 εξόδους μεταφοράς επιβατών οπότε εχάλασεν η μηχανή του σκάφους μου και δεν μπόρεσα να κάμω περισσότερες μεταφορές διά τον χρόνον 2005», ερεύνησαν, μέσω της Λιμενικής Αστυνομίας, τις εξόδους που είχε το σκάφος του και διαπίστωσαν ότι αυτό και μετά τις 7/7/2005 είχε εξόδους. Ο αιτητής δεν αμφισβητεί τα στοιχεία της Λιμενικής Αστυνομίας, τα οποία έλαβε υπόψη του ο Διευθυντής, παραπονείται, όμως, ότι στερήθηκε του δικαιώματος να εκθέσει τη θέση του προτού το όλο ζήτημα αποφασισθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 43(1) του Ν. 158/(Ι)/99:-

«43. - (1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο Νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.»

Στην παρούσα περίπτωση, δικαίωμα ακρόασης δεν παρέχεται από το Νόμο αλλά ούτε και εθίγη οποιοδήποτε ατομικό ή άλλο δικαίωμα του αιτητή. Σε περιπτώσεις υποβολής αίτησης, όπου ο αιτητής προβάλλει όσα υποστηρίζουν το αίτημά του, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης τέτοιου δικαιώματος. Η διοίκηση ερευνά και αποφασίζει στη βάση της αίτησης. Συμφωνώ με τα αποφασισθέντα στην Grecian Hotel Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 114/06, ημερ. 20/9/06, από το Νικολάου, Δ., όπως ήταν τότε, ότι ο αιτητής δεν απέκτησε δικαίωμα να ελλιμενίζει το σκάφος του στο αλιευτικό καταφύγιο Αγίας Νάπας, εκ του λόγου ότι για πολλά χρόνια του παραχωρείτο άδεια και το ελλιμένιζε εκεί.

Προκύπτει, από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο Διευθυντής, κατά την επανεξέταση, ερεύνησε τον ισχυρισμό του αιτητή για βλάβη του σκάφους του, όπως υποδείκνυε και η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 702/06, θεώρησε όμως, στα πλαίσια της εξουσίας του, για το λόγο που εξήγησε, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν πραγματικός. Θεωρώ την απόρριψη του ισχυρισμού, για τους λόγους που εξηγούνται, εύλογη και εντός των πλαισίων της εξουσίας του, έτσι ώστε να μη δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου.»

Είναι θέση του εφεσείοντα, την οποία προώθησε ανεπιτυχώς και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η ακυρωτική απόφαση [*637]στην Προσφυγή Αρ. 702/06 επέβαλλε στο Διευθυντή του Τμήματος να σταθμίσει αφενός το γεγονός ότι είχε άδεια ελλιμενισμού για 14 συνεχή χρόνια και αφετέρου να λάβει υπόψη ότι ο λόγος που το 2005 εκτέλεσε πιο λίγα ταξίδια, απ’ αυτά που προβλέπονται για σκάφη που εμπίπτουν στο τρίτο κριτήριο, ήταν η βλάβη που υπέστη η μηχανή του σκάφους του. Ο Διευθυντής όμως, υπόβαλε ο κ. Αγγελίδης, αγνόησε τις δεσμευτικές γι’ αυτόν υποδείξεις, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί τόσο το δεδικασμένο όσο και το δικαίωμα του εφεσείοντα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, τη στιγμή που η επίδικη απόφαση επηρέαζε δυσμενώς την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Κατά συνέπεια, υπόβαλε, τόσο ο δεύτερος όσο και ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθούν και η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί.

Η προσβαλλόμενη πράξη στην Προσφυγή Αρ. 702/06, αντέτειναν οι εφεσείβλητοι, ακυρώθηκε για το λόγο ότι δεν ήταν υπογραμμένη από το Διευθυντή του Τμήματος και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου. Όπως ορθά έκρινε ότι δεν έγινε παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, καθότι υπό τα περιστατικά της υπόθεσης η απόφαση εκδόθηκε μετά από αίτηση του εφεσείοντα και σε τέτοιες περιπτώσεις δεν απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερόμενου.

Εξετάσαμε και επ’ αυτών των θεμάτων τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα και καταλήξαμε ότι οι πρωτόδικες διαπιστώσεις σε αμφότερα τα παράπονα του εφεσείοντα είναι ορθές και δεν δικαιολογούν οποιαδήποτε επέμβαση. Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το διατακτικό της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 702/06 ήταν ότι η προσβληθείσα απόφαση δεν λήφθηκε από αρμόδιο όργανο και όσα στη συνέχεια αναφέρθηκαν δεν ήταν μέρος του διατακτικού αλλά παρατηρήσεις (obiter) - ή, όπως θα μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί, παραινέσεις προς τη διοίκηση - οι οποίες δεν ήταν δεσμευτικές. Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο είναι οι ίδιες τόσο στο διοικητικό όσο και στο αστικό δίκαιο (Pieris v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349) και η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει τελεσίδικη κρίση, ταύτιση διαδίκων ως και ταύτιση επιδίκων θεμάτων (Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625), ή, όπως τίθεται στο Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 15, σελ. 336, δεδικασμένο εγείρεται όταν ένα γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Υπό τα περιστατικά όμως της παρούσας υπόθεσης, οι εισηγήσεις του κ. Αγγελίδη για ύπαρξη δεδικασμένου έκ[*638]δηλα δεν βρίσκουν έρεισμα στην προαναφερθείσα απόφαση, η οποία αναντίλεκτα ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση λόγω αναρμοδιότητας του υπογράφοντος υπαλλήλου και σ’ αυτό περιορίζεται το δεδικασμένο και όχι στα όσα στη συνέχεια καταγράφονται στην απόφαση υπό μορφή παρατηρήσεων ή παραινέσεων. Όσο δε αφορά το παράπονο του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδικη επανεξέταση ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, είναι αρκετό να παραπέμψουμε στο σχετικό μέρος της απόφασης, το οποίο διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο που δεν δικαιολογεί οποιαδήποτε επέμβαση σ’ ότι αφορά την ορθότητά του. Τέλος, συμφωνούμε και με το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης που προνοείται από το Άρθρο 43(1) του Ν. 158(Ι)/99 και στο σχετικό σκεπτικό δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε.

Για όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο