FBME Bank Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 761

(2013) 3 ΑΑΔ 761

[*761]17 Δεκεμβρίου, 2013

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

FBME BANK LTD,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ’ων η Αίτηση.

(Υπόθεση Αρ 608/2013)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Διαφορές στην σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου σε αντιδιαστολή προς τις διοικητικές διαφορές ― Τα πορίσματα της Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427 και η εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά το ζήτημα της ύπαρξης καταλοίπου ζημιάς στην Αιτήτρια, μετά την εκπνοή της επίδικης απόφασης.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της νομιμότητας του περί της Επιβολής Προσωρινών Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε Περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης, Τέταρτου Διατάγματος του 2013 (Κ.Δ.Π. 107/13) ημερομηνίας 3.4.2013.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Κατά την ακρόαση ετέθη στους ευπαιδεύτους συνηγόρους και το ερώτημα κατά πόσο η προσφυγή επηρεάζεται από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, όπου εκρίθη ότι ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας συνεπεία των Κ.Δ.Π. 97/2013, Κ.Δ.Π. 103/2013, Κ.Δ.Π. 104/2013 και Κ.Δ.Π. 105/2013, εμπίπτει στα [*762]πλαίσια του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να στερείται δυνατότητας να επιληφθεί των προσφυγών δυνάμει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας που του παρέχεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί, είναι αδύνατον να λεχθεί ότι η προκειμένη μπορεί να διαφοροποιείται από το σκεπτικό των υποθέσεων εκείνων. Η απόφαση εδράζεται ευθέως στη φύση των διαταγμάτων ως αφορώντων παρέμβαση της πολιτείας στη συμβατική σχέση μεταξύ καταθέτη και τράπεζας ως πιστωτή και οφειλέτη αντιστοίχως, ώστε ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των καταθετών να μπορεί να ελεγχθεί μόνο στα πλαίσια αιτιάσεων σε αστικές διαδικασίες. Το ίδιο ισχύει και ως προς το Διάταγμα 107, με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. Το Διάταγμα επηρεάζει πρωτίστως τη δυνατότητα των καταθετών της τράπεζας να χειρισθούν τις καταθέσεις τους κατά το δοκούν στα πλαίσια της συμβατικής τους σχέσης με την Τράπεζα. Μάλιστα τα περιοριστικά μέτρα ουδόλως επηρεάζουν το ουσιαστικό δικαίωμα των καταθετών στα χρήματα που κατέθεσαν στην τράπεζα, όπως αυτό επηρεάζετο από τα Διατάγματα 97, 103, 104 και 105, παρά μόνο τη δυνατότητα άμεσης και απεριόριστης πρόσβασης σε αυτό. Τα ίδια τα περιοριστικά μέτρα δεν αφορούν την Τράπεζα αλλά τους καταθέτες, με την Τράπεζα να εμπλέκεται μόνο κατά το ότι οι περιορισμοί που αφορούν τους καταθέτες διέρχονται μέσω αυτής ως συμβατικώς συμβαλλόμενης με αυτούς. Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτή δεν είναι η ουσία της εν λόγω απόφασης. Η απόφαση, όπως τονίζεται, βασίζεται στο ότι ο όποιος επηρεασμός δικαιωμάτων διά της παρέμβασης της πολιτείας σε συμβατική σχέση εξετάζεται σε αστικές διαδικασίες ως θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι σε διαδικασίες αναθεωρητικού ελέγχου ως θέμα δημοσίου δικαίου. Αν λοιπόν η Αιτήτρια, ως Τράπεζα στην οποία απαγορεύεται με το Διάταγμα να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των καταθετών της σε σχέση με τη συμβατική δυνατότητα τους για άμεση και απεριόριστη πρόσβαση στις καταθέσεις τους, αισθάνεται ότι επηρεάζεται και η ίδια (και όχι μόνο οι πελάτες της), ως συνέπεια της απαγόρευσης του Διατάγματος, ώστε να ζημιώνει ένεκα αυτής, έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί στις προσφερόμενες αστικές διαδικασίες προς διεκδίκηση οποιασδήποτε τέτοιας ζημιάς της, εγείροντας εκεί και όποια θέματα παρανομίας του διατάγματος, εξειδικεύοντας και αποδεικνύοντας, αν ήθελε επιτύχει, τη ζημιά της. Ομοίως, αν εναχθεί από τους πελάτες της για παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της προς αυτούς, μπορεί να εμπλέξει την Πολιτεία σε εκείνες τις διαδικασίες κατ’ αναλογία των υποδείξεων μας στην εν λόγω απόφαση.

[*763]2.      Η μόνη αναφορά που γίνεται στην προσφυγή όσον αφορά ενδεχόμενο κατάλοιπου ζημίας της Αιτήτριας είναι στην παράγραφο 13 των γεγονότων ότι:

     «Οι τραπεζικές επιχειρήσεις στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και κάθε μέρα που απαγορεύεται στους Αιτητές να λειτουργήσουν προκαλεί ανησυχία στους πελάτες τους και ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές.»

     Τούτο βεβαίως, με αναφορά στη νομολογία, είναι εντελώς ανεπαρκές για σκοπούς του δέοντος προσδιορισμού καταλοίπου ζημίας στην Τράπεζα που να παρέχει στην Αιτήτρια δικαίωμα συνέχισης της προσφυγής μετά από τη λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, και η προσφυγή θα ήταν για τούτο εν πάση περιπτώσει απορριπτέα στο στάδιο αυτό. Δοθέντος μάλιστα ότι η ισχύς του διατάγματος ήταν μόνο 3 ημέρες, όπως πολύ σύντομη φαίνεται να ήταν η ισχύς και των άλλων διαταγμάτων που προηγήθησαν και ακολούθησαν, θα ήταν τρομερά δύσκολο να προσδορισθεί ανάλογο κατάλοιπο ζημίας ειδικώς αποδιδόμενο στο χρόνο εκείνο, για σκοπούς προσφυγής ως προς κάθε ένα Διάταγμα. Αντιθέτως, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως για σκοπούς προσδιορισμού και απόδειξης ζημίας της Τράπεζας για όλη την περίοδο των Διαταγμάτων.

Η προσφυγή απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά., (2013) 3 Α.Α.Δ. 427,

Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281,

Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 33,

Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,

Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389,

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108,

Χατζησωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524,

[*764]Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 884/2009, ημερ. 30.11.2010,

Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 46/2008, ημερ. 23.10.2009,

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973,

Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73.

Προσφυγή.

Γ. Ζ. Γεωργίου με Κ. Οικονόμου (κα) και Ν. Απληκιώτου (κα), για την Αιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η απόφασή μας δεν είναι ομόφωνη εφ’ όσον ο Δικαστής Ερωτοκρίτου δεν συμφωνεί με την απόφαση της πλειοψηφίας ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και έτσι θα εκδώσει δική του χωριστή απόφαση. Χωριστή απόφαση θα εκδώσει και ο Δικαστής Ναθαναήλ επί του μέρους της απόφασης με το οποίο συμφωνεί με την απόφαση των άλλων Δικαστών, με την απόφαση του οποίου συμφωνεί και ο Δικαστής Λιάτσος. Η απόφαση αυτή θα δοθεί από εμένα και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Πασχαλίδης, Παναγή, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου και Σταματίου.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η προσφυγή της Αιτήτριας Τράπεζας στρέφεται κατά της νομιμότητας του περί της Επιβολής Προσωρινών Περιοριστικών Μέτρων στις Συναλλαγές σε Περίπτωση Έκτακτης Ανάγκης Τέταρτου Διατάγματος του 2013 (Κ.Δ.Π. 107/2013) ημερομηνίας 3.4.2013. (Είχαν προηγηθεί άλλα τρία ανάλογα Διατάγματα). Το Διάταγμα επιβάλλει περιοριστικά μέτρα αφορώντα την ανάληψη μετρητών, την εξαργύρωση επιταγών, την άνευ μετρητών πληρωμή ή μεταφορά χρημάτων εκτός της Δημοκρατίας (πλην καθοριζομένων εξαιρέσεων), τον τερματισμό καταθέσεων προθεσμίας προ της ημερομηνίας λήξεως τους (πλην καθοριζομένων εξαιρέσεων), το χειρισμό καταθέσεων προθεσμίας κατά τη λήξη τους και τη μεταφορά χαρτονομισμάτων στο εξωτερικό ή στις περιοχές της Δημοκρατίας όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. [*765]Η ισχύς του διατάγματος καθορίζεται σε τρεις μέρες.

Η προσφυγή ηγέρθη τόσο εναντίον της Δημοκρατίας όσο και εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας, με ενδιάμεση απόφαση μας όμως ημερομηνίας 7.10.2013 εκρίθη ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν θα έπρεπε να είναι διάδικος και η προσφυγή περιορίζεται πλέον στη Δημοκρατία μέσω του εκδώσαντος το Διάταγμα Υπουργού των Οικονομικών.

Στην Ένστασή της η Δημοκρατία εγείρει τρεις προδικαστικές ενστάσεις:

1.  Ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, δοθέντος ότι το Διάταγμα έπαυσε να ισχύει μετά από την 5.4.2013.

2.  Συναφώς προς την πρώτη προδικαστική ένσταση, ότι η Αιτήτρια δεν διατηρεί, μετά από τη λήξη της ισχύος του Διατάγματος και ως εκ τούτης, έννομο συμφέρον.

3.  Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αφού πρόκειται για κανονιστική διοικητική πράξη.

Θεωρήσαμε βεβαίως πρέπον να επιληφθούμε προδικαστικώς των εν λόγω ενστάσεων, έχοντας το όφελος τόσο γραπτών όσο και περαιτέρω προφορικών αγορεύσεων επί τούτων.

Κατά την ακρόαση ετέθη στους ευπαιδεύτους συνηγόρους και το ερώτημα κατά πόσο η προσφυγή επηρεάζεται από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Χριστοδούλου ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά., (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, όπου εκρίθη ότι ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας συνεπεία των Κ.Δ.Π. 97/2013, Κ.Δ.Π. 103/2013, Κ.Δ.Π. 104/2013 και Κ.Δ.Π. 105/2013, εμπίπτει στα πλαίσια του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, ώστε το Ανώτατο Δικαστήριο να στερείται δυνατότητας να επιληφθεί των προσφυγών δυνάμει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας που του παρέχεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί, αδυνατούμε να δούμε πώς η προκειμένη μπορεί να διαφοροποιείται από το σκεπτικό των υποθέσεων εκείνων. Η απόφαση εδράζεται ευθέως στη φύση των διαταγμάτων ως αφορώντων παρέμβαση της πολιτείας στη συμβατική σχέση μεταξύ καταθέτη και τράπεζας ως πιστωτή και οφει[*766]λέτη αντιστοίχως, ώστε ο όποιος επηρεασμός των δικαιωμάτων των καταθετών να μπορεί να ελεγχθεί μόνο στα πλαίσια αιτιάσεων σε αστικές διαδικασίες. Το ίδιο ισχύει και ως προς το Διάταγμα 107, με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση. Το Διάταγμα επηρεάζει πρωτίστως τη δυνατότητα των καταθετών της τράπεζας να χειρισθούν τις καταθέσεις τους κατά το δοκούν στα πλαίσια της συμβατικής τους σχέσης με την Τράπεζα. Μάλιστα τα περιοριστικά μέτρα ουδόλως επηρεάζουν το ουσιαστικό δικαίωμα των καταθετών στα χρήματα που κατέθεσαν στην τράπεζα, όπως αυτό επηρεάζετο από τα Διατάγματα 97, 103, 104 και 105, παρά μόνο τη δυνατότητα άμεσης και απεριόριστης πρόσβασης σε αυτό.

Μας ελέχθη από τον ευπαίδευτο συνήγορο για την Αιτήτρια ότι η υπόθεση διαφέρει από το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης κατά το ότι εκεί τα Διατάγματα αφορούσαν τις Τράπεζες και όχι τους Αιτητές καταθέτες, ενώ εδώ αφορούν την ίδια την Αιτήτρια Τράπεζα. Αυτό βεβαίως δεν είναι ακριβές, καθ’ όσον απλή ανάγνωση των προνοιών του Διατάγματος (παράγραφος 3 (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ)), καταδεικνύει ότι είναι τους καταθέτες και όχι την Τράπεζα που πρωτίστως αφορά, ενώ άλλες πρόνοιες (παράγραφος 3(ζ)(ια)) δεν αφορούν τραπεζικές συναλλαγές αλλά μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό και στις περιοχές της Δημοκρατίας όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Η μόνη αναφορά στην Τράπεζα είναι στην παράγραφο 3(δ) ότι:

«Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα να εκτελεί πληρωμές χωρίς μετρητά ή μεταφορές χρημάτων που στοχεύουν στην παράκαμψη των περιοριστικών μέτρων.»

Τα ίδια τα περιοριστικά μέτρα λοιπόν δεν αφορούν την Τράπεζα αλλά τους καταθέτες, με την Τράπεζα να εμπλέκεται μόνο κατά το ότι οι περιορισμοί που αφορούν τους καταθέτες διέρχονται μέσω αυτής ως συμβατικώς συμβαλλόμενης με αυτούς.

Εν πάση περιπτώσει όμως, αυτή δεν είναι η ουσία της εν λόγω απόφασης. Η απόφαση, όπως τονίζεται, βασίζεται στο ότι ο όποιος επηρεασμός δικαιωμάτων διά της παρέμβασης της πολιτείας σε συμβατική σχέση εξετάζεται σε αστικές διαδικασίες ως θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι σε διαδικασίες αναθεωρητικού ελέγχου ως θέμα δημοσίου δικαίου.

Αν λοιπόν η Αιτήτρια, ως Τράπεζα στην οποία απαγορεύεται με το Διάταγμα να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι των καταθετών της σε σχέση με τη συμβατική δυνατό[*767]τητα τους για άμεση και απεριόριστη πρόσβαση στις καταθέσεις τους, αισθάνεται ότι επηρεάζεται και η ίδια (και όχι μόνο οι πελάτες της), ως συνέπεια της απαγόρευσης του Διατάγματος, ώστε να ζημιώνει ένεκα αυτής, έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί στις προσφερόμενες αστικές διαδικασίες προς διεκδίκηση οποιασδήποτε τέτοιας ζημιάς της, εγείροντας εκεί και όποια θέματα παρανομίας του διατάγματος, εξειδικεύοντας και αποδεικνύοντας, αν ήθελε επιτύχει, τη ζημιά της. Ομοίως, αν εναχθεί από τους πελάτες της για παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων της προς αυτούς, μπορεί να εμπλέξει την Πολιτεία σε εκείνες τις διαδικασίες κατ΄αναλογία των υποδείξεων μας στην εν λόγω απόφαση.

Αυτό μας οδηγεί, αν και δεν είναι αναγκαίο, και σε μία άλλη παρατήρηση που συναρτάται προς τις δύο προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν το έννομο του συμφέροντος. Η μόνη αναφορά που γίνεται στην προσφυγή όσον αφορά ενδεχόμενο κατάλοιπου ζημίας της Αιτήτριας είναι στην παράγραφο 13 των γεγονότων ότι:

«Οι τραπεζικές επιχειρήσεις στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και κάθε μέρα που απαγορεύεται στους Αιτητές να λειτουργήσουν προκαλεί ανησυχία στους πελάτες τους και ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές.»

Τούτο βεβαίως, με αναφορά στη νομολογία, είναι εντελώς ανεπαρκές για σκοπούς του δέοντος προσδιορισμού καταλοίπου ζημίας στην Τράπεζα που να παρέχει στην Αιτήτρια δικαίωμα συνέχισης της προσφυγής μετά από τη λήξη της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, και η προσφυγή θα ήταν για τούτο εν πάση περιπτώσει απορριπτέα στο στάδιο αυτό. Δοθέντος μάλιστα ότι η ισχύς του διατάγματος ήταν μόνο 3 ημέρες, όπως πολύ σύντομη φαίνεται να ήταν η ισχύς και των άλλων διαταγμάτων που προηγήθησαν και ακολούθησαν, θα ήταν τρομερά δύσκολο να προσδορισθεί ανάλογο κατάλοιπο ζημίας ειδικώς αποδιδόμενο στο χρόνο εκείνο, για σκοπούς προσφυγής ως προς κάθε ένα Διάταγμα.  Αντιθέτως, οι αστικές διαδικασίες προσφέρονται ιδιαιτέρως για σκοπούς προσδιορισμού και απόδειξης ζημίας της Τράπεζας για όλη την περίοδο των Διαταγμάτων.

Η προσφυγή λοιπόν απορρίπτεται.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Συμφωνούμε με το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγείται η πλειοψηφία, όχι όμως, με όλη την εκτίμηση, και με το σκεπτικό που ακολουθείται ως προς την κατάληξη.

[*768]Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας ότι η δίκη καταργείται όταν, μεταξύ άλλων, εκλείπει το αντικείμενο της. Ένας από τους λόγους για τους οποίους θεωρείται ότι δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο προς εξέταση είναι και η λήξη της χρονικής διάρκειας και ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης. Η διαχρονική νομολογία επί της κατάργησης του αντικειμένου της δίκης έχει διατρανωθεί, μεταξύ άλλων, με την απόφαση στην Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281, την απόφαση της Ολομέλειας στη Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και πιο πρόσφατα την απόφαση και πάλι της Ολομέλειας στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 33. Συναφής παραπομπή μπορεί να γίνει και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 242-243, και στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η Έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85, παρ. 457, όπου με σαφήνεια εξηγείται ότι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς, είτε για αντικειμενικούς λόγους.  Σημειώνεται δε στη σελ. 86, παρ. 459, ότι η λήξη της χρονικής ισχύος μιας πράξης συγκαταλέγεται στους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους δυνατό να εκλείψει σε μεταγενέστερο στάδιο το έννομο συμφέρον. Όπου η μεταβολή στα αντικειμενικά δεδομένα επέρχεται μεταγενέστερα της καταθέσεως της προσφυγής τότε «….. η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.». Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω –σημειώθηκε ότι η δίκη καταργείται όταν είτε λήγει ο χρόνος ισχύος της πράξεως, είτε όταν εξαφανίζεται το αντικείμενο με ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης.

Τα ανωτέρω λεχθέντα συναρτώνται προς την πρώτη προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου. Υπάρχει όμως και έτερη προδικαστική ένσταση που αφορά στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος. Έχει κατά κόρον λεχθεί ότι το έννομο συμφέρον ενός αιτητή που ασκεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εναντίον διοικητικής απόφασης, θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της αίτησης ακυρώσεως, περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης, (δέστε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202. Σύμφωνα και με το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» – πιο πάνω – σελ. 85-87, το έννομο συμφέρον πρέπει να καταδεικνύεται ως υπάρχον τόσο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, όσο και κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, αλλά και κατά την επί Δικαστηρίω συζήτηση.

[*769]Περαιτέρω, όχι μόνο η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αφορά στην ίδια την προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να προβάλλονται με έννομο συμφέρον, (δέστε Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Όπως λέχθηκε και πρόσφατα στη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108, με αναφορά και στη Χατζησωτηρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524, «το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

Διατηρείται όμως έννομο συμφέρον προώθησης της προσφυγής όταν προκύπτουν ενδεχόμενες ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, ενώ αυτή ακόμη βρισκόταν σε ισχύ. Η νομολογία, όμως, επιβάλλει ταυτόχρονα υποχρέωση στον αιτητή που εξακολουθεί να εμμένει στην προώθηση της προσφυγής του, παρά την κατάργηση της πράξης, να δείξει ότι έχει όντως υποστεί ζημιογόνες συνέπειες. Όπως αναφέρθηκε και στη Στράκκα Λτδ, πιο πάνω:

«Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι ήδη έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για την συνέχιση της δίκης.» (η έμφαση προστέθηκε).

Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα πρέπει απλώς να αφήνεται να εξετάζεται κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι βεβαίως αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές, (Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 884/09, ημερ. 30.11.2010). Για να δυνηθεί εν πρώτοις ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο δι[*770]οικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως, (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 – πιο πάνω –). Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Ακριβώς η πιο πάνω νομολογία εφαρμόζεται απόλυτα στην υπό κρίση περίπτωση με δεδομένο ότι το επίδικο διάταγμα που εμπεριέχεται στην Κ.Δ.Π. 107/2013 και που δημοσιεύθηκε στις 3.4.2013 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, είχε περιορισμένη χρονική διάρκεια μέχρι τις 5.4.2013. Επομένως, η πρώτη προδικαστική ένσταση που ήγειρε η Δημοκρατία ως προς το ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου είναι απόλυτα ορθή, καθώς και η συναφής άλλη προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές δεν κέκτηνται πλέον εννόμου συμφέροντος προώθησης της. Ζημιογόνο δε αποτέλεσμα για προώθηση της προσφυγής δεν μπορεί να λεχθεί ότι παραμένει εφόσον το μόνο που οι αιτητές καταγράφουν στην παράγραφο 13 των γεγονότων αναφορικά με το ενδεχόμενο κατάλοιπου ζημίας είναι ότι οι τραπεζικές τους επιχειρήσεις στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και επομένως η απαγόρευση σε αυτούς να λειτουργούν, προκαλεί «….. ανησυχία στους πελάτες τους και ανεπανόρθωτη ζημιά στους αιτητές.».

Καμία απολύτως ένδειξη δεν υπάρχει ως προς την πιθανολόγηση της ζημιάς που έχουν υποστεί οι αιτητές λόγω της ύπαρξης του περιοριστικού διατάγματος, όπως θα αναμενόταν, με αναφορά ενδεχομένως στον κύκλο εργασιών τους και τις ημερήσιες συναλλαγές που διεκπεραιώνουν ως τράπεζα και στον εν γένει επηρεασμό τους από το Διάταγμα ώστε να διαφανεί με ποιο τρόπο το διάταγμα έχει προκαλέσει ζημία σε αυτούς και μάλιστα, κατ’ ισχυρισμόν, ανεπανόρθωτη.

Με την επιτυχία των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο ζήτημα όπως η εφαρμογή του σκεπτικού της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στις υποθέσεις Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427, όπου εκρίθη ότι τα δικαιώματα των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας συνεπεία άλλων Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων που περιόριζαν και επηρέαζαν τα δικαιώματα των καταθετών, ενέπιπταν στα πλαίσια του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου.  Τέτοιο θέμα δεν ετέθη εδώ από τη Δημοκρατία, η οποία μάλιστα κατά τη συζήτηση της υπόθεσης είχε τη θέση ότι η περίπτωση αφορά δημόσιο και όχι ιδιωτικό δίκαιο. Εκείνο το οποίο ετέθη ως τρίτη προδικαστική έν[*771]σταση είναι ότι το Διάταγμα αφορά κανονιστική ρύθμιση και όχι ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη, ζήτημα που δεν χρειάζεται να αποφασιστεί.

Επομένως, χωρίς ουσιαστική συζήτηση μεταξύ των διαδίκων και το ευεργέτημα της πλήρους εξέτασης των όλων δεδομένων και της επίπτωσης της Κ.Δ.Π. 107/2013 στους ίδιους τους αιτητές ως τράπεζα, δεν υπάρχει λόγος, κατά την άποψη μας, να αποφασιστεί κατά πόσο το ζήτημα εμπίπτει ή όχι στο ιδιωτικό δίκαιο, εφόσον κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν εξετάζονται θέματα τα οποία έχουν ευρύτερη εμβέλεια όταν η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να αποφασιστεί επί συγκεκριμένου και απλούστερου ζητήματος. Τέτοια είναι, κατά την κρίση μας, και η παρούσα περίπτωση. Δεν μπορούμε, κατά συνέπεια, να προσυπογράψουμε το σκεπτικό της πλειοψηφίας ως προς την εφαρμογή και στην εδώ περίπτωση των αρχών του ιδιωτικού δικαίου.

Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται αλλά μόνο λόγω έλλειψης αντικειμένου και εννόμου συμφέροντος των αιτητών να την προωθούν, με έξοδα εναντίον τους.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Αναφορικά με την πρώτη από τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις, η απόφαση της πλειοψηφίας, φαίνεται να στηρίζεται στην πλειοψηφική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στις υποθέσεις Χριστοδούλου κ.ά. ν. Κεντρικής Τράπεζας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427. Σε εκείνες τις υποθέσεις είχαν εγερθεί παρόμοιες προδικαστικές ενστάσεις και είχα διαφοροποιηθεί από την απόφαση της πλειοψηφίας. Θεώρησα, για τους λόγους που εξήγησα ότι οι εκεί προσβαλλόμενες πράξεις ανάγονται στον τομέα του δημοσίου δικαίου και όχι του ιδιωτικού και ότι μπορούσαν να προσβληθούν δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Επίσης θεώρησα ότι οι πράξεις αν και κανονιστικές διοικητικές, αποτελούσαν το σύνολο πολλών ατομικών πράξεων με αποτέλεσμα να μπορούν κατ’ εξαίρεση να προσβληθούν. Κατέληξα ότι εκείνη η πράξη ήταν εκτελεστή και ως τέτοια μπορούσε να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Επί των πιο πάνω θεμάτων παρόμοιο ήταν και το σκεπτικό της αδελφής δικαστού Παπαδοπούλου στην ίδια υπόθεση.

Διατηρώντας τις απόψεις μου, θεωρώ ότι τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση. Όμως δεν χρειάζεται να επεκταθώ εφόσον η απόφαση της πλειοψηφίας στη Χριστοδούλου κ.ά., ανωτέρω, η οποία ακολουθείται και στην παρούσα περίπτω[*772]ση, είναι δεσμευτική ως προς το δικαστικό της λόγο.

Με τη δεύτερη και τρίτη προδικαστική ένσταση, εγείρονται και δύο νέα ζητήματα, τα οποία έχουν ως κεντρικό άξονα την έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του Αιτητή. Δύο είναι οι λόγοι που τέθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση προς υποστήριξη των συγκεκριμένων προδικαστικών ενστάσεων. Πρώτον, ότι η ισχύς του προσβαλλόμενου διατάγματος είχε λήξει από 5.4.2013 και δεύτερο, ότι στην προσφυγή όχι μόνο δεν γίνεται επαρκής προσδιορισμός του κατ’ ισχυρισμόν κατάλοιπου ζημιάς, αλλά ούτε και υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς στην τράπεζα, δεδομένου ότι η ισχύς του διατάγματος έχει λήξει.

Είναι γνωστές οι νομολογιακές αρχές ότι η δίκη, αναφορικά με πράξεις που κατά το χρόνο έκδοσης τους είναι εκτελεστές, αλλά στη συνέχεια για διάφορους λόγους χάνουν την εκτελεστότητα τους, για παράδειγμα επειδή έπαυσαν να ισχύουν, κατά κανόνα καθίσταται άνευ αντικειμένου, εκτός εάν η πράξη που έπαυσε να ισχύει, δημιούργησε ζημιογόνες συνέπειες ενώ ίσχυε. Πολύ εύστοχα ο δικηγόρος των Αιτητών έκαμε αναφορά στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 46/2008, ημερ. 23.10.2009 στην οποία ο Κραμβής, Δ., παραπέμπει στο πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 242-243. Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως ακολούθως:-

«Για να θεωρηθεί ότι το έννομο συμφέρον του αιτητή εξακολουθεί και μετά την ανάκληση ή τη λήξη της επίδικης πράξης πρέπει ο τελευταίος να πιθανολογήσει ζημία, η οποία μπορεί να δημιουργήσει απαίτηση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. (Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490).

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στις σελίδες 242 και 243 αναφέρονται τα εξής:-

 

«δδ΄. Πράξεις περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ΄ ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ΄ ον ίσχυσεν, εφ΄ όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ΄ όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον [*773]πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ΄ όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ΄ ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ΄ όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα.»»

Με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν προσδιορίζεται επαρκώς ο ισχυρισμός για το κατάλοιπο ζημιάς στην Τράπεζα. Κατά την άποψή μου η νομολογία είναι σαφής ότι η δίκη δεν καταργείται αν μέχρι τη δίκη λήξει η ισχύς της πράξης, εφόσον κατά τη διάρκεια της ισχύος της η πράξη άφησε κατάλοιπο ζημίας (βλ. Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973, Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Ν. Χαραλάμπους «Η Δράση και Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», Έκδοση 2004, σελ. 54-55).

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι για τη θεμελίωση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος, «αρκεί ο εύλογος (δηλαδή όχι προφανώς ασύστατος) ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος· δεν απαιτείται δηλαδή απόδειξη αλλ’ αρκεί η πιθανολόγηση» (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, 78, 79). Στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές κατά την άποψή μου έχουν καταφέρει να πιθανολογήσουν ζημιά και κατ’ επέκταση έννομο συμφέρον.

Ενόψει των πιο πάνω και με κάθε σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, θα απέρριπτα τις τρεις προδικαστικές ενστάσεις και θα επέτρεπα στους Αιτητές να προωθήσουν την προσφυγή τους.

Η προσφυγή απορρίπτεται.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο