ECLI:CY:AD:2014:C236
(2014) 3 ΑΑΔ 99
[*99]2 Απριλίου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,
ΚΑΙ
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2010)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Ακυρωτική δικαστική απόφαση και επανεξέταση που διενεργείται μετά από αυτήν ― Η τυχόν νέα προσφυγή κατά της επανεξέτασης και τι συγκεκριμένα αυτή δύναται να προσβάλει ― Τα πορίσματα της Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 και η αυθεντική ερμηνεία τους, υπό το φως των περιστατικών της παρούσας διαφοράς ― Συμπλήρωση της νομολογίας επί επανεξετάσεων και ανατροπή της εδώ πρωτόδικης κρίσης λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της κριθείσας περίπτωσης, που την διαφοροποιούν από την Ναζίρης.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός της στην θέση Διοικητικού Λειτουργού, ο οποίος ήταν το προϊόν αλλεπάλληλων επανεξετάσεων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Στην υπόθεση Ναζίρης ν. ΡΙΚ ο κ. Ναζίρης δεν αμφισβήτησε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο τη νομιμότητα δύο προηγούμενων αποφάσεων του ΡΙΚ σε συνάρτηση με διορισμό σε θέση [*100]Ανώτερου κάμερα-μαν στο Τμήμα Στήριξης Παραγωγής συγκεκριμένου υποψηφίου. Προσέφυγε στο Δικαστήριο μετά από την τρίτη απόφαση του ΡΙΚ, όπου αποφασίστηκε η προαγωγή άλλου προσώπου. Η υπόθεση άχθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.». Έκρινε δε κατά πλειοψηφία ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Έχουμε τη γνώμη ότι τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Εδώ η εφεσίβλητη είχε προσβάλει την απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση, επιλέγοντας να μην προσβάλει την απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης και στην οποία επιλέγηκε για πρώτη φορά ως κατάλληλη για τη θέση η εφεσείουσα, επανερχόμενη με προσφυγή μετά τη δεύτερη επανεξέταση όπου επιλέγηκε και πάλι η εφεσείουσα. Αυτού δοθέντος, δε θεωρούμε ότι τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα αποφασίστηκαν στη Ναζίρης. Εδώ η εφεσίβλητη δεν προσέβαλε τον διορισμό της εφεσείουσας που έλαβε χώρα μετά από την πρώτη επανεξέταση. Αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί σιωπηρά αποδοχή του διορισμού της εφεσείουσας στην επίδικη θέση. Τα περιστατικά της υπόθεσης αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Η εφεσίβλητη προσέβαλε την απόφαση που παρήχθη με την πρώτη εξέταση, όπου επιλέγει η Ιωάννα Κυριάκου. Όταν όμως κατά την επανεξέταση διορίστηκε η εφεσείουσα, επέλεξε να μην προσβάλει την απόφαση του διοικητικού οργάνου. Αυτό είναι καθοριστικό για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος στα πλαίσια αμφισβήτησης της δεύτερης επίδικης επανεξέτασης στον επαναδιορισμό της εφεσείουσας. Η συμπεριφορά της εφεσείουσας δεν αφήνει αμφιβολία ότι αποδέκτηκε σιωπηρώς το διορισμό της εφεσίβλητης μετά την πρώτη επανεξέταση και αυτό της αποστερεί την δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή τη νομιμότητα της δεύτερης επανεξέτασης όπου διορίστηκε το ίδιο πρόσωπο. Υπάρχει βέβαια και η υπόθεση Ανθή Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης βασίστηκε να καταλήξει στην απόρριψη της προδικαστικής ένστασης. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι η εν λόγω απόφαση είναι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως πρωτόδικο και εκδόθηκε πολύ πριν την υπόθεση Ναζίρης. Την διεξήλθαμε προσεκτικά και έχουμε την άποψη ότι η [*101]συγκεκριμένη υπόθεση απλά καθορίζει γενικό κανόνα, ότι «Η ακυρωτική απόφαση αναθεωρητικού δικαστηρίου επενεργεί έναντι πάντων (erga omnes) και καταργεί την πράξη, η οποία ακυρώνεται. Νέα απόφαση, η οποία λαμβάνεται για την πλήρωση του κενού, μετά από επανεξέταση, συνιστά εκτελεστή απόφαση, αφ’ εαυτής παράγωγο εννόμων αποτελεσμάτων. Επομένως, η νέα απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση μετά από αίτηση οποιουδήποτε δυσμενώς επηρεασθέντα από αυτή.» Η εφεσίβλητη βέβαια, είναι πρόσωπο που έχει επηρεασθεί δυσμενώς από τη δεύτερη επανεξέταση και συνεπώς θα μπορούσε να προσέβαλλε την απόφαση που λήφθηκε στα πλαίσιά της. Όμως, η συμπεριφορά της να αμφισβητήσει την πρώτη απόφαση και ακολούθως να μην αμφισβητήσει την απόφαση που λήφθηκε κατά την επανεξέταση όπου επιλέγηκε για πρώτη φορά η εφεσείουσα, της αποστερεί τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το διορισμό του ιδίου προσώπου μετά από τη δεύτερη επανεξέταση. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε ατέρμονες διαδικασίες.
2. Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση ως προς την προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και, ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας τα οποία καθορίζονται σε €1.200, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της εφεσίβλητης. €1.500 έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 984.
Έφεση.
Έφεση από το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 922/08), ημερ. 11/1/10.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.
[*102]Κ. Στιβαρού, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Την 1.9.2002 οι καθ΄ων η αίτηση διόρισαν, μετά από εσωτερική γνωστοποίηση προκήρυξης της θέσης Διοικητικού Λειτουργού στο Γραφείο Περιφέρειας Αμμοχώστου-Λάρνακας, την Ιωάννα Κυριάκου. Οι συνυποψήφιές της Στέλλα Αντωνίου-Χριστοφή (εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο μέρος) και Μαρία Αντωνίου (εφεσίβλητη/αιτήτρια) καταχώρησαν στο Ανώτατο Δικαστήριο τις προσφυγές υπ’ αριθμό 806/2002 και 814/2002. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν και ακυρώθηκε ο διορισμός με το σκεπτικό ότι τόσο η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όσο και η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής που υιοθέτησε τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ήταν αναιτιολόγητες σε ότι αφορούσαν την επιλογή της Ιωάννας Κυριάκου. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ακύρωσε τον επίδικο διορισμό στην προσφυγή υπ’ αριθμό 806/2002 με αποτέλεσμα η προσφυγή που είχε καταχωρηθεί από την εφεσίβλητη (814/2002) να απωλέσει το αντικείμενό της.
Ακολούθησε επανεξέταση από πλευράς των καθ’ων και στις 24.5.2005 αποφασίστηκε η αναδρομική προαγωγή της Στέλλας Αντωνίου-Χριστοφή στην επίδικη θέση από 1.9.2002. Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αριθμό 891/2005 από την Ιωάννα Κυριάκου η οποία οδήγησε στην εκ νέου ακύρωση του διορισμού που είχε γίνει στη βάση και πάλι αναιτιολόγητης επιλογής τόσο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και από το διοικητικό συμβούλιο των καθ’ ων. Δεν αμφισβητήθηκε αυτός ο διορισμός με προσφυγή από τη Μαρία Αντωνίου.
Ακολούθησε νέα επανεξέταση κατά την οποία η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή σύστησε και πάλι τη Στέλλα Αντωνίου-Χριστοφή. Το διοικητικό συμβούλιο των καθ’ ων σε συνεδρία ημερομηνίας 6.5.2008 υιοθέτησε τη σύσταση και αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή της Στέλλας Αντωνίου-Χριστοφή ως αποτέλεσμα της οποίας καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ΄ αριθμό 922/2008 από τη Μαρία Αντωνίου.
Στα πλαίσια της προσφυγής εγέρθηκαν από την εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο μέρος δύο προδικαστικές ενστάσεις. Με την [*103]πρώτη προδικαστική ένσταση προβάλλεται ότι η εφεσίβλητη/αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση της προσφυγής ως στερούμενη εννόμου συμφέροντος καθότι δεν ήταν διάδικος στην προηγηθείσα προσφυγή υπ’ αριθμό 891/2005 με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός της Στέλλας Αντωνίου-Χριστοφή.
Η εν λόγω προδικαστική ένσταση απερρίφθη από αδελφό μας Δικαστή στη βάση της απόφασης της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 και της απόφασης στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 984, κρίνοντας ότι η εφεσίβλητη-αιτήτρια προβάλλει με την επίδικη προσφυγή νέους λόγους ή λόγους που απορρέουν από το δημιουργηθέν αποτέλεσμα της δεύτερης επανεξέτασης και δεν σχετίζονται με την έλλειψη αιτιολογίας ή λόγων που είχαν προηγηθεί των δύο ακυρωτικών αποφάσεων.
Με το λόγο έφεσης 3 η εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη αυτή ως προς την πρώτη προδικαστική ένσταση διαφοροποιώντας τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης από τα γεγονότα της Ναζίρης (πιο πάνω). Ο κ. Αγγελίδης τόνισε ότι στην Ναζίρης δεν τέθηκε και δεν εξετάστηκε το κατά πόσο διάδικος ο οποίος δεν αμφισβήτησε την επιλογή του ενός ίδιου υποψήφιου σε προηγούμενη διαδικασία που ακυρώθηκε, δικαιούται να την προσβάλει μετά από νέα επανεξέταση. Η εφεσίβλητη/αιτήτρια αποδέχθηκε ως ορθή τη δεύτερη απόφαση της Αρχής, ανέφερε ο συνήγορος, και δεν την αμφισβήτησε ενώπιον του Δικαστηρίου με καταχώρηση δικής της προσφυγής. Το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακύρωση αυτή με δεδομένη τη σιωπηρή αποδοχή της πράξης από την εφεσίβλητη, αφορά ως προς τους λόγους ακύρωσης μόνο τους διαδίκους εκείνης της προσφυγής. Εάν η επανεξέταση οδηγούσε σε επιλογή ενός άλλου τρίτου υποψηφίου, τότε η εφεσίβλητη έναντι αυτής της νέας επιλογής θα μπορούσε να την αμφισβητήσει.
Ο κ. Κωνσταντίνου από την άλλη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, στηριζόμενος στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Ναζίρης καθώς και στην απόφαση στην υπόθεση Ανθή Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, εισηγούμενος ότι η θέση του κ. Αγγελίδη υποστηρίζεται από την απόφαση της μειοψηφίας στη Ναζίρης.
Στην υπόθεση Ναζίρης ν. ΡΙΚ ο κ. Ναζίρης δεν αμφισβήτησε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο τη νομιμότητα δύο προηγούμενων αποφάσεων του ΡΙΚ σε συνάρτηση με διορισμό σε θέση Ανώτερου κάμερα-μαν στο Τμήμα Στήριξη Παραγωγής συ[*104]γκεκριμένου υποψηφίου. Προσέφυγε στο Δικαστήριο μετά από την τρίτη απόφαση του ΡΙΚ, όπου αποφασίστηκε η προαγωγή άλλου προσώπου. Η υπόθεση άχθηκε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.». Έκρινε δε κατά πλειοψηφία ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Έχουμε τη γνώμη ότι τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται ουσιωδώς. Εδώ η εφεσίβλητη είχε προσβάλει την απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση, επιλέγοντας να μην προσβάλει την απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης και στην οποία επιλέγηκε για πρώτη φορά ως κατάλληλη για τη θέση η εφεσείουσα, επανερχόμενη με προσφυγή μετά τη δεύτερη επανεξέταση όπου επιλέγηκε και πάλι η εφεσείουσα. Αυτού δοθέντος, δε θεωρούμε ότι τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα αποφασίστηκαν στη Ναζίρης.
Εδώ η εφεσίβλητη δεν προσέβαλε τον διορισμό της εφεσείουσας που έλαβε χώρα μετά από την πρώτη επανεξέταση. Αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί σιωπηρά αποδοχή του διορισμού της εφεσείουσας στην επίδικη θέση. Τα περιστατικά της υπόθεσης αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Η εφεσίβλητη προσέβαλε την απόφαση που παρήχθη με την πρώτη εξέταση, όπου επιλέγει η Ιωάννα Κυριάκου. Όταν όμως κατά την επανεξέταση διορίστηκε η εφεσείουσα, επέλεξε να μην προσβάλει την απόφαση του διοικητικού οργάνου. Αυτό είναι καθοριστικό για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος στα πλαίσια αμφισβήτησης της δεύτερης επίδικης επανεξέτασης στον επαναδιορισμό της εφεσείουσας.
Η συμπεριφορά της εφεσείουσας δεν αφήνει αμφιβολία ότι αποδέκτηκε σιωπηρώς το διορισμό της εφεσίβλητης μετά την πρώτη επανεξέταση και αυτό της αποστερεί την δυνατότητα να αμφισβητήσει με προσφυγή τη νομιμότητα της δεύτερης επανεξέτασης όπου διορίστηκε το ίδιο πρόσωπο.
Υπάρχει βέβαια και η υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρα[*105]τίας (πιο πάνω), στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης βασίστηκε να καταλήξει στην απόρριψη της προδικαστικής ένστασης. Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι η εν λόγω απόφαση είναι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως πρωτόδικο και εκδόθηκε πολύ πριν την υπόθεση Ναζίρης. Την διεξήλθαμε προσεκτικά και έχουμε την άποψη ότι η συγκεκριμένη υπόθεση απλά καθορίζει γενικό κανόνα, ότι «Η ακυρωτική απόφαση αναθεωρητικού δικαστηρίου επενεργεί έναντι πάντων (erga omnes) και καταργεί την πράξη, η οποία ακυρώνεται. Νέα απόφαση, η οποία λαμβάνεται για την πλήρωση του κενού, μετά από επανεξέταση, συνιστά εκτελεστή απόφαση, αφ’ εαυτής παράγωγο εννόμων αποτελεσμάτων. Επομένως, η νέα απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση μετά από αίτηση οποιουδήποτε δυσμενώς επηρεασθέντα από αυτή.» Η εφεσίβλητη βέβαια, είναι πρόσωπο που έχει επηρεασθεί δυσμενώς από τη δεύτερη επανεξέταση και συνεπώς θα μπορούσε να προσέβαλλε την απόφαση που λήφθηκε στα πλαίσιά της. Όμως, η συμπεριφορά της να αμφισβητήσει την πρώτη απόφαση και ακολούθως να μην αμφισβητήσει την απόφαση που λήφθηκε κατά την επανεξέταση όπου επιλέγηκε για πρώτη φορά η εφεσείουσα, της αποστερεί κατά την κρίση μας τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το διορισμό του ιδίου προσώπου μετά από τη δεύτερη επανεξέταση. Θεωρούμε ότι διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε ατέρμονες διαδικασίες.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση ως προς την προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και, ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας τα οποία καθορίζονται σε €1.200, επιδικάζονται υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της εφεσίβλητης. €1.500 έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο