Μάρκου Μελίνα ν. Μάριου Ιωσηφίδη και Άλλων (2014) 3 ΑΑΔ 137

ECLI:CY:AD:2014:C308

(2014) 3 ΑΑΔ 137

[*137]12 Μαΐου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΜΕΛΙΝΑ ΜΑΡΚΟΥ,

 

Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο μέρος,

 

v.

 

1. ΜΑΡΙΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ,

2. ΙΩΑΝΝΗ ΘΑΣΙΤΗ,

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 20/2010)

 

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη ― Περιστάσεις στοιχειοθέτησής της στην κριθείσα περίπτωση επιλογής από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Εκ παραδρομής σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση ― Δεν επέδρασε δυσμενώς στην εφεσείουσα ― Η λανθασμένη αναφορά δεν επηρέασε και δεν αλλοίωσε καθόλου την ουσία της πρωτόδικης απόφασης ― Συνέπειες.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Παραγνώριση της αξιολόγησης του Διευθυντή, χωρίς ειδική αιτιολόγηση ― Η οριακή διαφορά στην συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή δικαιολογία ― Τα πορίσματα της νομολογίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Η αξιολόγηση των υποψηφίων από την ΕΔΥ, δεν μπορεί να καταργήσει όλα τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής ― Περιστάσεις της πάσχουσας τελικής κατάταξης της ΕΔΥ [*138]στην κριθείσα περίπτωση.

 

Η εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο μέρος αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός της στην θέση Λειτουργού Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε την συμπερίληψη της εφεσείουσας στον τελικό κατάλογο, επειδή ως αναφέρει ήταν «η μόνη υποψήφια από τους μη περιληφθέντες στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που αφενός κατέχει το πλεονέκτημα και αφετέρου, έχει αξιολογηθεί ως πάρα πολύ καλή κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.». Η τελική κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε με βάση την τελική βαθμολογία που έδωσε στους υποψηφίους. Οι 4 επιλεγέντες είχαν τις ψηλότερες βαθμολογίες μετά την συνεκτίμηση όλων των παραγόντων περιλαμβανομένου και του πλεονεκτήματος. Συνεπώς όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του «…. Η χρησιμοποίηση από την Ε.Δ.Υ. της αιτιολογίας ότι αυτή ήταν η μόνη που ενώ είχε το πλεονέκτημα δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο της Συμβουλευτικής, ήταν προϊόν πλάνης». Είναι θεμελιωμένο ότι σε περίπτωση διαφωνίας της Ε.Δ.Υ με τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η απόκλιση πρέπει να δικαιολογείται.  Εδώ η Ε.Δ.Υ. ουδεμία αιτιολόγηση προσέφερε για την προτίμησή της στην εφεσείουσα. Οι δυο παράγοντες που ανέφερε λήφθηκαν υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκαν και μαζί με τους άλλους παράγοντες που συνεκτιμήθηκαν οδήγησαν στη βαθμολογία του κάθε υποψηφίου. Οι 4 προταθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν τις ψηλότερες βαθμολογίες. Τα πιο πάνω από μόνα τους εκθεμελιώνουν και την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι οι υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι και ότι την πλάστιγγα έκλινε η συνέντευξη μόνο.

 

2.  Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής στην απόφασή του αναφέρεται λανθασμένα σε «σύσταση» από το Διευθυντή αντί αξιολόγησης, εφ’ όσον επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού. Έχουμε τη γνώμη, ότι αυτό έγινε εκ παραδρομής ή κακής διατύπωσης η οποία σε καμιά περίπτωση δεν επέδρασε δυσμενώς στην εφεσείουσα. Ο πρωτόδικος δικαστής είχε υπόψη του την ορθή διάσταση του θέματος. Συνεπώς η λανθασμένη αφορά σε «σύσταση», όπως φαίνεται από το κείμενο της απόφασης, δεν επηρέασε και δεν αλλοίωσε καθόλου την ουσία της απόφασής του.

[*139]3.       Δεν μπορεί η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση, ιδίως όταν είναι οριακής σημασίας και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, να εξουδετερώνει τα πάντα και να καθίσταται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπόψη. Η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή δικαιολογία.  Η Ολομέλεια συμφωνεί πλήρως με την πρωτόδικη απόφαση ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι άνευ οποιασδήποτε ειδικής κατά τη νομολογία αιτιολογίας. Θα προσθέταμε σ’ αυτά ότι ούτε κατ’ ελάχιστα πειστική ήταν η δοθείσα από αυτήν κατ’ ευφημισμό αιτιολογία.

 

4.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρεται σε «υπέρμετρη» βαθμολογία, αλλά σε «υπέρτερη» βαθμολογία στην προφορική εξέταση. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση ότι δόθηκε πιο ψηλή βαθμολογία στην εφεσείουσα απ’ ό,τι στον εφεσίβλητο 2. Η πρώτη βαθμολογήθηκε ως «εξαίρετη» και ο δεύτερος ως «πάρα πολύ καλός».  Περαιτέρω η αναφορά σε «ισοδύναμους» γίνεται σε σχέση με τους αιτητές και όχι με το ενδιαφερόμενο μέρος που ήταν η εφεσείουσα.

 

5.  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2 και εναντίον της εφεσείουσας. Για την καθ’ ης η αίτηση, Κυπριακή Δημοκρατία, καμιά διαταγή για τα έξοδα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

 

Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 69.

 

Αίτηση.

 

Αίτηση για τροποποίηση του δικογράφου στα πλαίσια από το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 1743/07 και 149/08), ημερ. 11/1/10.

 

Βρ. Χατζηχάννας, για την Eφεσείουσα-Eνδιαφερόμενο Mέρος.

[*140]

Θ. Κουσπή (κα), για τον Eφεσίβλητο/Aιτητή 2.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Kαθ’ ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λ. Παρπαρίνος.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Οι προσφυγές των εφεσιβλήτων/αιτητών αφορούσαν το διορισμό της εφεσείουσας/ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών από 1/12/07. Η θέση ήταν μόνιμου διορισμού και τ’ απαιτούμενα προσόντα βάσει του σχεδίου υπηρεσίας ήταν η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος σ’ ένα από τα πιο κάτω θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων. Θαλάσσια Βιολογία, Αλιευτική Βιολογία, Ωκεανογραφία, Βιολογία, Υδροβιολογία, Ιχθυολογία, Ιχθυοκαλλιέργεια ή άλλο θέμα σχετιζόμενο με τις θαλάσσιες επιστήμες, την μηχανική της Πληροφορικής και τα Οικονομικά. Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σ’ ένα από τα προαναφερθέντα θέματα, θα αποτελούσε πλεονέκτημα.

 

Το τι έγινε από την υποβολή των σχετικών αιτήσεων μέχρι την επιλογή για διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους/εφεσείουσας καταγράφεται με λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση σελ. 2-6. Το σχετικό μέρος το παραθέτουμε:

 

«Υποβλήθησαν 109 αιτήσεις και συστήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το Άρθρο 32(Ι)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, απαρτιζόμενη από το Διευθυντή Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών ως πρόεδρο, δύο Ανώτερους Λειτουργούς Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών και δύο Λειτουργούς Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών Α, ως μέλη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους με προφορική μόνο εξέταση, αφού προηγουμένως απέκλεισε αριθμό υποψηφίων που δεν ικανοποιούσαν τα απαιτούμενα προσόντα. Για τους υπόλοιπους, η Συμβουλευτική Επιτροπή υιοθέτησε βαθμολογικό πίνακα, που σε ό,τι ενδιαφέρει εδώ, περιελάμβανε την κατάταξη «παρα πολύ καλός» με βαθμολογία 8.50-8.99 , «σχεδόν εξαίρετος» με βαθμολογία 9.00-9.49 και «εξαίρετος» με βαθμολογία 9.50-10. Οι ερωτή[*141]σεις που τέθηκαν κατά την προφορική εξέταση σύμφωνα με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Παράρτημα 5 στην ένσταση), αφορούσαν θέματα σχετικά με τις σπουδές των υποψηφίων, τα προσόντα και εμπειρία τους, καθώς και τα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης.

 

Τον αιτητή στην υπ’ αρ. 1743/07 προσφυγή, Μάριο Ιωσηφίδη, χαρακτήρισε ως «σχεδόν εξαίρετο» με βαθμολογία 9.32, τον δε αιτητή στην υπ’ αρ. 149/08 προσφυγή, Ιωάννη Θασίτη, επίσης ως «σχεδόν εξαίρετο» με ελαφρώς ανώτερη βαθμολογία ήτοι 9.48. Και για τους δύο αιτητές η Συμβουλευτική Επιτροπή στη σελ. 8 της έκθεσης της, κατέγραψε ότι είχαν δώσει σχεδόν εξαίρετες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις, ήταν άριστοι γνώστες του αντικειμένου τους και άφησαν ο μεν Θασίτης «άριστες εντυπώσεις», ο δε Ιωσηφίδης «σχεδόν άριστες εντυπώσεις», στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Το ενδιαφερόμενο μέρος Μελίνα Μάρκου, η Συμβουλευτική Επιτροπή χαρακτήρισε ως «σχεδόν πάρα πολύ καλή» με βαθμολογία 8.08 και με καταγραφή της εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι αυτή έδωσε «πάρα πολύ καλές» απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, ενώ είχε πάρα πολύ καλές γνώσεις και σε θέματα Θαλάσσιας Βιολογίας. Περαιτέρω, η Συμβουλευτική Επιτροπή μετά από μελέτη των αναλυτικών προγραμμάτων των πτυχίων και διπλωμάτων των υποψηφίων έκρινε ότι και οι δύο αιτητές, αλλά και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατείχαν το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, δίνοντας 0.5 πρόσθετη βαθμολογία για την κατοχή του, και 1.0 μονάδες για πείρα στον Θασίτη λόγω του ότι εργαζόταν στην εταιρεία Νηρεύς Ιχυθοκαλλιέργειες Α.Ε. από το 2005, στη βάση απόφασης ότι θα δινόταν για κάθε χρόνο εμπειρίας μια πρόσθετη βαθμολογία της τάξης του 0.1 με μέγιστο αποτέλεσμα το 1.0. Δεν έδωσε οποιαδήποτε μονάδα είτε στον Ιωσηφίδη, είτε στο ενδιαφερόμενο μέρος, εφόσον δεν διέθεταν πείρα. Εν τέλει η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε ομόφωνα τέσσερεις υποψηφίους για διορισμό στη θέση που περιελάμβαναν τους δύο αιτητές και δύο άλλα πρόσωπα, αλλά όχι το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Η Ε.Δ.Υ. στη συνεδρία της ημερ. 7.9.07, μελετώντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έκρινε ότι αυτή λανθασμένα έδωσε 1.0 μονάδα στον Θασίτη εφόσον δεν διέθετε 10ετή προηγούμενη πείρα στην εταιρεία Νηρεύς, έχοντας εργαστεί εκεί μόνο από το 2005, ενώ παρατήρησε ταυτόχρονα ότι δεν είχε επισυναφθεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό για την [*142]εκεί πείρα του, κρίνοντας ότι άλλα πιστοποιητικά που είχε επισυνάψει είχαν ήδη κριθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως μη σχετικά. Επομένως η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να μην υιοθετήσει τη βαθμολόγηση του Θασίτη με 1.0 μονάδα για σχετική πείρα, συμπληρώνοντας ότι εν πάση περιπτώσει αυτός θα παράμενε πρώτος στην τελική κατάταξη όποια αλλαγή και να επερχόταν στη βαθμολογία του στο θέμα της πείρας. Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε επίσης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μάρκου που ήταν Πέμπτη στην τελική κατάταξη, ήταν η μόνη από τους μη περιληφθέντες στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που αφενός κατείχε το πλεονέκτημα και αφετέρου είχε αξιολογηθεί ως πάρα πολύ καλή κατά την τελική αξιολόγηση της. Ως εκ τούτου αποφάσισε να την καλέσει στην ενώπιον της προφορική εξέταση επιπρόσθετα των τεσσάρων υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Στην επόμενη συνεδρία ημερ. 18.10.07, η Ε.Δ.Υ. εξέτασε επιστολή του Θασίτη ημερ. 15.10.07, με την οποία υπέβαλε πιστοποιητικό για την πείρα του στην εταιρεία Νηρεύς από το Δεκέμβριο του 2005. Παρατήρησε ότι αυτό ήταν ουσιαστικά κατάσταση μισθολογίας για το Σεπτέμβριο του 2007 χωρίς να αναφέρεται από πότε εργαζόταν στην εταιρεία αυτή, ενώ η επιστολή ήταν και ανυπόγραφη. Ως εκ τούτου η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να μην τη λάβει υπόψη. Στη συνέχεια, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών και προέδρου της Συμβουλευτικης Επιτροπής, τέθηκαν ερωτήσεις στους πέντε υποψήφιους τόσο από το Διευθυντή, όσο και από μέλη της Ε.Δ.Υ. Ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση τους χαρακτηρίζοντας τον Θασίτη ως «πάρα πολύ καλό», τον Ιωσηφίδη ως «σχεδόν εξαίρετο» και την Μάρκου ως «πολύ καλή». Αφού ο Διευθυντής αποχώρησε, η Ε.Δ.Υ. προέβηκε στη δική της αξιολόγηση χαρακτηρίζοντας τους μεν Θασίτη και Ιωσηφίδη ως «πάρα πολύ καλούς», τη δε Μάρκου ως «εξαίρετη». Έκρινε εν τέλει ότι η Μάρκου υπερείχε γενικά των υπολοίπων υποψηφίων, την επέλεξε δε για διορισμό στην επίμαχη θέση σημειώνοντας ότι είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετη σε υψηλότερο δηλαδή επίπεδο από τους άλλους δύο αιτητές ενώ διέθετε επιπλέον και το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα. Σημείωσε ότι το πλεονέκτημα διέθεταν και οι δύο αιτητές, οι οποίοι όμως είχαν αξιολογηθεί ως «πάρα πολύ καλοί»από την Ε.Δ.Υ. σε χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης από το ενδιαφερόμενο μέρος, μη παραλείποντας με αναφορά και σε νομολογία του Ανωτά[*143]του Δικαστηρίου, να προσθέσει ότι η προφορική εξέταση έχει βαρύνουσα ή αυξημένη σημασία σε θέσεις πρώτου διορισμού εφόσον η απόδοση σ’ αυτήν δείχνει και την προσωπικότητα και τις ικανότητες ενός υποψηφίου.»

 

Οι δυο προσφυγές συνεκδικάσθησαν και ο αδελφός Δικαστής που τις εξεδίκασε για σειρά λόγων έκρινε ότι συνέτρεχαν λόγοι ακυρότητας και προχώρησε στην ακύρωση της πράξης διορισμού της εφεσείουσας.

 

Στο αρχικό στάδιο της ακρόασης της έφεσης, κατόπιν αιτήματος της εφεσείουσας η έφεση απεσύρθη εναντίον του εφεσίβλητου 1 και απορρίφθηκε με αποτέλεσμα να μην απασχολήσει πλέον κατά το μέρος που αφορά τον εφεσίβλητο 1. Ομοίως και η αντέφεση του που επίσης αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.

 

Η εφεσείουσα με πέντε λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για την συμπερίληψη της εφεσείουσας στον τελικό κατάλογο απλά επανάλαμβανε και μάλιστα πεπλανημένα τα ίδια δεδομένα που είχε ενώπιον της η Συμβουλευτική Επιτροπή ενώ δεν αιτιολόγησε γιατί η εφεσείουσα παρά το ότι κρίθηκε με τελική βαθμολογία 8.58 έπρεπε να συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο. Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί αναιτιολόγητης απόκλισης της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση του Διευθυντή, προϊσταμένου της υπό πλήρωση θέσης επιλέγοντας το ε.μ. αντί τον εφεσίβλητο 2.

 

Ο τρίτος λόγος αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τελική σύσταση των τεσσάρων υποψηφίων παραπέμπει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι αυτή δεν έγινε με βάση την κατοχή ή όχι του πλεονεκτήματος, αλλά με βάση την τελική βαθμολογία που η Συμβουλευτική απέδωσε στην ενώπιον τους υποψηφίους.

 

Ο τέταρτος λόγος προσβάλλει τη διαπίστωση του αδελφού Δικαστή ότι δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένη αιτιολογία από την Ε.Δ.Υ. γιατί δεν ακολούθησε την σύσταση ή κατάληξη του Διευθυντή του.

 

Ο τελευταίος, (5ος) λόγος, προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δόθηκε στην εφεσείουσα, κατ’ απόκλιση των θέσεων της Συμβουλευτικής και Διευθυντή, υπέρμετρη βαθ[*144]μολογία στην προφορική εξέταση, ενώ σ’ όλα τ’ άλλα στοιχεία, οι εφεσίβλητοι ήταν ισοδύναμοι και γι’ αυτό, είναι δυνατό να γίνεται λόγος και για αλλότριο σκοπό της τελικής επιλογής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα προώθησε ενώπιον μας τις θέσεις της εφεσείουσας με κύριες παραμέτρους το πλεονέκτημα που διέθετε η εφεσείουσα που δικαιολογούσε κατά την εισήγηση την τοποθέτηση της από την Ε.Δ.Υ. στον τελικό κατάλογο όπως και στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε και αναφέρθηκε σε «σύσταση» του Διευθυντή ενώ η θέση ήταν πρώτου διορισμού και συνεπώς δεν απαιτείτο σύσταση του Διευθυντή. Αφού δεν υπάρχει σύσταση δεν υπάρχει και αιτιολογία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το συνήγορο, λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η «σύσταση» ενός Διευθυντή έχει βαρύνουσα σημασία.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον εφεσίβλητο 2 υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ενώ η Δημοκρατία τήρησε ουδέτερη στάση λόγω επανεξέτασης.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλους τους λόγους έφεσης και κρίνουμε ότι αυτοί δεν μπορούν να επιτύχουν για τους λόγους που εξηγούμε αμέσως πιο κάτω.

 

Πρώτος και τρίτος λόγος έφεσης

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος στηριζόμενος στο Άρθρο 33(8) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001 (αρ. 2) (Ν. 1/90 ως τροποποιήθηκε) εισηγήθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. είναι εκείνη που καταρτίζει τον κατάλογο των πιο κατάλληλων υποψηφίων, που είναι ο τελικός κατάλογος. Στην εξεταζόμενη υπόθεση ναι μεν τα δεδομένα ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και Ε.Δ.Υ. ήταν τα ίδια η αξιολόγηση τους όμως ήταν διαφορετική εξ’ ου και συμπεριέλαβε στον τελικό κατάλογο την εφεσείουσα.  Συνεπώς δεν υπήρξε πλάνη στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. η οποία εφάρμοσε νόμιμα και ορθά το Άρθρο 33(8) του Ν. 1/90.

 

Το Άρθρο 33 εδάφια 6, 7, και 8 έχουν ως ακολούθως:

 

«(6) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και/ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φα[*145]κέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιου υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καταρτίζει και αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψηφίους, καθώς και προκαταρκτικό κατάλογο που περιέχει με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των κατά την κρίση της καταλληλότερων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως «ο προκαταρκτικός κατάλογος»:

 

Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ολοκληρώνει το έργο της εντός έξι μηνών από την ημέρα λήψης των αιτήσεων και αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν ενημερώνει σχετικά το Γραμματέα της Επιτροπής και εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν στη μη τήρηση του χρονικού πλαισίου των έξι μηνών.

 

(7) Ο αριθμός των υποψηφίων ο οποίος περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο, σε περίπτωση που έχει διεξαχθεί μόνο γραπτή εξέταση, θα είναι τριπλάσιος του αριθμού των θέσεων που έχουν δημοσιευτεί ή δημιουργηθεί ή κενωθεί μέχρι το χρόνο ετοιμασίας του προκαταρκτικού καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εφόσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι και, σε περίπτωση που έχει διεξαχθεί μόνο προφορική εξέταση ή προφορική και γραπτή εξέταση, ο αριθμός των υποψηφίων που περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο θα είναι τετραπλάσιος.

 

(8) Η Επιτροπή, αφού ελέγξει τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7), καταρτίζει τον κατάλογο των πιο κατάλληλων υποψηφίων, που θα αναφέρεται στο εξής ως «ο τελικός κατάλογος»:

 

Νοείται ότι η Επιτροπή μπορεί με αιτιολογημένη απόφαση της, να περιλάβει στον τελικό κατάλογο και υποψηφίους που δεν περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο.»

 

Η Ε.Δ.Υ. αιτιολόγησε την συμπερίληψη της εφεσείουσας στον τελικό κατάλογο επειδή ως αναφέρει ήταν «η μόνη υποψήφια από τους μη περιληφθέντες στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής που αφενός κατέχει το πλεονέκτημα κα, αφετέρου, έχει αξιολογηθεί ως πάρα πολύ καλή κατά την τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το θέμα ως ακολούθως:

 

[*146]«Τα πιο πάνω δεδομένα ήταν όμως ήδη ενώπιον της Συμβουλευτικής, η οποία και θεώρησε πρέπον να μην περιλάβει την Μάρκου στη σύσταση της για διορισμό της στην υπο κρίση θέση.  Κρίνεται ότι η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. δεν είναι επαρκής ενόψει του ότι δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο λόγο, που δεν είχε ήδη υπόψη της η Συμβουλευτική, για να αιτιολογήσει τη δική της κρίση.  Αιτιολογία, κατά το Άρθρο 33(8), σημαίνει την καταγραφή εκείνου του διαφοροποιητικού στοιχείου ως προς τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το συμβουλευτικό όργανο, εδώ η Συμβουλευτική Επιτροπή, διαφορετικά, πρόκειται για απλή προτίμηση……….………….…….…….…….…….…….…….…….…...

 

……………………………………………………………………

 

«……………..Η αιτιολογία λοιπόν που έδωσε η Ε.Δ.Υ. για τη συμπερίληψη της Μάρκου στον τελικό κατάλογο, απλώς επανέλαβε, και μάλιστα πεπλανημένα, τα ίδια δεδομένα που είχε ενώπιον της η Συμβουλευτική, ενώ δεν αιτιολόγησε γιατί παρά το ότι η Μάρκου είχε κριθεί με τελική βαθμολογία 8.58, έπρεπε να συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο. Απαιτείτο η καθαρή τοποθέτηση και αιτιολογία της Ε.Δ.Υ. ως προς το λόγο διαφωνίας της με τη Συμβουλευτική και όχι απλώς η επανάληψη λόγων που η τελευταία είχε ήδη εξετάσει και αξιολογήσει. (Κωνσταντίνου ν. Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18 σελ. 25).»

 

Συμφωνούμε πλήρως με την άνω προσέγγιση του αδελφού Δικαστή. Όπως πολύ ορθά αναφέρεται στην απόφαση η τελική κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε με βάση την τελική βαθμολογία που έδωσε στους υποψηφίους. Οι 4 επιλεγέντες είχαν τις ψηλότερες βαθμολογίες μετά την συνεκτίμηση όλων των παραγόντων περιλαμβανομένου και του πλεονεκτήματος.  Συνεπώς όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του «…. Η χρησιμοποίηση από την Ε.Δ.Υ. της αιτιολογίας ότι αυτή ήταν η μόνη που ενώ είχε το πλεονέκτημα δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο της Συμβουλευτικής, ήταν προϊόν πλάνης».

 

Είναι θεμελιωμένο ότι σε περίπτωση διαφωνίας της Ε.Δ.Υ με τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η απόκλιση πρέπει να δικαιολογείται. (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, 25).

 

Εδώ η Ε.Δ.Υ. ουδεμία αιτιολόγηση προσέφερε για την προτί[*147]μηση της στην εφεσείουσα. Οι δυο παράγοντες που ανέφερε λήφθηκαν υπόψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκαν και μαζί με τους άλλους παράγοντες που συνεκτιμήθηκαν οδήγησαν στη βαθμολογία του κάθε υποψηφίου. Οι 4 προταθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν τις ψηλότερες βαθμολογίες.

 

Τα πιο πάνω απαντούν και στον τρίτο λόγο έφεσης. Η τελική κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ήταν μόνο το προϊόν της προφορικής συνέντευξης της. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της, Παράρτημα 5 στην ένσταση, σελ. 14, παραγρ. 16, αυτή ρητά αναφέρει ότι πέραν του αποτελέσματος της προφορικής εξέτασης, που καταγράφεται στο Παράρτημα V της έκθεσης, έλαβε υπόψη και τ’ άλλα ουσιώδη στοιχεία ενώπιον της που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα VI της έκθεσης προκειμένου ν’ αποφασίσει ομόφωνα στην τελική βαθμολογία, που έδωσε στους υποψηφίους. Αυτό φαίνεται και από την ίδια την βαθμολόγηση της εφεσείουσας και εφεσίβλητου 2. Στην προφορική εξέταση έλαβαν 8.08 και 9.48 αντίστοιχα ενώ η τελική κατάληξη ήταν 8.58 και 10.98 αντίστοιχα. (Βλ. Παραρτήματα V και VI του Παραρτήματος 5 της ένστασης).

 

Τα πιο πάνω από μόνα τους εκθεμελιώνουν την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι οι υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι και ότι την πλάστιγγα έκλινε η συνέντευξη μόνο.

 

Ο πρώτος και τρίτος λόγος έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

Λόγοι έφεσης 2 και 5

 

Σύμφωνα με αυτούς η θέση υπό συζήτηση ήταν πρώτου διορισμού και συνεπώς δεν τίθεται θέμα σύστασης του Διευθυντή με επακόλουθο να μην υπάρχει και αιτιολογία για την σύσταση όπως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του. Επίσης προβλήθηκε ότι εφ’ όσον επρόκειτο για «ισοδύναμους» υποψηφίους, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση την πλάστιγγα έκλεινε η αξιολόγηση του κατά νόμο ανεξάρτητου οργάνου, της Ε.Δ.Υ. Ειδική και πειστική αιτιολογία απαιτείται όταν συστήνεται υποψήφιος που δεν κατέχει το πλεονέκτημα που δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση ενόψει του ότι η εφεσείουσα κατέχει το πλεονέκτημα.

 

Είναι γεγονός ότι ο πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση του αναφέρεται λανθασμένα σε «σύσταση» από το Διευθυντή αντί [*148]αξιολόγησης εφ’ όσον επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού.

Έχουμε τη γνώμη ότι αυτό έγινε εκ παραδρομής ή κακής διατύπωσης η οποία σε καμιά περίπτωση δεν επέδρασε δυσμενώς στην εφεσείουσα. Ο πρωτόδικος δικαστής είχε υπόψη του την ορθή διάσταση του θέματος, αφού στην απόφαση του σε δυο τουλάχιστον περιπτώσεις αναφέρει ότι «η θέση αφορούσε πρώτο διορισμό» (σελ. 16) και «…. Ο προϊστάμενος της υπό πλήρωση θέσης έκρινε …….» (σελ. 14). Συνεπώς η λανθασμένη αφορά σε «σύσταση» όπως φαίνεται από το κείμενο της απόφασης δεν επηρέασε και δεν αλλοίωσε καθόλου την ουσία της απόφασης του.

 

Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο έφεσης υπενθυμίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. στη δική της συνέντευξη αξιολόγησε την εφεσείουσα ως «εξαίρετη» και τον εφεσίβλητο 2 «παρα πολύ καλό».  Έκρινε τέλος ότι αυτή υπερείχε γενικά των υπολοίπων ενώ διέθετε επιπλέον και το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα και την επέλεξε για διορισμό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«………Αυτού του είδους η αντιστροφή έχει ουσιαστικά κριθεί στην απόφαση Ειρήνη Χριστοδούλου – πιο πάνω ως μη αντικειμενικά μετρήσιμη ενόψει του ότι η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ., «βαρύνεται» με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου αφενός, αλλά και στης Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφετέρου. Δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένη αιτιολογία από την Ε.Δ.Υ. γιατί δεν ακολούθησε τη σύσταση ή την κατάταξη του διευθυντή και η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους λόγω, κατά την άποψη της Ε.Δ.Υ., υπεροχής έναντι των άλλων υποψηφίων με μόνο κριτήριο πλέον τη δική της βαθμολογία δεν επαρκούσε, ενόψει του γεγονότος ότι αναγνωρίζεται νομοθετική η «ειδική γνώση» του λειτουργού που βοηθά την Ε.Δ.Υ. στο έργο της. Και ναι μεν ο ρόλος τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και του διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ., είναι βοηθητικός, αλλά όταν παραγνωρίζεται άνευ σοβαρής αιτιολογίας, τότε εκμηδενίζεται αυτός τούτος ο βοηθητικός ρόλος που εμποτίζεται από το γνωσιολογικό υπέρτερο υπόβαθρο του συγκεκριμένου λειτουργού, έναντι της απλής γνώμης των μελών της Ε.Δ.Υ. σ’ ό,τι αφορά το καθαυτό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης.»

 

Συμφωνούμε πλήρως με τα πιο πάνω τα οποία ευρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τη νομολογία (βλ. Χριστοδούλου ν. Δημο[*149]κρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 164 (απόφαση πλειοψηφίας). Όπως είναι θεμελιωμένο δεν μπορεί η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση, ιδίως όταν είναι οριακής σημασίας και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να εξουδετερώνει τα πάντα και να καθίσταται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπόψη. Η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά επαρκή δικαιολογία.

 

Στην παρούσα υπόθεση αμφότεροι, εφεσείουσα και εφεσίβλητος 2 ήταν κάτοχοι του πλεονεκτήματος. Πέραν όμως τούτου ο εφεσίβλητος 2 είχε προς όφελος του την αξιολόγηση του προϊσταμένου της υπό πλήρωση θέσης όπως και της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η αξιολόγηση της εφεσείουσας από την Ε.Δ.Υ. κατά την προφορική εξέταση σε «εξαίρετη» και του εφεσίβλητου 2 σε «πάρα πολύ καλό» δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως «οριακή» ή «ελαφρά» (βλ. Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, Δημοκρατία ν. Σαββίδη κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 69). Η οριακή διαφορά στη συνέντευξη δεν συνιστά ασφαλώς επαρκή αιτιολογία και η παραγνώριση της αξιολόγησης του Προϊσταμένου και Συμβουλευτικής Επιτροπής να παραμείνει στο τέλος της ημέρας μετέωρη. Συμφωνούμε συνεπώς πλήρως με την πρωτόδικη απόφαση ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι άνευ οποιασδήποτε ειδικής κατά τη νομολογία αιτιολογίας. Θα προσθέταμε σ’ αυτά ότι ούτε κατ’ ελάχιστα πειστική ήταν η δοθείσα από αυτήν κατ’ ευφημισμό αιτιολογία.

 

Οι λόγοι έφεσης 2 και 4 απορρίπτονται.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης

 

Με το λόγο αυτό η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του λανθασμένα αναφέρει ότι δόθηκε σ’ αυτή από την Ε.Δ.Υ. υπέρμετρη βαθμολογία στην προφορική εξέταση και ότι η αναφορά του σε αλλότριο σκοπό εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. είναι λανθασμένη. Προσπάθησε δε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας να στοιχειοθετήσει την εισήγηση στηριζόμενη όσον αφορά το πρωτόδικο δικαστήριο σε ισοδύναμους αιτητές με αποτέλεσμα το αυτονόητο ότι δηλαδή η Ε.Δ.Υ. θα έπαιρνε την τελική κρίση και απόφαση.

 

Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της απόφασης για να γίνει κατανοητός ο όλος συλλογισμός.

 

[*150]«….. Το αποτέλεσμα ήταν η αξιολόγηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ. να αποτελεί το μοναδικό ουσιαστικό κριτήριο επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους. Αν αναλογιστεί δε κανείς ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προστέθηκε από την ίδια την Ε.Δ.Υ. στον τελικό κατάλογο κατά πάσχοντα τρόπο, ενώ δόθηκε σ’ αυτό, κατ’ απόκλιση των θέσεων της Συμβουλευτικής και του διευθυντή, υπέρτερη βαθμολογία στην προφορική εξέταση, ενώ σ’ όλα τα άλλα στοιχεία, οι αιτητές ήταν ισοδύναμοι, είναι δυνατόν να γίνεται λόγος και για αλλότριο σκοπό στην τελική επιλογή. Αυτό, διότι η διαφορετική αξιολόγηση της ίδιας της Ε.Δ.Υ., ως το τελικό αποφασίζον όργανο, επικάλυψε τα πάντα.»

 

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε εξ’ αρχής ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρεται σε «υπέρμετρη» βαθμολογία αλλά σε «υπέρτερη» βαθμολογία στην προφορική εξέταση. Πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση ότι δόθηκε πιο ψηλή βαθμολογία στην εφεσείουσα απ’ ότι στον εφεσίβλητο 2. Η πρώτη βαθμολογήθηκε ως «εξαίρετη» και ο δεύτερος ως «πάρα πολύ καλός».

 

Περαιτέρω η αναφορά σε «ισοδύναμους» γίνεται σε σχέση με τους αιτητές και όχι με το ενδιαφερόμενο μέρος που ήταν η εφεσείουσα.

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο όλος συλλογισμός ως βάση του λόγου έφεσης είναι αβάσιμος και θα πρέπει ν’ απορριφθεί όπως και απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2 και εναντίον της εφεσείουσας. Για την καθ’ ης η αίτηση, Κυπριακή Δημοκρατία, καμιά διαταγή για τα έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου 2.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο