Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2014) 3 ΑΑΔ 257

ECLI:CY:AD:2014:C389

(2014) 3 ΑΑΔ 257

[*257]11 Ιουνίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναφορά Αρ. 1/2013)

 

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου ― Κατά πόσο ο περί Αλιείας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013 αντίκειται στα Άρθρα 54, 58, 61 και 179 του Συντάγματος και προς την συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών ― Η απ’ ευθείας από το Νόμο απαγόρευση της αλίευσης με την μέθοδο «γρι - γρι», συνιστά επέμβαση του νομοθέτη στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας.

 

Με Αναφορά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο Γνωμάτευση, σε σχέση με την συνταγματικότητα του περί Αλιείας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2013.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διακηρύσσοντας κατά πλειοψηφία την αντισυνταγματικότητα του υπό κρίση νομοθετήματος με απόφαση που εξέδωσε ο Πρόεδρος Χατζηχαμπής, συμφωνούντων των Ναθαναήλ, Παμπαλλή, Πασχαλίδη, Παναγή, Σταματίου και Γιασεμή, Δικαστών, γνωμάτευσε ως ακολούθως:

 

1.  Ως θέμα αρχής, και καθ’ όσον πρόκειται σε τελευταία ανάλυση για χαρακτηρισμό του θέματος ως εμπίπτοντος στα πλαίσια της εκτελεστικής ή της νομοθετικής αρμοδιότητας, θα ακολουθηθεί η Αναφορά 9/1991 μάλλον, παρά η Αναφορά 7/1991, η οποία προσομοιάζει τα μέγιστα προς την προκειμένη περίπτωση με την εμφανή αναλογία της απαγόρευσης συγκεκριμένου χώρου απόρριψης σκυβάλων προς την απαγόρευση συγκεκριμένης μεθόδου αλιείας, αλλά είναι και μεταγενέστερη ώστε να αντανακλά την πιο θεωρημένη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ρύθμιση των μεθό[*258]δων αλιείας και η συναφής προς τούτο έκδοση αδειών ως και οι όροι που αφορούν αυτές, συνιστά αρμοδιότητα εκτελεστικής φύσεως, ασκούμενη με αναφορά προς όλους τους παράγοντες που διέπουν την κρίση της διοίκησης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Οι παράγοντες αυτοί συναρτώνται προς τα δεδομένα των μεθόδων αλιείας και των αλιευτικών αποθεμάτων, αλλά και τον αριθμό των αδειών και τους όρους που μπορούν να τεθούν σε αυτές, ακριβώς όπως και η επιλογή του χώρου απόρριψης λυμάτων συνιστά εκτελεστική αρμοδιότητα, η άσκηση της οποίας συναρτάται προς ανάλογους παράγοντες, που μόνο η διοίκηση μπορεί να σταθμίζει σε κάθε δεδομένη περίπτωση.

 

2.  Περαιτέρω, δεν είναι άσχετη η θεώρηση του όλου φάσματος των αρμοδιοτήτων και της εμπλοκής του Υπουργικού Συμβουλίου, του Υπουργού και του Διευθυντή στην εφαρμογή των προνοιών του Νόμου, και δη στα Άρθρα 3, 5Α και 6, εις τρόπον ώστε η έκδοση ή όχι άδειας για συγκεκριμένη μέθοδο αλιείας να είναι τόσο συνυφασμένη με το όλο πλέγμα των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκδίδει (ΚΔΠ 273/1990), ώστε να είναι δύσκολο να διαχωρισθεί από τις πρόνοιες αυτές, με αναλογία προς την Αναφορά 1/1984. Συναφώς παρατηρείται ότι η αρμοδιότητα για έκδοση άδειας αλιείας είναι αρμοδιότητα του Διευθυντή δυνάμει του Άρθρου 3, ο οποίος έχει και την αρμοδιότητα απαγόρευσης οποιουδήποτε τρόπου αλιείας δυνάμει του Άρθρου 5Α, ενώ το Άρθρο 6 δίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση ή ρύθμιση πρακτικών και μεθόδων αλιείας. Η παρέμβαση της Βουλής με την απαγόρευση της μεθόδου αλιείας γρι-γρι, και αν ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή, θα ήταν δύσκολο να διαχωρισθεί από τις υπόλοιπες πρόνοιες του Νόμου.

 

3.  Εν όψει της θεώρησης αυτής, δεν χρειάζεται να απασχολήσει η άλλη πτυχή της Αναφοράς ως προς το Άρθρο 25.

 

Δίδεται Γνωμάτευση ότι ο υπό κρίση νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 54, 58, 61 και 179 του Συντάγματος και προς τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Ο Δικαστής Νικολάτος εξέδωσε διϊστάμενη απόφαση μειοψηφίας, συμφωνούντων των Ερωτοκρίτου, Παρπαρίνο, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου και Λιάτσο, Δικαστών.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

[*259]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αναφορά 3/1985, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3(C) C.L.R. 2137,

 

Αναφορά 1/1984 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 1 C.L.R. 1723,

 

Αναφορά 9/1991 Πρόεδρος της Δημοκρατίας  ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 109,

 

Αναφορά 7/1991, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 746.

 

Αναφορά.

 

Ρ. Πετρίδου, για τον Αιτητή.

 

Αχ. Δημητριάδης και Ν. Ιακώβου, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η Γνωμάτευση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Χατζηχαμπής, Π., και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ναθαναήλ, Παμπαλλής, Πασχαλίδης, Παναγή, Σταματίου και Γιασεμής. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Νικολάτος, Δ., και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Παρπαρίνος, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου και Λιάτσος.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την 20ην Ιουνίου 2013 η Βουλή των Αντιπροσώπων, υιοθετώντας Πρόταση Νόμου κατατεθείσα από Βουλευτές, ψήφισε τον περί Αλιείας (Τροποποιητικό) Νόμο του 2013, με το Άρθρο 2 του οποίου τροποποιείται ο βασικός νόμος με την προσθήκη νέου άρθρου αριθμουμένου 4Β ως εξής:

 

«4Β.-(1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, απαγορεύεται η αλίευση με τη μέθοδο που είναι κοινώς γνωστή ως «γρι γρι» μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.

 

(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν [*260]υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000.00) ή και στις δύο αυτές ποινές.»

 

Ο Νόμος εστάλη προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για δημοσίευση σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος.

 

Την 9η Ιουλίου 2013 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας δυνάμει του Άρθρου 51.1 του Συντάγματος, ανέπεμψε τον εν λόγω νόμο στη Βουλή για επανεξέταση. Την 11η Ιουλίου 2013 η Βουλή, επανεξετάζοντας, απεφάσισε να εμμείνει στην απόφαση της, οπότε την 23η Ιουλίου 2013 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας δυνάμει των Άρθρων 52 και 140 του Συντάγματος, κατεχώρησε την ενώπιόν μας Αναφορά ζητώντας γνωμάτευση κατά πόσο το εν λόγω Άρθρο 2 βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 54, 58, 61, 73, 152 και 179 του Συντάγματος και προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Με την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους της Βουλής, ακούσαμε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους στη βάση γραπτών περιγραμμάτων και προφορικών αγορεύσεων.

 

Οι αιτιάσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας έχουν δύο κατευθύνσεις:

 

1.  Την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με αναφορά στα Άρθρα 54, 58, 61, 73, 152 και 179 του Συντάγματος.

2.  Το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, με αναφορά στο Άρθρο 25 του Συντάγματος.

 

Τονίζοντας την και νομολογιακά αναγνωρισμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την αποκλειστικότητα της αρμοδιότητας της κάθε εξουσίας στο πεδίο που καθορίζεται γι’ αυτήν από το Σύνταγμα, ο Εντιμος Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται ότι ο επίδικος νόμος επεμβαίνει στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας του αρμοδίου Υπουργού, ρυθμίζοντας όχι την καθιέρωση κανόνος δικαίου αλλά την εκτέλεση των νόμων, και έτσι αφαιρώντας από τον Υπουργό τη δυνατότητα στάθμισης όλων των παραγόντων που διέπουν την έκδοση ή όχι συγκεκριμένης άδειας για οποιαδήποτε μέθοδο αλιείας. Προς στήριξη της θέσης αυτής, παραπέμπει στην Αναφορά 3/1985, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3(C) C.L.R. 2137, ως κρίνουσα αντισυνταγματική τη διά νόμου ρύθμιση της πρόσληψης δημοσίων υπαλλήλων. Τούτο όμως δεν είναι ορθό.  Ήταν στην Αναφορά 1/1984 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βου[*261]λής των Αντιπροσώπων (1985) 1 C.L.R. 1723, που απεφασίσθη ότι, αν και η ίδια η πρόνοια απαγόρευσης πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων στα εδάφια (1) και (3) του Άρθρου 3 ήταν εντός των αρμοδιοτήτων της Βουλής δυνάμει του Άρθρου 61 και δεν ήταν ασύμφωνη με τα Άρθρα 54, 61, 116, 167 και 168.1, εν τούτοις η παράλληλη ρύθμιση με ανάμιξη της Βουλής σε κατ’ εξαίρεση προσλήψεις στο εδάφιο (2) του Άρθρου 3 εξέφευγε των ορίων της νομοθετικής εξουσίας και εμπεριείχε στοιχεία διοικητικής ενέργειας στα πλαίσια της εκτελεστικής εξουσίας δυνάμει του Άρθρου 54, ώστε ολόκληρο το Άρθρο 3 να ήταν αντίθετο με τα Άρθρα 54 και 61 καθ’ όσον η απαγόρευση δεν μπορούσε να διαχωρισθεί από τις άλλες πρόνοιες. Στην Αναφορά 3/1985 είχε θεσπισθεί νέος νόμος μετά από την απόφαση στην Αναφορά 1/1984 και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τώρα ότι το ενώπιον του νέο Άρθρο 3, το οποίο παρείχε δικαίωμα στη Βουλή να απαγορεύσει δια νόμου την πρόσληψη συγκεκριμένων εκτάκτων υπαλλήλων, ήταν στο σύνολό του συνταγματικό. Ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας παραθέτει και εκτενές απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην Αναφορά 1/1985, πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι ο Πικής Δ. και ο Κούρρης Δ είχαν διαφωνήσει, κρίνοντας ότι η πρόσληψη προσωπικού συνιστά διοικητική ενέργεια εμπίπτουσα στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας δυνάμει του Άρθρου 54, αλλά και διότι, στα πλαίσια του προϋπολογισμού, η έγκριση δαπανών είναι αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών δυνάμει του Άρθρου 168.1.

 

Περαιτέρω παραπομπή γίνεται από τον Εντιμο Γενικό Εισαγγελέα στην Αναφορά 9/1991 Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 109 στην οποία εκρίθη αντισυνταγματικός νόμος ο οποίος απαγόρευε την απόρριψη λυμάτων στον Αγιο Σωζόμενο, εφόσον εκρίθη ότι η αρμοδιότητα όσον αφορά τους χώρους απόρριψης λυμάτων ανάγεται στη σφαίρα της εκτελεστικής εξουσίας, ελέχθησαν δε τα ακόλουθα (σ. 113):

 

«Η επιλογή του χώρου απόρριψης λυμάτων στον Άγιο Σωζόμενο αποτελούσε άσκηση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας κάτω από τα Άρθρα 46, 54 και 58 του Συντάγματος και η σχετική δαπάνη έτυχε νομοθετικής έγκρισης κάτω από το Άρθρο 80.2 του Συντάγματος. Με τον υπό κρίση Νόμο, η Βουλή ανατρέπει την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας από τα επί τούτου εξουσιοδοτημένα από το Σύνταγμα όργανα και ως εκ τούτου ο υπό κρίση Νόμος είναι αντίθετος με τα Άρθρα 46, 54 και 58 του Συντάγματος και εκφεύγει των αρμοδιοτήτων [*262]της Βουλής κάτω από το Άρθρο 61 του Συντάγματος.»

 

Δεν ενομιμοποιείτο λοιπόν η Βουλή, εισηγείται ο Εντιμος Γενικός Εισαγγελέας, δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος να ασκήσει ουσιαστικά διοίκηση απαγορεύοντας ένα συγκεκριμένο τρόπο αλιείας, αντί να θέσει κανόνα δικαίου δυνάμει του οποίου η ίδια η Διοίκηση θα ασκούσε την εξουσία της να δώσει ή να μη δώσει οποιαδήποτε άδεια, σταθμίζοντας όλα τα σχετικά στοιχεία. Ιδιαίτερα αφού οι υφιστάμενες πρόνοιες του Νόμου (Άρθρο 5Α) αναθέτουν στον Υπουργό την άσκηση εκτελεστικής εξουσίας  ως προς την αλιεία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας απαγόρευσης συγκεκριμένων μεθόδων αλιείας, οι δε Κανονισμοί (ΚΔΠ 273/1990) διέπουν τη γενική εξουσία του Υπουργού και του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας για έκδοση αδειών αλιείας και ήδη προβλέπουν τη γενική απαγόρευση της μεθόδου γρι-γρι με παράλληλη διακριτική ευχέρεια στο Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας να εκδώσει τέτοια άδεια κατ’ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις.

 

Απαντώντας στις εισηγήσεις αυτές, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Βουλή, απορρίπτει τη θέση για νομοθετική παρέμβαση στην Εκτελεστική Εξουσία του Υπουργού, παρατηρώντας ότι καθ’ όσον η αρμοδιότητα του Υπουργού να αποφασίζει επί των μεθόδων αλίευσης γεννάται και οριοθετείται από το νόμο, νομίμως μπορεί και να διέπεται και να καθοδηγείται από αυτόν, με τη δυνατότητα τροποποίησης αναλόγως της κρίσης της Νομοθετικής Εξουσίας. Σημειώνει μάλιστα ότι δυνάμει του Άρθρου 54(ζ) η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου για έκδοση κανονιστικών και εκτελεστικών διαταγμάτων των νόμων ασκείται «ως οι νόμοι ορίζουσιν». Με την επίδικο νόμο, είναι η θέση της Βουλής, τίθεται γενικός κανόνας δικαίου και δεν γίνεται ρύθμιση διοικητικής λειτουργίας.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος  για τη Βουλή επιχειρεί να διακρίνει την Αναφορά 3/1985 ως αφορώσα αρμοδιότητα που δεν ανήκει στη Βουλή. Προσπάθεια για διάκριση όμως δεν χρειάζεται αφού η Αναφορά 3/1985 ετέθη τώρα στην ορθή της διάσταση. Ο κ. Δημητριάδης βασίζεται ιδιαιτέρως στην Αναφορά 7/1991, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 746 στην οποία, ακολουθώντας την Αναφορά 3/1985, απεφασίσθη ότι ήταν συνταγματική η δια νόμου στα πλαίσια του Άρθρου 3 απαγόρευση από τη Βουλή της προσλήψεως 23 συγκεκριμένων εκτάκτων υπαλλήλων. Δεν σχολιάζει όμως την Αναφορά 9/1991.

[*263]Η Αναφορά 7/1991 όμως φαίνεται να αντιστρατεύεται το λόγο της Αναφοράς 9/1991, καθ’ όσον και στην Αναφορά 9/1991 επρόκειτο για απαγόρευση προς περιορισμό της άσκησης εκτελεστικής εξουσίας. Ούτε μπορεί η διάσταση μεταξύ των δύο αποφάσεων να εξηγηθεί με αναφορά σε διάκριση μεταξύ θετικής ανάληψης εκτελεστικής εξουσίας από τη Βουλή (που δεν θα επιτρέπετο)  και απαγόρευσης άσκησης εκτελεστικής εξουσίας (που θα επιτρέπετο), αφού και στις δύο περιπτώσεις επρόκειτο για απαγόρευση. Ούτε θα μπορούσε να λεχθεί ότι στην Αναφορά 9/1991 το θέμα αφορούσε ήδη ασκηθείσα εκτελεστική εξουσία, καθ’ όσον είχε γίνει πρόνοια στον προϋπολογισμό για την απόρριψη των σκυβάλων στην απαγορευθείσα από το νόμο περιοχή, αφού αυτή δεν ήταν η βάση της απόφασης, και μάλιστα ήταν οι μειοψηφήσαντες Δικαστές (Α.Ν. Λοϊζου, Π. και Δημητριάδης, Δ.) που εβάσισαν την απόφασή τους στην παράμετρο αυτή με αναφορά στο Άρθρο 80.2, ενώ η απόφαση της πλειοψηφίας ετέθη στη βάση της ίδιας της φύσης του θέματος ως εμπίπτοντος στα πλαίσια της εκτελεστικής εξουσίας, με το νόμο να «εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας». Εξ άλλου, και στην Αναφορά 7/1991 υπήρξε σχετική πρόβλεψη στον προϋπολογισμό.

 

Ως θέμα αρχής, και καθ’ όσον πρόκειται σε τελευταία ανάλυση για χαρακτηρισμό του θέματος ως εμπίπτοντος στα πλαίσια της εκτελεστικής ή της νομοθετικής αρμοδιότητας, θα ακολουθήσουμε την Αναφορά 9/1991 μάλλον παρά την Αναφορά 7/1991, η οποία προσομοιάζει τα μέγιστα προς την προκειμένη περίπτωση με την εμφανή αναλογία της απαγόρευσης συγκεκριμένου χώρου απόρριψης σκυβάλων προς την απαγόρευση συγκεκριμένης μεθόδου αλιείας, αλλά είναι και μεταγενέστερη ώστε να αντανακλά την πιο θεωρημένη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ρύθμιση των μεθόδων αλιείας και η συναφής προς τούτο έκδοση αδειών ως και οι όροι που αφορούν αυτές συνιστά αρμοδιότητα εκτελεστικής φύσεως ασκούμενη με αναφορά προς όλους τους παράγοντες που διέπουν την κρίση της διοίκησης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Οι παράγοντες αυτοί συναρτώνται προς τα δεδομένα των μεθόδων αλιείας και των αλιευτικών αποθεμάτων αλλά και τον αριθμό των αδειών και τους όρους που μπορούν να τεθούν σε αυτές, ακριβώς όπως και η επιλογή του χώρου απόρριψης λυμάτων συνιστά εκτελεστική αρμοδιότητα, η άσκηση της οποίας συναρτάται προς ανάλογους παράγοντες που μόνο η διοίκηση μπορεί να σταθμίζει σε κάθε δεδομένη περίπτωση.

 

Περαιτέρω, δεν είναι άσχετη η θεώρηση του όλου φάσματος [*264]των αρμοδιοτήτων και της εμπλοκής του Υπουργικού Συμβουλίου, του Υπουργού και του Διευθυντή στην εφαρμογή των προνοιών του Νόμου, και δη στα Άρθρα 3, 5Α και 6, εις τρόπον ώστε η έκδοση ή όχι άδειας για συγκεκριμένη μέθοδο αλιείας να είναι τόσο συνυφασμένη με το όλο πλέγμα των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών που το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκδίδει (ΚΔΠ 273/1990) ώστε να είναι δύσκολο να διαχωρισθεί από τις πρόνοιες αυτές, με αναλογία προς την Αναφορά 1/1984. Συναφώς παρατηρούμε ότι η αρμοδιότητα για έκδοση άδειας αλιείας είναι αρμοδιότητα του Διευθυντή δυνάμει του Άρθρου 3, ο οποίος έχει και την αρμοδιότητα απαγόρευσης οποιουδήποτε τρόπου αλιείας δυνάμει του Άρθρου 5Α, ενώ το Άρθρο 6 δίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση ή ρύθμιση πρακτικών και μεθόδων αλιείας. Η παρέμβαση της Βουλής με την απαγόρευση της μεθόδου αλιείας γρι-γρι, και αν ήταν συνταγματικώς επιτρεπτή, θα ήταν δύσκολο να διαχωρισθεί από τις υπόλοιπες πρόνοιες του Νόμου.

 

Εν όψει της θεώρησης μας αυτής, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η άλλη πτυχή της Αναφοράς ως προς το Άρθρο 25.

 

Είναι λοιπόν η Γνωμάτευσή μας ότι ο υπό κρίση νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 54, 58, 61 και 179 του Συντάγματος και προς τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Η Γνωμάτευση κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.

 

Γνωμάτευση κατά πόσο το Άρθρο 2 του περί Αλιείας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2013 βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 54, 58, 61, 73, 152 και 179 του Συντάγματος και προς την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά την αναπομπή του περί Αλιείας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2013, στη Βουλή για επανεξέταση, και την εμμονή της Βουλής στην απόφαση της, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας δυνάμει των Άρθρων 52 και 140 του Συντάγματος, καταχώρησε την ενώπιον μας Αναφορά, την 23.7.2013, ζητώντας γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσον το Άρθρο 2 του προαναφερόμενου νόμου βρίσκεται [*265]σε αντίθεση και είναι ασύμφωνο προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 54, 58, 61, 73, 152 και 179 του Συντάγματος, αλλά και προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Με το Άρθρο 2 του προαναφερόμενου νόμου τροποποιείται ο βασικός νόμος με την προσθήκη νέου Άρθρου υπ’ αρ. 4Β(1), ως εξής:

 

«4Β.-(1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, απαγορεύεται η αλίευση με την μέθοδο που είναι κοινώς γνωστή ως «Γρι-γρι» μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας.

 

(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές».

 

Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ότι, με τον προαναφερόμενο νόμο, καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, με αναφορά στα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, με αναφορά στο Άρθρο 25 του Συντάγματος. Είναι δηλαδή η θέση που προβλήθηκε εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι, στην προκείμενη περίπτωση, γίνεται παράνομη επέμβαση της Βουλής στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας του αρμοδίου Υπουργού.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, αφού αναφέρθηκε στη σαφή διάκριση των τριών εξουσιών, στο Κυπριακό Σύνταγμα, τόνισε ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, υπό τους περιορισμούς που οι συνταγματικές διατάξεις επιβάλλουν, και το κατάλοιπο εκτελεστικής εξουσίας ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο και τους Υπουργούς σύμφωνα με τα Άρθρα 54 και 58 του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση το Άρθρο 5Α του περί Αλιείας Νόμου Κεφ. 135, που είναι ο βασικός νόμος, ο οποίος τροποποιείται με τον προαναφερόμενο τροποποιητικό νόμο, προνοεί ότι ο αρμόδιος Υπουργός δύναται, με διάταγμα, να απαγορεύει την αλιεία με οποιοδήποτε τρόπο (και/ή τη διέλευση σκαφών) σε οποιαδήποτε θαλάσσια περιοχή της Δημοκρατίας, για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της δημόσιας ασφάλειας ή για λόγους δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβανομένων λόγων [*266]προστασίας των αλιευτικών πόρων και των υδρόβιων οργανισμών που καθορίζονται στο διάταγμα αυτό. Με το προαναφερόμενο άρθρο παρέχεται εκτελεστική εξουσία στον αρμόδιο Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, αναφορικά με κάθε μορφή αλιείας σε οποιαδήποτε θάλασσα της Δημοκρατίας και επίσης του παρέχεται διακριτική ευχέρεια να εκδίδει διατάγματα με τα οποία να απαγορεύει, για τους προαναφερόμενους λόγους, ορισμένους τρόπους αλιείας. Επιπρόσθετα, εισηγείται η κα. Πετρίδου, ο Κανονισμός 21(5) των περί Αλιείας (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 2005, οι οποίοι αποτελούν Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις που εκδίδονται με βάση το Άρθρο 54 του Συντάγματος, ως κατάλοιπο της εκτελεστικής εξουσίας, ρυθμίζει ειδικά τα της έκδοσης άδειας αλιείας με τη μέθοδο που είναι γνωστή ως «γρι-γρι» στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας. Στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου 5 του Κανονισμού 21 προβλέπεται γενική απαγόρευση της χρήσης της μεθόδου αυτής αλλά παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Διευθυντή του Τμήματος Αλείας όπως, κατ΄ εξαίρεση, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, εκδίδει άδειες αλιείας με τη μέθοδο «γρι-γρι». 

 

Από τα προαναφερόμενα, είναι η θέση του αιτητή, ότι είναι προφανές ότι όχι μόνον το ζήτημα της αλίευσης με την προαναφερόμενη μέθοδο εμπίπτει στον τομέα αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και ότι η εκτελεστική εξουσία που παρέχεται από το νόμο, ήδη ασκήθηκε κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Επομένως, με τον προαναφερόμενο τροποποιητικό νόμο, η Βουλή των Αντιπροσώπων – καθ’ ης η αίτηση επενέβη στην άσκηση της προαναφερόμενης εκτελεστικής εξουσίας του Υπουργού και του Υπουργικού Συμβουλίου και, παράνομα, άσκησε η ίδια εκτελεστική εξουσία απαγορεύοντας ένα συγκεκριμένο είδος αλιείας, δηλαδή τη μέθοδο «γρι-γρι». Με τον τρόπο αυτό η καθ’ ης η αίτηση καταστρατήγησε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και αφαίρεσε, ουσιαστικά, από τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, τη δυνατότητα στάθμισης των διαφόρων παραγόντων, κατά την έκδοση των αδειών αλιείας με την προαναφερόμενη μέθοδο.

 

Επιπρόσθετα, εισηγείται ο αιτητής, η καθ’ ης η αίτηση παραβίασε και το Άρθρο 25 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα άσκησης, ελεύθερα, του επαγγέλματος που επιθυμεί. Ο επίδικος τροποποιητικός νόμος, αφαιρώντας τις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας να ρυθμίσει το όλο θέμα με την έκδοση αδειών, περιόρισε, αντισυνταγματικά, την άσκηση του επαγγέλματος του ψαρά.

[*267]Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση υπογράμμισε, καταρχάς, ότι η καθ’ ης η αίτηση, Βουλή των Αντιπροσώπων, είναι το κατ’ εξοχήν αρμόδιο Σώμα, στη Δημοκρατία, για να νομοθετεί. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών ή οποιουδήποτε άρθρου του Συντάγματος και συγκεκριμένα των προαναφερομένων. Ειδικά το Άρθρο 54 του Συντάγματος οριοθετεί τα πλαίσια αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας και συγκεκριμένα του Υπουργικού Συμβουλίου, παραχωρώντας σ’ αυτό εξουσία έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων, υπό τον όρο όμως ότι αυτό θα γίνεται «ως οι νόμοι ορίζουσιν». Η καθ’ ης η αίτηση επέβαλε γενική και απρόσωπη απαγόρευση στην αλίευση με τη μέθοδο «γρι-γρι», στη βάση του δημοσίου συμφέροντος και λαμβάνοντας υπόψιν τα συμφέροντα των ψαράδων από τη μια και την προστασία του περιβάλλοντος από την άλλη. Το Άρθρο 54 του Συντάγματος, το οποίο αφορά στην εκχώρηση νομοθετικής εξουσίας στην εκτελεστική εξουσία, δεν αλλάζει τη βασική αρχή του Συντάγματος ότι την κατεξοχήν νομοθετική λειτουργία ασκεί η Βουλή.

 

Όσον αφορά το Άρθρο 25 του Συντάγματος ο κ. Δημητριάδης τόνισε ότι, με τον προαναφερόμενο τροποποιητικό νόμο, δεν εισάγεται οποιαδήποτε απαγόρευση στο δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος αλίευσης. Δεν θίγεται δηλαδή ο πυρήνας του δικαιώματος άσκησης του προαναφερόμενου επαγγέλματος, ενώ η προβλεπόμενη απαγόρευση είναι επιτρεπτή και δικαιολογημένη για λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αναπτύχθηκαν κατά τις συνεδρίες της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στην Αναφορά 3/85, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 2151, Αναφορά 1/84, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 Α.Α.Δ. 1724, Αναφορά 9/91, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1992) 3 Α.Α.Δ. 109, Αναφορά 7/91, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων  (1991) 3 Α.Α.Δ. 746 και αναφορικά με το Άρθρο 25 του Συντάγματος στην Αναφορά 2/99, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238.

 

Στην Αναφορά 1/84 (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι, ενόψει των εξουσιών της Βουλής δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγ[*268]ματος, η απαγόρευση πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων, με νομοθεσία, έστω και αν είχαν εγκριθεί πιστώσεις για το σκοπό αυτό με νόμους περί προϋπολογισμών ή περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών, δεν βρισκόταν σε αντίθεση ούτε καταστρατηγούσε τις διατάξεις των Άρθρων 54, 61, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος. Το Άρθρο 3(2) του υπό κρίση νόμου, όμως, εμπεριείχε στοιχεία διοικητικής ενέργειας και γι’ αυτό εξέφευγε μερικώς από τα όρια άσκησης των εξουσιών της Βουλής και ενέπιπτε στα πλαίσια των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει του Άρθρου 54(α) του Συντάγματος, γι’ αυτό και καταστρατηγούσε τα Άρθρα 54 και 61 του Συντάγματος. Το Άρθρο 3(2) του υπό κρίση νόμου δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τα υπόλοιπα εδάφια του ιδίου άρθρου γι’ αυτό και ολόκληρο το Άρθρο 3, κρινόμενο ως ενιαία νομοθετική διάταξη, βρισκόταν σε αντίθεση με τα Άρθρα 54 και 61 του Συντάγματος. Παρατηρούμε, συναφώς, ότι στη σύντομη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/84 γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της απαγόρευσης πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων, με νόμο, η οποία κρίθηκε ως μη αντισυνταγματική, και της διαδικασίας έγκρισης πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων, με νόμο, από την άλλη, η οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματική, επειδή εμπεριείχε στοιχεία διοικητικής ενέργειας και ως εκ τούτου δεν ενέπιπτε στα όρια άσκησης των εξουσιών της Βουλής δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος.

 

Στην Αναφορά 3/85 (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε αναφορικά με τη συνταγματικότητα του Νόμου περί Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) του 1985 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος ήταν συνταγματικός. Ο νόμος ρύθμιζε, νομοθετικά, τις προσλήψεις εκτάκτων υπαλλήλων, κατά παρέκκλιση από τη γενική απαγόρευση πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων. Κρίθηκε ως συνταγματικός, δηλαδή ως προϊόν άσκησης νομοθετικής εξουσίας μέσα στα όρια του Άρθρου 61 του Συντάγματος.

 

Στην Αναφορά 7/91 (ανωτέρω) κρίθηκε και πάλι η συνταγματικότητα του περί Προσλήψεως Εκτάκτων Υπαλλήλων (Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) (Απαγορευτικός) Νόμος του 1991. Ο νόμος κρίθηκε ως συνταγματικός. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακολούθησε την απόφαση στην Αναφορά 1/84 (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε και είναι ασύμφωνη με τις διατάξεις των Άρθρων 54, 61, 116, 167 και 168.1 του Συντάγματος, και τούτο επειδή η Βουλή, στα πλαίσια της άσκησης [*269]των εξουσιών της δυνάμει του Άρθρου 61 του Συντάγματος, έχει δικαίωμα να απαγορεύει ή να ρυθμίζει, με νομοθεσία, τις προσλήψεις εκτάκτων υπαλλήλων.

 

Στην Αναφορά 9/91 (ανωτέρω) και πάλι το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι η Βουλή είχε υπερβεί τα όρια της νομοθετικής της δικαιοδοσίας επειδή, στο νόμο, υπήρχαν στοιχεία διοικητικής ενέργειας. Ο νόμος ήταν ο «περί της Απαγορεύσεως της Απόρριψης Λυμάτων στον Άγιο Σωζόμενο, Νόμος του 1991». Κρίθηκε ότι η απαγόρευση του συγκεκριμένου χώρου απόρριψης λυμάτων, στον Άγιο Σωζόμενο, αποτελούσε άσκηση των εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας σύμφωνα με τα Άρθρα 46, 54 και 58 του Συντάγματος και επομένως η Βουλή των Αντιπροσώπων ενήργησε παράνομα. Παρατηρούμε ότι στην περίπτωση εκείνη η Βουλή, με νόμο, προσπάθησε να απαγορεύσει την επιλογή συγκεκριμένου χώρου απόρριψης λυμάτων, σε συγκεκριμένο μέρος. Αυτό, βέβαια, θεωρήθηκε ως ανεπίτρεπτη άσκηση εκτελεστικής εξουσίας από τη Βουλή.

 

Έχοντας κατά νουν τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές και ιδιαίτερα έχοντας υπόψιν ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν αυτό καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, με τον προαναφερόμενο τροποποιητικό νόμο, ο οποίος απρόσωπα και γενικά απαγόρευσε την αλίευση με την μέθοδο «γρι-γρι», μέσα στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας (γενικά), δεν ενήργησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράνομα ή αντισυνταγματικά. Η ρύθμιση εισάγει ουσιαστικό κανόνα δικαίου κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, υπάγοντας την απαγόρευση σε μια ομάδα περιπτώσεων και όχι σε συγκεκριμένες και ατομικές περιπτώσεις. Κατά τη γνώμη μας δεν καταστρατηγείται, στην παρούσα περίπτωση, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθότι με την προαναφερόμενη γενική και απρόσωπη απαγόρευση μιας συγκεκριμένης μεθόδου αλίευσης στα χωρικά ύδατα της Δημοκρατίας, δεν ασκείται, από τη Βουλή, εκτελεστική εξουσία ή οποιουδήποτε είδους ρυθμιστική, διοικητική λειτουργία, αλλά ούτε και καταστρατηγείται οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος.

 

Το ότι με τον βασικό, περί αλιείας, νόμο παρέχεται εξουσία στον αρμόδιο Υπουργό (δυνάμει του Άρθρου 5Α) να απαγορεύει την αλιεία, με οποιονδήποτε τρόπο, σε οποιαδήποτε θαλάσσια [*270]περιοχή της Δημοκρατίας, για συγκεκριμένους λόγους, δεν συνεπάγεται ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων χάνει το γενικό και, ουσιαστικά, κυρίαρχο δικαίωμα της να νομοθετεί «επί παντί θέματι». Η ανάθεση μέρους της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής, στην εκτελεστική εξουσία, σύμφωνα με νόμο, κατά τη γνώμη μας, ουδόλως στερεί ή περιορίζει τη γενική νομοθετική δικαιοδοσία της Βουλής. Ακόμα θεωρούμε ότι, ο προαναφερόμενος Κανονισμός 21(5), σύμφωνα με τον οποίο τέθηκε γενική απαγόρευση της χρήσης της μεθόδου «γρι-γρι», εκτός όπου ο Διευθυντής του Τμήματος Αλιείας, κατ’ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις αποφασίσει να εκδώσει άδεια αλιείας με τη μέθοδο «γρι-γρι», επίσης δεν μπορεί να στερήσει ή να περιορίσει το κυρίαρχο δικαίωμα της Βουλής να νομοθετεί. Η εκτέλεση διοικητικής πράξης είναι άλλωστε εξ ορισμού μια ενέργεια που έπεται της θέσπισης νόμου και υπόκειται σε αυτήν (Δέστε: Αντώνη Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματιότητας των Νόμων, 1994, σελ. 324). Κατά τη γνώμη μας δεν είναι νοητό με ένα κανονισμό, που συνιστά Κανονιστική Διοικητή Πράξη, να περιορίζεται η νομοθετική εξουσία της Βουλής, επί θέματος της αρμοδιότητάς της.

 

Η νομοθετική αρμοδιότητα της Βουλής είναι γενική και καθολική και δεν περιορίζεται, εκτός όπου θίγονται συνταγματικά δικαιώματα των άλλων εξουσιών ή η αρχή του κράτους δικαίου.

 

Ενόψει της Γνωμάτευσης της πλειοψηφίας, δεν θεωρούμε σκόπιμο να γνωματεύσουμε και αναφορικά με το Άρθρο 25 του Συντάγματος που αφορά στην ελευθερία άσκησης επαγγέλματος.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα γνωματεύομε ότι ο προαναφερόμενος τροποποιητικός νόμος δεν βρίσκεται σε αντίθεση, με οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος, δηλαδή τα Άρθρα 54, 58, 61, 73, 152 και 179, ούτε και καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

 


[*271]ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΙΑΣ ΝΟΜΟ

 

                          Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

 

Συνοπτικός          1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Αλιείας τίτλος                         (Τροποποιητικός) Νόμος του 2013 και θα διαβάζεται

                        μαζί με τον περί Αλιείας Νόμο (που στο εξής θα

          Κεφ. 135 αναφέρεται ως «ο βασικός νόμος»).

      44 του 1961

    109 του 1968

        2 του 1970

        9 του 1972

      19 του 1981

    210 του 1987

    170 του 1990

  22(Ι) του 1994

102(Ι) του 2000

  61(Ι) του 2001

106(Ι) του 2004

  63(Ι) του 2005

132(Ι) του 2007

 

Τροποποίηση του   2. Ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη

βασικού νόμου με      αμέσως μετά το Άρθρο 4Α αυτού, του ακόλουθου

την προσθήκη του      νέου Άρθρου 4B

νέου Άρθρου 4Β

 

                         «Απαγόρευση                   4Β.-(1) Ανεξάρτητα από                                   αλίευσης με τη οποιεσδήποτε άλλες διατά-                             μέθοδο που είναι           ξεις του παρόντος Νόμου

                         κοινώς γνωστή ως         ή των κανονισμών που

                         «γρι-γρι»                      εκδίδονται με βάση αυτόν,

                                                            απαγορεύεται η αλίευση                                                              με τη μέθοδο που είναι                                                                                  κοινώς γνωστή ως «γρι-                                                             γρι» μέσα στα χωρικά ύδα                                                                       τα της Δημοκρατίας.

 

                                                              (2) Οποιοδήποτε πρόσω                                                                        πο ενεργεί κατά παράβαση                                                 των διατάξεων του εδαφί                                                                       ου (1) διαπράττει αδίκημα                                                                       και, σε περίπτωση καταδί                                                            κης του, υπόκειται σε ποι [*272]                                                   νή φυλάκισης που δεν                                                                                   υπερβαίνει τα δύο (2) χρό                                                                      νια ή σε χρηματική ποινή                                                                         που δεν υπερβαίνει τις πέ                                                                   ντε χιλιάδες ευρώ                                                                                  (€5.000.00) ή και στις δύο                                                                       αυτές ποινές.»

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο