Αντωνίου Άρτεμις ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 273

ECLI:CY:AD:2014:C452

(2014) 3 ΑΑΔ 273

[*273]3 Ιουλίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΚΑΙ 128 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 217/2012)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Νομοθετημένα κριτήρια ― Η αρχαιότητα ― Κατά πόσο στην κριθείσα περίπτωση λήφθηκε υπόψη πλασματική αρχαιότητα ― Ακόμη όμως και πλασματική υπηρεσία παρέχει δικαίωμα χρησιμοποίησής της για σκοπούς προαγωγής ― Όχι όμως και υπηρεσία σε θέσεις που ακυρώθηκαν δικαστικά και άρα εξαφανίστηκαν από τον νομικό κόσμο.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Βαθμολογία στην προσωπική συνέντευξη ― Νομική της φύση και αντίστοιχος τρόπος αναθεωρητικού ελέγχου της ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

 

Έννομο Συμφέρον ― Όχι μόνο η αίτηση ακυρώσεως αλλά και κάθε λόγος ακυρώσεως οφείλει να εγείρεται μετ’ εννόμου συμφέροντος ― Ένας υποψήφιος διορισμού ή προαγωγής δεν έχει έννομο συμφέρον να καταφέρεται εναντίον της βαθμολογίας ή κατάταξης ή απόδοσης συνυποψηφίου του, όταν ο ίδιος έχει υπέρ του καλύτερη απόδοση.

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Όταν μία απόφαση της ΕΔΥ εμπίπτει έστω οριακά στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να υποκαταστήσει την απόφαση του διορίζοντος οργάνου με δική του, ανεξάρτητα εάν θα κατέλη[*274]γε σε διαφορετικό διορισμό στην περίπτωση που το ίδιο αποφάσιζε – Η έννοια της εύλογα επιτρεπτής απόφασης.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αυξημένη βαρύτητα της απόδοσης της συνέντευξης επί θέσεων ψηλά στην ιεραρχία και βαρύτητα των πρόσθετων προσόντων ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στις επίδικες περιστάσεις.

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έκδηλη υπεροχή ― Η έννοιά της από την νομολογία και ο ρόλος της στην κριθείσα περίπτωση.

 

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της νομιμότητας της απόφασης επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους, για πλήρωση της θέσης Αρχιπρωτοκολλητή.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

 

1.  Αδιαμφισβήτητα δεδομένα καλύπτουν τα καθιερωμένα εκ του νόμου και της νομολογίας κριτήρια επιλογής στην υπό κρίση περίπτωση. Προκύπτουν ως αναντίλεκτα, αφενός, από τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών, και, αφετέρου, ως απόρροια δικαστικής κρίσης στις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών προηγηθείσες προσφυγές. Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, θα εξετάσουμε μια σειρά από ισχυρισμούς του δικηγόρου της Αιτήτριας, οι οποίοι έχουν άμεση συνάρτηση με τα στοιχεία κρίσης.

 

2.  Είναι χωρίς στήριξη η προσέγγιση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι η αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους είναι πλασματική. Εδράζεται σε λανθασμένη βάση γεγονότων. Η αρχαιότητα, την οποία καλύπτει ήδη δεδικασμένο, δεν αφορά πλασματική αρχαιότητα που προέκυψε ως αποτέλεσμα αναδρομικού διορισμού του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή μετά από επιτυχή κατάληξη προσφυγής, αλλά αρχαιότητα σε προηγούμενη θέση. Όπως ήδη λέχθηκε, έκτασης έντεκα μηνών. Ακόμη, όμως, και πλασματική υπηρεσία, παρέχει δικαίωμα χρησιμοποίησής της για σκοπούς προαγωγής, όπως εντοπίζεται στη νομολογία.  Παραπονείται, συναφώς, ο ευπαίδευτος συνήγορος, καταλογίζοντας στην Ε.Δ.Υ. ότι λανθασμένα δεν προσμέτρησε προς όφελος της Αιτήτριας την πραγματική εμπειρία που είχε ως εκ της υπηρεσίας της στις θέσεις Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή και Αρχιπρωτοκολλητή. Παραβλέπει ο συνήγορος, την ακύρωση των προαναφερθέντων διορισμών και τη συνακόλουθη, νομική, εξαφάνισή τους.

[*275]3.      Ισχυρίζεται η πλευρά της Αιτήτριας ότι η αξιολόγηση «πάρα πολύ καλή» που αποδόθηκε στο Ενδιαφερόμενο Μέρος στα πλαίσια της προφορικής εξέτασής της ενώπιον της Ε.Δ.Υ., δεν συνάδει με το  περιεχόμενο της φραστικής αιτιολογίας που παρατέθηκε.  Η αξιολόγηση όμως εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και η κατάληξη σε συγκεκριμένη βαθμολογία, συνιστούν μέρος της νοητικής λειτουργίας των μελών της Επιτροπής, η οποία και δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Το όλο ζήτημα αφορά υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος οργάνου σε σχέση με την απόδοση υποψήφιου σε εξέταση. Όπως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ακόμη και αν θεωρεί ότι ο υποψήφιος θα έπρεπε να αξιολογηθεί διαφορετικά. Έργο του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και μόνο. Ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας του ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου.

 

4.  Ένας υποψήφιος δεν έχει έννομο συμφέρον να καταφέρεται εναντίον της βαθμολογίας ή κατάταξης ή απόδοσης συνυποψήφιου του, όταν ο ίδιος έχει υπέρ του καλύτερη απόδοση. Όπως έχει νομολογηθεί, όχι μόνο η αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να εγείρεται μετ’ εννόμου συμφέροντος, αλλά και κάθε λόγος ακυρώσεως πρέπει να προβάλλεται με έννομο συμφέρον. Η Αιτήτρια εδώ είχε «εξαίρετη» απόδοση και, επομένως, δεν εναπόκειται σ’ αυτή να καθορίσει ή να αμφιβάλλει για την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους, θέτοντας έτσι και η ίδια σε αμφιβολία τη δική της απόδοση.

 

5.  Είναι πάγια θέση της νομολογίας ότι όταν μια απόφαση της Ε.Δ.Υ. εμπίπτει, έστω και στα ακραία όρια, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να υποκαταστήσει την απόφαση του διορίζοντος οργάνου με δική του, ανεξάρτητα εάν θα κατέληγε σε διαφορετικό διορισμό, στην περίπτωση που το ίδιο αποφάσιζε.

 

6.  Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω, απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν ο διορισμός αφορά θέσεις ψηλά στην ιεραρχία και όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψήφιου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Στις περιπτώσεις αυτές η αρχαιότητα, παρόλο που λαμβάνεται υπόψη, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, δεδομέ[*276]νου του επιπέδου της θέσης.

 

7.  Τα πρόσθετα προσόντα, τα μη προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη, εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επαφίεται, δε, στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει τη σημασία τους. Κατά την αξιολόγηση αυτή, η αρμόδια αρχή είναι νομολογιακά υποχρεωμένη να αποφεύγει αφενός την παροχή υπερβολικής βαρύτητας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόδοση έκδηλης υπεροχής, και, αφετέρου, η βαρύτητα να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

 

8.  Στην υπό κρίση περίπτωση το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα και κατείχε επιπρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ως προς δε την αξία, όπως αυτή σταθμίζεται από τις ετήσιες εκθέσεις, οι υποψήφιες ήταν ισάξιες.  Ως κρίσιμο στοιχείο βαρύνουσας σημασίας προωθήθηκε από την πλευρά της Αιτήτριας η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση στις προφορικές συνεντεύξεις των εμπλεκομένων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα των δεδομένων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου και, περαιτέρω, υπό το φως των νομολογιακά αναγνωρισμένων ορίων επέμβασης του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση υποκατάστασης της απόφασης της Ε.Δ.Υ.  Σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση.

 

9.  Η πλευρά της Αιτήτριας είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Δεν εναπόκειται στην Καθ’ ης η αίτηση, ούτε και έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν καταφανώς υπέρτερο της Αιτήτριας προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή της. Επιλογή που ήταν, εν πάση περιπτώσει, εύλογη υπό το φως των θεσμοθετημένων κριτηρίων και των όσων έχουν εν συνόλω αναπτυχθεί. Είναι η κατάληξή της πλήρους Ολομέλειας, ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε μέσα σε απόλυτα επιτρεπτά όρια και σε καμία περίπτωση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Επομένως, κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφασή της για διορισμό του [*277]Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή, και δεν έχει αποδειχθεί από την πλευρά της Αιτήτριας έκδηλη υπεροχή, ώστε και να δικαιολογείται και η επέμβαση της πλήρους Ολομέλειας.

 

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2007) 4(Α) Α.Α.Δ. 153,

 

Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745,

 

Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 562,

 

Καραγιώργης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669,

 

Ανδρέας Ξενοφώντος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 501/2002, ημερ. 12.2.2004,

 

Λοϊζος Παναγή v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1583/06, ημερ. 17.9.2007,

 

Fitzgerald v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 263,

 

Ναζίρης v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

 

Δημοκρατία v. Μάρως Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404,

 

Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,

 

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108,

 

Αναστασίου v. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389,

 

Δημοκρατία κ.ά v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329,

 

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

 

[*278]Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

 

Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921.

 

Προσφυγή.

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης, για την Αιτήτρια.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Ά. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια αξιώνει:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ’ ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. 4577, την 9 Δεκεμβρίου 2011 (αρ. γνωστοποίησης 1505), με την οποία προήγαγαν την κα Ειρήνη Χριστοδούλου στη μόνιμη θέση Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, Ανώτατο Δικαστήριο, από 1.8.2007, αντί της αιτήτριας, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Είναι επιβεβλημένη η σύνοψη του εκτεταμένου ιστορικού που καλύπτει τη μακρόχρονη δικαστική διαμάχη των εμπλεκόμενων μερών, έτσι ώστε να τεθεί αφενός το υπόβαθρο των γεγονότων που έχουν προηγηθεί της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και να καταγραφεί αφετέρου η προηγούμενη δικαστική κρίση, η οποία, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, επιδρά και στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης:

 

Η δικαστική έριδα της Αιτήτριας (εφ’ εξής και για σκοπούς παράθεσης του ιστορικού, θα αναφέρεται ως η «Αντωνίου») και του Ενδιαφερόμενου Μέρους (εφ’ εξής και για σκοπούς παράθεσης του ιστορικού, θα αναφέρεται ως η «Χριστοδούλου») ξεκίνησε πριν από δέκα περίπου χρόνια, συγκεκριμένα το 2005, οπόταν και η Χριστοδούλου προσέβαλε, με την προσφυγή [*279]1677/2005, την απόφαση προαγωγής της Αντωνίου στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, αντί της ίδιας. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση (Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2007) 4(Α) Α.Α.Δ. 153). Ακολούθησε νέα απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 7/5/2007, με την οποία διορίστηκε και πάλι η Αντωνίου στη μόνιμη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, Δικαστική Υπηρεσία, αναδρομικά από 15/12/2005. Η Χριστοδούλου προσέβαλε και αυτόν το διορισμό με την προσφυγή αρ. 862/2007. Ο διορισμός της Αντωνίου στην πιο πάνω θέση ακυρώθηκε ξανά με απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας (Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164). Μετά τη νέα αυτή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Ε.Δ.Υ. διόρισε αυτή τη φορά στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή τη Χριστοδούλου, αναδρομικά από τις 15/12/2005. Μεταξύ της καταχώρησης της προσφυγής 862/2007 και της έκδοσης της πιο πάνω απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας, συγκεκριμένα την 1/8/2007, έλαβε χώρα διορισμός της Αντωνίου στη θέση Αρχιπρωτοκολλητή. Η έκδοση, όμως, της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας το 2009, μετέβαλε δραστικά τα δεδομένα αναφορικά με το ζήτημα της αρχαιότητας, το οποίο ήταν και στοιχείο κρίσης κατά τη λήψη της απόφασης για τη θέση του Αρχιπρωτοκολλητή. Ως αποτέλεσμα, η Ε.Δ.Υ. ανακάλεσε την προηγούμενη απόφασή της για διορισμό της Αντωνίου στη θέση Αρχιπρωτοκολλητή και προχώρησε σε επανεξέταση της πλήρωσης της εν λόγω θέσης, διορίζοντας και πάλι, στις 20/5/2009, την Αντωνίου. Η Χριστοδούλου προσέβαλε το διορισμό αυτό με την προσφυγή αρ. 817/2009. Η ομόφωνη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 4/11/2011 (Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745). Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Ήταν η κατάληξη της Πλήρους Ολομέλειας ότι η Ε.Δ.Υ. κατά πλάνη αποτίμησε το στοιχείο της πείρας και, ως παρεπόμενο, στοιχειοθετήθηκε λόγος ακυρότητας. Παρεμβάλλουμε ότι η προσφυγή που ασκήθηκε κατά του διορισμού της Χριστοδούλου στη θέση του Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, προσφυγή αρ. 1072/2009, απορρίφθηκε, επίσης, με απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας (Αντωνίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 562).

 

Ως αποτέλεσμα της απόφασης Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745, ακολούθησε επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. σε [*280]σχέση με την πλήρωση της μόνιμης θέσης Αρχιπρωτοκολλητή. Στο πλαίσιο αυτής της επανεξέτασης εκδόθηκε η απόφαση, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Η Ε.Δ.Υ., για σκοπούς επανεξέτασης, έλαβε υπόψη μόνο τις υποψηφιότητες της Αντωνίου και της Χριστοδούλου. Επανέλαβε προηγούμενες αποφάσεις της σε σχέση με την κατοχή και από τις δύο υποψήφιες των απαραίτητων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και, ακολούθως, ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σημείωσε, επίσης, τα προσόντα, τα υπόλοιπα στοιχεία των υποψηφίων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών τους εκθέσεων, καθώς επίσης και το στοιχείο της αρχαιότητας. Τέλος, ως είχε υποχρέωση, έλαβε υπόψη και τις αξιολογήσεις σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, όπως αυτές καταγράφηκαν στα πρακτικά της αρχικής διαδικασίας, ημερομηνίας 12/7/2007. Η αξιολόγηση είχε ως ακολούθως:

 

«ΑΝΤΩΝΙΟΥ Άρτεμις: Εξαίρετη. Με ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση έδωσε ορθές απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεών της στο όλο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης.  Με την υποβολή εξειδικευμένων ερωτήσεων, διαπιστώθηκε η κατοχή των προσόντων, ως η περιγραφή τους στο Σχέδιο Υπηρεσίας, παράγραφοι 3(2) και 3(3), όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο πάνω στο παρόν πρακτικό. Με απόλυτη άνεση στη χρήση του λόγου, τοποθετείτο με σαφήνεια και θετικότητα, δίνοντας πάντοτε ολοκληρωμένες απαντήσεις. Οσάκις απαιτήθη, μετά από κατάλληλους συλλογισμούς, έδινε τα απαραίτητα αποδειχτικά επιχειρήματα. Μέσα από τις τοποθετήσεις και αναλύσεις της διακρίθηκε για τις γνώσεις της και το υψηλό επίπεδο κρίσης της. Διαθέτει διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, τούτου διαπιστωθέντος από ειδικές προς τούτο ερωτήσεις. Είναι άτομο σοβαρό, συγκροτημένο, με ευγένεια και με ωριμότητα.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ειρήνη: Πάρα πολύ καλή. Με εξειδικευμένες προς τούτο ερωτήσεις, διεπιστώθη η κατοχή των προσόντων, ως η περιγραφή στο Σχέδιο Υπηρεσίας, παράγραφοι 3(2) και 3(3), όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο πάνω στο παρόν πρακτικό. Περαιτέρω, μετά από σειρά ερωτήσεων, διαπιστώθη το πάρα πολύ καλό επίπεδο της στο όλο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Έδωσε ορθές και κατά κανό[*281]να ολοκληρωμένες απαντήσεις σε όλες σχεδόν τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, όμως οι αδυναμίες της αφορούσαν θέματα που άπτονταν βασικών απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Χειρίζεται το λόγο με άνεση και όλες σχεδόν οι απαντήσεις της συνοδεύονταν και από τα ανάλογα επιχειρήματα οσάκις τούτο απαιτείτο. Μέσα από τις τοποθετήσεις της διεφάνη αρκετά υψηλό επίπεδο κρίσης. Σε ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σε θέματα οργάνωσης και διοίκησης, οι απαντήσεις της απέδειξαν ότι κατέχει τις σχετικές ικανότητες. Ευγενική, ειλικρινής και σεμνή.»

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, και λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη τη δικαστική κρίση της Πλήρους Ολομέλειας στην προηγηθείσα απόφαση Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι η Χριστοδούλου υπερείχε γενικά της ανθυποψηφίας της. Έτσι, επέλεξε ως πιο κατάλληλη τη Χριστοδούλου και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Αρχιπρωτοκολλητή, αναδρομικά από 1/8/2007. Η Ε.Δ.Υ, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη:

 

«... ότι αυτή έχει αξιολογηθεί στην ενώπιόν της προφορική εξέταση ως Πάρα πολύ καλή, δηλαδή σε οριακά χαμηλότερο επίπεδο από την ανθυποψήφια της, η οποία αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, είναι, όμως, ίση με αυτήν σε αξία, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων προ του ουσιώδους χρόνου ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη, υπερέχει σε αρχαιότητα και, επιπλέον, διαθέτει επιπρόσθετο προσόν (Master of Public Sector Management του C.I.I.M.), το οποίο, παρόλο ότι δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.»

 

Η πλευρά της Αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί για σειρά από λόγους. Θέτει ότι η Ε.Δ.Υ., κατά παράβαση της Νομοθεσίας και της αντίστοιχης νομολογίας, έδωσε αποφασιστική σημασία και/ή θεώρησε ως στοιχείο υπεροχής πλασματική αρχαιότητα δεκαεννέα μηνών που το Ενδιαφερόμενο Μέρος απέκτησε λόγω του αναδρομικού διορισμού του στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή, μετά την επιτυχία στην ανάλογη προσφυγή. Υποστηρί[*282]ζει, ακόμη, πως δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη η πραγματική πείρα που διέθετε η Αιτήτρια, λόγω της υπηρεσίας της στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή και ακολούθως στη θέση Αρχιπρωτοκολλητή. Εισηγήθηκε επί του προκειμένου ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας ότι η πείρα αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί ή διαγραφεί λόγω της ανάκλησης που υπήρξε, ως αποτέλεσμα επιτυχίας των ανάλογων προσφυγών του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η πλευρά της Αιτήτριας στα αποτελέσματα της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέτασή τους ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Επικαλούμενος ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας τη διευθυντική υπόσταση της θέσης του Αρχιπρωτοκολλητή, και παραθέτοντας σχετική νομολογία, εισηγήθηκε ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση έχει αυξημένη βαρύτητα, γεγονός που, πάντα κατά τον κ. Τριανταφυλλίδη, αγνόησε η Ε.Δ.Υ.

 

Αντίθετη, βεβαίως, είναι η προσέγγιση της αντίδικης πλευράς, η οποία προέβαλε και ανέπτυξε τη θέση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή και πλήρως αιτιολογημένη. Προεκτείνοντας, έθεσε ότι η Ε.Δ.Υ., αποφασίζοντας, έλαβε υπόψη όλα τα ουσιώδη γεγονότα, στοιχεία και περιστατικά της υπόθεσης και προέβη σε δέουσα ενάσκηση των εξουσιών της.

 

Αδιαμφισβήτητα δεδομένα καλύπτουν τα καθιερωμένα εκ του νόμου και της νομολογίας κριτήρια επιλογής στην υπό κρίση περίπτωση. Προκύπτουν ως αναντίλεκτα, αφενός, από τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών, και, αφετέρου, ως απόρροια  δικαστικής κρίσης στις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών προηγηθείσες προσφυγές. Τα παραθέτουμε:

 

1.  Όπως προκύπτει από τις  βαθμολογίες στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων ετών,  η σχετική αξία των εμπλεκόμενων μερών είναι ίση. Ως προς το ζήτημα αυτό, είναι κοινή η προσέγγιση των διαδίκων.

 

2.  Συνιστά δεδικασμένο η υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στο στοιχείο της αρχαιότητας. Κρίθηκε ήδη από την ομόφωνη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αντωνίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 562. Όπως εντοπίζεται στις σελίδες 565 και 575 της πιο πάνω απόφασης, η αρχαιότητα αυτή συνίστατο σε έντεκα περίπου μήνες σε προηγούμενη θέση. Επιβεβαιώθηκε η κρίση αυτή του Δικαστηρίου και στη μεταγενέστερη ομόφωνη, επίσης, απόφαση της [*283]Πλήρους Ολομέλειας Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745, όπου, στη σελίδα 748 σημειώνεται ότι «η Αιτήτρια (Χριστοδούλου) ήταν αρχαιότερη από την Ενδιαφερομένη (Αντωνίου)». Επίσης, καταγράφεται στη σελίδα 751: «Σημειώνουμε δε πως, εν πάση περιπτώσει, η Αιτήτρια (Χριστοδούλου) ήταν αρχαιότερη ως εκ της ημερομηνίας προαγωγής και σε ανώτερη θέση».

 

3.  Το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατέχει πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο δεν είναι απαραίτητο με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι όμως σχετικό ως προς τα καθήκοντα της θέσης (Master of Public Sector Management). Το στοιχείο αυτό προκύπτει, αφενός, ως παραδεκτό γεγονός και, αφετέρου, ως αποτέλεσμα δικαστικής κρίσης στις προαναφερθείσες δύο αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας.

 

4.  Η οριακή διαφορά, ως νομική προσέγγιση, στην αξιολόγηση της συνέντευξης των εμπλεκόμενων μερών, επιβεβαιώθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164. Στην εν λόγω απόφαση, η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ. αφορούσε τις συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα για σκοπούς πλήρωσης της θέσης Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή. Τα σχόλια της Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση των υποψηφίων και προκειμένου να αξιολογήσει την Αντωνίου ως «εξαίρετη» και τη Χριστοδούλου ως «πάρα πολύ καλή», ήταν πανομοιότυπα με τα όσα κατέγραψε στη συνέχεια σε σχέση με τις συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα και αφορούν τη θέση Αρχιπρωτοκολλητή της παρούσας προσφυγής. Η Πλήρης Ολομέλεια έκρινε ότι «Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή, αφού το μεν Ενδιαφερόμενο Μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη» ενώ η Αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή»». 

 

5.  Τέλος, όπως έχει ήδη παρατεθεί στο αρχικό στάδιο της απόφασης, ομόφωνα η Πλήρης Ολομέλεια στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745 έκρινε ότι λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε υπέρτερη πείρα υπέρ της  Αντωνίου, αποτιμώντας το στοιχείο αυτό προς όφελός της. 

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, θα εξετάσουμε μια σειρά από ισχυρισμούς του ευπαίδευτου δικηγόρου της Αιτήτριας, οι οποίοι [*284]έχουν άμεση συνάρτηση με τα προαναφερθέντα στοιχεία κρίσης.

 

Είναι χωρίς στήριξη η προσέγγιση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι η αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους είναι πλασματική.  Εδράζεται σε λανθασμένη βάση γεγονότων. Η αρχαιότητα, την οποία καλύπτει ήδη δεδικασμένο, δεν αφορά πλασματική αρχαιότητα που προέκυψε ως αποτέλεσμα αναδρομικού διορισμού του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή μετά από επιτυχή κατάληξη προσφυγής, αλλά αρχαιότητα σε προηγούμενη θέση. Όπως ήδη λέχθηκε, έκτασης έντεκα μηνών. Ακόμη, όμως, και πλασματική υπηρεσία, παρέχει δικαίωμα χρησιμοποίησής της για σκοπούς προαγωγής, όπως εντοπίζεται στη νομολογία που παραθέτουμε στο αμέσως επόμενο στάδιο.

 

Παραπονείται, συναφώς, ο ευπαίδευτος συνήγορος, καταλογίζοντας στην Ε.Δ.Υ. ότι λανθασμένα δεν προσμέτρησε προς όφελος της Αιτήτριας την πραγματική εμπειρία που είχε ως εκ της υπηρεσίας της στις θέσεις Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή και Αρχιπρωτοκολλητή. Παραβλέπει, με όλο το σεβασμό, ο συνήγορος, την ακύρωση των προαναφερθέντων διορισμών και τη συνακόλουθη, νομική, εξαφάνισή τους. Ακριβώς το ίδιο νομικό ζήτημα προέκυψε και εξετάστηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745. Η Πλήρης Ολομέλεια, διακρίνοντας τα δεδομένα των υποθέσεων Καραγιώργης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, Ανδρέας Ξενοφώντος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 501/2002, ημερομηνίας 12/2/2004, Λοΐζος Παναγή v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1583/06, ημερομηνίας 17/9/2007 και Fitzgerald v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 263, εντόπισε ότι:

 

«Εδώ το ζήτημα είναι ιδιαίτερο και δεν αφορά στα προσόντα ή στα προαπαιτούμενα, αυτοτελώς. Αφορά στη συγκριτική υπεροχή της ενδιαφερομένης έναντι της αιτήτριας και αποδοχή της θέσης της ΕΔΥ θα σήμαινε πως παρά την εξαφάνιση της προαγωγής της ενδιαφερομένης στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή και την αναδρομική προαγωγή σ’ αυτή της αιτήτριας, θα παραμείνει κατάλοιπο σοβαρού οφέλους της ενδιαφερομένης σε βάρος της αιτήτριας. Σε τελευταία δε ανάλυση, αν αυτή η θέση γινόταν δεκτή σε κάθε περίπτωση ακύρωσης προαγωγής ή διορισμού, ο δικαιωθείς θα βρίσκεται δυνητικά σε μειονεκτικότερη θέση έναντι του συναδέλφου του που κρίθηκε ότι παρανόμως προάχθηκε. Να έχουμε δε υπόψη και τη νομολογία μας σε σχέση με την αρχή της αποκατάστασης, όπου έγινε αναφορά και στην [*285]Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου (ανωτέρω) στη σελίδα 267 και 275. Στις Λεοντίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70 και Θεοφυλάκτου v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 322, στις οποίες, ακριβώς, κρίθηκε ότι ο δικαιωθείς υπάλληλος ο οποίος προάχθηκε ή διορίστηκε αναδρομικά, είχε δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την πλασματική υπηρεσία που προέκυπτε για σκοπούς είτε προαγωγής είτε μισθολογικών ωφελημάτων. Καταλήγουμε πως κατά πλάνη η ΕΔΥ θεώρησε ως στοιχείο υπεροχής της ενδιαφερομένης, την πείρα στη θέση Βοηθού Αρχιπρωτοκολλητή.»

 

Ισχυρίζεται η πλευρά της Αιτήτριας ότι η αξιολόγηση «πάρα πολύ καλή» που αποδόθηκε στο Ενδιαφερόμενο Μέρος στα πλαίσια της προφορικής εξέτασής της ενώπιον της Ε.Δ.Υ., δεν συνάδει με το περιεχόμενο της φραστικής αιτιολογίας που παρατέθηκε, και το οποίο αυτούσιο καταγράφεται σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας.

 

Ως θέμα λογικής προτεραιότητας θα πρέπει να εξεταστεί, σε σχέση με το υπό αναφορά ζήτημα, η θέση της αντίδικης πλευράς, σύμφωνα με την οποία η εν λόγω προσέγγιση δεν μπορεί να εγερθεί και συζητηθεί στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, αφού η παρούσα επανεξέταση οφείλει να διενεργηθεί στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης. Ως θέση αρχής, ζητήματα τα οποία δεν έχουν εγερθεί στα όρια προηγούμενης δικαστικής διαδικασίας αναφορικά με την πλήρωση της ίδια θέσης, δεν είναι και επιτρεπτό να τίθενται σε μεταγενέστερη δικαστική διαμάχη (Ναζίρης v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38). Στην παρούσα, όμως, περίπτωση, παρόμοιο με το τεθέν θέμα ηγέρθη από τους ευπαίδευτους συνήγορους του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Αντωνίου) στην Προσφυγή 817/2009 που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Χριστοδούλου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 745. Αυτό εντοπίζεται από τις αγορεύσεις των συνηγόρων που είναι καταχωρημένες στο φάκελο της υπόθεσης. Η Πλήρης Ολομέλεια άφησε ανοικτό το όλο θέμα, εν όψει της κατάληξης επί διαφορετικού ζητήματος, κατάληξη η οποία έκρινε και το αποτέλεσμα της προσφυγής και κατέστησε αχρείαστη την εξέταση περαιτέρω ζητημάτων. Άλλωστε, αυτό επιβεβαιώνεται και από την προσέγγιση της Πλήρους Ολομέλειας, σελίδα 754: «Αναπτύχθηκαν επιχειρήματα και σε σχέση με τη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης, της αρχαιότητας και των προσόντων αλλά ασφαλώς δεν είναι δυνατό να προχωρήσουμε στην εξέταση ζητημάτων στη βάση υποθέσεων. Εναπόκειται στην ΕΔΥ να επα[*286]νεξετάσει τα δεδομένα στη βάση του δεδικασμένου που αυτή η απόφαση δημιουργεί.»

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της προαναφερθείσας εισήγησης της Αιτήτριας.

 

Η αξιολόγηση εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και η κατάληξη σε συγκεκριμένη βαθμολογία, συνιστούν μέρος της νοητικής λειτουργίας των μελών της Επιτροπής, η οποία και δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Το όλο ζήτημα αφορά υποκειμενική κρίση του αξιολογούντος οργάνου σε σχέση με την απόδοση υποψήφιου σε εξέταση. Όπως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, ακόμη και αν θεωρεί ότι ο υποψήφιος θα έπρεπε να αξιολογηθεί διαφορετικά. Έργο του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και μόνο. Ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας του ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου. Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Μάρως Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, λέχθηκαν τα εξής σχετικά, σελίδες 419-420:

 

«Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα στην 3857 ισχυρίζεται ότι «εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Σ.Ε. ήταν αιτιολογημένη» και απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της «γιατί η βαθμολογική αξιολόγηση εκάστου των υποψηφίων δεν συνάδει με το φραστικό περιεχόμενο της». Το πρωτόδικο δικαστήριο με το θέμα αυτό ασχολήθηκε στις σελ. 12-16 της απόφασης. Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής:

 

«Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την επιχειρηματολογία η οποία γίνεται σε στήριξη της εισήγηση αυτής.  Δεν είναι για την Αιτήτρια να καθορίσει το τι συνιστά «εξαίρετη» απόδοση, τοσούτο μάλλον αφού οι χαρακτηρισμοί «εξαίρετος» και «πάρα πολύ καλός» είναι σχετικοί προς τα διέποντα την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είναι δε σαφές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι ο κ. Μάτσας υπερείχε σε σύγκριση με τους άλλους υποψηφίους, όπως η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή παρατήρησε, και ότι η Αιτήτρια όσο και τα άλλα Ενδιαφερόμενα Μέρη υστέρησαν τόσο ώστε να διαφοροποιείτο η απόδοση τους [*287]από εκείνη του κ. Μάτσα.»

 

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας ενός ακυρωτικού δικαστηρίου και ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου (βλ. Κυριάκος Χασάπη v. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Υπόθ. 245/99, ημερ. 19/4/01, με αναφορά σε αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 717). Αυτό που απαιτείται από το νόμο είναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης, κάτι που εδώ έγινε (βλ. Πούρος κ.ά. v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).»

 

Συναφής είναι και η προηγηθείσα απόφαση της Ολομέλειας στη Σωτηρίου v. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452. Προστίθεται ότι, στην ουσία, όλες οι σχετικές αποφάσεις που επιτρέπουν αναθεώρηση της βαθμολογίας γραπτής ή προφορικής εξέτασης σχετίζονται με τον έλεγχο από το διοικούμενο της δικής του βαθμολογίας, έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον, εφόσον διαφορετική υπέρ του βαθμολόγηση θα βελτιώσει τη θέση ή κατάταξή του έναντι συνυποψηφίων του. Προς τούτο έχει έννομο συμφέρον. Κατά τα άλλα, ένας υποψήφιος δεν έχει έννομο συμφέρον να καταφέρεται εναντίον της βαθμολογίας ή κατάταξης ή απόδοσης συνυποψήφιου του, όταν ο ίδιος έχει υπέρ του καλύτερη απόδοση. Όπως έχει νομολογηθεί, όχι μόνο η αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να εγείρεται μετ’ εννόμου συμφέροντος, αλλά και κάθε λόγος ακυρώσεως πρέπει να προβάλλεται με έννομο συμφέρον (Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108 και Αναστασίου v. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389).

 

Η Αιτήτρια εδώ είχε «εξαίρετη» απόδοση και, επομένως, δεν εναπόκειται σ’ αυτή να καθορίσει ή να αμφιβάλλει για την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους, θέτοντας έτσι και η ίδια σε αμφιβολία τη δική της απόδοση.

 

Είναι πάγια θέση της νομολογίας ότι όταν μια απόφαση της Ε.Δ.Υ. εμπίπτει, έστω και στα ακραία όρια, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να υποκαταστήσει την απόφαση του διορίζοντος οργάνου με δική του, ανεξάρτητα εάν θα κατέληγε σε διαφορετικό διορισμό, στην περίπτωση που το ίδιο αποφάσιζε. Αναφέρονται τα ακόλουθα στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά v. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329, 338:

[*288]«Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Από την άλλη, επέμβαση του δικαστηρίου είναι δυνατή μόνο όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψήφιου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάμει κακή χρήση της (Βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 85 – απόφαση Ολομέλειας και Γ.Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 729). Οσάκις ένα Ε.Μ. κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο της υπηρεσίας προσόντα το δικαστήριο, αναφορικά με το θέμα της καταλληλότητας, δεν υποκαθιστά τη δική του διακριτική ευχέρεια με εκείνη του διορίζοντος οργάνου νοουμένου ότι το τελευταίο έχει ασκήσει σωστά τη διακριτική του ευχέρεια. Με άλλα λόγια το απλό γεγονός ότι αν το Δικαστήριο βρισκόταν στη θέση του διορίζοντος οργάνου δυνατόν να μην επέλεγε για διορισμό ή προαγωγή τον υποψήφιο που έχει επιλεγεί από το αρμόδιο όργανο δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου (Βλ. Christou a.o. v. Republic, 4 R.S.C.C. 1 και Χ”Βασιλείου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755).»

 

Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω, απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του αποφάνθηκε ότι δύναται να αποδοθεί αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, όταν ο διορισμός αφορά θέσεις ψηλά στην ιεραρχία και όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες του υποψήφιου είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Στις περιπτώσεις αυτές η αρχαιότητα, παρόλο που λαμβάνεται υπόψη, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, δεδομένου του επιπέδου της θέσης (Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, 396-397).

 

Τα πρόσθετα προσόντα, τα μη προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επαφίεται, δε, στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει τη σημασία τους. Κατά την αξιολόγηση αυτή, η αρμόδια αρχή είναι νομολογιακά υποχρεωμένη να αποφεύγει αφενός την παροχή υπερβολικής βαρύτητας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόδοση έκδηλης υπεροχής, [*289]και, αφετέρου, η βαρύτητα να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης (Πούρος (ανωτέρω), σελ. 395, Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα και κατείχε επιπρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ως προς δε την αξία, όπως αυτή σταθμίζεται από τις ετήσιες εκθέσεις, οι υποψήφιες ήταν ισάξιες.

 

Ως κρίσιμο στοιχείο βαρύνουσας σημασίας προωθήθηκε από την πλευρά της Αιτήτριας η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση στις προφορικές συνεντεύξεις των εμπλεκομένων ενώπιον της Ε.Δ.Υ.  Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να κριθεί υπό το πρίσμα των δεδομένων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου και, περαιτέρω, υπό το φως των νομολογιακά αναγνωρισμένων ορίων επέμβασης του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση υποκατάστασης της απόφασης της Ε.Δ.Υ.

 

Όπως ήδη καταγράψαμε, συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, 928).

 

Η πλευρά της Αιτήτριας είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Δεν εναπόκειται στην Καθ’ ης η αίτηση, ούτε και έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν καταφανώς υπέρτερο της Αιτήτριας προκειμένου να δικαιολογήσει την επιλογή της. Επιλογή που ήταν, εν πάση περιπτώσει, εύλογη υπό το φως των θεσμοθετημένων κριτηρίων και των όσων έχουμε εν συνόλω αναπτύξει.

 

Είναι η κατάληξή μας ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε μέσα σε απόλυτα επιτρεπτά όρια και σε καμία περίπτωση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Επομένως, κρίνουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφασή της για διορισμό του Ενδια[*290]φερόμενου Μέρους ήταν εύλογα επιτρεπτή, και δεν έχει αποδειχθεί από την πλευρά της Αιτήτριας έκδηλη υπεροχή ώστε και να δικαιολογείται και η επέμβασή μας.

 

Εν όψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται εις βάρος της Αιτήτριας και υπέρ της Καθ΄ης η Αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμία διαταγή για έξοδα σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο