Κυπριακή Δημοκρατία ν. Nimal Jayaweera (2014) 3 ΑΑΔ 299

ECLI:CY:AD:2014:C508

(2014) 3 ΑΑΔ 299

[*299]10 Ioυλίου, 2014

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μΕσω

ΔιευθΥντριαΣ ΑρχεΙου ΠληθυσμοΥ

και ΜετανΑστευσησ,

 

Εφεσείoυσα-Καθ’ ης η αίτηση,

 

v.

 

ΝΙMAL JAYAWEERA,

 

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 37/2010)

 

 

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Το πλαίσιο εξέτασης των προϋποθέσεών της, όπως το επεξεργάστηκε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επισκόπηση και ανάλυση της αντίστοιχης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ― Πρόκριση του δεσμευτικού προηγούμενου της Εθνικής νομολογίας της Δημοκρατίας στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

 

Η Δημοκρατία αξίωσε με την έφεση της, την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφαση απόρριψης της αίτησης του εφεσιβλήτου για πολιτογράφησή του.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε από την συνήγορο της εφεσείουσας, εδραζόταν στην ερμηνεία που ήδη δόθηκε από το εφετείο αναφορικά με την ανανέωση αδειών παραμονής κάμνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. .20, όπου αποφασίστηκε, όπως είπε, ότι τα διαστήματα της παράνομης διαμονής δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Με αυτό το δεδομένο η συνήγορος υποστήριξε ότι η τελική αξιολόγηση του χρόνου παραμονής του εφεσίβλητου, που έγινε από το αρμόδιο τμήμα, ήταν ορθή. Στην αντίπερα πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου αρχικώς εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της υπόθε[*300]σης Ζ.Μ. (ανωτέρω), διαφέρουν από τα της παρούσης. Αργότερα κατά τη συζήτηση της έφεσης, παραδέχτηκε ότι υπάρχει δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο, αλλά υποστήριξε ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

2.  Στην προκείμενη περίπτωση το αναφαίρετο και κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως προς τη διατήρηση ή είσοδο προσώπων στην Κύπρο, όσο και η διακριτική ευχέρειά της να παραχωρεί την κυπριακή υπηκοότητα, επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση Ζ.Μ. (ανωτέρω). Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας. Έχοντας αναλύσει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του ΔΕΕ, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι διαφοροποιούνται ως προς τα γεγονότα και τη νομική βάση επί των οποίων στηρίχθηκαν και εφαρμόζεται, επί του προκειμένου, το δεσμευτικό προηγούμενο της απόφασης Ζ.Μ.  Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης, έχουν βάση και γίνονται αποδεκτοί, λαμβάνοντας υπόψη, ότι τα στοιχεία για την περίοδο της παράνομης παραμονής του εφεσίβλητου στη Δημοκρατία υπήρχαν, συνακόλουθα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί η συμπεριφορά της διοίκησης ως αντιφατική. Ούτε η εκ των υστέρων έγκριση αιτήσεως για άδεια παραμονής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αίρει το στοιχείο της παρανομίας όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Ζ.Μ. ανωτέρω.

 

3.  Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης και την προβληθείσα έλλειψη αιτιολογίας, θεωρούμε επίσης ότι είναι βάσιμος, γεγονός το οποίο έχει αποδεχτεί και η συνήγορος του εφεσίβλητου.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Αποφάσεις:

 

Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 20,

 

C-135/08 Rottmann ν. Freistaat Bayern, ημερ. 2.3.2010,

 

C - 329/97 Sezgin Ergat v. Stadt Ulm, ημερ. 16.3.2010.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Καθ’ ης η Αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 27/08) ημερ. 23/2/10.

[*301]Λ. Ουστά, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

 

Ν. Χαραλαμπίδου, (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, υπήκοος της Σρι Λάνκα, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 23 Ιουνίου 1995, αφού εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής για εργασία. Έκτοτε, μετά από σειρά γεγονότων, που θα αναλυθούν στη συνέχεια, υπέβαλε στις 8 Απριλίου 2004, αίτηση για πολιτογράφηση, η οποία απορρίφθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2007. Αμφισβητώντας τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αριθμό 27/2008. Ο αδελφός μας Δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση δικαίωσε τον εφεσίβλητο χαρακτηρίζοντας την απόφαση ανεπαρκώς αιτιολογημένη και αφετέρου, ότι, οι ανανεώσεις της αδείας παραμονής που κατά καιρούς, εγκρίνονταν, κάλυπταν την όποια περίοδο παράνομης παραμονής που, κατ’ ισχυρισμό της εφεσείουσας, υπήρχαν.

 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο προωθήθηκε και η παρούσα έφεση.  Αναφορικά με το λόγο έφεσης (3) για ανεπαρκή αιτιολογία, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου, κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης, αποδέχτηκε ότι ο λόγος όντος είναι βάσιμος καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Το κρίσιμο συναφώς ερώτημα που τίθεται είναι, με δεδομένη την παρέλευση χρονικού διαστήματος, ενίοτε σημαντικού, μεταξύ της λήξης της περιόδου αδείας προσωρινής παραμονής, της υποβολής αίτησης για ανανέωση και της έγκρισης της εκάστοτε αιτήσεως, αν αυτή η έγκριση νομιμοποιεί, αναδρομικώς, και την περίοδο που ο εφεσίβλητος βρισκόταν χωρίς άδεια παραμονής σε ισχύ.

 

Για να καταδειχθεί το εύρος του θέματος, θεωρούμε απαραίτητο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση, όπως περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ο εφεσίβλητος εξασφάλισε, με την άφιξη του στην Κύπρο στις 23 Ιουνίου 1995, άδεια προσω[*302]ρινής παραμονής για εργασία. Η άδεια παρατάθηκε, με διάφορες αιτήσεις μέχρι 30 Ιουνίου 2002. Στο μεταξύ, είχαν ακυρωθεί διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 12 Μαρτίου 2002, που εκδόθηκαν εναντίον του εφεσίβλητου. Η ανανέωση μέχρι τις 30 Ιουνίου 2002, θεωρήθηκε ως «τελική».

 

Υποβλήθηκαν, μέσω των εργοδοτών του εφεσίβλητου, αιτήσεις για ανανέωση της προσωρινής αδείας παραμονής, μετά τη λήξη της πρώτης, στις 31 Ιουλίου 1996, 12 Αυγούστου 1997, 20 Ιουλίου 1998, 23 Δεκεμβρίου 1998 και 30 Ιουλίου 1999. Η τελευταία αίτηση αρχικώς δεν έγινε αποδεχτή, στη συνέχεια όμως εγκρίθηκε, μετά από νέο διάβημα, με ισχύ μέχρι 27 Ιουνίου 2000.  Στις 28 Ιουνίου 2000, η άδεια ανανεώθηκε μέχρι τις 7 Ιουλίου 2001. Η υποβληθείσα νέα αίτηση για παράταση, ημερ. 2 Ιουλίου 2001, δεν έγινε αποδεχτή, με αποτέλεσμα να εκδοθούν, στις 2 Νοεμβρίου 2001, διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του εφεσίβλητου και της οικογένειας του. Υποβλήθηκε νέα αίτηση που ενώ, αρχικώς έτυχε αρνητικής απάντησης, στη συνέχεια, μετά από ασκηθείσες παρεμβάσεις, εγκρίθηκε και χορηγήθηκε στον εφεσίβλητο άδεια παραμονής μέχρι τις 30 Ιουνίου 2002.

 

Το άλλο χρονικό σημείο που ενδιαφέρει, για σκοπούς της έφεσης, είναι η υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση που έγινε στις 8 Απριλίου 2004.

 

Στην αρνητική απάντηση της εφεσείουσας, επισημαίνεται ότι με βάση τον Τρίτο Πίνακα του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, αρ.141(Ι)/2002, ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον, κατά τα προηγούμενα επτά έτη, επταετή νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία, κατά δε τη διάρκεια του έτους πριν την αίτηση πρέπει να υπήρχε διαρκής διαμονή. Ο εφεσίβλητος, όπως είχε αποφασίσει η εφεσείουσα, δεν πληρούσε τα πιο πάνω κριτήρια. Η περίοδος δε νόμιμης παραμονής του εφεσίβλητου, σύμφωνα με υπολογισμό της εφεσείουσας ήταν, τέσσερα χρόνια, δυο μήνες και έντεκα ημέρες.

 

Ο αδελφός μας Δικαστής, πρωτοδίκως, αντίκρισε το θέμα των παρατάσεων που δίδοντο ως εξής:

 

«Αλλά και περαιτέρω, προσεκτική αναδρομή στην ολότητα των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, τα οποία εν μέρει αναπαράγονται και στα Παραρτήματα της ένστασης, αποκαλύπτει ότι για κάθε περίοδο που εγκρινόταν η παράταση της διαμονής του αιτητή, η διοίκηση, έστω και αν δεν υπέβαλλε ο [*303]αιτητής έγκαιρα το σχετικό έντυπο Μ61 προς διευθέτηση της παραμονής του, εξέδιδε διαδοχικά νέες άδειες παραμονής, καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο και την παράλειψη αυτή.»

 

Χαρακτήρισε δε την ενέργεια της εφεσείουσας ως μεμπτή, λέγοντας:

 

«Με βάση τα πιο πάνω παρατηρείται πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, διότι δεν είναι ορθό για τη διοίκηση εκ των υστέρων να ανατρέχει στο παρελθόν για να ανακαλύψει περιόδους κατά τις οποίες ο αιτητής δεν είχε έγκαιρα υποβάλει την αίτηση στο έντυπο Μ61 (που όπως διαφάνηκε δεν ισχύει εν πάση περιπτώσει για τις δύο πρώτες περιόδους δηλαδή μέχρι και το 2000), όταν η ίδια η διοίκηση ενέκρινε και εξέδιδε άδειες παραμονής για κάθε νέα αίτηση του αιτητή. Είναι φανερό ότι δεν μπορεί η καθ΄ης να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα δικές της ενέργειες, ούτε είναι δυνατό περίοδοι που εκ των υστέρων καλύφθηκαν με νόμιμη άδεια παραμονής να θεωρούνται ετεροχρονισμένα ως περίοδοι παράνομης διαμονής.»

 

Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας, εδραζόταν στην ερμηνεία που ήδη δόθηκε από το εφετείο αναφορικά με την ανανέωση αδειών παραμονής κάμνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) Α.Α.Δ. 3(Α) 20, όπου αποφασίστηκε όπως είπε ότι, τα διαστήματα της παράνομης διαμονής δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Με αυτό το δεδομένο η κα.Ουστά υποστήριξε ότι η τελική αξιολόγηση του χρόνου παραμονής του εφεσίβλητου, που έγινε από το αρμόδιο τμήμα, ήταν ορθή και εισηγήθηκε την αποδοχή των δυο, εναπομεινάντων λόγων έφεσης.

 

Στην αντιπέρα πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου αρχικώς εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Ζ.Μ. (ανωτέρω), διαφέρουν από τα της παρούσης. Αργότερα κατά τη συζήτηση της έφεσης, παραδέχτηκε ότι υπάρχει δεσμευτικό νομολογιακό προηγούμενο, αλλά υποστήριξε ότι η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο, οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.

 

Ειδικότερα, έγινε αναφορά στην υπόθεση C-135/08 Rottmann ν. Freistaat Bayern, ημερ. 2 Μαρτίου 2010. Το ερώτημα που τέθηκε με αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης, είχε σχέση με τις διατάξεις της Συνθήκης της Ε.Κ. που ρυθμίζουν την ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, [*304]όπως αναφέρεται στην αιτιολόγηση 2, η αίτηση προβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς ανάκλησης της πράξης πολιτογράφησης του προσφεύγοντος.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Rottmann, γεννήθηκε στο Γκράτσς της Αυστρίας, έχοντας αυστριακή ιθαγένεια. Το 1995 μετέφερε τις εργασίες του στο Μόναχο της Γερμανίας. Το Φεβρουάριο του 1998 ζήτησε να του χορηγηθεί η γερμανική ιθαγένεια. Κατά τη διαδικασία δεν απεκάλυψε ότι είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη στην Αυστρία. Του χορηγήθηκε η γερμανική ιθαγένεια στις 5 Φεβρουαρίου 1999. Τον Αύγουστο του 1999, οι δημοτικές αρχές του Γκρατς πληροφόρησαν το Δήμο Μονάχου ότι εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Rottmann. Παράλληλα το Σεπτέμβριο του 1999, η εισαγγελία της Αυστρίας γνωστοποίησε στο Δήμο Μονάχου, ότι, μεταξύ άλλων, τον Ιούλιο του 1995, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του στο Γκρατς.

 

Κατόπιν τούτου, το Freistaat Bayern, με απόφαση του ημερ. 4 Ιουλίου 2000 ανακάλεσε αναδρομικά την πολιτογράφηση του προσφεύγοντος με το αιτιολογικό ότι «ο ενδιαφερόμενος είχε αποκρύψει το γεγονός ότι εκκρεμούσε κατ΄αυτού ποινική διαδικασία στην Αυστρία και επομένως είχε αποκτήσει τη Γερμανική ιθαγένεια χάρη σε απάτη».

 

Τα γεγονότα της απόφασης Rottmann (ανωτέρω) δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε συνάρτηση ή συνάφεια με τα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης. Το καθοριστικό, κατά την άποψη μας, στοιχείο στην εν λόγω υπόθεση ήταν η συνέπεια της απώλειας της ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον αναιρεσείοντα, που ακόμη και αν, όπως αποφασίστηκε ήταν κατ΄αρχήν, κατά το εθνικό (Γερμανικό) δίκαιο νόμιμη η ανάκληση της πράξης απονομής της ιθαγένειας, εντούτοις, η εν λόγω απόφαση θα απέληγε σε ανιθαγένεια του αναιρεσείοντος.  Υπομνήστηκε από το Δικαστήριο ότι τα κράτη μέλη, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους στον τομέα της ιθαγένειας, οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως διατηρείται το δικαίωμα εκάστης χώρας μέλους να ρυθμίζει τα της χορήγησης της ιθαγένειας. Παράλληλα, η υπόθεση κρίθηκε στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και κλήθηκε το γερμανικό δικαστήριο, κατά την κυρίως δίκη για την πράξη ανάκλησης, να σταθμίσει τις επιπτώσεις για τον ενδιαφερόμενο και να τηρήσει την αρχή της αναλογικότητας σημειώνοντας περαιτέρω ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊ[*305]κής Ένωσης δεν απαγορεύει σε ένα κράτος μέλος να ανακαλέσει την πράξη απονομής ιθαγένειας του σε πολίτη της Ένωσης, ιθαγένειας την οποία απέκτησε ο ενδιαφερόμενος κατόπιν πολιτογράφησης χάρη σε απάτη, υπό την προϋπόθεση, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι η εν λόγω απόφαση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

 

Η άλλη υπόθεση στην οποία έκαμε αναφορά η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου C – 329/97 Sezgin Ergat v. Stadt Ulm, ημερ. 16 Μαρτίου 2010, ο αναιρεσείων, τούρκος υπήκοος είχε εισέλθει τον Οκτώβρη του 1975 με άδεια στη Γερμανία, για να ζήσει με τους γονείς του, οι οποίοι εργάζονταν ήδη στη χώρα αυτή ως μισθωτοί. Από το 1983 ο Ergat κατείχε άδεια εργασίας περιορισμένης διάρκειας και στις 19 Οκτωβρίου 1989 του χορηγήθηκε, άδεια αορίστου χρόνου. Το 1983 του χορηγήθηκε κατόπιν αιτήσεως του, άδεια διαμονής για ένα έτος. Η ισχύς της εν λόγω αδείας παρατάθηκε για τέσσερις φορές, την πρώτη φορά για ένα έτος και στη συνέχεια για δύο έτη, κάθε φορά. Αποτελούσε μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι οι τρεις τελευταίες παρατάσεις εγκρίθηκαν παρόλο που η αίτηση για ανανέωση είχε υποβληθεί μετά τη λήξη της ισχύος της αδείας διαμονής. Η ισχύς της τελευταίας έληξε στις 28 Ιουνίου 1991. Ο Ergat ζήτησε παράταση, με αίτηση που υπέγραψε 10 Ιουνίου 1991, η οποία όμως περιήλθε στην αρμόδια υπηρεσία Αλλοδαπών, 24 Ιουλίου 1991, δηλαδή 26 ημέρες μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας αδείας διαμονής του.

 

Η Υπηρεσία Αλλοδαπών με απόφαση της ημερ. 22 Ιανουαρίου 1992 απέρριψε την αίτηση ως εκπρόθεσμη και έκρινε ότι η διαμονή του Ergat δεν ήταν πλέον, μετά τη λήξη της ισχύος της άδειας του, νόμιμη, και τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη Γερμανία.

 

Η διοικητική προσφυγή που υπέβαλε απορρίφθηκε στις 4 Μαϊου 1992. Επέστρεψε στη Γερμανία το Φθινόπωρο του 1993 και τον Ιούνιο του επόμενου χρόνου άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της απόφασης ημερ. 4 Μαίου 1992.

 

Η προσφυγή έγινε δεκτή πρωτοδίκως αλλά απορρίφθηκε κατ’ έφεση. Ο εν λόγω Ergat θεώρησε ότι το πρώτο εδάφιο του Άρθρου 7 της Απόφασης 1/80 της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, που σχετίζεται με την προώθηση της σύνδεσης την οποία εξέδωσε το Συμβούλιο Σύνδεσης το οποίο συστάθηκε με τη Συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της ΕΟΚ και της Τουρκίας, του επέτρεπε να αξιώσει παράταση της ισχύος της άδειας διαμονής του.

[*306]Το προδικαστικό ερώτημα που τέθηκε στο ΔΕΕ είχε ακριβώς επικεντρωθεί στην ερμηνεία των προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου αυτού της Απόφασης 1/80.

 

To κρίσιμο θέμα που διαφοροποιεί τα γεγονότα της υπόθεσης  από τα εγειρόμενα στην υπό εξέταση υπόθεση είναι οι σχετικές πρόνοιες της Συμφωνίας 1/80, όπου τούρκος υπήκοος μετά από πενταετή νόμιμη διαμονή λόγω οικογενειακής συμβιώσεως με εργαζόμενο, αποκτά το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Αυτή ήταν η ειδοποιός διαφορά η οποία εδραζόταν στο γεγονός ότι ο Ergat ήταν κάτοχος εργασίας αορίστου χρόνου από το 1989 και του επέτρεπε να εξεταστεί το αίτημα του για άδεια διαμονής ανεξαρτήτως αν αυτή είχε υποβληθεί μετά τη λήξη της αδείας διαμονής.

 

Στην προκείμενη περίπτωση το αναφαίρετο και κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς τη διατήρηση, ή είσοδο προσώπων στην Κύπρο όσο και η διακριτική ευχέρεια της να παραχωρεί την κυπριακή υπηκοότητα επιβεβαιώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση Ζ.Μ. (ανωτέρω).  Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας και αποφασίστηκε το εξής:

 

«Ο εφεσίβλητος στην παρούσα υπόθεση, καίτοι εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία και κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του για πολιτογράφηση διέμενε νόμιμα, δεν πληρούσε την προβλεπόμενη για την περίπτωση του – διέμενε στη Δημοκρατία για σκοπούς εργοδότησης - επταετή νόμιμη διαμονή.  Τα διαστήματα της παράνομης διανομής του δεν μπορούν να προσμετρήσουν. Οι μετέπειτα παρατάσεις της προσωρινής αδείας παραμονής του δεν νομιμοποιούν την προηγούμενη παράνομη διαμονή του.»

 

Έχοντας αναλύσει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του ΔΕΕ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι διαφοροποιούνται, ως προς τα γεγονότα και τη νομική βάση επί των οποίων στηρίχθηκαν και εφαρμόζεται, επί του προκειμένου, το δεσμευτικό προηγούμενο της απόφασης Ζ.Μ.

 

Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης έχουν βάση και γίνονται αποδεκτοί, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα στοιχεία για την περίοδο της παράνομης παραμονής του εφεσίβλητου στη Δημοκρατία υπήρχαν, συνακόλουθα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί η συμπεριφορά της διοίκησης ως αντιφατι[*307]κή. Ούτε η εκ των υστέρων η έγκριση αιτήσεως για άδεια παραμονής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αίρει το στοιχείο της παρανομίας όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Ζ.Μ. ανωτέρω. Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης και την προβληθείσα έλλειψη αιτιολογίας θεωρούμε επίσης ότι είναι βάσιμος, γεγονός το οποίο έχει αποδεχτεί και η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση επιτρέπεται, η εκκαλούμενη απόφαση ακυρούται. Η προσβαλλόμενη απόφαση της διοίκησης επικυρώνεται.

 

Η διαταγή για έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επίσης ακυρώνεται και ποσό €1,500 ως έξοδα πρωτοδίκως και €1,500 ως έξοδα εφέσεως επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο